«Κουστούμι» 10 τρισ. για εξοπλισμούς Του Μπάμπη Μιχάλη

 «Κουστούμι» 10 τρισ. για εξοπλισμούς

Του Μπάμπη Μιχάλη

Το 2% των εθνικών ΑΕΠ που οι χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ διέθεσαν για τον εξοπλισμό τους φέρεται ότι δεν επαρκεί πλέον και οι αξιωματούχοι που επικεντρώνονται στην ασφάλεια προειδοποιούν ότι οι στρατιωτικοί προϋπολογισμοί ίσως να χρειαστεί να μιμηθούν τις αντίστοιχες δαπάνες στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.

«Πολεμικό» φέσι μεγαλύτερο των 10 τρισεκατομμυρίων δολαρίων προβάρουν στους φορολογούμενους πολίτες τους οι κυβερνήσεις των χωρών της αναπτυγμένης Δύσης και οι οικονομικές ελίτ τους.

Παρά την περσινή εκτόξευση των εξοπλιστικών δαπανών στο επίπεδο-ρεκόρ των 2,2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων παγκοσμίως, οι ειδικοί σε θέματα άμυνας εκτιμούν ότι οι χώρες της Δύσης θα χρειαστεί να ξοδέψουν πολύ περισσότερα στη συνέχεια για την ασφάλειά τους.

Το 2% των εθνικών ΑΕΠ που οι χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ διέθεσαν για τον εξοπλισμό τους φέρεται ότι δεν επαρκεί πλέον και οι αξιωματούχοι που επικεντρώνονται στην ασφάλεια προειδοποιούν ότι οι στρατιωτικοί προϋπολογισμοί ίσως να χρειαστεί να μιμηθούν τις αντίστοιχες δαπάνες στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου φτάνοντας έως και το 4% του ΑΕΠ προκειμένου να υλοποιηθούν τα σχέδια της συμμαχίας. Aνάλυση του Bloomberg Economics υπολόγισε ότι εάν υιοθετηθεί τελικά μια τέτοια πολιτική το συνολικό κόστος για τις ΗΠΑ και τους συμμάχους της στην ομάδα χωρών της G7 θα ξεπεράσει την επόμενη δεκαετία τα 10 τρισ. δολάρια.

Η ανάλυση υποδεικνύει ότι το αυξανόμενο βάρος της προετοιμασίας για πόλεμο θα δημιουργήσει ένα νέο δημοσιονομικό παράδειγμα για τα περισσότερα μέλη του ΝΑΤΟ. Ακόμη και η απλή επίτευξη του ελάχιστου ετήσιου ποσοστού του ΑΕΠ της συμμαχίας για στρατιωτικές δαπάνες θα καθυστερήσει μεγάλο μέρος της μείωσης του χρέους στις χώρες της Ε.Ε. μετά την πανδημία, τονίζει. Η δε επίτευξη του 4% θα ωθήσει τα ασθενέστερα κράτη του μπλοκ σε επώδυνες επιλογές όπως βαθύτερα επίπεδα δανεισμού, σημαντικές περικοπές σε άλλα τμήματα του προϋπολογισμού τους και αυξήσεις φόρων.

Η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία θα εκτεθούν ιδιαίτερα εάν οι επιπλέον δαπάνες χρηματοδοτηθούν μέσω των αγορών ομολόγων και το δημόσιο χρέος της Ρώμης προβλέπεται να εκτοξεύεται στο 179% του ΑΕΠ ώς το 2034 από 144% φέτος.

Ακόμη και οι ΗΠΑ, οι οποίες διαθέτουν ήδη το 3,3% του ΑΕΠ τους για την άμυνα, θα δουν τον δανεισμό τους να αυξάνεται στο 131% του ΑΕΠ από 99% την επόμενη δεκαετία, αν τελικά αυξήσουν τον ήδη τεράστιο στρατιωτικό προϋπολογισμό τους στο 4%. Το πώς αυτές οι επιπλέον υπέρογκες δαπάνες για άμυνα μπορούν να συμβιβαστούν με τα πεπερασμένα φορολογικά έσοδα, τα προγράμματα δημοσιονομικής εξυγίανσης και τις όλο και μεγαλύτερες ανάγκες για πρόνοια και υγεία είναι ένα καυτό ερώτημα που οι κυβερνήσεις οφείλουν να απαντήσουν πριν κλείσουν την πόρτα στις πολιτικές ανοχής, συμβιβασμού και ειρήνευσης σε Ουκρανία, Μέση Ανατολή και οπουδήποτε αλλού στον κόσμο.

Και οι τρεις παραπάνω λέξεις απουσιάζουν ωστόσο απελπιστικά από το λεξιλόγιο της ευρωπαϊκής διπλωματίας, η οποία απέτυχε παταγωδώς στην Ουκρανία. Χθες ο επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας Ζοζέπ Μπορέλ διεμήνυσε μάλιστα προς τους Ευρωπαίους πολίτες ότι «η πιθανότητα συμβατικού πολέμου υψηλής έντασης στην Ευρώπη δεν είναι πλέον φαντασία» και κάλεσε τις ευρωπαϊκές χώρες να αυξήσουν γρήγορα την αμυντική ικανότητά τους.

Δεν είναι ο μοναδικός που αβαντάρει υπέρ της έντασης και της νέας κούρσας εξοπλισμών. Στο ίδιο μήκος κύματος ο Σάιμον Τζόνσον του Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης και πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ εξέφρασε την ανησυχία του «για μια κρίση εθνικής ασφάλειας εξαιτίας της αποτυχίας υπεράσπισης της χώρας του», καθησυχάζοντας από την άλλη πλευρά ότι «δεν θα υπάρξει δημοσιονομική κρίση από τις αυξημένες αμυντικές δαπάνες».

Την ίδια στιγμή, και ενώ το «ψήσιμο» της κοινής γνώμης συνεχίζεται αμείωτο, εκτός των μεγαλομετόχων των μεγάλων εταιρειών παραγωγής όπλων της υφηλίου τα χέρια τους τρίβουν και οι τραπεζίτες, μεγαλοεπενδυτές και λοιποί παράγοντες του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Κούρσα εξοπλισμών υπό αυτές τις συνθήκες σημαίνει νέο γενναίο δανεισμό των κυβερνήσεων και μάλιστα με υψηλά χάρη στους κεντρικούς τραπεζίτες επιτόκια.

ΠΗΓΗ: Εφσυν

Σχόλια