Ένας ακόμη αντιλαϊκός προϋπολογισμός ψηφίσθηκε

 Ένας ακόμη αντιλαϊκός προϋπολογισμός ψηφίσθηκε

Ένας ακόμη αντιλαϊκός προϋπολογισμός ψηφίσθηκε το Σάββατο 17 Δεκέμβρη από τη Βουλή. Παρά την αβεβαιότητα της εφαρμογής του λόγω διεθνών συνθηκών δεν αλλάζουν τα βασικά χαρακτηριστικά του: Φουσκωμένες εξοπλιστικές δαπάνες, παροχές προς τις Α.Ε. και φοροεπιδρομή στα λαϊκά στρώματα. Αυτά, ενώ καταγράφεται και η «στροφή» της οικονομικής πολιτικής στη σταδιακή επαναφορά της ΕΕ σε καθεστώς άρσης της όποιας οικονομικής ελαστικότητας για τα κράτη μέλη.

Βασικό χαρακτηριστικό του προϋπολογισμού είναι η κατανομή των κρατικών κονδυλίων υπέρ του κεφαλαίου. Είτε αυτό εκφράζεται με την κατευθείαν επιδότηση στις μεγάλες επιχειρήσεις, είτε μέσω των εξοπλιστικών προγραμμάτων που φτάνουν σε δυσθεώρητα επίπεδα τα τελευταία δύο χρόνια. Χαρακτηριστική ήταν αναφορά του κεντρικού εισηγητή της Νέας Δημοκρατίας Λάζαρου Τσαβδαρίδη. Όπως είπε, «η κυβέρνηση δίνει προτεραιότητα, πρώτον, στην αύξηση των επενδύσεων, με σημείο αιχμής τις δημόσιες επενδύσεις, που πρόκειται να ξεπεράσουν τα 15 δισεκατομμύρια ευρώ χάρη και στους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, δεύτερον, στην ενίσχυση της εθνικής άμυνας, με αυξημένες δαπάνες για αγορές οπλικών συστημάτων ύψους έξι περίπου δισεκατομμυρίων ευρώ για τα έτη 2022 και 2023, έναντι ετήσιων δαπανών μόλις 500 εκατομμυρίων ευρώ κατά το πρόσφατο παρελθόν». Ουσιαστικά, δηλαδή, ομολόγησε ότι 21 δισ. θα διατεθούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στο πολυεθνικό και εγχώριο κεφάλαιο.

Αυτά την ίδια στιγμή που ο προϋπολογισμός του 2023 προβλέπει σημαντική μείωση στη χρηματοδότηση των νοσοκομείων και των κέντρων υγείας, κατά 414 εκατομμύρια ευρώ. Το 2022 τα «ίδια έσοδα» των μονάδων Υγείας, δηλαδή από την άμεση πώληση των εργασιών τους και τα έσοδα από τους φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης (ΟΚΑ) αποτελούσαν το 32,88% των συνολικών εσόδων τους, ενώ η χρηματοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό αποτελούσε το 51,85% των εσόδων τους.

Το 2023 τα έσοδα αποτελούν 31,3% ( «ίδια έσοδα» και ΟΚΑ) και 53,9% (κρατικός προϋπολογισμός).

Από τα παραπάνω στοιχεία επιβεβαιώνεται ότι η λειτουργία των δημόσιων νοσοκομείων και των μονάδων ΠΦΥ εξαρτάται κατά μεγάλο μέρος από την αυτοχρηματοδότησή τους πουλώντας τις εργασίες τους είτε απευθείας στους ασθενείς (243 εκατ. ευρώ) είτε στα ασφαλιστικά ταμεία (902 εκατ. ευρώ), όπως προβλέπει ο κρατικός προϋπολογισμός.

Στο ζήτημα της στελέχωσης των δημόσιων μονάδων Υγείας τα πράγματα θα γίνουν ακόμα χειρότερα.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του προϋπολογισμού την περίοδο 2021 - 2022 - 2023 (πρόβλεψη), οι προσλήψεις μόνιμου προσωπικού στο υπουργείο Υγείας, που το μεγαλύτερο μέρος αφορά υγειονομικό προσωπικό, είναι αντίστοιχα 2.707 - 1.305 - 1.600. Σύνολο 5.612.

Την αντίστοιχη χρονική περίοδο οι αποχωρήσεις (συνταξιοδοτήσεις κ.λπ.) μόνιμου προσωπικού είναι 4.257 - 3.876 - 3.738. Συνολικά 11.871.

Δηλαδή, σε συνθήκες που το μόνιμο προσωπικό, όπως και συνολικά το προσωπικό, ήταν ήδη ανεπαρκέστατο, σε αυτό το τρίχρονο προβλέπεται να αναπληρωθεί μόνο το 47,2% του προσωπικού που θα αποχωρήσει.

Για δε το επικουρικό προσωπικό το 2022 ήταν -10% σε σχέση με το 2020, και το 2023 προβλέπεται ακόμα λιγότερο κατά 12% σε σχέση με το 2022.

Η γενική εικόνα αυτών των στοιχείων αποτυπώνει τη συστηματική αποψίλωση των δημόσιων μονάδων Υγείας σε προσωπικό όλων των κλάδων και ειδικοτήτων, η οποία αποτελεί τον κυριότερο παράγοντα που εξωθεί τους ασθενείς να απευθύνονται στον ιδιωτικό επιχειρηματικό τομέα, αλλά και στο «ιδιωτικό έργο» των νοσοκομείων, όπως στα απογευματινά ιατρεία και εντός ολίγου και στα επί πληρωμή απογευματινά χειρουργεία.

Αυτή η κατάσταση της δραματικής υποστελέχωσης των δημόσιων μονάδων Υγείας συσσωρεύεται χρόνια τώρα με την ιδιαίτερη συμβολή όλων των κυβερνήσεων. Το γεγονός των μεγάλων ελλείψεων σε προσωπικό την περίοδο της πανδημίας καλλιεργήθηκε όλα τα προηγούμενα χρόνια και «έσκασε» τη συγκεκριμένη περίοδο.

Ο κρατικός προϋπολογισμός προβλέπει μείωση της χρηματοδότησης του ΕΟΠΥΥ για παροχές Υγείας κατά 36% σε σχέση με το 2022. Πρακτικά ισχύει ότι στον ΕΟΠΥΥ έχουν απομείνει από την κρατική χρηματοδότηση 100 εκατ. ευρώ για την «κάλυψη» των ανασφάλιστων και ορισμένα επιπλέον ποσά αποτελούν προσωρινή χρηματοδότηση λόγω πανδημίας.

Ενα στοιχείο που αποτυπώνει την εφαρμοζόμενη πολιτική αποτελεί το συνολικό «είδος προέλευσης» των εσόδων του ΕΟΠΥΥ.

Τα συνολικά έσοδα του ΕΟΠΥΥ παραμένουν περίπου σταθερά (-0,01%), όμως αυτό επιτυγχάνεται με τη μείωση των εσόδων από τον κρατικό προϋπολογισμό και το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων κατά 21,7% και με την αύξηση των εσόδων από τις ασφαλιστικές εισφορές κατά 3,33%.

Στον κρατικό προϋπολογισμό αναφέρεται ότι ο ΕΟΠΥΥ θα έχει μειωμένη κρατική χρηματοδότηση κατά 149 εκατ. ευρώ, μια μείωση που περιλαμβάνει και όσα αφαιρούνται από τις υποχρεώσεις των φαρμακοβιομηχάνων (clawback) προς τον ΕΟΠΥΥ, δηλαδή τα «δωράκια» που τους δίνει η κυβέρνηση με πρόσχημα την «έρευνα και ανάπτυξη». Αυτή η χασούρα του ΕΟΠΥΥ θα αντισταθμιστεί από τα αυξημένα έσοδα που προβλέπονται μέσω των ασφαλιστικών εισφορών, δηλαδή από τους εργαζόμενους, κάτι που πρακτικά σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι χρηματοδοτούν και τις δαπάνες Υγείας και τα κίνητρα προς τους φαρμακοβιομήχανους.

Για την Εκπαίδευση από τον γενικό προϋπολογισμό δίνονται επιπλέον 124 εκατ. (από 4.891 εκατ. το 2022, στα 5.015 εκατ. το 2023), από το ΠΔΕ - εθνικό σκέλος δίνονται επιπλέον 195 εκατ. (από 300 εκατ. το 2022, στα 495 εκατ. το 2023) από το ΠΔΕ - συγχρηματοδοτούμενο δίνονται 80 εκατ. λιγότερα (από 650 εκατ. το 2022, στα 570 εκατ.).

Έτσι, το 2023 παρατηρείται συνολικά μια αύξηση 239 εκατ. ευρώ (από τα 5.841 εκατ. το 2022, στα 6.080 εκατ. το 2023). Το ερώτημα είναι όμως: Μπορεί αυτή να αντισταθμίσει τις τεράστιες απώλειες που έχουν υπάρξει τα προηγούμενα χρόνια, πόσο μάλλον να καλύψει τις ανάγκες γονιών, μαθητών και εκπαιδευτικών που πολλαπλασιάζονται;

Ας αναλογιστούμε: Την περίοδο 2010 - 2017 οι δαπάνες από τον κρατικό προϋπολογισμό μειώθηκαν κατά 34% και δεν αναπληρώθηκαν ποτέ, με αποτέλεσμα να βαραίνουν σε κάθε πλευρά της λειτουργίας της Εκπαίδευσης. Η υποχρηματοδότηση είναι εμφανής σε όλα τα επίπεδα, σχολικών υποδομών, προσωπικού, εξοπλισμού, λειτουργικών δαπανών κ.ά. Επιπλέον, διατηρήθηκε η υπέρμετρη δαπάνη των λαϊκών νοικοκυριών για να καλύψουν φροντιστήρια, εξωσχολικές δραστηριότητες, διατηρώντας την αναλογία 60% δημόσιες δαπάνες - 40% δαπάνες των οικογενειών (οι δαπάνες αυτές ξεπερνούν τα 3 δισ. για όλες τις βαθμίδες της Εκπαίδευσης) για να καλύψουν τις ελλείψεις, τις ανεπάρκειες, τα κενά και να στηρίξουν τα παιδιά τους σε ένα άκρως ανταγωνιστικό και εξετασιοκεντρικό σχολείο.

Στον τομέα της στελέχωσης της Εκπαίδευσης αρκεί να σημειώσουμε ότι οι μόνιμοι εκπαιδευτικοί σε Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση ήταν στο σύνολό τους, κατά το σχολικό έτος 2009 - 2010, 182.700, ενώ τη φετινή σχολική χρονιά, 2022 - 2023, υπολογίζοντας και τις μονιμοποιήσεις των τελευταίων χρόνων, οι μόνιμοι εκπαιδευτικοί είναι 138.655, δηλαδή 44.045 λιγότεροι μόνιμοι εκπαιδευτικοί την τελευταία δεκαετία, μειωμένοι κατά 24%.

Οι σχολικές υποδομές, στο πλαίσιο της υποχρηματοδότησης, πάλι τα τελευταία δέκα χρόνια, με την κατάργηση του ΟΣΚ, τη μετατροπή της ΚΤΥΠ σε ΑΕ, αναλαμβάνοντας όλες τις δημόσιες υποδομές και προκρίνοντας, στα ελάχιστα σχέδια, τις ΣΔΙΤ, παραμένουν σε τραγική κατάσταση. Στην Προσχολική Αγωγή, εκατοντάδες είναι τα τσίγκινα κλουβιά που τοποθέτησαν, με νομοθετικές ρυθμίσεις ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, οι δήμοι σε όλη τη χώρα και δεν υπάρχει σχέδιο αντικατάστασής τους από σύγχρονα νηπιαγωγεία.

Συνολικά μπορούμε να αναφέρουμε ότι η κατάσταση των σχολείων είναι οξυμένη, με σοβαρά προβλήματα. Μόλις το 17% των σχολικών μονάδων είναι 20ετίας, με τις προδιαγραφές του τελευταίου αντισεισμικού κανονισμού. Το 21,6% είναι χτισμένα από το 1986 μέχρι το 2000, ενώ πάνω από το 60% είναι πέραν των 4 δεκαετιών. Αν στην παλαιότητα προσθέσουμε την υποσυντήρηση, αφού οι δαπάνες προς τους δήμους παραμένουν καθηλωμένες και ανεπαρκείς για να καλύψουν τη στοιχειώδη συντήρηση των σχολικών μονάδων, κατανοούμε ότι η κατάσταση είναι πάρα πολύ σοβαρή κι αυτό αναδείχθηκε με τον πιο τραγικό τρόπο με τον θάνατο του μαθητή στις Σέρρες.

Είναι φανερό ότι η αύξηση - κοροϊδία στο ποσό που διαθέτει για το 2023 ο Προϋπολογισμός δεν πρόκειται να αντισταθμίσει τις τεράστιες απώλειες.

Την ίδια διαχρονική πολιτική της συγκράτησης αλλά και μείωσης παροχών και συντάξεων, όπως και τον περιορισμό των κρατικών επιχορηγήσεων προς τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης που με τη σειρά τους έχουν ως φυσικό επακόλουθο τα «ματωμένα πλεονάσματα», υλοποιεί ο κρατικός προϋπολογισμός και για το 2023. Ετσι, για το επόμενο έτος το ισοζύγιο των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης (ΟΚΑ - ασφαλιστικά ταμεία, ΔΥΠΑ, ΕΟΠΥΥ, ΟΠΕΚΑ και ΝΑΤ) εμφανίζει και πάλι πλεόνασμα - αν και μικρότερο - στα 1,279 δισ. ευρώ, από 1,721 δισ. ευρώ φέτος. Δηλαδή, μόνο τη διετία 2022 - 2023 το πλεόνασμα των ασφαλιστικών οργανισμών φτάνει τα 3 δισ. ευρώ, την ώρα που χαμηλοσυνταξιούχοι, άνεργοι και ευάλωτες κοινωνικές ομάδες ζουν με όλο και λιγότερα, με τον πληθωρισμό να τους ρουφάει το όποιο εισόδημα και την κυβέρνηση να επαίρεται για την οικονομική της «αποτελεσματικότητα».

Είναι χαρακτηριστικό πως οι συνολικές μεταβιβάσεις του κρατικού προϋπολογισμού προς τους ΟΚΑ μειώνονται το 2023 σε σύγκριση με φέτος κατά 243 εκατ. ευρώ (από 21,420 σε 21,177 δισ. ευρώ). Ειδικά για τις συντάξεις η κρατική επιχορήγηση αυξάνεται μόνο κατά 527 εκατ. ευρώ, όταν η συνολική δαπάνη για τις συντάξεις θα αυξηθεί κατά 1,428 δισ. ευρώ, λόγω της αύξησης του αριθμού των συνταξιούχων μέσα στο 2023, της επιτάχυνσης απόδοσης των εκκρεμών συντάξεων και της αύξησης κατά 7,75% μόνο στις κύριες συντάξεις, ποσοστό βέβαια που δεν καλύπτει ούτε τον επίσημο πληθωρισμό. Αυτό σημαίνει ότι το κράτος αναλαμβάνει μόνο το 1/3 της αύξησης της σχετικής δαπάνης και το υπόλοιπο θα μετακυλιστεί, όπως πάντα, στις πλάτες των ασφαλισμένων. Μάλιστα, στην περίπτωση των επικουρικών συντάξεων δεν θα έχουμε ούτε ονομαστική αύξηση, καθώς η συνολική δαπάνη μειώνεται από τα 4,058 δισ. στα 4,045 δισ. ευρώ, αλλά στην πράξη η μείωση των επικουρικών συντάξεων είναι ακόμα μεγαλύτερη αφού μέσα στο 2023 θα αυξηθεί και ο αριθμός των δικαιούχων επικουρικής σύνταξης.

Στο πλαίσιο αυτό, η κυβέρνηση και παρά τους ισχυρισμούς για «στήριξη των συνταξιούχων» διατηρεί στο ακέραιο το άδικο χαράτσι σε βάρος τους για τον λογαριασμό του ΑΚΑΓΕ, που το 2023 θα ανέλθει στο ποσό των 476 εκατ. ευρώ! Το χαράτσι επιμερίζεται στα 356 εκατ. ευρώ στις κύριες συντάξεις και ακόμα 120 εκατ. ευρώ στις επικουρικές.

Παράλληλα συνεχίζεται το διαχρονικό έγκλημα σε βάρος των ανέργων, με τα επιδόματα ανεργίας να μένουν καθηλωμένα στα φετινά επίπεδα (1,332 δισ. ευρώ φέτος, 1,348 δισ. ευρώ το 2023), σε ποσό που αντιστοιχεί μόλις στο 44,8% των εσόδων του πρώην ΟΑΕΔ (νυν ΔΥΠΑ) ή στο 47% των δαπανών του. Και εδώ η κρατική επιχορήγηση μειώνεται κατά 70 εκατ. ευρώ, από τα 1,104 δισ. ευρώ φέτος, στα 1,034 το 2023 και μάλιστα με τον προκλητικό ισχυρισμό που αναγράφεται στην Εισηγητική Εκθεση ότι αυτό γίνεται «λαμβάνοντας υπόψη την επάρκεια των εσόδων του φορέα για την κάλυψη των υποχρεώσεών του και την απρόσκοπτη άσκηση των πολιτικών ενίσχυσης της απασχόλησης και της στήριξης των ανέργων...»! Αυτά όταν τουλάχιστον το 85% των ανέργων δεν λαμβάνουν ούτε ένα ευρώ στήριξη από τη ΔΥΠΑ, όπως πριν από τον ΟΑΕΔ.

Κατά 410 εκατομμύρια ευρώ είναι μειωμένη η κρατική χρηματοδότηση σε ΟΠΕΚΑ (Πρόνοια) και ΝΑΤ για τις μη ασφαλιστικές αρμοδιότητες. Η μείωση αυτή βρίσκει ευθεία αντανάκλαση και στις παροχές (δαπάνες) που μειώνονται κατά 411 εκατ. ευρώ το 2023 σε σύγκριση με φέτος. Ειδικότερα, τα οικογενειακά επιδόματα περικόπτονται κατά 265 εκατ. ευρώ, το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα κατά 158 εκατ. ευρώ και τα επιδόματα ΑμεΑ κατά 76 εκατ. ευρώ.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο προϋπολογισμός του 2023 «επιστρέφει» στη λογική των πρωτογενών πλεονασμάτων, προσαρμοζόμενος στο δόγμα της ΕΕ για σταδιακή επαναφορά στα γνωστά κριτήρια της συνθήκης του Μάαστριχτ. Για το 2023 προ-βλέπεται πλεόνασμα 0,7%, έναντι ελλείμματος 1,8% το 2022. Το δημόσιο χρέος καταγράφεται στα 392,3 δισ. προκειμένου να συνεχίσει να αποτελεί το μόνιμο άλλοθι των αντιλαϊκών πολιτικών και σε αυτό μπορούν να προστεθούν 30 περίπου, δισεκατομμύρια ευρώ κρατικών εγγυήσεων. Οι κυβερνητικές αλχημείες σύνδεσης του χρέους με προβλέψεις για αύξηση του ΑΕΠ δεν αλλάζουν την πραγματικότητα των απόλυτων μεγεθών.

Ταυτόχρονα ανακοινώνοντας food pass για έξη μήνες από τον ερχόμενο Φεβρουάριο για να κλέψει την ψήφο του κόσμου προσπερνάει το ζήτημα της ακρίβειας, της αισχροκέρδειας και των υπερκερδών που συσσωρεύουν οι διάφοροι επιχειρηματικοί όμιλοι. Σταγόνα στον ωκεανό της ακρίβειας και του καλπάζοντος πληθωρισμού η επιταγή για την αγορά τροφίμων που θα λάβουν ως food pass από τον ερχόμενο Φεβρουάριο και για 6 μήνες 3,2 εκατ. νοικοκυριά, ενώ μεγάλο πλήθος θα μείνει εκτός ενίσχυσης λόγω του διπλού κόφτη με τα εισοδηματικά και τα περιουσιακά κριτήρια. Τα ποσά της επιδότησης κυμαίνονται από 22 έως 100 ευρώ τον μήνα και θεωρούνται μικρά σε σχέση με τα το κύμα ανατιμήσεων που σαρώνει τα ράφια των σούπερ μάρκετ με τις τιμές στα βασικά είδη να χτυπούν αυξήσεις πάνω από 25% μέσα σε έναν χρόνο, βυθίζοντας τα αδύναμα κοινωνικά στρώματα σε οικονομική στενότητα.

ΠΗΓΗ: Ριζοσπάστης, Πριν, Εφσυν

 

Σχόλια