Μεγάλη Ιδέα 1844-1922 Από τους εθνικούς μύθους στη φωτιά της Σμύρνης
Ο Σπύρος Αλεξίου για ακόμη μια φορά μας προσφέρει μια ιστορική μελέτη επίκαιρη, χρήσιμη, μάχιμη και κυρίως αντικειμενική. Το βιβλίο του είναι αναντικατάστατο για όποιον δεν θεωρεί ότι το παρελθόν είναι νεκρό και δεν αφορά κανένα, πολύ περισσότερο το μέλλον. Έχει ιδιαίτερη αξία αφού το πεδίο της ιστορίας ήταν από τα πρώτα που παρενέβη η αστική τάξη για να διαμορφώσει «εθνική συνείδηση» κομμένη και ραμμένη στα συμφέροντα της. Το κείμενο που ακολουθεί είναι από την εισαγωγή του βιβλίου.
2021-2022:
διαφορετικές επέτειοι, ίδιος παρονομαστής
Το 2021 ήταν μια πανηγυρική χρονιά για την Ελλάδα: το ελληνικό κράτος πανηγύριζε την επέτειο των 200 χρόνων από την έναρξη της Επανάστασης του 1821 και σε αυτήν τη διαδικασία επιστράτευσε όλο το πολιτικό, επιστημονικό και πνευματικό δυναμικό του. Μέσω της ιδεολογικής επένδυσης σε ένα κορυφαίο ιστορικό γεγονός και την αναθεώρηση «ενοχλητικών» απόψεων με μεγάλη αποδοχή, επιχείρησε να ανανεώσει το «εθνικό αφήγημα» και να το προσαρμόσει στις νέες συνθήκες. Από κάθε δίαυλο προβάλλονταν το «εθνικό φρόνημα» και η «εθνική ομοψυχία» ως κινητήριες δυνάμεις της Επανάστασης, η φιλελεύθερη Δύση ως o κρίσιμος παράγοντας, ενώ τα –όποια– προβλήματα εμφανίστηκαν οφείλονταν είτε στη «διχόνοια» είτε στον «λαϊκισμό».
Έναν χρόνο αργότερα το κλίμα είναι αρκετά διαφορετικό. Το 2022 είναι μια επετειακή χρονιά, μόνο που η συμπλήρωση ενός αιώνα από τη Μικρασιατική Καταστροφή δεν προσφέρεται για πανηγυρισμούς, καθώς πρόκειται για κολοσσιαίων διαστάσεων στρατιωτική και ιδεολογική ήττα. Το μέγεθος της καταστροφής, οι ισχυρές μνήμες και η συναισθηματική φόρτιση δεν μπορούν να αγνοηθούν. Ταυτόχρονα όμως η συζήτηση συνεχώς ανανεώνεται. Πέρα από το προφανές επιστημονικό ενδιαφέρον, το κορυφαίο αυτό ιστορικό γεγονός συνδέεται με χίλια νήματα με τις σύγχρονες διεθνείς εξελίξεις, τις εσωτερικές πολιτικές αντιθέσεις και, φυσικά, με τις ιδεολογικές αναζητήσεις και συγκρούσεις που αυτές γεννούν.
Στη διεθνή σκηνή οι περισσότεροι αναλυτές συμφωνούν πως η
εποχή μας έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τις παραμονές του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου. Η παγκόσμια «τάξη» που είχε επιβληθεί απειλούνταν από την ανάδυση νέων υπερδυνάμεων, οι οποίες διεκδικούσαν ζωτικό χώρο μέσω του ξαναμοιράσματος του κόσμου, όπως και σήμερα.
Μολονότι η γεωγραφική κλίμακα των αντιπαραθέσεων είναι ευρύτερη, η περιοχή της Ανατολικής Ευρώπης, των Βαλκανίων, της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής είναι και πάλι στον πυρήνα της αντιπαράθεσης για την αναδιανομή εδαφών και πλουτοπαραγωγικών πηγών μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Με τις αντιπαραθέσεις, πριν και κατά τη διάρκεια του Α΄ Π.Π., συνδέθηκαν οι επιδιώξεις των αστικών τάξεων περιφερειακών δυνάμεων, όπως της Τουρκίας, της Βουλγαρίας, της Αίγυπτου και, φυσικά, της Ελλάδας, για συμμετοχή τους σε αυτήν την αναδιανομή. Λογικό επακόλουθο η πρόσδεσή τους στα άρματα των ιμπεριαλιστικών συνασπισμών και η μετατροπή της περιοχής σε ένα από τα κύρια θέατρα των συγκρούσεων, με την ιδιαιτερότητα μάλιστα της τετραετούς παράτασής τους, μετά τη λήξη του Α΄ Π.Π. Οι επιδιώξεις αυτές υπάρχουν και σήμερα και, βέβαια, τις οξύνουν η βαθιά οικονομική κρίση και η αδυναμία ξεπεράσματός της.
«Κάθαρση» στο χθες
με το βλέμμα στο σήμερα
Αυτό το πλαίσιο διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό τους όρους της εσωτερικής ιδεολογικής και πολιτικής αντιπαράθεσης. Διαμορφώνονται νέοι«εθνικοί» στόχοι, νέα «εθνικά» οράματα για μια Ελλάδα που, ευρισκόμενη πάντα «στη σωστή πλευρά της ιστορίας», θα αναδειχτεί σε κυρίαρχη περιφερειακή δύναμη. Αρκεί… Αρκεί να μην επαναληφθούν τα «λάθη του παρελθόντος», να υπάρχει «εθνική ομοψυχία» και «σταθερή θέληση του ελληνικού λαού για θυσίες», όπως έλεγε ο Ελευθέριος Βενιζέλος το 1920. Ουσιαστικά, διαμορφώνεται μια νέα Μεγάλη Ιδέα, που δεν δίνει πια οράματα «βυζαντινά», αλλά εμφανίζεται ως μονόδρομος για την παρουσία και την επιβίωση της ελληνικής κοινωνίας στις κατακλυσμιαίες αλλαγές που έρχονται.
Γίνεται επιτακτική η ανάγκη να αποενοχοποιηθεί η παλιά Μεγάλη Ιδέα, να μην εντοπιστεί στην ουσία της η βασική αιτία της Μικρασιατικής Καταστροφής. Να εμφανιστούν ως αιτίες η ανικανότητα, οι λανθασμένοι χειρισμοί, οι πολιτικές σκοπιμότητες, η προδοσία των «συμμάχων», η επιστροφή του Κωνσταντίνου κ.λπ. και όχι η επεκτατική πολιτική της ελληνικής ολιγαρχίας σε συνδυασμό με τη χωρίς όρους πρόσδεσή της στο ιμπεριαλιστικό άρμα. Σε όλο αυτό αποκτά κομβική σημασία η απέκδυση κάθε ευθύνης από τον «εθνάρχη» Βενιζέλο.
Δεν πρόκειται για συγκυριακή επιλογή. Από την περίοδο της Κατοχής και της Αντίστασης, κατά τη διάρκεια του Β΄ Π.Π., συντελείται μια μεγάλη αλλαγή στο πολιτικό σκηνικό της Ελλάδας: το δίπολο βενιζελικοί - μοναρχικοί, που κυριάρχησε στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, δίνει τη θέση του στο δίπολο αριστερά - δεξιά. Στην ιδεολογική διαμάχη, κρίσιμη πλευρά της οποίας αποτελεί πάντα η ιστορία, η Μικρασιατική Καταστροφή αποτέλεσε κομβικό σημείο. Ήταν ελάχιστη η χρονική απόσταση από τα συγκλονιστικά γεγονότα και εκατομμύρια οι πρόσφυγες,
με πανίσχυρες μνήμες και ιδεολογικές διαδρομές «επικίνδυνες» για την κυρίαρχη ιδεολογία.
Αποτέλεσμα ήταν όλο και μεγαλύτερα τμήματα της κοινωνίας να χρεώνουν συνολικά στον αστικό πολιτικό κόσμο τις ευθύνες για την καταστροφή. Κινούμενος από το πανίσχυρο ταξικό του ένστικτο επιβίωσης, ο αστικός κόσμος ενοποιήθηκε γύρω από το πρόσωπο και την πολιτική του Βενιζέλου. Το ανάθεμα ρίχτηκε στους «παλαιοκομματικούς φιλομοναρχικούς», ώστε να προστατευτεί το αστικό σύστημα, τα αλυτρωτικά του οράματα και ο εξέχων πολιτικός εκφραστής τους. Ουσιαστικά, πρόκειται για τη συνέχεια, στη σφαίρα της ιδεολογίας, της δίκης των εξ.
Η ελληνική άρχουσα τάξη έστησε το φθινόπωρο του 1922 στον τοίχο στου Γουδή ορισμένα εξέχοντα στελέχη του πολιτικού κόσμου, ώστε να κατευνάσει μια κοινωνία που βρισκόταν στα πρόθυρα της εξέγερσης. Τη φιλοβασιλική παράταξη, την οποία εκπροσωπούσαν τα στελέχη αυτά, η συστημική ιστοριογραφία, τόσο στην επίσημη όσο και στην «αναθεωρητική» εκδοχή της, τη ρίχνει στην ιδεολογική πυρά, προκειμένου να μείνουν αλώβητοι τόσο ο σημαντικότερος πολιτικός που ανέδειξε όσο –κυρίως– οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους, στους οποίους στηρίζεται και η σύγχρονη Μεγάλη Ιδέα.
Οι φάσεις της
Μεγάλης Ιδέας
Η Μεγάλη Ιδέα, με τον συμβατικό τρόπο χρονικού προσδιορισμού των ιστορικών γεγονότων, κυριάρχησε στην ελληνική πολιτική αλλά και ευρύτερα στην κοινωνική ζωή κατά την περίοδο 1844-1922. Το γενικό και αφηρημένο όραμα της Μεγάλης Ελλάδας εκφραζόταν σε κάθε συγκυρία με ιδιαίτερο περιεχόμενο: στην αρχική της φάση ήταν η «ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας» με τη στήριξη του «ομόδοξου» έθνους, της Ρωσίας. Οι σκληρές διαψεύσεις των προσδοκιών αυτών, κυρίως την περίοδο του Κριμαϊκού Πολέμου, σε συνδυασμό με τη δυναμική εμφάνιση της χρηματιστικής και εφοπλιστικής μερίδας της αστικής τάξης, άλλαξαν ριζικά και το περιεχόμενο και τον προσανατολισμό της εξάρτησης: η δημιουργία μιας ισχυρής Ελλάδας, οικονομικά και στρατιωτικά, μέσω του αστικού μετασχηματισμού και της πρόσδεσης στο ιμπεριαλιστικό άρμα της Αγγλίας είναι η νέα στρατηγική για
την υλοποίηση των «εθνικών οραμάτων».
Ο αστικός εκσυγχρονισμός που επιχειρήθηκε υπονομεύτηκε από την απληστία του χρηματιστικού κεφαλαίου (ξένο, εσωτερικό και παροικιακό), με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την αιώνια καταισχύνη του Λαυρίου αλλά και τον εναγκαλισμό του με τον εθνικιστικό παραλογισμό, ένα εγγενές χαρακτηριστικό της Μεγάλης Ιδέας. Θα οδηγηθεί σε νέα διάψευση, που θα σηματοδοτηθεί από την «ντροπή του 1897» και από την εμφάνιση ανταγωνιστικών Μεγάλων Ιδεών, καθώς τα εθνικά
κινήματα και των άλλων βαλκανικών εθνών διεκδικούν τη δική τους εθνική συγκρότηση και ολοκλήρωση, με αντίστοιχες επεκτατικές βλέψεις. Σε αυτήν τη φάση η συσπείρωση των πιο δυναμικών αστικών δυνάμεων θα οδηγήσει στο Κίνημα στο Γουδή και στην έλευση του Βενιζέλου το 1910.
Η Μεγάλη Ιδέα μπαίνει στην τελική και πιο τραγική φάση της. Η Ελλάδα θα ανασυγκροτήσει την οικονομία της, κυρίως σε μιλιταριστική κατεύθυνση, και θα θριαμβεύσει στους Βαλκανικούς Πολέμους. Θα εμπλακεί μέσα από τον Διχασμό και την Κατοχή, από τις δυνάμεις της Αντάντ, στον Α΄ Π.Π. από τον οποίον θα εξέλθει «καθισμένη στο τραπέζι των νικητών». Αυτή ήταν η γλαφυρή έκφραση των υμνητών και αργότερα απολογητών του Βενιζέλου, τα γεγονότα απέδειξαν πως στο τραπέζι που είχε οικοδεσπότες τους αποικιοκράτες της Αντάντ συμμετείχε και η ίδια μάλλον ως έδεσμα παρά ως συνδαιτημόνας. Η Μεγάλη Ιδέα θα καεί τελικά στη φωτιά της Σμύρνης, μαζί με τις ζωές και τα όνειρα ενός ολόκληρου λαού, ένα τέλος για το οποίο ευθύνη φέρει το σύνολο του αστικού πολιτικού κόσμου, με πρώτο τον εμπνευστή της μικρασιατικής εκστρατείας.
Μελετώντας την
παλιά Μεγάλη Ιδέα…
«Ο ορισμός της παράνοιας είναι να κάνεις το ίδιο πράγμα ξανά και ξανά περιμένοντας διαφορετικά αποτελέσματα»: η περίφημη αυτή φράση έχει αποδοθεί κατά καιρούς στον Αϊνστάιν και στον Βενιαμίν Φραγκλίνο. Άσχετα αν κανείς από τους δύο δεν την είπε ποτέ, επιβεβαιώνεται από την κοινή λογική και ταιριάζει εξαιρετικά στην περίσταση. Η νέα
Μεγάλη Ιδέα είναι δομημένη με τα ίδια υλικά και, κυρίως, με την ίδια λογική της παλιάς. Ακριβώς αυτά τα υλικά και αυτήν τη λογική επιχειρεί να αναδείξει το βιβλίο παρακολουθώντας τη διαδρομή από την εμφάνισή της στον δημόσιο πολιτικό λόγο το 1844 μέχρι και την τραγική κατάληξη τον Σεπτέμβριο του 1922. Εστιάζοντας στα μεγάλα ιστορικά γεγονότα της περιόδου, που συνδέθηκαν διαλεκτικά με τη Μεγάλη Ιδέα, επιδιώκει να δώσει στις/στους αναγνώστριες/στες το υλικό ώστε να κατανοηθεί η ιστορική συγκυρία.
H πρώτη θεματική ενότητα αφορά την εμφάνιση και τον χαρακτήρα της Μεγάλης Ιδέας αμέσως μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, σε σύνδεση με την προσωπικότητα του Κωλέττη, του πολιτικού που έχει καταγραφεί στην ιστορική μνήμη ως ο «εισηγητής» της. Κλείνει με ένα όχι πολύ γνωστό γεγονός, τα Μουσουρικά, που όμως έχει και αυτοτελή σημασία, αλλά αποτελούσε και τροχιοδεικτική βολή που φώτιζε τις μελλοντικές εξελίξεις.
Ακολουθεί η ενότητα του Κριμαϊκού Πολέμου, ο οποίος αποτέλεσε και καθοριστική δοκιμασία για τη Μεγάλη Ιδέα. Η απόπειρα προώθησής της στο πλαίσιο αυτού του –ουσιαστικά– παγκόσμιου πολέμου είχε τραγικές επιπτώσεις για την Ελλάδα. Θα έπρεπε να έχουν οδηγήσει στα αναγκαία συμπεράσματα, δυστυχώς όμως… Τις αμέσως επόμενες δεκαετίες η Ελλάδα όντως διεύρυνε τα σύνορά της, το 1864 ενσωμάτωσε τα Επτάνησα και το 1881 τη Θεσσαλία και την περιοχή της Άρτας.
Η προσπάθεια να εμφανιστούν αυτές οι προσαρτήσεις ως «νίκες της μεγαλοϊδεατικής στρατηγικής» δεν είναι πειστική. Και στις δύο περιπτώσεις οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις (και η κρίση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην περίπτωση της Θεσσαλίας) ήταν ο βασικός παράγοντας. Πάνω από όλα, αυτό που συνειδητά αποσιωπάται είναι πως στις περιοχές αυτές, όπως και στην Κρήτη, υπήρχαν συντριπτική αριθμητική υπεροχή του ελληνικού πληθυσμού αλλά και μακροχρόνιοι αγώνες του πληθυσμού τους για την αποτίναξη της οθωμανικής κυριαρχίας και την ένωση με την Ελλάδα. Τα καθοριστικά αυτά στοιχεία δεν υπήρχαν ούτε στη Μακεδονία ούτε στη Μικρά Ασία – και αυτή είναι η θεμελιώδης διαφορά.
Οι ενότητες που ακολουθούν είναι ενότητες που προκαλούν μόνο θλίψη, όσο ψυχρά κι αντικειμενικά και αν επιβάλλεται να τις προσεγγίσουμε. Η «σφαγή στο Δήλεσι», τα συγκλονιστικά «Λαυρεωτικά» και το σκάνδαλο του χρηματιστηρίου, η χρεοκοπία του 1893, η «εθνική ανάταση» της Ολυμπιάδας του 1896 και του Λούη, η ήττα του 1897 συγκαταλέγονται στις πιο μαύρες σελίδες της ελληνικής ιστορίας. Και αν η επίσημη ιστορία στέκεται στις «εθνικές» ταπεινώσεις, η οπτική αυτού του βιβλίου θέλει να φωτίσει τους χιλιάδες που έχασαν τη ζωή τους είτε στις πολεμικές τυχοδιωκτικές περιπέτειες, είτε στις μεγάλες απεργίες του Λαυρίου, είτε αυτοκτονώντας κατεστραμμένοι από τους «εθνικούς» ευεργέτες.
Ο 20ός αιώνας αρχίζει με τη «μακεδονική σαλάτα», το έδεσμα το οποίο χρησιμοποίησαν στη γαλλική κουζίνα για να συμβολίσουν το αξεδιάλυτο κουβάρι εθνοτήτων που ήταν τότε η Μακεδονία. Αυτό δεν μπορούσε να το παραδεχτεί ο ελληνικός μεγαλοϊδεατικός εθνικισμός, που θεωρούσε τη Μακεδονία «μία και ελληνική» και ονόμασε τη σαλάτα ρωσική (!), πιστεύοντας πως με αυτόν τον τρόπο θα ξόρκιζε τις στατιστικές. Στη συγκεκριμένη ενότητα επισημαίνεται και η ύπαρξη μιας άλλης οπτικής που, που μέσα από πολλές αντιφάσεις, επιδίωξαν να εκφράσουν στελέχη της ΕΜΕΟ. Η οπτική αυτή, με τον διεθνισμό και την αποδοχή της πολυεθνικής και πολυπολιτισμικής φυσιογνωμίας της Μακεδονίας στον πυρήνα της, ηττήθηκε πρώτιστα στο εσωτερικό της οργάνωσης, όπου επικράτησε η εθνικιστική γραμμή της βουλγαρικής αστικής τάξης.
Το 1910 είναι η χρονιά που στην πολιτική ζωή της Ελλάδας θα ανατείλει και θα κυριαρχήσει θετικά ή αρνητικά επί είκοσι πέντε χρόνια το άστρο του Βενιζέλου. Οι συνθήκες υπό τις οποίες ο εκλεγμένος, τον Μάιο του 1910, πρωθυπουργός της αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας θα βρεθεί τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου εκλεγμένος βουλευτής του Ελληνικού Κοινοβουλίου και τον Οκτώβριο πρωθυπουργός της Ελλάδας (!)
αξίζει να μελετηθούν, καθώς πολλά από όσα ακολούθησαν έχουν τη ρίζα τους σε αυτήν την περίοδο.
Έπεται η ενότητα με τα πολύ δύσκολα χρόνια του Διχασμού, της κατοχής μεγάλου μέρους της χώρας από τις δυνάμεις της Αντάντ, τη δημιουργία δύο «Ελλάδων» που έχυσαν αίμα μεταξύ τους και τελικά την επιβολή από τα κατοχικά στρατεύματα του Βενιζέλου και τη συμμετοχή της Ελλάδας στον Α΄ Π.Π. Τα δραματικά γεγονότα της περιόδου συνδυάζονται με την απύθμενη υποκρισία και των δύο αστικών παρατάξεων, οι οποίες, θεωρητικά, ομνύαν στο έθνος και στη Μεγάλη Ιδέα και στην πράξη δεν δίστασαν να εκχωρήσουν το έδαφος και την ανεξαρτησία της χώρας στους ιμπεριαλιστές.
Η τελευταία μεγάλη ενότητα περιγράφει τον δρόμο προς την προκυμαία της Σμύρνης. Ο δρόμος ξεκίνησε από την Ουκρανία, άλλο ένα νήμα που συνδέει το τότε με το τώρα, με την ανθρωπιστικά πιο ανήθικη, διπλωματικά τυχοδιωκτική και ατελέσφορη και στρατιωτικά καταδικασμένη εκστρατεία στην ιστορία του ελληνικού κράτους. Η εκστρατεία στην Ουκρανία, η πιο αποσιωπημένη από την επίσημη ιστοριογραφία σελίδα της ιστορίας της χώρας, δεν ήταν μια «ατυχής» επιλογή. Ήταν ενταγμένη και απόλυτα συμβατή με τη λογική της Μεγάλης Ιδέας, όπως την αντιλαμβάνονταν ο Βενιζέλος και το πιο επιθετικό τμήμα της ελληνικής αστικής τάξης. Τα εγκλήματα της Οδησσού και της Σεβαστούπολης ακολούθησαν οι επαχθείς όροι της ανακωχής του Μούδρου και της Συνθήκης των Σεβρών, όροι που δεν έγιναν αποδεκτοί από κανέναν και προκάλεσαν τον ξεσηκωμό του τουρκικού λαού. Ο τρόπος που επέλεξε η ελληνική πλευρά να επιβάλει το αδύνατο ήταν η μετατροπή του ελληνικού στρατού σε όργανο του αγγλικού ιμπεριαλισμού. Το αποτέλεσμα γράφτηκε τον Σεπτέμβριο του 1922 στην προκυμαία Κε της Σμύρνης.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου