Πρωτοχρονιάτικες ευχές από τον ποιητή της Ρωμιοσύνης

 Πρωτοχρονιάτικες ευχές από τον ποιητή της Ρωμιοσύνης

Με ένα ποίημα, για το καλό, συνήθιζε να ξεκινά ο Γιάννης Ρίτσος (1909-1990) τη νέα χρονιά. Στο Αρχείο Ρίτσου στα Ιστορικά Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη (ΙΑΜΜ), ο ερευνητής θα ανακαλύψει αρκετά ποιήματα με ημερομηνία 1 Ιανουαρίου.

 Γραμμένα σε πρόχειρα σημειωματάρια, με σχόλια, διορθώσεις και διαγραφές, μεταφέρονται αργότερα με επιμέλεια και με την κοσμημένη βυζαντινή χειρογραφή του Ρίτσου σε πανόδετα τετράδια ή σε αυτοσχέδια βιβλιαράκια με σκληρό χάρτινο εξώφυλλο φιλοτεχνημένα σχολαστικά από το χέρι του ποιητή-ζωγράφου, με τρόπο αποκαλυπτικό για τη λειτουργία των μηχανισμών της ποιητικής του. Από τα τελευταία του ποιήματα, συγκινητικό στην πρώτη του γραφή, είναι το «Νύχτωσε», γραμμένο στην Αθήνα την 1.1.88:

Ακόμη ένας χρόνος… είπε·

Ένας χρόνος περισσότερο στο χρόνο του

Ένας χρόνος λιγότερο απ’ το χρόνο του. Απ’ το παράθυρο είδαμε

Βαρέθηκε τα ποιήματα,

Βαρέθηκε τη μουσική.

Τ’ αγάλματα κωφάλαλα.

Να πιω τον καφέ μου – είπε.

Να καπνίσω το τσιγάρο μου.

Να είμαι, να μην είμαι

Διπλά

Μέσα σ’ αυτή την ησυχία,

Μέσα σ’ αυτό το θαύμα-τίποτα.

Ο μελαγχολικός εξομολογητικός τόνος ενός ηλικιωμένου Ρίτσου, πλησιάζοντας τον θάνατο, μετατρέπεται στη δεύτερη, διορθωμένη, καθαρή γραφή σε ποίημα δραματοποιημένης αποστασιοποίησης από την αρχική συγκίνηση:

Κι η αποψινή γιορτή αναβλήθηκε.

Κι ούτε που ξέραμε καθόλου

Τι θα πενθούσαν, τι θα γιόρταζαν.

Μεμιάς ανάψανε τα φώτα κι έσβησαν.

Απ’ το παράθυρο είδαμε τους μουσικούς·

Πέρασαν άφωνοι τη λεωφόρο

Εχοντας στους ώμους τους

Τεράστια χάλκινα όργανα.

Μείνε, λοιπόν, εδώ,

Κάπνισε το τσιγάρο σου

Μέσα σ’ αυτή τη μεγάλη ησυχία

Μέσα σ’ αυτό το θαύμα-τίποτα.

Κωφάλαλα τ’ αγάλματα.

Κωφάλαλα και τα ποιήματα. Νύχτωσε.

Στο ίδιο Αρχείο εντοπίζουμε μπλοκ με χειρόγραφες σημειώσεις για την Πρωτοχρονιά του 1960 στη Ρουμανία. Ο Ρίτσος κατέχεται από βαθύτατη συγκίνηση που βρίσκεται για πρώτη φορά την Πρωτοχρονιά μακριά από την Ελλάδα, μακριά από τους αγαπημένους του. Εκφράζοντας την εμπειρία κάθε ξενιτεμένου, κάθε πρόσφυγα, κάθε μετανάστη θυμίζει ότι «μέσα μας μεταφέρουμε ό,τι αγαπάμε» για να καταλήξει: «Και νιώθω εντός μου να υψώνεται παλλόμενο το δάχτυλο της ψυχής μου κι ανάμεσα σ’ όλα τα τεντωμένα δάχτυλα των λαών να δείχνει στο ίδιο υπέροχο σημείο της εκλογής όλου του κόσμου: «Ειρήνη». Κι αυτή είναι η ευχή μου του καινούργιου χρόνου, για την Ελλάδα, για τη Ρουμανία, για όλους τους λαούς: «Ειρήνη, συνεννόηση, αδελφοσύνη»». Κλείνει με στίχους του Βάρναλη.

Ειρήνη, μια «καθολική ανθρώπινη αναγκαιότητα», έναν «κοινό τόπο», εύχεται και σε ομιλία του της 25ης Δεκεμβρίου του 1984 με τίτλο «Μια ματιά στην Αιθιοπία» ο ποιητής που τιμήθηκε με το Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη (1977), ανακηρύχθηκε Ποιητής Διεθνούς Ειρήνης από τον ΟΗΕ (1986) και έλαβε το μετάλλιο «Joliot-Curie», την ανώτατη διάκριση του Παγκόσμιου Συμβουλίου Ειρήνης (1990). Κλείνει πάλι με στίχους, δικούς του:

Αδέλφια μου,

μες στην ειρήνη

διάπλατα ανασαίνει

όλος ο κόσμος

με όλα τα όνειρά του.

Δώστε τα χέρια, αδέλφια μου.

Αυτό ‘ναι η ειρήνη.

ΠΗΓΗ: ΒΗΜΑ

Σχόλια