Μελέτη: Ο Παγκόσμιος πλούτος αυξήθηκε ραγδαία Οι πλούσιοι πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι
Ο παγκόσμιος πλούτος τριπλασιάστηκε τις τελευταίες δύο δεκαετίες και η Κίνα έχει στο ίδιο διάστημα εκτοπίσει τις ΗΠΑ από την πρώτη θέση, καθώς κατέχει τον μεγαλύτερο πλούτο από όλες τις χώρες του κόσμου.
Η εικόνα αναδύεται από την τελευταία σχετική έρευνα της McKinsey & Co έπειτα από μελέτη των περιουσιακών στοιχείων 10 χωρών που αντιπροσωπεύουν πάνω από το 60% του παγκόσμιου εισοδήματος. Στην έρευνά της η McKinsey εξέτασε διεξοδικά ακίνητα περιουσιακά στοιχεία, τίτλους και υποχρεώσεις που βρίσκονται στα χέρια νοικοκυριών, κυβερνήσεων, τραπεζών αλλά και εταιρειών εκτός χρηματοπιστωτικού τομέα. Από την ίδια έρευνα προκύπτει το ενδιαφέρον στοιχείο ότι τα 2/3 αυτού του πλούτου έχουν επενδυθεί στο αρχαιότερο περιουσιακό στοιχείο, στα ακίνητα, συμπεριλαμβανομένης και της γης.
Είναι προφανές ότι υπάρχουν τεράστια συσσωρευμένα κεφάλαια από την υπεραξία που αποσπά το κεφάλαιο από τον κόσμο της εργασίας και ότι από τη μια λείπουν οι ευκαιρίες νέων παραγωγικών επενδύσεων και από την άλλη ο φόβος απαξίωσης τους οδηγεί στην ασφάλεια των ακινήτων και τη σχετική κερδοσκοπία.
Σύμφωνα με την εν λόγω έρευνα, ο καθαρός πλούτος ανά τον κόσμο έφτασε το περασμένο έτος στα 514 τρισ. δολάρια, όταν το 2000 ανερχόταν σε 156 τρισ. δολάρια. Σχεδόν το 1/3 από αυτόν τον πλούτο βρίσκεται στην Κίνα, της οποίας ο πλούτος εκτοξεύθηκε στα 120 τρισ. δολάρια το περασμένο έτος από τα μόλις 7 τρισ. δολάρια στα οποία ανερχόταν το 2000.
Σημειωτέον ότι το 2000 ήταν η τελευταία χρονιά πριν από την ένταξη της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, η οποία εμφανώς επιτάχυνε θεαματικά την άνοδό της στην πρώτη θέση σε πλούτο και στη δεύτερη θέση στην κατάταξη των μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη. Η υποχώρηση της υπερδύναμης στη δεύτερη θέση σχετίζεται με τις τιμές των ακινήτων που αυξήθηκαν μεν, αλλά με πιο αργούς ρυθμούς. Ως εκ τούτου, ο πλούτος των ΗΠΑ υπερδιπλασιάστηκε στη διάρκεια των τελευταίων 20 ετών φτάνοντας στα 20 τρισ. δολάρια. Κοινό χαρακτηριστικό ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου είναι ότι τα 2/3 του πλούτου βρίσκονται στα χέρια του πλουσιότερου 10% των νοικοκυριών στις δύο χώρες και αυτό το μερίδιό τους κινείται ανοδικά.
Στους τομείς των «νοικοκυριών» της Κίνας και των Ηνωμένων Πολιτειών, το κορυφαίο 10 τοις εκατό των νοικοκυριών κατέχει τα δύο τρίτα του πλούτου. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το ποσό του πλούτου της χώρας που κατείχε το 10% των νοικοκυριών αυξήθηκε από 67 τοις εκατό το 2000 σε 71 τοις εκατό το 2019, ενώ το κατώτερο 50 τοις εκατό του μεριδίου των ιδιοκτητών πλούτου μειώθηκε από 1,8 τοις εκατό το 2000 σε 1,5 τοις εκατό το 2019. Στην Κίνα, το κορυφαίο 10 τοις εκατό των νοικοκυριών κατείχε το 48 τοις εκατό του πλούτου της χώρας το 2000, και μέχρι το 2015, αυτά τα νοικοκυριά κατείχαν το 67 τοις εκατό. Το κατώτερο 50% των κινεζικών νοικοκυριών κατείχε το 14% του πλούτου το 2000 και το 6% το 2015.
Η πιο μεγάλη συγκέντρωση πλούτου καταγράφεται πλέον στην Κίνα, η οποία βρίσκεται στην πρώτη θέση έχοντας ξεπεράσει τις ΗΠΑ.
Από τους υπολογισμούς της McKinsey προκύπτει πως το 68% του καθαρού πλούτου έχει τοποθετηθεί σε ακίνητα κάθε είδους, όπως υποδομές, μηχανολογικό εξοπλισμό, και λιγότερο στις λεγόμενες «μη απτές αξίες», όπως η πνευματική ιδιοκτησία και οι άδειες ευρεσιτεχνίας. Στους υπολογισμούς του παγκόσμιου πλούτου δεν συνεκτιμώνται οι τίτλοι, καθώς εξισορροπούνται από τις υποχρεώσεις. Το ομόλογο μιας εταιρείας στα χέρια ενός επενδυτή, για παράδειγμα, αντιπροσωπεύει μια υποσχετική της εταιρείας.
Η McKinsey επισημαίνει πως η μεγάλη αύξηση του πλούτου τα τελευταία 20 χρόνια έχει κατά πολύ υπερβεί την αύξηση του παγκόσμιου ΑΕΠ στο ίδιο χρονικό διάστημα, και ο λόγος δεν είναι άλλος από την εντυπωσιακή αύξηση που σημείωσαν οι τιμές των ακινήτων λόγω των ιστορικά χαμηλών επιτοκίων. Στους παράγοντες που συνέδραμαν στην εκτόξευση των τιμών των ακινήτων συμπεριλαμβάνει, παράλληλα, τη μειωμένη προσφορά γης αλλά και τις υπερβολικές ρυθμίσεις που ισχύουν στην αγορά κατοικιών πολλών χωρών. Στην έρευνά της διαπίστωσε πως οι τιμές των περιουσιακών στοιχείων είναι κατά 50% πάνω από τον μακροπρόθεσμο μέσον όρο τους σε σχέση με το εισόδημα και βέβαια η διαπίστωση αυτή γεννά ερωτήματα ως προς τη βιωσιμότητα του πλούτου. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τις τιμές των ακινήτων επισημαίνει πως έχουν τριπλασιασθεί σε όλες τις 10 χώρες που μελέτησε και καταλήγει στο συμπέρασμα πως ο πλούτος και ο ρυθμός αύξησής του έχει αποσυνδεθεί από την οικονομική ανάπτυξη, σε αντίθεση με το παρελθόν που συνήθως τα δύο μεγέθη κινούνταν παράλληλα και αναλογικά.
Μεταξύ άλλων διαπιστώνει πως η εκτόξευση των τιμών των ακινήτων μπορεί να καταστήσει απρόσιτη τη στέγη για μεγάλο μέρος του πληθυσμού και προτείνει ως ιδανική λύση να τοποθετείται ο πλούτος σε πιο παραγωγικές επενδύσεις που δίνουν ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη.
Η αξία των οικιστικών ακινήτων συμπεριλαμβανομένης της γης ανήλθε στο 46 τοις εκατό της παγκόσμιας καθαρής θέσης το 2020, με τα εταιρικά και κυβερνητικά κτίρια και τη γη που σχετίζεται με αυτά να αντιπροσωπεύουν επιπλέον 23 τοις εκατό. Άλλα πάγια περιουσιακά στοιχεία όπως υποδομές, βιομηχανικές κατασκευές, μηχανήματα και εξοπλισμός, άυλα περιουσιακά στοιχεία και ορυκτά αποθέματα — οι τύποι περιουσιακών στοιχείων που συνήθως οδηγούν στην οικονομική ανάπτυξη — αποτελούσαν μόνο το ένα πέμπτο των πραγματικών περιουσιακών στοιχείων ή της καθαρής θέσης, που κυμαίνεται από 15 τοις εκατό στο Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία σε 39 τοις εκατό στην Ιαπωνία.
Από το 2000 έως το 2020, τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία όπως μετοχές, ομόλογα και παράγωγα αυξήθηκαν από 8,5 σε 12 φορές το ΑΕΠ.
Εκτός του χρηματοπιστωτικού τομέα, τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία αυξήθηκαν από 4,2 φορές το ΑΕΠ το 2000 σε 6,0 φορές το ΑΕΠ το 2020. Οι λόγοι χρέους προς ΑΕΠ εκτός του χρηματοπιστωτικού τομέα αυξήθηκαν κατά 79 ποσοστιαίες μονάδες, με σημαντική απόκλιση μεταξύ των δέκα χωρών. (Στη συνολική οικονομία, οι λόγοι χρέους προς ΑΕΠ αυξήθηκαν κατά 77 ποσοστιαίες μονάδες κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.)
Η ασύλληπτη συσσώρευση πλούτου δείχνει από τη μία τις δυνατότητες που υπάρχουν στην εποχή μας να ζήσει ο λαός καλύτερα, και από την άλλη την απόσταση που χωρίζει το σημερινό επίπεδο ζωής για τη μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία από τις σύγχρονες ανάγκες, που συνθλίβονται στις μυλόπετρες της εκμετάλλευσης και του καπιταλιστικού κέρδους. Και φυσικά όσο η ταξική πάλη είναι σε χαμηλό επίπεδο η σχετική θέση, το μερίδιο του πλούτου που παράγουν και κατορθώνουν να πάρουν, των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων θα συνεχίζει να υποβαθμίζεται.
Επιμέλεια: Πάνος
Ευθυμίου
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου