«Η ζήλια είναι μαχαιριά» Εν αρχή ην ο... Μπρεχτ!
Της Ιωάννας Σωτήρχου
Ο πολυγραφότατος Ιερώνυμος Λύκαρης, ένα από τα «νουάρ» του οποίου θα κυκλοφορήσει σε συνεργασία της «Εφ.Συν.» με τις εκδόσεις Καστανιώτη στο φύλλο του ερχόμενου Σαββατοκύριακου, μας μιλά, αλλά δεν φωτογραφίζεται...
Πολυγραφότατος όσο και... αόρατος καθώς δεν επιθυμεί να συνοδεύει φωτογραφία του τις συνεντεύξεις του, ο Ιερώνυμος Λύκαρης με το βιβλίο του «Η ζήλια είναι μαχαιριά» ολοκληρώνει την προσφορά νουάρ λογοτεχνίας της «Εφημερίδας των Συντακτών» σε συνεργασία με τις εκδόσεις Καστανιώτη, στο φύλλο του ερχόμενου Σαββατοκύριακου 2-3 Σεπτεμβρίου.
Το «Η ζήλια είναι μαχαιριά» κυκλοφόρησε το 2014 και είναι το τρίτο του μυθιστόρημα, μια μαύρη κωμωδία, όπου κινητήρια δύναμη των ανθρώπινων πράξεων είναι το θανάσιμο αμάρτημα της ζηλοφθονίας και πρωταγωνιστές με ευφάνταστα παρατσούκλια κινούνται γύρω από λαϊκά μαγαζιά και μια σειρά από πρόσωπα του σχετικού μικρόκοσμου αλλά και της παρανομίας, ενώ καταλύτης για την ενασχόλησή του με το είδος ήταν ο Μπρεχτ, όπως μας αποκαλύπτει ο συγγραφέας στη συνέντευξη που μας παραχώρησε και ακολουθεί.
● Ποιο ήταν το έναυσμα για να γράψετε το «Η ζήλια είναι μαχαιριά»;
Το 2007 είδα τα «Επτά θανάσιμα αμαρτήματα», το τραγουδισμένο μπαλέτο του Κουρτ Βάιλ με στίχους του Μπέρτολτ Μπρεχτ και από τότε μου κόλλησε η ιδέα πως αυτός ο άκρως υποκριτικός θεολογικός μύθος ήταν ιδανικός για τη συγγραφή ενός σπονδυλωτού μυθιστορήματος ή επτά αυτοτελών νουάρ ιστοριών.
Με πρωταγωνιστές επτά σχιζοφρενικούς χαρακτήρες που οδηγούνται στον φόνο, κάτω από την επίδραση των συνεπειών των αντίστοιχων αμαρτημάτων τους και την πλοκή να περιελίσσεται γύρω από τις οικειοθελείς ομολογίες τους στον πάντα ίδιο παλαιό γνώριμό τους αφηγητή. Και οι επτά δολοφόνοι θα παρέμεναν ασύλληπτοι, όχι επειδή διέπραξαν το τέλειο έγκλημα, αλλά επειδή έτυχε. Θα συνέχιζαν τη ζωή τους, αμετανόητοι κατά βάθος, τροφοδοτώντας την παραφροσύνη τους με αμφίσημα συναισθηματικά άλλοθι και υποκριτικές τύψεις. Μετά τα δύο πρώτα εύκολα αμαρτήματα, τη ζήλια και την απληστία, το εγχείρημα ανεστάλη επ’ αόριστον.
● Γιατί διαβάζουμε αστυνομική λογοτεχνία σήμερα;
Ο καθείς και η καθεμιά για τους δικούς τους λόγους. Αλλοι γιατί τους αρέσει να ξεχνιούνται με τους γρίφους και τα μυστήρια δωματίου και άλλοι γιατί αιχμαλωτίζονται από δολοφόνους εκδικητές που κάνουν ό,τι έχουν σκεφτεί και οι ίδιοι να κάνουν αλλά δεν θα το τολμήσουν ποτέ.
Σε άλλους αρέσουν οι εξωτικές περιπέτειες αδίστακτων πρακτόρων, που δρουν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης για λογαριασμό ιμπεριαλιστικών υπερδυνάμεων. Ποτέ δεν μου άρεσε ο φλεγματικός επινοημένος ορθολογισμός, που δεν υπάρχει άλλωστε σε καθαρή μορφή στην πραγματική ζωή. Προτιμούσα πάντα μια προσέγγιση της «αξίας χρήσης» του αστυνομικού μυθιστορήματος ως λογοτεχνικού είδους, που πατάει στέρεα στα συμβάντα της ανθρώπινης ζωής. Που οι ιστορίες του είναι ανοιχτού τέλους και αντλούν την έμπνευσή τους από τη συμβιωτική σχέση του οργανωμένου εγκλήματος με το πολιτικό σύστημα, τη δικαιοσύνη, τους μηχανισμούς δίωξης του εγκλήματος και τους πάσης φύσεως κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους.
● Πώς ξεκίνησε η σχέση σας με την αστυνομική λογοτεχνία;
Φταίει το «Μυθιστόρημα της πεντάρας». Μετά τη μεγάλη αποκαθήλωση, δεν άλλαξα την ιδεολογία μου και τις πολιτικές ιδέες μου, άλλαξα την προσωπική, οργανωμένη σχέση μου με αυτές.Αρχικά παρακινήθηκα από τον αναγνωστικό εθισμό του Μπρεχτ στο είδος και από την πεποίθησή του ότι το αστυνομικό μυθιστόρημα υπάρχει και ανθεί, στο έλεος αυτού που ειρωνικά αποκαλούσε «Κακό Καθεστώς». Και έτσι, δειλά δειλά, αργά και βασανιστικά, μου κατσικώθηκε μέσα μου η πεποίθηση ότι θα μπορούσα να δοκιμάσω να πω αυτά που ήθελα με έναν άλλο, αχαρτογράφητο για μένα τρόπο, αξιοποιώντας τον ρεαλισμό και τα αφηγηματικά εργαλεία του αστυνομικού μυθιστορήματος.
● Θεωρείτε ότι το ελληνικό είδος διαφοροποιείται σε σχέση με τα αντίστοιχα του εξωτερικού;
Το ελληνικό είδος ακολουθεί κάθε φορά τα διεθνή ρεύματα που εμφανίζονται ως υποείδη του αστυνομικού μυθιστορήματος, άλλοτε με επιτυχία και άλλοτε με έναν μηχανιστικό μιμητισμό. Εχουμε πολλούς καλούς συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων που θα μπορούσαν να σταθούν επάξια στη διεθνή σκηνή. Δυστυχώς, όμως, έχουν την ατυχία να γράφουν στην ανάδελφη μικρή μας γλώσσα.
● Υπήρξαν συγγραφείς του είδους που σας επηρέασαν;
Φυσικά. Και από ξένους κλασικούς και σύγχρονους και από Ελληνες πρωτοπόρους και νεότερους. Αποφεύγω να αναφέρω τα, ευκόλως εννοούμενα, ονόματα γιατί σε μια συνέντευξη ποτέ ο χώρος δεν είναι επαρκής. Για μια περίοδο διάβασα και πολύ ψυχροπολεμικό «σκουπίδι» για να γνωρίσω και καλά τον αντίπαλο από μέσα. Είχα τότε εκτιμήσει ότι θα μου ήταν χρήσιμη η αποκρυπτογράφηση της αφηγηματικής τεχνικής τους, το πώς μέσα από έναν απλοϊκό προπαγανδιστικό λόγο διοχετεύουν το δηλητήριο που συμβάλλει και αυτό στο πλάσιμο συνειδήσεων, έτοιμων να αποδεχτούν, ενεργητικά ή με απάθεια, τις συνέπειες του δόγματος «δεν υπάρχει εναλλακτική λύση».
Ποιος είναι
Ο Ιερώνυμος Λύκαρης γεννήθηκε στην Αθήνα. Κατά καιρούς έκανε διάφορες σχετικές και άσχετες με το γράψιμο δουλειές. Πρωτοεμφανίστηκε στην αστυνομική λογοτεχνία στον δεύτερο τόμο των Ελληνικών Εγκλημάτων (2008) με το διήγημα «Κανένα έλεος για τους καλύτερούς μας φίλους». Στον τρίτο τόμο (2009) δημοσιεύτηκε το «Πάσα θανάτου», στον τέταρτο (2011) το «Face control», στον πέμπτο (2019) το «Η φαντασιακή αντανάκλαση μιας αχρείαστης απόπειρας φόνου» και στον έκτο (2022) το «Κοντσέρτο για δύο καλάσνικοφ και ένα μάγκνουμ».
Το 2011 εκδόθηκε το πρώτο του μυθιστόρημα, «Το ρομάντζο των καθαρμάτων», στο οποίο αναδεικνύονται ως φάρσες και τραγωδίες οι πολυδαίδαλες σχέσεις του οργανωμένου εγκλήματος με επιχειρηματίες, δημοσιογράφους και πολιτικούς. Ακολούθησαν το πολιτικό νουάρ μυθιστόρημα «Μαύρα κουφέτα» (2013), ένα ρέκβιεμ για τη χαμένη ουτοπία του 20ού αιώνα, «Η ζήλια είναι μαχαιριά» (2014) και το «Απληστε κόσμε, κάλπικε» (2015), δύο μαύρες κωμωδίες στις οποίες κινητήρια δύναμη και καταλύτης των ανθρώπινων πράξεων είναι τα δύο από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα.
Το 2017 κυκλοφόρησε το «Ακου, πτώμα, να μαθαίνεις», μια ψευδοντοκουμενταρισμένη αναπαράσταση της διαφθοράς στη νεοελληνική κωμικοτραγική πραγματικότητα, και το 2019 «Η εκδίκηση του Ναζωραίου», μια παρωδία που ανατέμνει την ασύμμετρα συμβιωτική σχέση της διαφθοράς στο πολιτικό σύστημα με τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους και του παρακράτους. Το 2021 κυκλοφόρησε το «Εβαφε ο Στάλιν τα μαλλιά του;», το οποίο δι αδραματίζεται τον Φεβρουάριο του 1973, στις μέρες των φοιτητικών κινητοποιήσεων κατά της χούντας, αλλά και του μακελειού και της σύλληψης του Νίκου Κοεμτζή. Την ίδια χρονιά συμμετείχε με το διήγημά του «Λίζα» στη συλλογική έκδοση «Θερινοί έρωτες».
Το διήγημά του «Αχ, τι μέρα κι αυτή!» περιλαμβάνεται στην τουρκική συλλογή Yunankarası-Yunanistan’dan 11 Çağdaş Polisiye Öykü (επιμέλεια: Βασίλης Δανέλλης - Damla Demirözü, μετάφραση: Asli Damar, Εκδόσεις İSTOS, 2018) και στη γερμανική ανθολογία Hellas Noir: Griechische Kriminalliteratur, με τίτλο «Η κατάρα της Ανγκελα» (επιμέλεια: Κώστας Θ. Καλφόπουλος, μετάφραση: Ulf-Dieter Klemm, Edition Romiosini / CeMoG, 2019).
ΠΗΓΗ: Εφσυν
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου