Αναβιώνει το αίσχος της αστυνομικής βίας στο όργιο καταστολής στα Σεπόλια Της Γιώτας Τέσση

 Αναβιώνει το αίσχος της αστυνομικής βίας στο όργιο καταστολής στα Σεπόλια

Της Γιώτας Τέσση

 «Δεν είναι η δίκη της οικογένειας Καττή, αλλά μια συλλογική δίκη για όσους διαδήλωσαν στην επέτειο του Πολυτεχνείου το 2020», υποστήριξε η Λυδία Καττή ● Τα γεγονότα που οδήγησαν στις συλλήψεις, στην κακοποίηση και στη χάλκευση του κατηγορητηρίου μέσα από τις καταθέσεις αυτοπτών μαρτύρων και τις απολογίες των θυμάτων

Το όργιο καταστολής στα Σεπόλια στις 17 Νοεμβρίου 2020, το οποίο ξεκίνησε στην είσοδο του σπιτιού της οικογένειας Καττή και συνεχίστηκε στο Αστυνομικό Τμήμα Κολωνού, αποτυπώνεται σε κάθε συνεδρίαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, παρ’ όλο που στο εδώλιο δεν κάθονται αστυνομικοί. Κατηγορούμενοι είναι τα δύο παιδιά της οικογένειας, Ορέστης και Λυδία Καττή, ο εργαζόμενος και οικογενειακός φίλος Γεράσιμος Λιβάνης και ο φοιτητής Νικόλας Καβακλής. Οι τρεις πρώτοι απολογήθηκαν χθες για τα, κατά περίπτωση, αδικήματα της απόπειρας πρόκλησης επικίνδυνης σωματικής βλάβης και εξύβρισης (σε αστυνομικούς), της διατάραξης λειτουργίας υπηρεσίας (του Α.Τ. Κολωνού) κ.ά. Οι απολογίες τους, όπως και όλες οι καταθέσεις αυτοπτών μαρτύρων, τα ηχητικά ντοκουμέντα και τα βίντεο αποδεικνύουν πώς στήνονται κατηγορητήρια για να δικαιολογηθεί η απρόκλητη αστυνομική βία και αυθαιρεσία.

Εκείνη τη μέρα όλοι οι κατηγορούμενοι, μέλη του Νέου Αριστερού Ρεύματος-ΝΑΡ, είχαν συμμετάσχει στην ειρηνική διαδήλωση για το Πολυτεχνείο στον σταθμό Λαρίσης και επέστρεφαν σπίτια τους. «Από μικρό παιδί ήξερα τι συμβολίζει το Πολυτεχνείο, από ανθρώπους που το βίωσαν», κατέθεσε απολογούμενος ο Ορέστης Καττής, εξηγώντας γιατί συμμετείχε στη διαδήλωση, παρά την απαγόρευσή της από τη ΓΑΔΑ με πρόσχημα την πανδημία. Φορείς, συνδικάτα, σύλλογοι, κινήματα -ακόμα και η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων- αντιτάχθηκαν στην αντισυνταγματική απαγόρευση και οι διαδηλωτές τίμησαν την επέτειο της 17ης Νοέμβρη.

Η πορεία είχε τελειώσει, οι διαδηλωτές είχαν φτάσει μαζικά στο μετρό Σεπολίων για να αποχωρήσουν και ο Ορέστης ήταν δέκα βήματα από το σπίτι του. «Ξαφνικά εμφανίστηκαν αστυνομικοί της ομάδας ΔΡΑΣΗ, τρέξαμε προς την πολυκατοικία μας, θα μπορούσα να είχα μπει στο σπίτι, αλλά έμεινα να υπερασπιστώ ορισμένα πράγματα». Ο φοιτητής του Πολυτεχνείου υποστήριξε ότι δεν θέλησε να το βάλει στα πόδια, αφήνοντας στο μένος των αστυνομικών όσους έτρεξαν στην αυλή του σπιτιού του. «Εβαλα τα χέρια στο κεφάλι για να προστατευθώ. Με χτυπούσαν συνεχόμενα με τα κλομπ. Ούτε μπορούσα ούτε είχα τη διάθεση να αντιδράσω». Τον συνέλαβαν έξω από την πιλοτή του σπιτιού του.

Με χειροπέδες

Οι αστυνομικοί διαβεβαίωσαν τον πατέρα του ότι «θα τον πάμε στο Α.Τ. Κολωνού, ελάτε εκεί και θα τον αφήσουμε», αλλά ο Ορέστης οδηγήθηκε με περιπολικό στη ΓΑΔΑ. «Με είχαν με χειροπέδες από τις 16.30 ώς τις 21.00. Ζητούσα να επικοινωνήσω με την οικογένειά μου και δεν με άφηναν. Οταν μπόρεσα να βρω τον πατέρα μου στο τηλέφωνο, δεν μπορούσε να μου μιλήσει, σαν να είχε πάθει εγκεφαλικό». Εκείνη την ώρα ο πατέρας του ήταν στον «Ευαγγελισμό»· είχε ακολουθήσει τις οδηγίες τού επικεφαλής της ομάδας ΔΡΑΣΗ και μετέβη στο Α.Τ. Κολωνού αλλά, αντί για τον γιο του, είδε από πρώτο χέρι την αστυνομική αυθαιρεσία.

Μαζί του ήταν η γυναίκα του, η κόρη του και κάποιοι οικογενειακοί φίλοι. «Δεν ήμασταν πάνω από 15 άτομα, εκ των οποίων οι 13 ήταν 60 ετών. Υπήρχε μια αδικαιολόγητη κοροϊδία. Αν μας έλεγαν ότι τον είχαν μεταφέρει στη ΓΑΔΑ, θα φεύγαμε. Δεν είχαμε πρόθεση να δημιουργηθεί το παραμικρό. Ούτως ή άλλως είναι αδιανόητο να πας να κάνεις επεισόδιο σε Α.Τ. Τα αιτήματα της πολιτικής οργάνωσής μας είναι προς το κράτος, την κυβέρνηση· δεν απευθύνονται στο κατασταλτικό κομμάτι του κράτους, την αστυνομία», είπε στην απολογία της η Λυδία Καττή, που είναι νοσηλεύτρια σε δημόσιο νοσοκομείο.

«Ήθελα να δω τον αδερφό μου. Μες στο σπίτι μας οι αστυνομικοί τού έριχναν αλλεπάλληλα δολοφονικά χτυπήματα. Φώναζα αλλά δεν άκουγαν καν. Αστυνομικός με χτύπησε με κλομπ στην πλάτη έξω από το σπίτι μου. Βάραγαν και τη μάνα μας! Καταλάβαινα ότι είχαν πάρει εντολή «βαρέστε»». Κι όμως, είναι πολύ χειρότερη η περιγραφή της Λυδίας Καττή για όσα συνέβησαν έξω από το Τμήμα.

«Την ώρα που ο πατέρας μου φώναζε «πού έχετε το παιδί μου;», νιώθω αστραπιαία ένα χέρι να με τραβάει από τα μαλλιά και να με ρίχνει κάτω. Αστυνομικός με έσυρε 20 μέτρα, μέχρι την είσοδο του Α.Τ., τραβώντας με από τα μαλλιά. Ηρθε ένας άλλος και με σηκώνει με λαβή από την καρωτίδα. Ο ένας μου έλεγε «πουτανάκι, θα σε γαμήσουμε», ο άλλος ότι «δεν θα βγεις ζωντανή από το Τμήμα». Φοβήθηκα ότι θα με πάνε σε κανένα στενό... Τόσο μένος και μίσος είχαν».

Χτυπούσαν κι έβριζαν

Όταν την οδήγησαν στο Τμήμα, «έρχεται πάλι ο ένας, μου ρίχνει γροθιά στον κρόταφο, με φτύνει: «Πουτάνα, δεν θα βγεις από εδώ μέσα». Ζητούσα να πάω στο νοσοκομείο, ζαλιζόμουν. Ήταν πολλοί αστυνομικοί εκεί, δεν μου απαντούσε κανένας. Πρώτα μας πήγαν στο Α.Τ. Κυψέλης, μαζί με τον Νίκο Καβακλή και τον Γεράσιμο Λιβάνη. Στη μία το βράδυ με πήγαν στο νοσοκομείο με χειροπέδες, λες και ήμουν καταζητούμενη. Είχα υποστεί κάταγμα».

Το τι συνέβη στο Α.Τ. Κυψέλης περιέγραψε στην απολογία του ο Γερ. Λιβάνης: «Ο αξιωματικός ρωτούσε «Τι κάνατε; Συλλάβατε όλη την οικογένεια; Πώς θα το στηρίξω αυτό;». Ήταν δύο αστυνομικοί και μία νομική εκπρόσωπός τους, η οποία τον καθησύχασε λέγοντας «Θα το φτιάξουμε». Και το φτιάξανε, είναι εντελώς χαλκευμένη η κατηγορία».

Κλείνοντας την απολογία της η Λυδία Καττή απευθύνθηκε στις τρεις γυναίκες δικαστές: «Σε αυτή τη δίκη, που ονομάστηκε δίκη της οικογένειας Καττή, δικάζεται όλος ο κόσμος που διαδήλωσε εκείνη τη μέρα. Η απόφαση αφορά όλους τους πολίτες που βγήκαν στους δρόμους σε όλη την Ελλάδα για να τιμήσουν το Πολυτεχνείο».

ΠΗΓΗ: Εφσυν

 

Σχόλια