«Τα Παιδιά του Χειμώνα»

Ανακοινώθηκαν οι υποψηφιότητες των BAFTA και Οσκαρ, που φέτος έχουν στις λίστες τους αρκετές ταινίες απ' αυτές που αγαπήσαμε τη χρονιά που μας πέρασε, και άναψε η συζήτηση. Τι διαφοροποιεί άραγε μια ταινία με πολλά βραβεία από μια ταινία με ελάχιστα ή κανένα; Η εμπορική της διανομή και η διαφήμισή της. Ποιος τελικά κρίνει τις υποψηφιότητες και τα βραβεία; Η κινηματογραφική βιομηχανία, η οποία βεβαίως καθορίζει και τη διανομή των ταινιών στα αντίστοιχα φεστιβάλ.

Και έτσι, με αυτές τις πολύ λιτές διαπιστώσεις, μπορούμε να ξεκινήσουμε την ενδιαφέρουσα κουβέντα μας μέχρι τα μέσα Μάρτη, που θα έχουν κριθεί και οι νικητές της χρονιάς. Έτσι κι αλλιώς, το σημαντικότερο είναι να βλέπουμε ταινίες στο σινεμά, τον αληθινό χώρο προβολής τους, να βρίσκουμε ταινίες που μιλάνε στην καρδιά μας και ανοίγουν νέους δρόμους στη σκέψη μας, και να συζητάμε. Σε αυτήν τη λειτουργία δεν χρειάζονται βραβεία, χρειάζονται ταινίες που μιλάνε για τους καθημερινούς ανθρώπους και τη ζωή τους.

Τα Παιδιά του Χειμώνα / The Holdovers / Αλεξάντερ Πέιν / 2023 / 133 λεπτά

Η ταινία ακολουθεί έναν στριμμένο καθηγητή σε ένα αμερικανικό κολλέγιο υψηλού κύρους, ο οποίος υποχρεώνεται να παραμείνει στην πανεπιστημιούπολη κατά τη διάρκεια των χριστουγεννιάτικων διακοπών του, για να προσέχει τους λίγους σπουδαστές του οι οποίοι δεν έχουν πουθενά αλλού να πάνε. Τελικά αναπτύσσει μία απίθανη σχέση με έναν από αυτούς, έναν ιδιοφυή "ταραχοποιό", και την αρχιμαγείρισσα του κολεγίου, η οποία μόλις έχασε τον γιο της στον πόλεμο του Βιετνάμ.

Τούτη η ταινία ανήκει στην κατηγορία «βάλσαμο στην ψυχή». Δυστυχώς δεν συναντιόμαστε με περισσότερες τέτοιες κάθε χρονιά. Ίσως γιατί μια απλή ιστορία, μια ιδιαίτερη κωμωδία που καταφέρνει να πει τα πιο σκληρά πράγματα με χιούμορ, «χωρίς να σκοτώσουν οι θεατές τον σκηνοθέτη» (ατάκα του Αλεξάντερ Πέιν), είναι πολύ δύσκολη. Πιο εύκολος είναι ο εντυπωσιασμός και οι σκηνοθετικές μανούβρες σε σχέση με ένα ολοκληρωμένο σενάριο, που δεν αμελεί να ρίξει φως και στην ταξική φύση της Παιδείας, στα φλέγοντα ζητήματα της εποχής όπου διαδραματίζεται (Βιετνάμ), στις σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα σε ανθρώπους πολύ διαφορετικών κοινωνικών τάξεων. Κυρίως όμως μιλάμε για μια ταινία με καλοδουλεμένους και πλήρεις χαρακτήρες, με ήρωες που μεταστρέφονται προς την πιο προοδευτική εκδοχή του εαυτού τους, την αλληλέγγυα, εκείνη που μυρίζει ανθρωπιά, χωρίς να υπολογίζουν το κόστος. Γιατί πραγματικά άνθρωπος γίνεται εκείνος που αντιστέκεται στο κατεστημένο ενώ έχει πολλά να χάσει. Ο Πολ Τζιαμάτι θα κονταροχτυπηθεί επάξια με τον Κίλιαν Μέρφι για τα Οσκαρ και BAFTA α' ανδρικού ρόλου. Καλό αμερικανικό σινεμά, σπανιότατο εύρημα.


Τα Παιδιά του Χειμώνα

Γράφει ο Χρήστος Μήτσης

Πέντε οσκαρικές υποψηφιότητες και δύο Χρυσές Σφαίρες ερμηνείας για μια συνταγογραφημένη, αλλά υποδειγματικά εκτελεσμένη δραμεντί, με συγκινητικό άρωμα ανεξάρτητου σινεμά των 70s.

Κρατώντας σταθερά χαμηλό προφίλ, ο ελληνικής καταγωγής Αλεξάντερ Πέιν κατάφερε να κάνει αίσθηση από την πρώτη κιόλας ταινία του ("Πολίτης Ρουθ", 1996) και μέσα από μια σειρά ανθρωποκεντρικών δραμάτων με κωμικά και σατιρικά στοιχεία να αναδειχθεί σε έναν από τους σπουδαιότερους Αμερικανούς δημιουργούς της τελευταίας 25ετίας, βραβευόμενος με Όσκαρ σεναρίου για τα "Πλαγίως" και "Οι Απόγονοι" (από επτά συνολικά προσωπικές υποψηφιότητες). Το 2017, όμως, δοκίμασε να "ξανοιχτεί" σε μια ακριβή και φιλόδοξη αλληγορία επιστημονικής φαντασίας ("Μικρόκοσμος"), η οποία κατέληξε σε καλλιτεχνική και εμπορική αποτυχία, κάτι που τον ανάγκασε να αναδιοργανώσει τα σχέδιά του και να επιστρέψει σε διαχειρίσιμα κινηματογραφικά μεγέθη.

Ταυτόχρονα, επέλεξε να εμπιστευτεί, όπως και στο "Νεμπράσκα", έναν άλλο σεναριογράφο, τον τηλεοπτικό Ντέιβιντ Χέμινγκσον, πλασάροντάς του ως έμπνευση τη βασική ιδέα της ταινίας του Γάλλου ηθογράφου Μαρσέλ Πανιόλ "Merlusse" (1935). Ο Χέμινγκσον τη διασκεύασε με πλήρη ελευθερία, μεταφέροντάς μας σε ένα πρωτοκλασάτο κολέγιο της Μασαχουσέτης του 1970. Εκεί διδάσκει ο δύστροπος, κυνικός και απαιτητικός καθηγητής φιλολογίας Πολ Χάναμ (ένας εξαιρετικός Πολ Τζιαμάτι), εξίσου αντιδημοφιλής σε φοιτητές και συναδέλφους. Έτσι, κι αφού δυσαρεστήσει τον πρύτανη του ιδρύματος βάζοντας χαμηλούς βαθμούς στο γιο ενός γενναιόδωρου δωρητή, καταλήγει να είναι αυτός, απ’ όλο το διδακτικό προσωπικό, που θα περάσει τις χριστουγεννιάτικες γιορτές στο σχολείο, επιτηρώντας τους μαθητές οι οποίοι δεν μπορούν να φύγουν για διακοπές. Εκείνος τους ετοιμάζει ένα αυστηρό πρόγραμμα μελέτης, αλλά τελικά θα ξεμείνει με τον πιο ατίθασο απ’ αυτούς, ο οποίος αρνείται να υπακούσει τις εντολές του, και τη μαγείρισσα της σχολής, μια Αφροαμερικάνα που έχει χάσει το γιο της στον πόλεμο του Βιετνάμ (το οσκαρικό φαβορί του β΄ γυναικείου ρόλου Ντα'Βάιν Τζόι Ράντολφ).  

Για ακόμα μία φορά, ο φακός του Πέιν εστιάζει στους απόκληρους μιας "ευημερούσας" κοινωνικής πραγματικότητας, πολίτες της διπλανής πόρτας, οι οποίοι ζουν ένα σιωπηλό προσωπικό δράμα, ανίκανοι για μια σειρά από λόγους –κοινωνικούς, ψυχολογικούς, ταξικούς και οικονομικούς– να οικειοποιηθούν το συλλογικό αμερικανικό όνειρο. Κάτι πολύ ξεκάθαρο εδώ όσον αφορά την επιλογή των τριών ηρώων και την προβλέψιμη αποκάλυψη των τραυμάτων που τους έχουν σημαδέψει, εξοστρακίζοντάς τους από την κανονικότητα. Αυτήν την οποία η ταινία συνδέει άμεσα με τη μιλιταριστική προπαγάνδα, την ξερή, άκαμπτη ακαδημαϊκή γνώση και την ανάδειξη του χρήματος σε υπέρτατη ηθική αξία.Remaining Time-0:00Fullscreen

Mute

Αξιοζήλευτα απλός και ευθύς, ο Πέιν νοστιμίζει χιουμοριστικά τα αφηγηματικά κλισέ ενός συνταγογραφημένου δράματος χαρακτήρων που παραμένει μέχρι τέλους πικάντικο, συγκινητικό, πολιτικά οξυδερκές και καυστικά σαρκαστικό. Ταυτόχρονα, με μια παλιομοδίτικη, χαμένη εδώ και καιρό ευαισθησία, μας γυρίζει σε μια Αμερική η οποία αποχαιρετά με γλυκόπικρα συναισθήματα τη δεκαετία του ’60, αφήνοντας πίσω της μια σειρά από ριζοσπαστικές ιδέες, επαναστατικές ουτοπίες και χαμένες ευκαιρίες.  

 

Επιμέλεια: Ν.Π.

ΠΗΓΗ: Ριζοσπάστης, Αθηνόραμα

 

Σχόλια