Τα παθήματα που δεν έγιναν... μαθήματα Του Μπάμπη Μιχάλη

 Τα παθήματα που δεν έγιναν... μαθήματα

Του Μπάμπη Μιχάλη

Έναν χρόνο από το ξέσπασμα της κρίσης στις τράπεζες μεσαίου μεγέθους των ΗΠΑ, η Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα και λοιπές ρυθμιστικές αρχές αντί να... σφίξουν εποπτεία και κανόνες, «νερώνουν» τα διεθνή πρότυπα κεφαλαιακής επάρκειας για τις μεγάλες τράπεζες.

Ήταν Παρασκευή 10 Μαρτίου 2023 όταν η Silicon Valley Bank (SVB), η 16η μεγαλύτερη τράπεζα των ΗΠΑ και κορυφαίος χρηματοδότης νεοφυών επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογίας με έδρα την Καλιφόρνια, κατέρρεε εν μέσω μαζικής εξόδου καταθετών και επενδυτών σε διάστημα μόλις 48 ωρών. Ηταν η δεύτερη μεγαλύτερη χρεοκοπία τράπεζας στην ιστορία των ΗΠΑ έπειτα από αυτήν της Washington Mutual, στο κραχ του 2008. Δύο ημέρες αργότερα, ακόμη μία μεσαίου μεγέθους τράπεζα των ΗΠΑ, η Signature Bank -με έδρα τη Νέα Υόρκη- κατέρρευσε ύστερα από την καθίζηση του τίτλου της και μαζικές εκροές κεφαλαίων.

Δεν ήταν το τέλος. Την 1η Μαΐου ήταν η σειρά της First Republic Bank, με έδρα το Σαν Φρανσίσκο, να βάλει λουκέτο. Καταθέσεις και περιουσιακά στοιχεία της πουλήθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες στην JP Morgan Chase. Ακόμη δύο τράπεζες θα κηρύξουν πτώχευση αργότερα στη διάρκεια του 2023, ανεβάζοντας τον αριθμό των χρεοκοπημένων ιδρυμάτων σε συνολικά πέντε.

Ολες τους πλήρωσαν το τίμημα της αυστηρότερης νομισματικής πολιτικής της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας (Fed) που κουρέλιασε το έως τότε σαθρό σύστημα χρηματοδότησής τους, της χαλάρωσης των κανόνων κεφαλαιακής επάρκειας των μεσαίου μεγέθους τραπεζών το 2019, και της πλημμελούς εποπτείας τους. Καθοριστικό ρόλο στην ταχύτατη κατάρρευση των τραπεζών είχαν και οι «σορτάκηδες» (short sellers) που «μύρισαν» το πρόβλημα και έσπευσαν να κερδοσκοπήσουν ποντάροντας μαζικά στην πτώση της τιμής των μετοχών τους.

Η κρίση που απείλησε να λάβει διεθνείς διαστάσεις, χτυπώντας χρηματαγορές και κορυφαία ιδρύματα του τραπεζικού τομέα, ανέδειξε την τεράστια ευθύνη της Fed, το συμβούλιο διοικητών της οποίας επέμενε τότε ότι το τραπεζικό σύστημα ήταν «υγιές και ανθεκτικό». Δεν ήταν. Και οι εποπτικές αρχές της αμερικανικής ομοσπονδιακής τράπεζας φέρουν ευθύνη γιατί δεν κατανόησαν τα τρωτά σημεία της SVB και των άλλων μεσαίων τραπεζών, ενώ όταν κατανόησαν τους κινδύνους δεν έλαβαν επαρκή μέτρα για να αποτρέψουν την κρίση. Η Fed όφειλε να μην επιτρέψει στην SVB και τις άλλες τράπεζες «να πετούν κάτω από το ραντάρ», όφειλε να τις παρακολουθεί αυστηρά και να τις ρυθμίζει.

Το πρόβλημα ήταν περίπου το ίδιο με αυτό που επέτρεψε στις μεγαλύτερες τράπεζες των ΗΠΑ να προκαλέσουν -με την ανεξέλεγκτη πληθωρική κερδοσκοπική δράση τους- το κραχ και την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008-2009. Η Fed απέτυχε να σταματήσει τη συστημική κρίση, ενώ στη νομοθεσία που θεσπίστηκε στη συνέχεια προκειμένου να μην επαναληφθεί αυτή η κρίση -στον περιβόητο νόμο Dodd-Frank- έκανε πολλά προκειμένου να τη «νερώσει» και να μην ψηφιστούν θεμελιώδεις μεταρρυθμίσεις.

Ο νόμος Dodd-Frank υποχρέωσε πάντως τις μεγαλύτερες τράπεζες (με περιουσιακά στοιχεία τουλάχιστον 50 δισ. δολαρίων) σε πιο στενή εποπτεία από την ομοσπονδιακή τράπεζα, ενώ απαίτησε από αυτές μεγαλύτερα κεφαλαιακά «μαξιλάρια-αποθέματα», έτσι ώστε να αντέξουν σε μεγαλύτερα σοκ και να έχουν μεγαλύτερη ρευστότητα για την αντιμετώπιση πιθανών μαζικών εκροών.

Ωστόσο, στη διάρκεια της θητείας της προηγούμενης κυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ, οι μεσαίου μεγέθους τράπεζες -όπως η SVB και Signature Bank- πίεσαν και κατάφεραν να εξαιρεθούν από τους αυστηρότερους κανόνες κεφαλαιακής επάρκειας. Την αποδυνάμωση αυτή των κανόνων, που είχε ως αποτέλεσμα την αδυναμία των τραπεζών να αμυνθούν στην κρίση, υποστήριξε και η Fed του σημερινού προέδρου Τζερόμ Πάουελ. Δεν ήταν η πρώτη φορά που η ομοσπονδιακή τράπεζα είχε κινηθεί με αυτόν τον τρόπο.

Η αποσύνθεση του νόμου Glass-Steagall, το 1999, επί κυβέρνησης Μπιλ Κλίντον (νόμος, ο οποίος θεσπίστηκε στο πλαίσιο του New Deal μετά το κραχ του 1929, διαχωρίζοντας την εμπορική από την επενδυτική τραπεζική), οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην επιρροή που άσκησε ο τότε πρόεδρος της Fed -επονομαζόμενος και μάγος των αγορών- Αλαν Γκρίνσπαν, ενώ τα τεράστια κενά και οι ανεπάρκειες του νόμου Dodd-Frank δεν είναι άμοιρα του υπέρμετρου ρόλου που είχε στις διαπραγματεύσεις ο πρόεδρος Μπεν Μπερνάκι.

Ο νόμος Dodd-Frank -για τη μεταρρύθμιση της Wall Street και την προστασία των καταναλωτών- ψηφίστηκε στη διάρκεια της θητείας του Μπαράκ Ομπάμα και θεωρήθηκε μία από τις σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις των ΗΠΑ μετά τη Μεγάλη Υφεση. Επί της ουσίας παραμένει ένα εξαιρετικά ελαττωματικό και ελλιπές ρυθμιστικό πλαίσιο με πολλά «παραθυράκια». Και γι’ αυτό μεγάλες ευθύνες δεν φέρει μόνο το Κογκρέσο, αλλά και η Fed που το επηρεάζει και ενεργεί επί της ουσίας όλα αυτά τα χρόνια περισσότερο ως «πρόεδρος μιας Λέσχης Τραπεζιτών» παρά ως διαχειριστής του δημόσιου συμφέροντος.

Του λόγου το αληθές επιβεβαίωσε δημοσίευμα του πρακτορείου Reuters, την προηγούμενη εβδομάδα, αποκαλύπτοντας ότι οι ρυθμιστικές αρχές των ΗΠΑ με επικεφαλής τη Fed ετοιμάζονται ύστερα από πιέσεις των ιδρυμάτων της Wall Street να μειώσουν σημαντικά τις απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας που προβλέπει για τις συστημικές τράπεζες η διεθνής συμφωνία «Βασιλεία ΙΙΙ». Η πρόταση της Βασιλείας εισάγει στις ΗΠΑ τα διεθνή κεφαλαιακά πρότυπα που συμφωνήθηκαν το 2010 από την Επιτροπή Τραπεζικής Εποπτείας της Βασιλείας μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση -για την κεφαλαιακή επάρκεια, τα stress tests και τις απαιτήσεις ρευστότητας των τραπεζών.

Προσχέδιο της πρότασης, που παρουσιάστηκε τον Ιούλιο στις ΗΠΑ, προέβλεπε ότι οι τράπεζες που έχουν περιουσιακά στοιχεία άνω των 100 δισ. δολαρίων θα έπρεπε να αυξήσουν τα κεφαλαιακά αποθεματικά τους για την απορρόφηση πιθανόν ζημιών κατά περίπου 16%. Οι ρυθμιστικές αρχές ωστόσο «τα γύρισαν» και προβαίνουν ήδη σε σαρωτική αναθεώρηση του προσχεδίου και μείωση του παραπάνω νούμερου σε μονοψήφιο.

Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει το δημοσίευμα, επικαλούμενο τρεις αξιωματούχους, ο αντιπρόεδρος εποπτείας της Fed, Μάικλ Μπαρ, έχει αρχίσει να ξαναγράφει την πρόταση σε συνεργασία με τον Τζερόμ Πάουελ. Ο τελευταίος, στην κατάθεσή του στο Κογκρέσο την προηγούμενη Τετάρτη, επιβεβαίωσε ότι οι κανόνες ξαναγράφονται και θα περιλαμβάνουν «ευρείες και ουσιώδεις» αλλαγές. Πίσω από το «νέρωμα» υπάρχει μια εκστρατεία πίεσης προς το Κογκρέσο από τις μεγάλες τράπεζες της Wall Street που δεν θέλουν να δεσμεύσουν κεφάλαια που τζογάρουν στις ριψοκίνδυνες επενδύσεις τους.

Οι τραπεζίτες έχουν αφήσει να εννοηθεί ότι θα προχωρήσουν ακόμη και σε μηνύσεις αν χρειαστεί. Πιθανότατα δεν θα χρειαστεί αφού, όπως οι ίδιοι λένε, η Fed τούς ακούει. Ενδεικτικά, από τον Σεπτέμβριο, το προσωπικό της Fed, ο Πάουελ, ο Μπαρ και άλλοι κεντρικοί τραπεζίτες έχουν πραγματοποιήσει τουλάχιστον 50 συναντήσεις ή κλήσεις με εκατοντάδες στελέχη του τραπεζικού τομέα για τη «Βασιλεία», σύμφωνα με τα αρχεία καταγραφής της Fed. Στην περίοδο αυτή ο Πάουελ φέρεται να έχει συζητήσει τη «Βασιλεία» μεταξύ άλλων και με τους διευθύνοντες συμβούλους της Goldman Sachs, της Barclays, της JP Morgan και της Bank of America. Οι τελευταίοι μπορούν να κοιμούνται ήσυχοι. Οι φορολογούμενοι όμως, που διέσωσαν τις τράπεζές τους το 2009 από τη χρεοκοπία, όχι.

ΠΗΓΗ: Εφσυν

Σχόλια