Οι μόνες πραγματικές αυξήσεις είναι στα προϊόντα Του Γιώργου Κρεασίδη

 Οι μόνες πραγματικές αυξήσεις είναι στα προϊόντα

Του Γιώργου Κρεασίδη

Φανερά αγχωμένη η κυβέρνηση από τη βουβή αγανάκτηση για την ακρίβεια που όλο και περισσότερο εξαφανίζει το λαϊκό εισόδημα, έχει εξαπολύσει μια προπαγανδιστική εκστρατεία για δήθεν αυξήσεις στους μισθούς σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα από το 2024. Οι τιμές στα είδη διατροφής και βασικής ανάγκης έχουν πάρει τον ανήφορο λόγω της στήριξης της επιχειρηματικής κερδοσκοπίας από την κυβέρνηση, η οποία μετά τις πρόσφατες εκλογές άφησε στην άκρη τις δήθεν ανησυχίες για την ακρίβεια και την αισχροκέρδεια. Χαρακτηριστικές ήταν οι δηλώσεις Μητσοτάκη στην πρόσφατη συνέντευξή του στον ΑΝΤ1 και τον Ν. Χατζηνικολάου (18/10/23), ότι η αγορά θα τα λύσει όλα και οι τιμές όπως ανεβαίνουν, κάποτε θα πέσουν.

Στην ίδια συνέντευξη, στην οποία οι ερωτήσεις έμοιαζαν περισσότερο με πάσες, ο πρωθυπουργός επέμενε πως «οι μόνιμες αυξήσεις των εισοδημάτων ήρθαν για να μείνουν». Ταυτόχρονα, από το κυβερνητικό επιτελείο διοχετεύτηκαν δύο εγκύκλιοι που το υλικό τους έχει κατακλύσει τα ΜΜΕ, για να πειστεί η κοινωνία πως οι εργαζόμενοι θα γεμίσουν τις τσέπες τους μετά από τις κυβερνητικές πρωτοβουλίες. Συγκεκριμένα, το υπουργείο Εργασίας του Α. Γεωργιάδη έχει προωθήσει εγκύκλιο την οποία τα ΜΜΕ επικαλούνται για να πείσουν ότι οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα θα έχουν αυξήσεις με τη νέα χρονιά, καθώς θα ισχύσουν και πάλι οι αυτόματες μισθολογικές αναπροσαρμογές ανά τριετία κατά 10%. Βέβαια, όπως έχει αναδείξει το Πριν και άλλες ανεξάρτητες δημοσιογραφικές φωνές, όταν το μάτι φύγει από τους τίτλους και περάσει στις λεπτομέρειες, διαπιστώνεται ότι το μέτρο αυτό αφορά ελάχιστους και είναι υπό αίρεση, καθώς προϋπόθεση θεωρείται η ανεργία να μην περάσει το 10% στα χρόνια που έρχονται. Η προϋπηρεσία της περιόδου 2012-2024, κατά την οποία οι τριετίες αυτές είχαν «παγώσει», απλά δεν θα συνυπολογιστεί. Αυτό σημαίνει ότι όσοι μπήκαν στη δουλειά μετά το 2012 θα περιμένουν μέχρι το 2027. Παράλληλα, αν η προσαύξηση είναι κατώτερη από τις τυχόν αυξήσεις που πήρε ο εργαζόμενος την περίοδο 2012-2024 ή από το επίπεδο του κατώτατου μισθού εάν ο κλάδος του δεν έχει συλλογική σύμβαση εργασίας (όπως συμβαίνει με τους περισσότερους), τότε απλά δεν θα την πάρει, καθώς θα συμψηφίζονται. Ουσιαστικά οι πρώτες αυξήσεις με το μέτρο αυτό θα αποδοθούν το 2025 και θα αφορούν όσους είχαν ήδη διετή προϋπηρεσία όταν ήρθε το «πάγωμα» του 2012.

Σε ό,τι αφορά τον δημόσιο τομέα, μια άλλη -πολυσέλιδη- εγκύκλιος από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους παρουσιάζει έτσι τα δεδομένα του νέου μισθολογίου για το Δημόσιο που θα ισχύσει από τον Γενάρη του 2024, ώστε να δοθεί η αίσθηση των γενικευμένων και σημαντικών αυξήσεων στις αποδοχές. Αυτό που τελικά δεν κρύβει ο καταιγισμός από πίνακες και νούμερα, είναι ότι οι μισθοί είναι πολύ χαμηλότεροι, αφού τα στοιχεία δεν αφορούν τις καθαρές αποδοχές, αλλά τις μεικτές, μαζί με τις κρατήσεις, τους φόρους και τις εργοδοτικές εισφορές. Οι περίφημες αυξήσεις είναι 70 ευρώ μεικτά, δηλαδή 40 ευρώ στο χέρι τον μήνα, ποσό που η ακρίβεια θα εξανεμίσει στη στιγμή. Την ίδια στιγμή βλέπει κανείς ότι το περίφημο ενιαίο μισθολόγιο μόνο τέτοιο δεν είναι. Μια σειρά από κατηγορίες που αφορούν τον σκληρό πυρήνα του κράτους, όπως ένστολοι, δικαστικοί, μητροπολίτες, διπλωμάτες, πανεπιστημιακοί, στελέχη του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής κ.ά. έχουν σαφώς καλύτερες αμοιβές, αλλά και επιδόματα. Ακόμα, όσοι αναλαμβάνουν θέσεις ευθύνης και τους επιφυλάσσεται σημαντικός ρόλος στην εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής σε βάρος των κοινωνικών αναγκών, αλλά και των εργαζομένων στον χώρο τους, θα δουν αυξήσεις 30% στα σχετικά επιδόματα, όταν τα 70 ευρώ μεικτά επιπλέον στον μισθό αντιστοιχούν για τον πτυχιούχο πανεπιστημίου σε αύξηση 6,4%. Οι εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα παραμένουν υπό πίεση, μετά από 13 χρόνια μισθολογικής καθήλωσης που ακολούθησαν τις μνημονιακές μειώσεις αποδοχών σε ποσοστά από 25% ως και 40% και το πρωτοφανές μέτρο του «παγώματος» της μισθολογικής διετίας 2016-17 από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ. Παράλληλα, το νεότερο κομμάτι των δημοσίων υπαλλήλων παραμένει σε καθαρούς μισθούς κάτω των 1.000, αντιμετωπίζοντας πρόσθετες δυσκολίες, ειδικά στις πολύ συχνές περιπτώσεις που εργάζεται σε υπηρεσίες μακριά από τον τόπο καταγωγής του.

Για τους συνταξιούχους η κυβέρνηση βρήκε αφορμή για να επιβάλει τη νομιμοποίηση της εργασίας τους, με την παράλληλη φορολόγησή της βέβαια, στα πλαίσια του νέου «μίνι» ασφαλιστικού, που ανακοίνωσε για να προωθήσει τον πυλώνα της λεγόμενης επαγγελματικής ασφάλισης. Με τις συντάξεις σε επίπεδα μακριά από την αξιοπρέπεια, είναι κοινωνικά άδικη και αδιέξοδη η επιλογή να ωθούνται να δουλέψουν οι συνταξιούχοι για να επιβιώσουν, με αλυσιδωτές επιδράσεις στην ανεργία των νέων.

Η ακρίβεια γίνεται ζωτικής σημασίας πρόβλημα για τα λαϊκά στρώματα, ειδικά μετά τις άγριες ανατιμήσεις που δρομολογήθηκαν στο ηλεκτρικό ρεύμα, αλλά και αυτές που αναμένονται στη θέρμανση. Ο κυβερνητικός συνδικαλισμός των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ και η τακτική του ΠΑΜΕ, το οποίο περιορίζεται στις διαπιστώσεις και την απλή διαμαρτυρία χωρίς λογική ανατροπής της εισοδηματικής πολιτικής, έχουν επιτρέψει στην κυβέρνηση να φιλοδοξεί ότι θα ενσωματώσει τη λαϊκή δυσφορία. Η αύξηση εισοδήματος μέσα από τη δεύτερη δουλειά, την εργασία των συνταξιούχων, τα «μαύρα», την υπερωρία, το κυνήγι τυπικών προσόντων, μοιάζει για πολλούς περισσότερο ρεαλιστική από τη συλλογική δράση. Ένα άλλο εργατικό κίνημα που θα αναδείξει το θέμα της αγωνιστικής διεκδίκησης αυξήσεων γίνεται σήμερα επιτακτική ανάγκη και είναι μια πρόκληση με την οποία η αντικαπιταλιστική Αριστερά θα αναμετρηθεί.

ΠΗΓΗ: Πριν

Σχόλια