Ἡ Μάνα τοῦ Χριστοῦ
Του Κώστα Βάρναλη
“Πῶς οἱ δρόμοι εὐωδᾶνε μὲ βάγια στρωμένοι,
ἡλιοπάτητοι δρόμοι καὶ
γύρω μπαξέδες!
Ἡ χαρὰ τῆς γιορτῆς ὅλο
πιότερο ἀξαίνει
καὶ μακριάθε βογγάει
καὶ μακριάθε ἀνεβαίνει.
Τὴ χαρά σου, Λαοθάλασσα, κῦμα τὸ κῦμα,
τῶν ἀλλῶνε τὰ μίση
καιρὸ τήνε θρέφαν
κι᾿ ἂν ἡ μαύρη σου
κάκητα δίψαε τὸ κρῖμα,
νὰ ποὺ βρῆκε τὸ θῦμα
της, ἄκακο θῦμα!
Ἄ! πὼς εἶχα σὰ μάνα κι᾿ ἐγὼ λαχταρήσει
(ἦταν ὄνειρο κι᾿
ἔμεινεν, ἄχνα καὶ πάει)
σὰν καὶ τ᾿ ἄλλα σου ἀδέρφια
νὰ σ᾿ εἶχα γεννήσει
κι᾿ ἀπὸ δόξες ἀλάργα
κι᾿ ἀλάργα ἀπὸ μίση!
Ἕνα κόκκινο σπίτι σ᾿ αὐλὴ μὲ πηγάδι. . .
καὶ μία δράνα γιομάτη
τσαμπιὰ κεχριμπάρι. . .
νοικοκύρης καλὸς νὰ
γυρνᾷς κάθε βράδι,
τὸ χρυσό, σιγαλὸ καὶ
γλυκὸ σὰν τὸ λάδι.
Κι᾿ ἅμ᾿ ἀνοίγῃς τὴν πόρτα μὲ πριόνια στὸ χέρι,
μὲ τὰ ροῦχα γεμάτα ψιλὸ
ροκανίδι,
(ἄσπρα γένια, ἄσπρα
χέρια) ἡ συμβία περιστέρι
ν᾿ ἀνασαίνῃ βαθιὰ τ᾿
ὅλο κέδρον ἀγέρι.
Κ᾿ ἀφοῦ λίγο σταθῇς καὶ τὸ σπίτι γεμίσῃ
τὸν καλό σου τὸν ἤσκιο,
Πατέρα κι᾿ Ἀφέντη,
ἡ ἀκριβή σου νὰ βγάνῃ
νερὸ νὰ σοῦ χύσῃ,
ὁ ἀνυπόμονος δεῖπνος μὲ
γέλια ν᾿ ἀρχίσῃ.
Κι᾿ ὁ κατόχρονος θάνατος θἄφτανε μέλι
καὶ πολλὴ φύτρα θ᾿
ἄφηνες τέκνα κι᾿ ἀγγόνια
καθενοῦ καὶ κοπάδι,
χωράφια κι᾿ ἀμπέλι,
τ᾿ ἀργαστήρι ἐκεινοῦ,
ποὺ τὴν τέχνη σου θέλει.
Κατεβάζω στὰ μάτια τὴ μάβρην ὀμπόλια,
γιὰ νὰ πάψη κι᾿ ὁ νοῦς
μὲ τὰ μάτια νὰ βλέπῃ. . .
Ξεφαντώνουν τ᾿ ἀηδόνια
στὰ γύρω περβόλια,
λεϊμονιᾶς σὲ κυκλώνει
λεφτὴ μοσκοβόλια.
Φεύγεις πάνου στὴν ἄνοιξη, γιέ μου, καλέ μου,
ἄνοιξή μου γλυκιά,
γυρισμὸ ποὺ δὲν ἔχεις.
Ἡ ὀμορφιά σου βασίλεψε
κίτρινη, γιέ μου,
δὲ μιλᾷς, δὲν κοιτᾷς,
πῶς μαδιέμαι, γλυκέ μου!
Καθὼς κλαίει, σὰν τῆς παίρνουν τὸ τέκνο, ἡ δαμάλα,
ξεφωνίζω καὶ νόημα δὲν
ἔχουν τὰ λόγια.
Στύλωσέ μου τὰ δυό σου
τὰ μάτια μεγάλα.
Τρέχουν αἷμα τ᾿
ἀστήθια, ποὺ βύζαξες γάλα.
Πῶς ἀδύναμη στάθηκε, τόσο ἡ καρδιά σου
στὰ λαμπρὰ Γεροσύλυμα
Καίσαρας νὰ μπῇς!
Ἂν τὰ πλήθη ἀλαλάζανε
ξώφρενα (ἀλιά σου!)
δὲν ἤξεραν ἀκόμα οὔτε
ποιὸ τ᾿ ὄνομά σου!
Κεῖ στὸ πλάγι δαγκάναν οἱ ὀχτροί σου τὰ χείλη. . .
Δολερὰ ξεσηκώσανε τ᾿
ἄγνωμα πλήθη
κι᾿ ὅσο ὁ γήλιος νὰ
πέσῃ καὶ νἄρθῃ τὸ δείλι,
τὸ σταυρό σου καρφώσαν
οἱ ὀχτροί σου κι᾿ οἱ φίλοι.
Μὰ γιατί νὰ σταθῇς νὰ σὲ πιάσουν! Κι᾿ ἀκόμα
σὰ ρωτήσανε: «Ποιὸς ὁ
Χριστός;» τί ῾πες «Νά με!»
Ἄχ! δὲν ξέρει τί λέει
τὸ πικρό μου τὸ στόμα!
Τριάντα χρόνια, παιδί
μου, δὲ σ᾿ ἔμαθ᾿ ἀκόμα!”
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου