Κλεοπάτρα Παπαγεωργίου: Η Πρεβεζάνα εκφωνήτρια του ραδιοφωνικού σταθμού των φοιτητών στην εξέγερση της Θεσσαλονίκης
Κλεοπάτρα Παπαγεωργίου: Η Πρεβεζάνα εκφωνήτρια του ραδιοφωνικού σταθμού των φοιτητών στην εξέγερση της Θεσσαλονίκης
Η πλειονότητά μας δεν
εξαργύρωσε τίποτε. Δεν καταδέχτηκε!
Η φοιτητική εξέγερση στη Θεσσαλονίκη μέχρι και σήμερα παραμένει σε πολλούς άγνωστη, παρά το γεγονός ότι στην Πολυτεχνική σχολή τη 17η Νοέμβρη του 1973 βρίσκονταν 3.000 φοιτητές που έδιναν τον δικό τους αγώνα διεκδικώντας «Ψωμί - Παιδεία - Ελευθερία» για τους ίδιους και για τον ελληνικό λαό. Πριν δύο χρόνια αναφερθήκαμε με αναλυτικό ρεπορτάζ σην εξέγερση της Θεσσαλονίκης. Μετά από έρευνα βρήκαμε την Πρεβεζάνα (καταγωγή από Πάργα) φοιτήτρια Κλεοπάτρα Παπαγεωργίου, που ήταν η εκφωνήτρια του ραδιοφωνικού σταθμού των φοιτητών και μας έδωσε τη δική της μαρτυρία για την εξέγερση της Θεσσαλονίκης.
Αγαπητέ Δημήτρη,
Ο καλός κι αγαπημένος φίλος και συμφοιτητής μου στην Αρχιτεκτονική, Μίμης Γρηγόρης, με καταγωγή απ την Λευκάδα ήτανε μέλος της συντονιστικής επιτροπής που απαρτίζοταν από έναν -εκλεγμένο- εκπρόσωπο της κάθε πανεπιστημιακής σχολής. Ο Μίμης λοιπόν ήταν ο εκπρόσωπος της πολυτεχνικής σχολής στη συντονιστική. (Η πολυτεχνική σχολή του Αριστοτέλειου Παν. Θεσσαλονίκης είχε τότε μόνο τέσσερα τμήματα. Αρχιτέκτονες, Πολιτικούς μηχανικούς, Tοπογράφους και Μηχανολόγους. Σήμερα έχει πολλά. Μια και διοικητικά ήτανε μία σχολή, είχε έναν εκπρόσωπο και αυτός ήταν ο Μίμης.)
Στον ραδιοφωνικό μας σταθμό μπαινοβγαίνανε ελεύθερα τα μέλη της συντονιστικής αλλά και άλλοι φίλοι και συναγωνιστές που βρίσκοταν μέσα στην κατάληψη, είτε για να πάρουν και οι ίδιοι το μικρόφωνο, είτε για να μας φέρουν κείμενα που θέλαν ν’ακουστούν απ τον σταθμό, για να φέρουνε κασέτες με μουσική μα πάνω απ όλα για να βιώσουν, μέσα εκεί, κοντά μας την τρελή χαρά της επιτέλους - ελεύθερης φωνής μας, που ακουγόταν πια κι έξω απ τα σύνορα του φοιτητικού ασύλου. Και έφθανε όχι μόνο στην πόλη της Θεσσαλονίκης αλλά πολύ μακρυά και μέχρι το Λονδίνο. Μας είχαν πάρει τηλέφωνο απ’ το Λονδίνο για να μας πούν ότι μας ακούν κι εκεί.
Κύριοι εκφωνητές είμαστε εμείς οι τρείς που αναφέρεις, αλλά δίνεις λάθος το επίθετο του Αντρέα. Ο Αντρέας λέγεται Παπακωσταντίνου και ήτανε τότε φοιτητής στο φυσικό τμήμα της φυσικομαθηματικής σχολής. Δεν υπήρχε περιφρούρηση στην πόρτα του σταθμού, ούτε και κανενός είδους λογοκρισία. Ο σταθμός μας ήταν πραγματικά ελεύθερος και στην κατάληψη υπήρχε ομοψυχία. Αγωνιζόμαστε όλοι συσπειρωμένοι στην κοινή προσπάθεια για την ανατροπή της μισητής χούντας. Ούτε στις ανοιχτές γενικές συνελεύσεις των δύο χρόνων που προηγήθηκαν, αλλά πολύ περισσότερο κατά τη διάρκεια της κατάληψης δεν σκαλίζαμε τις υπαρκτές διαφορές των πολιτικών μας αποχρώσεων. Αντίθετα εργαζόμαστε μετωπικά, πάνω στην ελάχιστη κοινή βάση που ήταν ο αντιδικτατορικός αγώνας.
Οπως σωστά τα περιγράφεις, έγιναν πολλές συλλήψεις στην έξοδο, τα ξημερώματα του Σαββάτου καθώς αποχωρούσαμε κάτω απ’ το φώς που έριχναν οι προβολείς των τάνκς. Ώρες πριν, παρατηρούσαμε στο μισοσκόταδο, μες απ’ τα τζάμια, τις ειδικές δυνάμεις του στρατού, που είχαν περικυκλώσει, με πυκνή παράταξη, όλο το πολυτεχνείο. Με τα χέρια στη σκανδάλη των πολυβόλων τους. Απόκοσμη νύχτα. Στο τέρμα, στην άκρη της μοντέρνας πανεπιστημιούπολης, σ’ ένα λασπωμένο, αδιαμόρφωτο, χωμάτινο τοπίο, ανάμεσα στ’ απομεινάρια απ τα εβραίικα μνήματα, τα λόκ ήταν εκεί περιμένοντας διαταγές.
Γνωρίζαμε για το μακελειό που είχε γίνει στην Αθήνα εκείνη τη νύχτα. Είχαμε τηλεφωνικές γραμμές ανοιχτές και είμαστε σε διαρκή επαφή. Απ’ το τηλέφωνο ακούγαμε τους κρότους των πυροβολισμών, ξέραμε για τους νεκρούς, τους τραυματίες, τους αποκλεισμένους, τα πλήθη του κόσμου που είχαν κατακλείσει τους δρόμους γύρω απ’ το Μετσόβειο, το μεγάλο ξεσηκωμό των Αθηναίων αλλά και τον γενικό χαμό αφ ότου οι ένοπλες δυνάμεις καταστολής αποφάσισαν να επιτεθούν στο άοπλο πλήθος. Είχαμε παγώσει αλλά δεν τρέμαμε. Δεν κλάψαμε, δεν παρακαλέσαμε. Ξανακούστε τα τελευταία λόγια του σταθμού μας, ξανακούστε το τελευταίο μας τραγούδι. Ο σταθμός της Θεσσαλονίκης έκλεισε ηρωικά, ο άλλος της Αθήνας πένθιμα.
Στο τέλος των γεγονότων, εκείνα τα ξημερώματα, στην έξοδο μας περίμεναν οι αρχές:
Ο γηραλέος Σδράκας, ο κοντός χουντικός πρύτανης, καθηγητής θεολογίας. Άτομο γελοίο, επιστημονικά ανύπαρκτο, παλιός συνεργάτης των Γερμανών κατακτητών, όπως ευρύτατα κυκλοφορούσε τότε. Μάλλον Λαρισαίος.
Ο Μήτσου ο διευθυντής της ''πνευματικής" κίνησης της κρατικής ασφάλειας, ψηλός λεπτός με μουστακάκι, όπως πάντα με κουστούμι και γραβάτα υπηρεσίας. Με καταγωγή απ το Αγρίνιο, γυιός του Μήτσου της υπόθεσης Λαμπράκη, με παλιές οικογενειακές ρίζες στο παρακράτος.
Κάποιοι με πολλά γαλόνια, ένστολοι, υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί που είχαν και το γενικό πρόσταγμα, αφού δημόσια και φανερά πια, από κείνη την 16 προς 17 Νοέμβρη ο Ελληνικός στρατός, άφησε τα προσχήματα και σήκωσε τα όπλα του, ενάντια στην εξεγερμένη μερίδα του Ελληνικού λαού. Ενας ανώνυμος εισαγγελέας ίσως ήταν παρών ανάμεσά τους. Που να τον ξέρεις, αυτοί συνήθως φροντίζουν να παραμένουν αφανείς.
Πρωταγωνιστούσαν κάμποσοι γνωστοί ασφαλίτες του σπουδαστικού, από περιώνυμους κουμουνιστοφάγους, γερασμένα απομεινάρια του εμφυλίου, παλιοί δοσίλογοι, ταγματασφαλίτες, χίτες, ταχτοποιημένοι στην αστυνομία, (θυμηθείτε ότι το 52 που εκτελέστηκε ο Μπελογιάννης απείχε μόνο 21 χρόνια απο το 73), μέχρι νεώτεροι επαγγελματίες, δημόσιοι υπάλληλοι εξειδικευμένοι βασανιστές μαζί με πιο χαλαρούς ρουφιάνους, απλούς διεκπεραιωτές, κοινούς γραφειοκράτες.
Να μερικά ονόματα για τις μαύρες σελίδες της ιστορίας: Καραμήτσου, Μπαθρέλος, Οικονόμου, Τετραδάκος, Μπουζιάνης, Κωστόπουλος.
Ζητούσανε επιτακτικά να εκκενώσουμε αμέσως το κτίριο. Οταν ο Μίμης ο Γρηγόρης με την Δήμητρα τη Λιοδάκη βγήκαν έξω, σαν μέλη της συντονιστικής επιτροπής που ήταν, για να διαπραγματευτούν την αποχώρηση, αρπάξανε την Δήμητρα απ τα μαλλιά και δεν την άφησαν να ξαναμπεί μέσα. Δεν σήκωναν καμμιά κουβέντα. Τι διαπραγμάτευση να υπάρξει; Είμαστε άοπλοι και περικυκλωμένοι. Ενα ήταν το αίτημα της στιγμής, να πάρουμε καμμιά ώρα παράταση μέχρι να ξημερώσει. Οτι ήταν να γίνει να γίνει στο φώς.
Ο Μίμης τους ξεγλίστρησε και ξαναγύρισε μέσα, ήρθε πίσω, κάτω στο υπόγειο, στο σταθμό να πει πως δεν υπάρχει ελπίδα. Εγώ δεν ξεκόλλαγα. Ηθελα να μείνω κι άλλο, να φύγω τελευταία των τελευταίων. Να κρατήσω τον σταθμό ανοιχτό. Ο πανικός είχε αρχίσει να κάνει τη δουλειά του. Οι λίγες χιλιάδες καταληψίες φοιτητές, είχαν στριμωχτεί στην είσοδο κι άρχισαν να βγαίνουν. Μόνοι τους, με δική τους απόφαση. Ηταν ακόμη σκοτάδι, Ηττημένο, αλλά όχι ταπεινωμένο αποχώρησε το φοιτηταριάτο. Περνούσαν ανάμεσα από παραταγμένους αριστερά και δεξιά στρατιώτες, η εθνική ασφάλεια που γνώριζε πρόσωπα, τους ξεδιάλεγε. Φόρτωναν πολλούς στα Τζέιμς που περιμένανε μ' αναμμένες τις μηχανές. Αλλους τους πήγανε δίπλα, τριακόσια μέτρα πιο πέρα, στο τρίτο σώμα στρατού, ειδικά στην ΚΥΠ. Άλλους, τους περισσότερους στο κέντρο, στη Βαλαωρίτου κοντά στο Βαρδάρη, στην ασφάλεια, στο υπόγειο.
(Για την ειρωνία της ιστορίας, αναφέρω ότι το πολυόροφο αυτό κτίριο στη Βαλαωρίτου ανήκε στον πατέρα του Χρυσάφη του Ιορδάνογλου, πρώην βουλευτή της ΕΡΕ που το νοίκιαζε ολόκληρο στην ασφάλεια. Ο Χρυσάφης ήταν τότε φοιτητής της νομικής, τώρα είναι καθηγητής στην Πάντειο. Ήταν μέσα μαζί μας, αγαπητό μοναχοπαίδι, δαιμόνιο, αριστερόστροφο, επιρροή του Ρήγα. Συνελήφθη και κρατήθηκε στο κτίριο της οικογενειακής του ιδιοκτησίας. Οχι στο υπόγειο, εκεί έμεινε λίγο, μέχρι να μεταφερθεί σε κάποιον όροφο ψηλά. Ητανε η μοναδική εξαίρεση. Βλέπετε ακόμη και σε τέτοιες εξωφρενικές συνθήκες ένας τίτλος ιδιοκτησίας μετράει. Αλλά κι ο Πάνος ο Ερμείδης, που δεν βγήκε απ’ το υπόγειο, φοιτητής πολιτικός μηχανικός τότε, φιλοΡήγας, άσωτος
υιός βουλευτή της ΕΡΕ. Ήτανε τόσο απεχθής η χούντα που ακόμη και ζωηρά παιδιά, γνωστών δεξιών οικογενειών είχαν ξεσηκωθεί.)
Σε μιά βδομάδα περίπου μετά το Πολυτεχνείο, έπεσε η Χούντα του Παπαδόπουλου κι ανέβηκε η επόμενη του Ιωαννίδη. Σταμάτησαν τότε οι πολύ άγριοι ξυλοδαρμοί και τα καθημερινά βασανιστήρια. Η ασφάλεια έδειχνε να τάχει κάπως χαμένα μέχρι να σταθεροποιηθεί το νέο καθεστώς. Επάνω στους ορόφους,ανάμεσα στα ιδιαίτερα γραφεία των ανακρίσεων και τα δωμάτια του ηλεκτροσόκ και της φάλαγγας, κάποιοι απ αυτούς αρχίσαν να ψελίζουν πως θα προτιμούσαν κυβέρνηση Καραμανλή. Αδειάσαν σιγά σιγά την Βαλαωρίτου και μας μεταφέρανε λίγους λίγους στο μεταγωγών και το επταπύργιο. Φυσικά μετά τα Χριστούγεννα αρχές του 74 πια η Βαλαωρίτου ξαναπήρε φωτιά. Το Φεβρουάριο πιάσαν όλη την ΚΝΕ. Τον Απρίλη-Μάη την ΑΣΠΕ/ΕΚΚΕ. Όσους είχαμε γίνει γνωστοί απο το φοιτητικό κίνημα, όσους δεν μας είχαν κατατάξει σ ένα συγκεκριμένο οργανωτικό συρτάρι κι ο φάκελος μας έγραφε απ’ έξω το γενικό "φάκελλος αναρχικού", μας ξανατραβούσαν κάθε τρείς και πέντε στη Βαλαωρίτου ξανά, μας έριχναν μια φάλαγγα να μην ξεχνιόμαστε και μας αφήνανε πάλι. Αυτά γινότουσαν συνέχεια μέχρι τον Ιούλιο που ανέλαβε η κυβέρνηση Καραμανλή.
Οι περισσότεροι απο τους εκατοντάδες προσαχθέντες και συλληφθέντες, αφέθηκαν αρχές του 1974, αφού έτυχαν της γνωστής περιποίησης και αβρής μεταχείρησης απο το στοργικό κράτος/πατερούλη, ώστε να βάλουνε μυαλό...... και να προσέχουν. Μείναμε τελικά, τριανταπέντε άτομα. Πέντε κορίτσια και τριάντα αγόρια. Ανελέητο ξύλο, χυδαίες βρισιές, φάλλαγγες, απειλές εκπαραθύρωσης, ηλεκτροσόκ, χυδαίες χειρονομίες, απειλές για ισόβια δεσμά, ύπνος κάτω στο κρύο μωσαϊκό τις πρώτες 7-8 νύχτες, χωρίς σκεπάσματα και με τα βρεγμένα παπούτσια απ τους κουβάδες το νερό μετά την φάλαγγα, κλωτσιές, άγρια μαλλιοτραβήγματα, χτυπήματα του κεφαλιού με δύναμη στον τοίχο. Πόνος, τρόμος, βία και κτηνωδία. Φρίκη και αηδία.
Τι να θυμηθείς; Κι όμως αυτά ήτανε τα καλύτερά μας χρόνια. Τα νειάτα μας τα ηρωικά. Και τα κρατάμε ατόφια, πολύτιμα στη μνήμη μας, λαμπρή, ακριβή κληρονομιά φυλαγμένη για τους νεώτερους.
Η πλειονότητά μας δεν εξαργύρωσε τίποτε. Δεν καταδέχτηκε. Υπάρχουν βέβαια και οι λίγες εξαιρέσεις θλιβερών και γελοίων ατόμων που αντάλλαξαν μιά ύποπτη φήμη ,"καταξιωμένου συνδικαλιστή", για να ανέλθουν μέσα απο λαβύρινθους κομματικών διαδρόμων, οικονομικά και κοινωνικά. Ηταν οι ασήμαντοι, οι τιποτένιοι, οι φελλοί που επιπλέουν. Ο όρος "καταξιωμένος συνδικαλιστής" εμφανίστηκε μερικά χρόνια αργότερα, όταν το Πασόκ, κατέλαβε την εξουσία. Αλλά επι Καραμανλοκρατίας, στην περίοδο που μεσολάβησε από την πτώση της Χούντας μέχρι να έρθει το Πασόκ, είχαμε πάλι διώξεις, δικαστικές τώρα κυρίως. Οι κατηγορίες εναντίον μας ήταν,αντίσταση κατά της αρχής, αναμόχλευση πολιτικών παθών, εξύβριση αρχής και πάει λέγοντας.
Αντίθετα το κράτος κράτησε, κάλυψε και αντάμειψε τα δικά του αγαπημένα παιδιά. Το βαθύ κράτος μιας πρωτόγονης δεξιάς, στρατός, αστυνομία, δικαστικό σώμα έμεινε ανέγγιχτο. Ρίχτηκε μόνο λίγη στάχτη στα μάτια, όσο χρειαζότανε για να κρατηθούν τα προσχήματα. Μέχρι που φτάσαμε σήμερα ξανά, μετά από σαράντα έξη χρόνια στα ίδια χάλια. Αν όχι και χειρότερα γιατί τότε υπήρχε τουλάχιστον ελπίδα, κάτι που σήμερα δεν υπάρχει.
Αγαπητέ Δημήτρη με συγχωρείς για την μακρηγορία. Ξέφυγα πήγα
μακρυά. Μακάρι να μην έπληξες αφόρητα. Απ’ τα ονόματα που αναφέρεις στο ωραίο
σου κείμενο, των τριανταπέντε ατόμων που κρατηθήκαμε στην ΚΥΠ, την ασφάλεια κι
αργότερα στο τμήμα μεταγωγών και το Γιεντί Κουλέ (τις φυλακές του επταπυργίου),
μέχρι τις παραμονές των Χριστουγέννων, τα τέσσερα παρακάτω είναι γραμμένα λάθος
και θέλουνε διόρθωση. Τα σωστά είναι τα
εξής :
Δήμητρα Λιοδάκη
Νίκος Δόικος
Βασίλης Κελεσόπουλος
Ηλίας Τσουλογιάννης.
Σ’ ευχαριστώ και πάλι που μου έδωσες την ευκαιρία να καταθέσω τη μαρτυρία μου για την εφημερίδα BHMA της Πρέβεζας. Όπως ο καθένας μας έχω ανάγκη για ρίζες και οι δικές μου βρίσκονται εκεί, ανάμεσα σε Θεσπρωτία και Πρέβεζα.
Με φιλικούς χαιρετισμούς
Κλεοπάτρα
Παπαγεωργίου
ΠΗΓΗ: ΒΗΜΑ της Πρέβεζας
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου