Αφιερωμένο στον Άδωνη, την κυβέρνηση και την ΕΕ για την προστασία των απεργοσπαστών
Κατά τον επίσημο ορισμό, «απεργοσπάστης» είναι εκείνος που αντί να απεργεί συνεχίζει να εργάζεται ή προσφέρεται να εργαστεί προς αντικατάσταση των απεργών. Στις συνθήκες της πραγματικής ζωής, σε συνθήκες μισθωτής σκλαβιάς, κεφαλαιοκρατικής βίας και τρομοκρατίας, «απεργοσπάστης» είναι αυτός που όταν οι συνάδελφοί του πάνε να σηκώσουν κεφάλι, εκείνος υπηρετώντας και γλείφοντας με τον πιο χυδαίο και με τον πιο γλοιώδη τρόπο το αφεντικό του, τους μαχαιρώνει πισώπλατα.
Είναι αυτό το πισώπλατο μαχαίρωμα που καθιστά τον «απεργοσπάστη» συνώνυμο του ξεφτίλα, που υπονομεύει τον αγώνα των υπόλοιπων εργαζομένων.
Οι Αγγλοσάξονες συνήθιζαν εδώ και αιώνες να παρομοιάζουν τους απεργοσπάστες με μολυσματικές ασθένειες. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι η ψώρα - που πιστεύεται ότι έδωσε και τον όρο scab.
Για την ιστορία, το scab πιστεύεται ότι χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως χαρακτηρισμός εργαζομένου από τα τέλη του 18ου αιώνα και αφορούσε όσους δεν γίνονταν μέλη των συνδικάτων και αδιαφορούσαν για τις διεκδικήσεις στον χώρο εργασίας. Με το πέρασμα των χρόνων έφτασε να χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά για τους απεργοσπάστες και ειδικά αυτούς που σπάνε με τη βία τις αλυσίδες των απεργών για να μπουν στα εργοστάσια.
Για τους Βρετανούς εργάτες το να χαρακτηριστείς scab ήταν ίσως η μεγαλύτερη προσβολή που θα μπορούσε να γνωρίσει άνθρωπος και σε ακολουθούσε για χρόνια, αν όχι για ολόκληρες γενιές.
Οι απεργοί συνήθιζαν να γράφουν τη λέξη με μπογιά έξω από τα σπίτια τους, ενώ οι απεργοσπάστες απομακρύνονταν από τις τοπικές παμπ.
Σε ένα από τα τραγούδια των εργατών ο απεργοσπάστης καταλήγει ύστερα από πολλές περιπέτειες στην πύλη του Παραδείσου, όπου ζητά από τον Άγιο Πέτρο να τον δεχθεί λέγοντας ότι υπηρέτησε πιστά τα αφεντικά του. «Αν σε δεχθώ, οι άγγελοι θα πετάξουν τις άρπες τους» του απαντά ο Αγιος Πέτρος, ο οποίος τον στέλνει στην Κόλαση υπενθυμίζοντάς του «ότι μαχαίρωσε πισώπλατα τους συναδέλφους του και έκλεψε το ψωμί με το οποίο θα τάιζαν τα παιδιά τους».
Κρίνοντας πάντως από άλλες καλλιτεχνικές αναφορές, οι απεργοσπάστες που κατέληγαν στην Κόλαση ήταν οι τυχεροί της υπόθεσης, καθώς συνήθως ούτε ο διάολος δεν ήθελε να σχετίζεται με τέτοιου είδους ασπόνδυλα. Δεν είναι λίγες μάλιστα οι φορές που ο απεργοσπάστης ταυτίζεται στη συνείδηση των εργατών με τον Ιούδα και την απόλυτη προδοσία της χριστιανικής θρησκείας.
Και αφού ήρθαν αυτές οι ημέρες που ΕΕ, κυβέρνηση και Άδωνις πήραν υπό την προστασία τους, σκεφτήκαμε να τις τιμήσουμε και εμείς με ένα απόσπασμα για τους απεργοσπάστες που έγραψε ο Τζακ Λόντον.
«Αφού ο θεός τελείωσε με τους κροταλίες, τα βατράχια και τις νυχτερίδες, του είχε περισσέψει μια αηδιαστική ουσία με την οποία έφτιαξε τον απεργοσπάστη (scab).
Όταν ο απεργοσπάστης περπατά στον δρόμο, οι άνθρωποι του γυρίζουν την πλάτη, οι άγγελοι κλαίνε στον παράδεισο, ενώ ο Διάολος κλείνει τις πύλες της κολάσεως για να τον κρατήσει μακριά.
Κανένας άνθρωπος δεν έχει δικαίωμα να γίνει απεργοσπάστης όσο υπάρχει ακόμη μια λιμνούλα με νερό για να πνιγεί και ένα σκοινί για να κρεμαστεί.
Συγκρινόμενος με τον απεργοσπάστη ο Ιούδας ο Ισκαριώτης ήταν ένα πραγματικός κύριος. Αφού πρόδωσε το θεό του είχε τουλάχιστον την αξιοπρέπεια να απαγχονιστεί. Ο απεργοσπάστης δεν έχει ούτε αυτή.
Ο Ησαύ (ο μεγάλος αδερφός του Ισαάκ) πούλησε τα πρωτοτόκια του (νομικά δικαιώματα κληρονομιάς των πρωτότοκων γιων) για ένα πιάτο φαΐ. Ο Ιούδας πούλησε τον Λυτρωτή του για τριάντα αργύρια. Ο Μπένεντικτ Αρνολντ (στρατηγός της αμερικανικής επανάστασης που αυτομόλησε στους Βρετανούς) το έκανε για μια θέση στον βρετανικό στρατό.
Ο σύγχρονος απεργοσπάστης πουλάει τα πρωτοτόκια, την πατρίδα, τη γυναίκα, τα παιδιά του και τους συνανθρώπους του για μια ανεκπλήρωτη υπόσχεση από το αφεντικό του ή την εταιρεία του.
Ο Ησαύ πρόδωσε τον εαυτό του, ο Ιούδας τον Θεό του, ο Αρνολντ την πατρίδα του. Ο απεργοσπάστης προδίδει τον Θεό, την πατρίδα, τη γυναίκα, την οικογένεια και την τάξη του».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου