Ο συλλέκτης
Tου Σαράντου Φράγκου
Οι τόποι που συγκεντρώνουν ανθρώπους. Εκεί στις φάμπρικες, στα γιαπιά, στα αμπάρια, στα γραφεία, στα σχολειά, στα αμφιθέατρα, στα χωράφια. Εκεί σφυρηλατείται η γλώσσα, εκεί γεννιούνται οι καινούργιες λέξεις, οι νέες εκφράσεις, οι νέες διεκδικήσεις.
Εκεί, καθώς ρωτά ο ένας τον άλλο ποιος είναι και τι θα ‘θελε να ‘ναι. Εκεί γνωρίζεις τους ανθρώπους και τη σκέψη τους που ξεχύνεται από τα στόματα. Μια σκέψη που απαιτεί κατανόηση και πολλές φορές σιωπή. Εκεί γεννιέται η πολιτική και η πολιτιστική στάση.
Εκεί που περπατάς, που ακούς, που συζητάς, εκεί που συλλέγεις μέσα σου τα άπειρα ράκη. Εκείνα τα φαινομενικά ασήμαντα ράκη της καθημερινότητας και της λαϊκής φαντασίας. Αυτά τα ράκη που σε θεριεύουν και σε κάνουν να φεύγεις από την ησυχία σου, που σε παιδεύουν σκληρά σα θαλασσοδαρμένο.
Που σε κάνουν να κερδίζεις, να νοσταλγείς και να επιστρέφεις πάντα στον «τόπο του εγκλήματος» κατάφορτος από δώρα. Δώρα τραυματικά και ταυτόχρονα λυτρωτικά.
Ίσως τότε να γεννιέται η δημιουργία, ο ξεχωριστός κόσμος της προσωπικής έκφρασης που με εργαλεία ένα φτωχό μολύβι, μια μπάσα φωνή, ένα γήινο χρώμα, μια λιτή χοροκίνηση μπορεί να αναπαριστά τη βάναυση πραγματικότητα που βοά για την υπέρβασή της. Να γεννά μια νέα συνθήκη, ένα νέο κόσμο, τον κόσμο της τέχνης.
Κι ακόμα πιο τυχερός, αν με τους παιδικούς συντρόφους σου, έτρεχες μέσα στη φύση, γεύτηκες εκείνη την ξεχωριστή αγαλλίαση καθώς ενέδρευες μέσα της. Που πασαλειβόσουν κάθε μέρα με θάλασσα και ήλιο που μούσκευες όπως το δέντρο στη βροχή.
Εκεί καθώς γνώριζες τους ξωμάχους, μύριζες τον ιδρώτα τους, χάζευες τις πλύστρες και τα σκουτιά τους στο ποτάμι. Με το πιο λαχταριστό στοιχειό αυτής της φύσης τη θάλασσα. Και να γίνεσαι ναυτικός στην ψυχή καθώς τη φανταζόσουν με απόλαυση πότε αγριεμένη και λυσσασμένη και πότε ακίνητη και γαλήνια. Κι εσύ πάνω στο βράχο να τη ρουφάς αχόρταγα. Αυτή η εμψυχωμένη φύση που οι άνθρωποι όταν δρουν μέσα της εξαγιάζονται.
Και δεν είναι θέμα υποδείξεων ούτε καμιάς λογοτεχνικής σχολής είναι απλά η φύση που περιβάλει τις ζωές των ανθρώπων που μέσα της τοποθετούνται τα μεγάλα και τα μικρά γεγονότα. Αυτή που υποβάλει το δρόμο για την κάθε δημιουργία. Ανεξάρτητα αν αυτή ονομάζεται ποίημα ή μαστορική ξερολιθιά.
Κι απ’ την άλλη το άστυ, η πόλις που μαστίζεται από μιζέρια, φτώχια, παιδεμό και μοναξιά. Μια πόλη που την κατοικούν απελπισμένοι, που δεν έχουν να περιμένουν τίποτα από κανέναν. Και είναι γεγονός, αν και μέσα της πέρασες τα παραγωγικά σου χρόνια, εξακολουθείς να αισθάνεσαι χαμένος και ενοχλημένος. Ίσως γιατί οι παλιές αγάπες σου εξακολουθούν να κρύβονται μέσα στη φύση, εκείνη των παιδικών σου χρόνων που σου φωνάζει. Μια φύση που εφάπτεται πάνω στη σάρκα σου και σε ορίζει.
Η πόλη, το άστυ, αναγκαστικά μπήκε στο περιβάλλον σου και σε έκλεισε σε κλωβό. Έτσι αναπόδραστα μέσα στις δαιδαλώδεις στοές της πόλης περπατάς και μιλάς, εκεί μέσα στα σπλάχνα της συναντάς τους έγκλειστους. Που μπορεί να είναι πιο πληροφορημένοι, αλλά πιο διψασμένοι συναισθηματικά και σε διαρκή αναμονή ενός θαύματος που δεν έρχεται.
Κι αν και παρίας, δώστου και κολυμπάς μέσα της κι ας σου λείπει η πραγματική θάλασσα. Και μέσα της ταξιδεύεις, δημιουργείς, μάχεσαι, σε μια μάχη περισσότερο προσωπική και μοναχική. Γιατί είναι δύσκολο να μοιράζεσαι τις εσωτερικές σου θαλασσοταραχές.
Έτσι παλεύεις το κύμα ολομόναχος, αλλά συμβαίνει συχνά, αόρατα χέρια σε κρατούν στην επιφάνεια και δεν πνίγεσαι. Αόρατα χέρια που σε ταξιδεύουν και καθώς ωριμάζεις, καθώς γερνάς, ολοένα και ονειρεύεσαι εκείνον το μισόγυμνο μουσικό τον αφημένο στη βροχή.
«Συχνά τη νύχτα, χωρίς να το καταλάβω, έφτανα σε μια άλλη πόλη, δεν υπήρχε παρά ένας μόνο γέρος, που ονειρευόταν κάποτε να γίνει μουσικός, και τώρα καθόταν μισόγυμνος μες στη βροχή – με το σακάκι του είχε σκεπάσει πάνω στα γόνατά του ένα παλιό, φανταστικό βιολί - , ‘’το ακούς;’’, μου λέει, ‘’ναι’’ του λέω, ‘’πάντα το άκουγα’’,
ενώ στο βάθος του δρόμου το άγαλμα διηγόταν στα πουλιά το αληθινό ταξίδι.’’
Τάσος Λειβαδίτης «Ο μουσικός»
Τάσος Λειβαδίτης. Στις 30 του Οχτώβρη συμπληρώθηκαν 35 χρόνια από το θάνατό του.
Άλλοι τον ονομάζουν "ποιητή του έρωτα και της επανάστασης’’, άλλοι τον αποκαλούν ‘’ποιητή της ήττας’’, άλλοι ‘’ποιητή της τρυφερότητας και της συμπόνιας’’, ενώ άλλοι ‘’ποιητή της σπαρακτικής υπαρξιακής αγωνίας’’.
Ο Λειβαδίτης έρχεται από την ΕΠΟΝ, από την ‘’Ένωση Νέων Ελλήνων Ποιητών’’ καταμεσής της κατοχής. Έρχεται από τη Μακρόνησο, τον Άι Στράτη, τη Νικαριά, τις φυλακές Χατζηκώστα.
Έρχεται από τα ‘’Ελεύθερα Γράμματα’’ και την ‘’Επιθεώρηση Τέχνης’’. Τον συναντάμε στην ‘’Πολιτεία’’, στα ‘’Λυρικά’’, στη ‘’Λειτουργία’’ του Μίκη Θεοδωράκη και σε εκατοντάδες άλλα μεγαλοφυή λαϊκά ακούσματα.
Σήμερα, παρ’ ότι καμιά μάχη δε διαφαίνεται ‘’στην άκρη της νύχτας’’, κανένα ‘’αστέρι δεν είναι για όλους’’, που στα ‘’σταυροδρόμια του κόσμου’’ φυσάει ο καυτός Σιμούν της ερήμου, σήμερα που έχουν φύγει και οι ‘’τελευταίοι’’, τα ποιήματά του παραμένουν ‘’εγχειρίδια ευθανασίας’’.
Είναι τα ‘’χειρόγραφα του φθινοπώρου’’, ενός φθινοπώρου που κάθε ‘’Σαββατόβραδο’’ εκεί στη ‘’Δραπετσώνα’’ θα ‘’Βρέχει στη φτωχογειτονιά’’ καθώς και στην καρδιά μας.
Σήμερα ‘’Στον καιρό του μεταμοντέρνου καπιταλισμού, συγκινεί τους ανθρώπους ένας μοντέρνος κομμουνιστής’’[1] – ο Τάσος Λειβαδίτης.
[1]= Τάσος Λειβαδίτης ‘’Σκοτεινή πράξη’’.
ΠΗΓΗ: Kommon
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου