Έργα και ημέρες του Κωνσταντίνου Γλίξμπουργκ

 Έργα και ημέρες του Κωνσταντίνου Γλίξμπουργκ

«Οικογενειακή» φωτογραφία με την κυβέρνηση των χουντικών

Ο Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ υπήρξε ο τελευταίος εκπρόσωπος του θεσμού της βασιλείας στη χώρα μας. Η βασιλεία στην Ελλάδα δεν προέκυψε όπως σε άλλα κράτη, ως κατάλοιπο της μετάβασης από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, αλλά εισήχθη μετά την Επανάσταση του 1821, ως αποτέλεσμα της άμεσης παρέμβασης των «μεγάλων δυνάμεων» της εποχής (Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία) σε σύμπραξη με μερίδα της εγχώριας αστικής τάξης.

Ως θεσμός, δεν μετεξελίχθηκε σε «διακοσμητική κορυφή» (όπως σε άλλα καπιταλιστικά κράτη), αλλά διατήρησε σε μεγάλο βαθμό την ισχύ του ως κέντρο εξουσίας, πάντοτε βέβαια ενσωματωμένος στο πλαίσιο του αστικού κράτους, με άμεσες διασυνδέσεις με διεθνή καπιταλιστικά κέντρα.

Διαχρονικά, ο θεσμός της βασιλείας βρέθηκε πολλές φορές στο επίκεντρο των ενδοαστικών συγκρούσεων για την πορεία του ελληνικού καπιταλιστικού κράτους, για τις «ισορροπίες» ανάμεσα στα αστικά κέντρα εξουσίας εντός του (π.χ. γύρω από τον έλεγχο του στρατού) και για τις διεθνείς συμμαχίες του. Διαχρονικά επίσης έπαιξε καθοριστικό ρόλο σε αντιδραστικά αντιλαϊκά σενάρια, στηρίζοντας ενεργά την καταστολή του εργατικού - λαϊκού κινήματος πραξικοπήματα, δικτατορίες κ.λπ.

Ο θεσμός της βασιλείας αν και αναχρονιστικός αποδείχθηκε χρήσιμος για την ισχυροποίηση της καπιταλιστικής εξουσίας (ως «εγγυητής» της λεγόμενης «εθνικής ενότητας» κ.λπ.), ακόμη και από πολιτικούς «αντιπάλους» της, όπως ο Ελ. Βενιζέλος, παρά τις διαρκείς παρεμβάσεις του Παλατιού στην άσκηση της αστικής κυβερνητικής εξουσίας ενισχύοντας έτσι ενδοαστικές διαμάχες κ.λπ.

Ιδιαίτερα μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η βασιλεία έπαιξε κεντρικό ρόλο στη συσπείρωση των κατακερματισμένων και αποδυναμωμένων αστικών πολιτικών δυνάμεων, καθώς και στη συγκεντρωτική άσκηση της εξουσίας, σε μια περίοδο όπου το αστικό πολιτικό σύστημα δεν είχε ακόμη σταθεροποιηθεί και η αστική εξουσία βρισκόταν σε κίνδυνο. Στο πλαίσιο αυτό, το Παλάτι είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην άγρια καταστολή του εργατικού - λαϊκού κινήματος και στην ένταση του αντικομμουνισμού.

Ωστόσο, τη δεκαετία του 1950 και ακόμη περισσότερο του 1960, άρχισε να αναδεικνύεται όλο και πιο επιτακτικά η ανάγκη για μια σειρά από εκσυγχρονισμούς στο αστικό κράτος και το αστικό πολιτικό σύστημα, στα οποία το Παλάτι στάθηκε - αντικειμενικά, αλλά και ενεργά - εμπόδιο, με αποτέλεσμα τη συνεχή όξυνση των ενδοαστικών αντιθέσεων.

Ο ρόλος του Γλίξμπουργκ στο πραξικόπημα του 1967

Οι αντιθέσεις αυτές, που κορυφώθηκαν γύρω από το κομβικό ζήτημα του ελέγχου του στρατού, έπαιξαν σημαντικό ρόλο και στην επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας την 21η Απριλίου 1967. Ειδικά ως προς την εξέλιξη των ενδοαστικών συγκρούσεων στην πορεία προς τη δικτατορία, ο Κωνσταντίνος Γλίξμπουργκ - που είχε ανέλθει στο θρόνο ήδη από την άνοιξη του 1964 - είχε ιδιαίτερο μερίδιο ευθύνης:

-- Με τις συνεχείς παρεμβάσεις του στις ενδοαστικές πολιτικές αντιπαραθέσεις και στην ανάθεση της κυβερνητικής εξουσίας (ειδικά το 1965-1967 με τον σχηματισμό αλλεπάλληλων κυβερνήσεων από τα αστικά κόμματα ή τμήματά τους).

-- Με την επιδιωκόμενη ανατροπή του Μακαρίου στην Κύπρο, στο πλαίσιο υποστήριξης της γενικότερης πολιτικής των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στην περιοχή (σχετικό σχέδιο άλλωστε υπέβαλε ο Κωνσταντίνος στις ΗΠΑ το 1965).

-- Με την προετοιμασία ελεγχόμενου υπό τον ίδιο στρατιωτικού πραξικοπήματος σε περίπτωση αδιεξόδου στην αστική πολιτική κρίση του 1965-1967, συνδράμοντας έτσι όχι μόνο στη δημιουργία σχετικής υποδομής αλλά και σχετικού κλίματος αποδοχής ενός τέτοιου ενδεχόμενου ως «λύσης».

Τόσο τον Γενάρη όσο και τον Μάρτη του 1967 ο Κωνσταντίνος Β' βολιδοσκοπούσε την αμερικανική πρεσβεία για τη στάση που θα κρατούσαν οι ΗΠΑ σε ενδεχόμενη επέμβαση του στρατού υπό την ηγεσία του (αξιοποιώντας προς αυτό και τη σχετική πρόβλεψη του Συντάγματος του 1952).

Τελικά η «λύση» στις ενδοαστικές συγκρούσεις και τα αδιέξοδα της περιόδου «δόθηκε» με τη χούντα της 21ης Απριλίου, οδηγώντας τελικά και στην κατάργηση της βασιλείας. Η στρατιωτική δικτατορία, ιδιαίτερα τον πρώτο καιρό, είχε ανάγκη τη νομιμοποίηση που της προσέφερε ο βασιλιάς ως θεσμικά επικεφαλής του κράτους και του στρατού, αξιοποιώντας τη σημαντικότατη επιρροή που συνέχιζε να έχει ο θεσμός στο στράτευμα.

Αλλωστε, τις πρώτες ώρες του πραξικοπήματος, πολλοί από τους αξιωματικούς δεν αντέδρασαν ή και υποστήριξαν το όλο εγχείρημα πιστεύοντας ακριβώς ότι εκκινούταν από το Παλάτι. Ο Κωνσταντίνος, από τη μεριά του, από τις πρώτες ώρες του πραξικοπήματος δεν αντέδρασε (παρά σχετικές παροτρύνσεις του τότε πρωθυπουργού Π. Κανελλόπουλου ή της ηγεσίας του Πολεμικού Ναυτικού), επέλεξε να το αναγνωρίσει, συμβάλλοντας σημαντικά στην εδραίωσή του.

Σε αντάλλαγμα μπόρεσε να τοποθετήσει μια σειρά ανθρώπους του σε θέσεις - κλειδιά (όπως ο πρώτος πρωθυπουργός της χούντας, Κ. Κόλλιας), επιδιώκοντας να έχει τον έλεγχο της κατάστασης και έχοντας στην πίσω τσέπη το σενάριο της εκδήλωσης δικού του πραξικοπήματος. Ωστόσο, όταν το βασιλικό πραξικόπημα - οπερέτα εκδηλώθηκε πια τον Δεκέμβριο του 1967, οι δικτάτορες είχαν εδραιωθεί αρκετά ώστε να το καταστείλουν με σχετική ευκολία.


Η αποζημίωση του Γλύγξμποργκ και το φιλέτο του Ταοϊου

…Οσο για το αν υπήρξε «unfair» το Δημοψήφισμα του 1974, όπως υποστήριξε τον Φεβρουάριο του 1988 ο Κων. Μητσοτάκης, προκαλώντας μεγάλη κρίση στο κόμμα του, την απάντηση έδωσε ο ίδιος ο Γκλίξμπουργκ, αμφισβητώντας επί χρόνια την εγκαθίδρυση της αβασίλευτης δημοκρατίας στην Ελλάδα και υποθάλποντας κάθε λογής φιλοβασιλικές κινήσεις στο εσωτερικό της Ν.Δ. Με πρόσχημα συμμετοχή σε «κοινωνικές εκδηλώσεις», η φιλοβασιλική πτέρυγα της Ν.Δ. επισκεπτόταν συστηματικά τον Γκλίξμπουργκ στο Λονδίνο και εκφραζόταν υπέρ της βασιλείας, σε σημείο που ακόμα και ο διακηρυγμένων φιλοβασιλικών αισθημάτων αλλά νομιμόφρων Γεώργιος Ράλλης να σχολιάσει ως εξής την παρουσία δεκαμελούς ομάδας βουλευτών στη βάφτιση του «διαδόχου» Παύλου τον Ιούλιο του 1995: «Αψυχολόγητη ήταν η συμπεριφορά του πρώην βασιλέα να θελήσει να προσδώσει πολιτική χροιά στο γεγονός με την αποστολή 40 περίπου προσκλήσεων σε εν ενεργεία βουλευτές. Εξίσου άστοχη ήταν και η συμπεριφορά των βουλευτών που έκαναν δηλώσεις υπέρ της βασιλείας» («Εις ώτα μη ακουόντων», Αθήνα 1995, σ. 70).

…Μετά την αποτυχία στο Δημοψήφισμα και την απόλυτη επικράτηση του Καραμανλή, οι συνεργάτες της χούντας και οι νοσταλγοί του βασιλιά βρέθηκαν σιγά σιγά στο ίδιο στρατόπεδο. Τους ένωνε η αντίθεση στον «προδότη» της παρατάξεως, η προστασία των διωκόμενων συνεργατών της χούντας στον στρατό και τον κρατικό μηχανισμό, καθώς επίσης και η εμμονή σε όλο το ιδεολογικό πλαίσιο του μετεμφυλιακού ελληνικού κράτους, με κύριο στοιχείο τον αντικομμουνισμό, την αντίθεση στον εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας, την υποστήριξη των καταρρακωμένων αρχών ασφαλείας και του ανυπόληπτου στρατού κ.λπ.

Και μπορεί σήμερα να μοιάζει πολιτικά ουδέτερη και αδιάφορη η υποστήριξη του θεσμού της βασιλείας, αλλά την περίοδο της μεταπολίτευσης αποτελούσε κομβικό σημείο σύγκλισης και συσπείρωσης των πιο ακραίων αντιδημοκρατικών, κρυπτοχουντικών και αντικομμουνιστικών στοιχείων. Η έκφραση «βασιλοχουντισμός» υιοθετήθηκε εκείνη ακριβώς την εποχή για να εκφράσει αυτό το κίνημα σύγκλισης υποστηρικτών της χούντας με τον Γκλίξμπουργκ, το οποίο προέκυψε ως ανάγκη επιβίωσης των πολιτικών νοσταλγών του μετεμφυλιακού κράτους και ως τρόπος άμυνας απέναντι στο παλλαϊκό αίτημα αποχουντοποίησης του κρατικού μηχανισμού…

Γνωρίζουμε ότι ο Γκλίξμπουργκ από τη στιγμή που κατάλαβε ότι δεν μπορεί να διεκδικήσει τον θρόνο, εφόσον οι πολιτικοί του υποστηρικτές περιορίζονταν σε ομάδες ακροδεξιών του περιθωρίου και στην καλύτερη περίπτωση σε φιλοχουντικές οργανώσεις όπως το ΛΑΟΣ, έστρεψε όλες του τις δυνάμεις στις οικονομικές απολαβές που θα μπορούσε να εξασφαλίσει, εκμεταλλευόμενος τις αδυναμίες του δημοκρατικού πολιτεύματος και τις πολιτικές αντιθέσεις μεταξύ των δημοκρατικών κομμάτων. Έτσι κατόρθωσε την περίοδο της πρωθυπουργίας του Κων. Μητσοτάκη, το 1992, να εξασφαλίσει την ιδιοκτησία των ανακτόρων του Τατοΐου αλλά και τη μεταφορά με κοντέινερ στην Αγγλία όλων των πολύτιμων αντικειμένων που φυλάσσονταν εκεί, χωρίς βέβαια να αποτελούν προσωπική περιουσία.

Όταν ανατράπηκε αυτή η συμφωνία από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, ο Γκλίξμπουργκ διεκδίκησε ένα τεράστιο ποσόν ως αποζημίωση. Και ναι μεν το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι δικαιούται αποζημίωση, αλλά το «εύλογο» ποσόν που του επιδικάστηκε ήταν μηδαμινό σε σχέση με όσα ζητούσε.

Η υπόθεση αναζωπυρώθηκε όταν έγινε πρωθυπουργός ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ανάμεσα στα «αναπτυξιακά» σχέδιά του περιέλαβε και την αξιοποίηση του Τατοΐου. Με την ανάθεση του ρόλου συμβούλου στους σχεδιασμούς αυτούς στον Κάρολο Ουίνδσορ, ο κ. Μητσοτάκης έβαλε στην υπόθεση την οικογένεια Γκλίξμπουργκ από το παράθυρο. Γιατί δεν είναι μόνο οι στενοί οικογενειακοί δεσμοί των δυο οικογενειών που μετρούν. Σημασία έχει ότι αν η αποκατάσταση των πρώην ανακτόρων ως ιστορικό μνημείο βασιστεί στο μοντέλο της έπαυλης Dumfries House, που αγόρασε και διαχειρίστηκε ο Κάρολος, αυτό σημαίνει ότι θα επανέλθει από το παράθυρο η ιστορική δικαίωση (ή τουλάχιστον ο εξωραϊσμός) της βασιλείας. Το ότι η ανακαίνιση της έπαυλης αυτής συνδέεται και με ένα ακραίο οικονομικό σκάνδαλο είναι βέβαια το τελευταίο που θα απέτρεπε τον κ. Μητσοτάκη να προχωρήσει.

 

ΠΗΓΗ: Ριζοσπάστης, Εφσυν

Σχόλια