Γολγοθά επ’ αόριστον για το λαό προτείνουν τα επιτελεία
Σήμα κλιμάκωσης της αντιλαϊκής επίθεσης για να θωρακιστούν τα κέρδη των επιχειρηματικών ομίλων ενόψει των μεγάλων «αναταράξεων» που είναι μπροστά δίνουν οι εκθέσεις της Τράπεζας της Ελλάδας (ΤτΕ) και του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) που δημοσιεύτηκαν τις προηγούμενες μέρες, σκιαγραφώντας το οικονομικό πρόγραμμα της όποιας επόμενης κυβέρνησης.
Ο αντιλαϊκός «δεκάλογος» περιλαμβάνει:
1.Καθήλωση των μισθών και κλιμάκωση της αντεργατικής επίθεσης αφού, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην έκθεση της ΤτΕ «η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας θα πρέπει να συνεχιστεί, διατηρώντας συγκρατημένες τις μισθολογικές αυξήσεις» και «σταθμίζοντας» «τις εξελίξεις στην παραγωγικότητα μεσοπρόθεσμα, καθώς και την τρέχουσα συγκυρία υψηλής αβεβαιότητας», όπως ακριβώς δηλαδή «σταθμίζει» και ο κατάπτυστος νόμος Βρούτση - Αχτσιόγλου.
Αλλά και προετοιμάζοντας τις επόμενες αντεργατικές ανατροπές, όπως π.χ. αυτές για την «εναρμόνιση» οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής, τη «μείωση του μη μισθολογικού κόστους», τις νέες αντιασφαλιστικές ανατροπές κ.ά.
2.Κλιμάκωση των πλειστηριασμών και εκβιασμών στα χρεωμένα λαϊκά νοικοκυριά, αφού, όπως χαρακτηριστικά καταγράφεται στην έκθεση της ΤτΕ, «ως προς τα Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια (ΜΕΔ), απαιτείται εντατικότερη προσπάθεια περαιτέρω μείωσής τους, όταν μάλιστα δεν έχει ακόμη καταγραφεί η πλήρης επίδραση της ενεργειακής κρίσης και του πληθωρισμού στην ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών».
Παράλληλα, σημειώνεται ότι παρά το πέρασμά τους εκτός ισολογισμών με τη μεταβίβασή τους στα funds, «το απόθεμα των ΜΕΔ εξακολουθεί να υφίσταται όσον αφορά την πραγματική οικονομία και να θέτει μεγάλο αριθμό οφειλετών εκτός χρηματοδότησης από τον τραπεζικό τομέα».
3.Γενίκευση της ενεργειακής φτώχειας, με την ακόμα πιο αποφασιστική προώθηση της στρατηγικής της «πράσινης μετάβασης». «Η μερική ανακοπή στην πρόοδο της αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης λόγω της ενεργειακής κρίσης δεν θα πρέπει να αποκτήσει μόνιμο χαρακτήρα», σημειώνεται.
4.Διασφάλιση της «επενδυτικής βαθμίδας» που «θα οδηγούσε σε πολύ μεγάλη διεύρυνση της επενδυτικής βάσης για τα ελληνικά κρατικά ομόλογα» - ώστε το αστικό κράτος να τροφοδοτήσει με φτηνό χρήμα τους ομίλους - και «θα ασκούσε θετική επίδραση και στις ελληνικές επιχειρήσεις και τράπεζες μέσω της μείωσης του κόστους δανεισμού τους και της προσέλκυσης νέων κεφαλαίων», όπως λέγεται.
Εκείνο που δεν λέγεται είναι ότι για την ανάκτηση «της επενδυτικής βαθμίδας», οι αγορές «αξιολογούν» μεταξύ άλλων την «κωδικοποίηση» και επέκταση της αντεργατικής νομοθεσίας, τη δημιουργία του νέου φορέα ακινήτων που θα αναλάβει να «τρέξει» μια ώρα αρχύτερα πλειστηριασμούς και εκβιασμούς σε βάρος των λαϊκών νοικοκυριών, τις «μεταρρυθμίσεις» στην αστική Δικαιοσύνη, ώστε με γρηγορότερους ρυθμούς να υλοποιούνται τα «θέλω» των επιχειρηματικών ομίλων σε βάρος του λαού, τις νέες αντιδραστικές αλλαγές στον τομέα της Πρωτοβάθμιας Υγείας, για να «τρέξει» παραπέρα η εμπορευματοποίηση που σμπαραλιάζει το δημόσιο σύστημα Υγείας και «γεννά ευκαιρίες» για τους επιχειρηματικούς ομίλους.
5.«Συνέχιση της δυναμικής υλοποίησης μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων στο πλαίσιο του προγράμματος "Ελλάδα 2.0"». Υλοποίηση, δηλαδή, του υπερμνημονίου του Ταμείου Ανάκαμψης, με κύριους άξονες τις «παραγωγικές δημόσιες επενδύσεις», τους πακτωλούς δηλαδή κρατικής χρηματοδότησης που «παρέχουν σημαντική δημοσιονομική ώθηση» στις «πράσινες» και ψηφιακές μπίζνες και την «υλοποίηση μεταρρυθμίσεων».
Την επιτάχυνση δηλαδή των αντιδραστικών ανατροπών για τον λαό, οι οποίες, θυμίζουμε, μεταξύ άλλων προβλέπουν την παραπέρα «απελευθέρωση» - εμπορευματοποίηση σε τομείς όπως η Ενέργεια, οι μεταφορές, το νερό και η Υγεία, την επιτάχυνση εξαγορών και συγχωνεύσεων σε βάρος των αυτοαπασχολούμενων, τον «ψηφιακό μετασχηματισμό» για ακόμα αποτελεσματικότερο αστικό κράτος στη φορομπηξία, τη στήριξη της «πράσινης μετάβασης» που σηματοδοτεί πανάκριβα «πράσινα» εμπορεύματα, νέα χαράτσια για την κατοικία, τις μετακινήσεις, την Ενέργεια.
6.Επιστροφή σε περιοριστική πολιτική και ματωμένα πλεονάσματα ήδη από τη φετινή χρονιά, για να θωρακιστούν τα κέρδη των ομίλων. Ο λαός θα ματώσει τώρα από τις νέες περικοπές και την ενίσχυση της φοροληστείας, που θα έρθουν να προστεθούν στον πληθωρισμό, στην ακρίβεια, στην εκτίναξη των επιτοκίων και τα άλλα «μέτρα αποπληθωρισμού» με τα οποία πληρώνει και την «επεκτατική» πολιτική των προηγούμενων χρόνων.
Ενδεικτικές άλλωστε ότι σε κρίση και ανάπτυξη, με «επεκτατική» και «περιοριστική» αστική διαχείριση, χαμένος είναι ο λαός είναι και οι αναφορές της ΤτΕ ότι «λαμβάνοντας υπόψη την εμπειρία από τη διαχείριση των κρίσεων του παρελθόντος» απαιτείται «στην ανοδική φάση του οικονομικού κύκλου να δημιουργούνται τα αναγκαία αποθέματα ασφαλείας και τα δημοσιονομικά περιθώρια τα οποία θα επιτρέπουν την άσκηση διακριτικής δημοσιονομικής πολιτικής σε έκτακτες συγκυρίες».
7.Σε αυτά τα πλαίσια προβλέπεται και μάζεμα στα όποια επιδόματα και «pass», τα οποία δόθηκαν το προηγούμενο διάστημα με βασικό στόχο να στηρίξουν την «εισπραξιμότητα» των ενεργειακών ομίλων και σουπερμαρκετάδων, και τώρα αποσύρονται για να στηρίξουν τους επόμενους στόχους του κεφαλαίου, αφήνοντας ακόμα πιο εκτεθειμένα τα λαϊκά στρώματα στις ανατιμήσεις και την ακρίβεια που συνεχίζουν να «τρέχουν» με διψήφια ποσοστά.
Στα πλαίσια αυτά, όπως σημειώνει η ΤτΕ, ναι μεν «οι σχετικές δράσεις είναι αναγκαίες προκειμένου να στηριχθεί η ιδιωτική κατανάλωση και να διατηρηθεί η αναπτυξιακή δυναμική», οι τζίροι δηλαδή των ομίλων, αλλά «υπό τις παρούσες συνθήκες» αυτά θα πρέπει να είναι «α) προσωρινά, β) στοχευμένα και γ) προσαρμοσμένα στην ανάγκη αντιμετώπισης της ενεργειακής κρίσης», όπως απαιτεί και η ΕΕ.
8.Ενίσχυση της «εξωστρέφειας» και παράλληλα προσέλκυση ξένων επενδύσεων με κρατικές πλάτες για τη διαμόρφωση υποδομών, νέες φοροαπαλλαγές στο κεφάλαιο και επιτάχυνση των αντιλαϊκών μεταρρυθμίσεων.
Όπως λέγεται, «προαπαιτούμενα για την προσέλκυση επιπρόσθετων επενδύσεων από το εξωτερικό αποτελούν οι υποδομές (μεταφορών, Ενέργειας, πληροφορικής και επικοινωνιών), η ανάπτυξη εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού, η ενίσχυση της έρευνας και ανάπτυξης και η ενσωμάτωση της χώρας στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας».
Από την «ανάποδη», για τον λαό, όλα αυτά σηματοδοτούν υποδομές «κομμένες και ραμμένες» στα σχέδια του κεφαλαίου, την ώρα που η αντιπλημμυρική, αντισεισμική, αντιπυρική θωράκιση και οι υπόλοιπες υποδομές για τις λαϊκές ανάγκες θα μπαίνουν διαρκώς στο «ζύγι» του κόστους - οφέλους του αστικού κράτους και του κεφαλαίου, ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων, ακόμα στενότερη προσαρμογή της Ερευνας στις ανάγκες του κεφαλαίου.
Ενώ και η περιβόητη «εξωστρέφεια» που, όπως καταγράφει και η έκθεση του ΙΟΒΕ, «εκτινάχθηκε» τα προηγούμενα χρόνια, σπάζοντας νέα ρεκόρ, αφήνει ακόμα πιο εκτεθειμένη την καπιταλιστική οικονομία στις «σημαντικές πιέσεις στις εξαγωγές εμπορευμάτων λόγω της επιβράδυνσης των οικονομιών στο εξωτερικό».
9.«Σχεδιασμός ενός (...) αξιόπιστου μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού πλαισίου» με μπούσουλα και την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας, τα μνημόνια διαρκείας της ΕΕ για τα επόμενα πολλά χρόνια.
Κι αν έχει κανείς αμφιβολία για το ότι ο στόχος της «βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους» σηματοδοτεί μνημόνια διαρκείας για τον λαό, δεν έχει παρά να δει τις επισημάνσεις για το πώς αυτή θα επιτευχθεί, μέσα από την «εφαρμογή ενός αξιόπιστου μηχανισμού κυρώσεων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, ο οποίος θα είναι αρκετά αυτοματοποιημένος, αφήνοντας λίγα περιθώρια πολιτικών παρεμβάσεων».
...και μία, αντιλαϊκές «σταθερές»
10. Για την υλοποίηση όλων των παραπάνω, τα αστικά επιτελεία παρουσιάζουν ως βασικό «προαπαιτούμενο» την αντιλαϊκή «σταθερότητα», την απρόσκοπτη συνέχιση της στρατηγικής υπέρ του κεφαλαίου που τσακίζει τον λαό.
«Έχει ιδιαίτερη σημασία η σταθερότητα της οικονομικής πολιτικής ώστε να μην εκτίθενται σε υπερβολική αβεβαιότητα οι επιχειρήσεις», σημειώνει το ΙΟΒΕ, σημειώνοντας ότι «το ενδεχόμενο να υπάρξουν δυσκολίες και καθυστερήσεις στον σχηματικό κυβέρνησης αποτελεί πηγή ανησυχίας για αστάθεια, κάτι που δεν θα ήταν καλό για την εικόνα της χώρας».
Ενώ αντίστοιχες επισημάνσεις έκανε και ο διοικητής της ΤτΕ, Γ. Στουρνάρας, λέγοντας ότι «απαιτείται σύνεση και υπευθυνότητα των πολιτικών δυνάμεων καθώς και στήριξη των εθνικών στόχων ώστε να διατηρηθεί το κλίμα εμπιστοσύνης στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να συμφωνήσουν στην υλοποίηση των βασικών δεσμεύσεων της οικονομικής πολιτικής...».
Οι «παραινέσεις» βέβαια είναι περιττές, όταν απευθύνονται στη ΝΔ, στον ΣΥΡΙΖΑ, στο ΠΑΣΟΚ και τα λοιπά εν αναμονή «εξαπτέρυγα» της όποιας επόμενης αντιλαϊκής κυβέρνησης. Ολοι τους άλλωστε συνυπογράφουν το παραπάνω κοινό πρόγραμμα, τις δεσμεύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης και του επόμενου Συμφώνου Σταθερότητας, την επιστροφή στα ματωμένα πλεονάσματα, ενώ καταθέτουν και τις δικές τους «εποικοδομητικές προτάσεις» για την ένταση των εκβιασμών και πλειστηριασμών στα χρεωμένα σπίτια, για την εμπορευματοποίηση της Υγείας, της Παιδείας κ.ο.κ.
Αποκαλυπτικά στοιχεία της ετήσιας έκθεσης του διοικητή της ΤτΕ, Γιάννη Στουρνάρα, για τις Ξένες Αμεσες Επενδύσεις (ΞΑΕ) στην Ελλάδα τη διετία 2021-2022.
Το 2022 οι επενδύσεις αυξήθηκαν κατά 11,6% σύμφωνα με τα τελικά στοιχεία για το ΑΕΠ. Ενα σημαντικό μέρος των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης είναι διαθέσιμο, η προηγούμενη προγραμματική περίοδος του ΕΣΠΑ ολοκληρώνεται και η νέα προγραμματική περίοδος εκκινεί.
Οι Ξένες Αμεσες Επενδύσεις (ΞΑΕ) χαίρουν επίσης καλής υγείας σύμφωνα με τα στοιχεία που περιέχονται στην πρόσφατα δημοσιοποιημένη ετήσια έκθεση του διοικητή της ΤτΕ, Γιάννη Στουρνάρα. Γενικότερα: «η ανάπτυξη ήρθε» τουλάχιστον από τα μέσα του 2019, με τη σημερινή κυβέρνηση να επαίρεται ότι είναι η πιο φιλική προς αυτήν εδώ και δεκαετίες. Φαίνεται λοιπόν «μυστήριο» το γεγονός ότι, παρ’ όλα αυτά, το παραγωγικό δυναμικό της χώρας συνέχισε να συρρικνώνεται από το 2010 μέχρι και το 2021 και μόλις το 2022 σημείωσε μια ισχνή θετική επίδοση (βλέπε παρατιθέμενο πίνακα).
Πώς εξηγείται λοιπόν ότι έχουμε «πακτωλό επενδύσεων» και «κρεσέντο ανάπτυξης», που κινδυνεύει τάχα μόνο από την πιθανότητα ανάδειξης στις εκλογές μιας λιγότερο -ή και καθόλου- φιλικής στην ανάπτυξη κυβέρνησης; Η έκθεση του διοικητή της ΤτΕ στο σχετικό ειδικό υποκεφάλαιο (Πλαίσιο IV.4 «Ανάλυση των Ξένων Αμεσων Επενδύσεων στην Ελλάδα κατά το 2021-2022») σημειώνει την αντίφαση.
Αφού σημειώνει ότι οι Ξένες Αμεσες Επενδύσεις (ΞΑΕ) γνώρισαν σταθερή αυξητική τάση το 2021-2022, παραδέχεται: «Ωστόσο, οι επενδύσεις με σκοπό τη δημιουργία νέων άμεσων παραγωγικών επιχειρήσεων ή νέων εγκαταστάσεων παραμένουν ακόμη σε πολύ χαμηλά επίπεδα». Λίγες γραμμές πιο πάνω δίνει μια έμμεση εξήγηση για το «παράδοξο», διαπιστώνοντας ότι η αυξητική τάση των ΞΑΕ «οφείλεται αφενός σε διαρθρωτικούς και συγκυριακούς παράγοντες και αφετέρου στην επιτάχυνση της υλοποίησης του στρατηγικού σχεδίου του ΤΑΙΠΕΔ για την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας».
Με απλά λόγια, το μεγαλύτερο μέρος των ΞΑΕ δεν αυξάνει το παραγωγικό δυναμικό γιατί απλούστατα οφείλεται σε εισροή κεφαλαίων για αγορά δημόσιων υποδομών στο πλαίσιο του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων... Λίγες γραμμές πιο κάτω δίνει μια κατεύθυνση για την αντιμετώπιση του προβλήματος: «Προαπαιτούμενα για την προσέλκυση επιπρόσθετων ΞΑΕ αποτελούν οι υποδομές (μεταφορών, ενέργειας, πληροφορικής και επικοινωνιών), η ανάπτυξη εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού, η ενίσχυση της έρευνας και ανάπτυξης και η ενσωμάτωση της χώρας στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας». Με λίγα λόγια έχουμε υψηλό ρυθμό επενδύσεων χωρίς ουσιαστική αύξηση του παραγωγικού δυναμικού της χώρας (χωρίς αύξηση του παγίου κεφαλαίου).
Στο ίδιο εδάφιο ο κ. Στουρνάρας δίνει μια κατεύθυνση, με τη μορφή προαπαιτούμενων για προσέλκυση πρόσθετων ΞΑΕ, που παραπέμπουν ευθέως σε έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της χώρας. Ωστόσο η παραγωγικότητα (ο πλέον θεμελιώδης δείκτης της ανταγωνιστικότητας) και ο σχηματισμός παγίου κεφαλαίου είναι οι ουσιαστικοί αναπτυξιακοί δείκτες.
Σχετικά με τον δεύτερο, που αφορά άμεσα το θέμα μας, η εικόνα για τις ελληνικές αναπτυξιακές επιδόσεις γίνεται καθαρή με τα στοιχεία του παρατιθέμενου πίνακα, απ' όπου προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα:
● Η Ελλάδα είχε από το 2010 μέχρι και το 2021 αρνητικούς ρυθμούς σχηματισμού παγίου κεφαλαίου, που έγιναν οριακά θετικοί μόλις το 2022.
● Η συνεισφορά του ιδιωτικού τομέα παραμένει αρνητική και το 2022 και αντισταθμίζεται κάπως από τη λιγότερο αρνητική συνεισφορά του κυβερνητικού τομέα μέχρι και το 2023. Συνδυάζοντας αυτές τις διαπιστώσεις με τις διαπιστώσεις της έκθεσης της ΤτΕ προκύπτει η εικόνα μιας ανάπτυξης που α) δεν αυξάνει το παραγωγικό δυναμικό της χώρας, β) στηρίζεται στην ιδιωτικοποίηση δημόσιων υποδομών και περιουσίας, γ) στηρίζεται στο αυξημένο ενδιαφέρον για επενδύσεις σε τουριστικά ακίνητα, δ) -και σπουδαιότερο- στηρίζεται όχι στις «δουλειές που δημιουργεί ο ιδιωτικός τομέας», αλλά στις δουλειές που ο δημόσιος τομέας δημιουργεί για τον ιδιωτικό, ε) στους ευρωπαϊκούς πόρους (ΕΣΠΑ και ΤΑΑ), χωρίς τους οποίους ο ελληνικός δημόσιος τομέας δεν θα μπορούσε να δημιουργεί δουλειές για τον ιδιωτικό. Και τι μαρτυρούν εν τέλει όλα αυτά; Οτι οι βάσεις της ελληνικής ανάπτυξης είναι σαθρές και από κάτω τους χάσκει ένα μεγάλο έλλειμμα ανταγωνιστικότητας.
ΠΗΓΗ: Ριζοσπάστης, Εφσυν
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου