Η αληθινή και η «επίσημη» ιστορία για το «Όχι» του Μεταξά
Επί δεκαετίες κυκλοφορούσε ο μύθος ότι η Ιταλία ζήτησε ταπεινωτικές υποχωρήσεις και ο Έλληνας δικτάτορας στάθηκε στο ύψος του κραυγάζοντας «Όχι». Άλλωστε η λέξη αυτή είχε επικρατήσει ως σύνθημα της επίσημης ελληνικής προπαγάνδας ήδη από τις 30 Οκτωβρίου, μόλις δύο μέρες από την έναρξη του πολέμου, με το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Ελληνικό Μέλλον» και στη συνέχεια με το «Πελώριον Όχι» στο πρωτοσέλιδο της «Καθημερινής» (21.11.1940).
Αλλά βέβαια ούτε ο Μεταξάς είπε ποτέ «όχι», ούτε υπήρξε κάποιο ερώτημα στο οποίο θα μπορούσε να απαντήσει «ναι». Απλώς ο Γκράτσι του επέδωσε μια επίσημη διακοίνωση, ένα τελεσίγραφο, όπου η Ιταλία ανακοίνωνε ουσιαστικά την κήρυξη του πολέμου κατά της Ελλάδας, και στο οποίο, σύμφωνα με τις διπλωματικές συνήθειες της εποχής, περιλαμβανόταν μια σειρά από καταγγελίες για τη στάση της Ελλάδας εναντίον του Άξονα, προκειμένου να δικαιολογηθεί η επίθεση.«Σύμφωνα με την αφήγηση του Γκράτσι, η φράσις που του είπε ο Μεταξάς αφού διάβασε τη διακοίνωση ήταν ακριβώς η εξής: “Alors, c’ est la guerre”, δηλαδή: “τότε είναι πόλεμος”» (Ιωάννης Μεταξάς, «Το προσωπικό του ημερολόγιο», επιμ. Φαίδων Βρανάς, εκδ. Ικαρος, Αθήνα 1960, σ. 516).
Αλλά τι ακριβώς εννοούσε με αυτή τη διατύπωση ο Μεταξάς στις 28 Οκτωβρίου που την είπε (ή στις 9 Νοεμβρίου που την επινόησε μαζί με τον Βλάχο); Οι σημερινοί απολογητές του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου έχουν βαλθεί να μας πείσουν ότι η φράση ισοδυναμεί με μια περιφραστική εκδοχή του «όχι». Ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι σοβαρός. Η έκφραση «c’ est la guerre» από μόνη της δηλώνει μια διαπίστωση, αλλά υπονοεί και αδυναμία αντίδρασης («αυτά έχει ο πόλεμος»), όπως η πολύ πιο συνηθισμένη «c’ est la vie» («αυτά έχει η ζωή»). Ο φιλόλογος και γλωσσολόγος Πασκάλ Τρεγκέρ σημειώνει ότι μ’ αυτή την παθητική έννοια η φράση χρησιμοποιείται από τον 16ο αιώνα σε γαλλικά βιβλία στρατιωτικής ιστορίας, αλλά προσθέτει ότι ήδη από τις αρχές του 20ού τη συναντούμε και σε αγγλικά βιβλία, σημάδι ότι είχε ήδη γίνει διεθνώς γνωστή, μ’ αυτή την έννοια της παραίτησης (https://wordhistories.net/2019/12/05/cest-la-guerre/).
Προσθέτοντας το «alors» ή το «donc» στην αρχή της, ασφαλώς η φράση μπορεί να μεταφραστεί όπως έχουμε συνηθίσει να διαβάζουμε, αλλά δεν παύει να ισοδυναμεί με μια παθητική στάση, μια διαπίστωση και όχι άρνηση.
Ο Μεταξάς δεν συμβιβάστηκε ποτέ με την ιστορική συγκυρία που τον εμπόδιζε να εγκαταστήσει κλασικό φασιστικό καθεστώς στη χώρα. Διέλυσε τις προηγούμενες ελληνικές φασιστικές οργανώσεις (μεταξύ τους την «Τρία Έψιλον» και τα αιματοβαμμένα τάγματα εφόδου της, τους «Χαλυβδόκρανους») μόνο και μόνο για να δημιουργήσει από την αρχή ένα μαζικό φασιστικό κίνημα που θα του επέτρεπε να έχει το πάνω χέρι στη «συγκυβέρνηση» με τον Γεώργιο Β’. Πρόκειται για την ΕΟΝ – την Εθνική Οργάνωση Νεολαίας – η οποία ιδρύθηκε, στελεχώθηκε και οργανώθηκε στη βάση των πιο σκληρών φασιστικών νεολαιίστικων οργανώσεων. Οι στολές, η εκπαίδευση της ΕΟΝ ήταν παραστρατιωτικές και το πρόσχημα για την κατεπείγουσα δημιουργία της ήταν η ανάγκη προάσπισης του ελληνικού πολιτισμού απέναντι στην "κομμουνιστική επιθετικότητα".
…Το απόλυτο αδιέξοδο και την απελπισία του γι αυτή την «προδοσία» των ομοϊδεατών του Χίτλερ και Μουσολίνι καταγράφει ο ίδιος ο Μεταξάς στο Τετράδιο των Σκέψεων του, λίγες μέρες πριν από τον θάνατό του (2.1.1941),: «Η Ελλάς έγινε από της 4ης Αυγούστου Κράτος αντικομμουνιστικό, Κράτος αντικοινοβουλευτικό, Κράτος ολοκληρωτικό, Κράτος με βάση αγροτική και εργατική, και κατά συνέπεια αντιπλουτοκρατικό. Δεν έχει βέβαια κόμμα ιδιαίτερο να κυβερνά. Αλλά κόμμα ήτανε όλος ο λαός, εκτός από τους αδιόρθωτους κομμουνιστάς και τους αντιδραστικούς παλαιοκομματικούς.
Επομένως, αν ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι αγωνιζότανε πραγματικά
για την ιδεολογία που υψώνανε για σημαία, έπρεπε να υποστηρίζουν παντού την
Ελλάδα με όλη τους τη δύναμη. Λοιπόν και ο Μουσολίνι και ο Χίτλερ απέναντι της
Ελλάδος δεν ωδηγηθήκανε από κανένα από τα ιδεολογικά ελατήρια που υψώνανε ως
σημαία του αγώνα των. Το εναντίον, κτυπώντας την Ελλάδα, κτυπούσανε τη σημαία
αυτή».
Ο Μεταξάς με τον Γκέμπελς |
Το καταπληκτικό αυτό κείμενο δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για το πώς σκεπτόταν ο Μεταξάς μέχρι το τέλος της ζωής του και κάτω από ποιες συνθήκες οδηγήθηκε η χώρα στον πόλεμο.
Για να επανέλθουμε όμως, ο ηγέτης του «Εθνικού Κράτους» και
του «Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού», δεν κυβερνούσε μόνος του αλλά υπήρχε ένα
ακόμα κέντρο εξουσίας που ήταν το Παλάτι και το «βαθύ κράτος», που υπάκουε
πρωτίστως στο βασιλιά. Και ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ ήταν απόλυτα αφοσιωμένος στη
Βρετανία, τη «θετή και πνευματική του πατρίδα», σύμφωνα με τον Άγγλο πρεσβευτή
Ρέτζιναλντ Λίπερ.
Για να αντιληφθεί κανείς τα τεράστια οικονομικά συμφέροντα
που παίζονταν στην Ελλάδα και το μέγεθος της οικονομικής επιρροής της Αγγλίας
στη χώρα είναι ενδεικτικό το εξής στοιχείο.Το εξωτερικό χρέος της χώρας το 1932
έφτανε τα 1,022 δισεκατομμύρια χρυσά φράγκα, ενώ το εσωτερικό χρέος ήταν 144
εκατομμύρια χρυσά φράγκα.
Βασικοί δανειστές της χώρας και κάτοχοι των ελληνικών
χρεογράφων ήταν ο οίκος «Hambro» του Λονδίνου, το συγκρότημα «Speyer and Co»
της Ν. Υόρκης και η Εθνική Τράπεζα Αθηνών. Το 67,42% του εξωτερικού χρέους ήταν
αγγλικά κεφάλαια, το 9,88% ήταν κεφάλαια των ΗΠΑ, το 7,52% ήταν γαλλικά
κεφάλαια, το 5,40% σουηδικά, το 3,44% βελγικά. Μόλις το 1,7% ήταν γερμανικά και
μόλις το 1,65% ήταν ιταλικά.
Επομένως, ήταν τέτοια η πρόσδεση της Ελλάδας στην Αγγλία, που το Μεταξικό καθεστώς δεν θα μπορούσε ποτέ να διανοηθεί να σταθεί απέναντί της.
Ούτε ο ίδιος ο Μεταξάς, ούτε ο στρατάρχης Παπάγος πίστευαν σε μια επιτυχή απόκρουση της ιταλικής επίθεσης. Ο Παπάγος δήλωνε σε υφισταμένους του (συγκεκριμένα στον επιτελάρχη του Τμήματος Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας συνταγματάρχη Γεωργούλη) ότι «θα ρίξωμεν μερικές τουφεκιές διά την τιμήν των όπλων», ο δε Μεταξάς σημείωνε στις 29 Οκτωβρίου 1940 στο ημερολόγιό του ότι «τον ανησυχεί η υπεραισιόδοξος κοινή γνώμη» που είχε πάρει τον πόλεμο στα σοβαρά»! Ενώ θα δούμε παρακάτω ότι «δημόσια» άλλα έλεγε στη συνάντηση του με τους ανθρώπους των εφημερίδων…
Στην προσπάθεια να ξαναγραφτεί η ιστορία και φυσικά να εξαγνισθεί ο ρόλος του Μεταξά χρησιμοποιείται το αρχείο της συνάντησης του Μεταξά με τους «ιδιοκτήτας και αρχισυντάκτας του αθηναϊκού Τύπου». Πέραν των άλλων σκοπιμοτήτων ο Μεταξάς ήξερε ότι αυτή του η ανάλυση ούτε κρυφή θα έμενε ούτε ότι δεν θα έφθανε εκεί που έπρεπε. Άλλωστε η σύνθεση των παρευρισκομένων αυτό το εξασφάλιζε απόλυτα. Ήταν οι άνθρωποι που έλεγχαν απόλυτα τον Τύπο που στήριζε ή ανεχόταν τη δικτατορία. Άλλωστε και οι όποιες αντιρρήσεις να υπήρχαν δεν μπορούσαν να εκφραστούν αφού η φασιστική κυβέρνηση θα έκλεινε την εφημερίδα.
Μόνο δηλαδή με την προϋπόθεση αυτή, δηλαδή την επιθυμία του Μεταξά, να μεταβιβαστούν οι απόψεις του εκεί που έπρεπε αλλά και να εξασφαλιστούν οι δικαιολογίες για την πολιτική που εφάρμοσε μέχρι τότε, δηλαδή της παντελούς έλλειψης προετοιμασίας μπρος στον αναπόφευκτο πόλεμο πρέπει να διαβάζεται το σχετικό ντοκουμέντο.
Το επίσημο κείμενο
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
8. (Αρχείον ΔΙΣ Φ.618/ΣΤ/1)
«Ὁ Ἑλληνικὸς Στρατὸς κατὰ τὸν Δεύτερον Παγκόσμιον Πόλεμον - Ὁ Ἑλληνοϊταλικὸς Πόλεμος 1940-41 - Ἡ Ἰταλικὴ εἰσβολὴ 28/10/1940 μέχρι 13/11/1940», ἔκδοσις ΓΕΣ/ Διεύθυνσις Ἱστορίας Στρατοῦ, 1960.
Ανακοίνωσις του
Πρωθυπουργού I. Μεταξά προς τους ιδιοκτήτας και αρχισυντάκτας του αθηναϊκού
Τύπου εις το Γενικόν Στρατηγείον.
(Ξενοδοχείον Μεγ. Βρεττανίας) εις τας 30 Οκτωβρίου 1940
Κύριοι,
Έχω λογοκρισίαν και ημπορώ να σας υποχρεώσω να γράφετε μόνον ό,τι θέλω. Αυτήν τήν ώραν όμως δεν θέλω μόνον την πέννα σας. Θέλω και την ψυχήν σας. Γι’ αυτό σας εκάλεσα σήμερα για να σας μιλήσω με χαρτιά ανοιχτά. Θα σας ειπώ τα πάντα. Θα σας ειπώ ακόμη και τα μεγάλα μου πολιτικά μυστικά. Θέλω να ξέρετε και σεις όλα τα σχετικά με την εθνικήν μας περιπέτειαν ώστε να γράφετε, όχι συμμορφούμενοι προς τας οδηγίας μου, αλλά εμπνεόμενοι εις την προσωπικήν σας πίστιν από την γνώσιν των πραγμάτων.
Σας απαγορεύω να ανακοινώσητε σχετικά το παραμικρόν σ’ οποιονδήποτε απολύτως και για οιονδήποτε λόγον. Κάθε παράβασις αυτής της εντολής μου θα έχη διά τον υπεύθυνον -και να είσθε βέβαιοι ότι θα ευρεθή ο υπεύθυνος- τας συνεπείας τας οποίας πρέπει να έχη σε πόλεμο ζωής ή θανάτου του Έθνους, η προδοσία ενός μεγάλου μυστικού, έστω και αυτό αν έγινε από αφέλεια, χωρίς την παραμικρή κακή πρόθεσι. Φυσικά έχω τον λόγον σας…
Μη νομίσητε ότι η απόφασις του OXI πάρθηκε έτσι, σε μια στιγμή. Μη φαντασθήτε ότι εμπήκαμε στον πόλεμο αιφνιδιαστικά. ΄H ότι δεν έγινε παν ό,τι επετρέπετο και μπορούσε να γίνη διά να τον αποφύγωμε.
Από την εποχήν της καταλήψεως της Αλβανίας το Πάσχα πέρυσι το πράγμα άρχισε να φαίνεται. Από τον περασμένο Μάιο είπα καθαρά στον κ. Γκράτσι ότι αν προσεβαλλόμεθα εις τα εθνικά κυριαρχικά μας δικαιώματα, θα ανθιστάμεθα αντί πάσης θυσίας και δι’ όλων των μέσων. Συγχρόνως όμως μου ήρχοντο από την Ρώμην, από την Βουδαπέστην, από τα Τίρανα, από παντού πληροφορίαι αντίθετοι.
Εις τας 16 Αυγούστου έγινεν ο τορπιλλισμός της «ΕΛΛΗΣ». Γνωρίζετε ότι από την πρώτην στιγμήν διεπιστώθη ότι το έγκλημα ήτο Ιταλικόν. Εν τούτοις δεν επετρέψαμεν να γνωσθή ότι είχομεν και τας υλικάς πλέον αποδείξεις περί της εθνικότητος του εγκληματίου. Συγχρόνως όμως διέταξα τα αντιτορπιλλικά τα οποία συνώδευον τα πλοία που μετέφερον τους προσκυνητάς από τήν Τήνον μετά το έγκλημα, αν προσβληθούν από αεροπλάνα ή οπωσδήποτε άλλως τε να κάμουν αμέσως χρήσιν των όπλων των.
«Διά να αποφύγωμεν
τον πόλεμον θα έπρεπε να γίνωμεν εθελονταί δούλοι!»
Θα σας αποκαλύψω τώρα, ότι τότε διέταξα να βολιδοσκοπηθή καταλλήλως το Βερολίνον. Μου διεμηνύθη εκ μέρους του Χίτλερ, η σύστασις να αποφύγω οιονδήποτε μέτρον δυνάμενον να θεωρηθή από την Ιταλίαν πρόκλησις. Εκαμα το παν διά να μη μπορούν οι Ιταλοί να εμφανισθούν ως δυνάμενοι να έχουν όχι αφορμάς ευλόγους, αλλ’ ούτε ευλογοφανές παράπονον εκ μέρους μας, αν και από την πρώτην στιγμήν αντελήφθην τι πράγματι εσήμαινεν η όλως αόριστος σύστασις του Βερολίνου. Σεις καλύτερον παντός άλλου γνωρίζετε ότι έκαμα το παν διά να μη δώσωμεν αφορμήν εμφανίσεως της Ιταλίας ως δυναμένης να έχη ευλογοφανείς καν αφορμάς αιτιάσεων. Λόγω του επαγγέλματός σας έχετε παρακολουθήσει εις όλες τις λεπτομέρειες την ιστορίαν των ατελειώτων ιταλικών προκλήσεων δημοσιογραφικών και άλλων, αλλά και την χριστιανικήν υπομονήν την οποίαν ετηρήσαμεν, προσποιούμενοι ότι δεν τις καταλαβαίνουμαι, περιοριζόμενοι μόνον σε δημοσιογραφικάς ανασκευάς των ιταλικών εναντίον μας κατηγοριών.
Ομολογώ ότι εμπρός εις την φοβεράν ευθύνην της αναμίξεως της Ελλάδος εις τέτοιον μάλιστα πόλεμον, έκρινα πως καθήκον μου ήτο να δω εάν θα ήτο δυνατόν να προφυλάξω τον τόπον από αυτόν έστω και διά παντός τρόπου, ο οποίος όμως θα συμβιβάζετο με τα γενικότερα συμφέροντα του Εθνους. Εις σχετικάς βολιδοσκοπήσεις προς την κατεύθυνσιν του Αξονος μού εδόθη να εννοήσω σαφώς ότι μόνη λύσις θα μπορούσε να είναι μία εκουσία προσχώρησις της Ελλάδος εις την «Νέαν Τάξιν». Προσχώρησις που θα εγένετο λίαν ευχαρίστως δεκτή από τον Χίτλερ ως «εραστήν του ελληνικού πνεύματος». Συγχρόνως όμως μου εδόθη να εννοήσω ότι η ένταξις εις την Νέαν Τάξιν προϋποθέτει προκαταρκτικήν άρσιν όλων των παλαιών διαφορών με τους γείτονάς μας, και ναι μεν αυτό θα συνεπήγετο φυσικά θυσίας τινάς διά την Ελλάδα, αλλά αι θυσίαι θα έπρεπε να θεωρηθούν απολύτως «ασήμαντοι» εμπρός εις τα «οικονομικά και άλλα πλεονεκτήματα» τα οποία θα είχεν διά την Ελλάδα η Νέα Τάξις εις την Ευρώπην και εις την Βαλκανικήν. Φυσικά, με πάσαν περίσκεψιν και ανεπισήμως επεδίωξα δι’ όλων των μέσων να κατατοπισθώ συγκεκριμένως ποίαι θα ήσαν οι θυσίαι αυταί, με τας οποίας η Ελλάς θα έπρεπε να πληρώση την ατίμωσίν της εξ ιδίας θελήσεως προσφοράς της, να υπαχθή υπό την Νέαν Τάξιν. Με καταφανή προσπάθειαν αποφυγής σαφούς καθορισμού μού εδόθη να καταλάβω ότι η προς τους Έλληνας στοργή του Χίτλερ ήτο η εγγύησις ότι αι θυσίαι αυταί θα περιορίζοντο εις το ελάχιστον δυνατόν. Όταν επέμεινα να κατατοπισθώ, πόσον επί τέλους θα μπορούσε να είναι αυτό το «ελάχιστον» τελικώς, μας εδόθη να καταλάβωμεν ότι τούτο συνίστατο εις μερικάς ικανοποιήσεις προς την Ιταλίαν δυτικώς μέχρι Πρεβέζης, ίσως και προς την Βουλγαρίαν ανατολικώς μέχρι Δεδεαγάτς.
Δηλαδή θα έπρεπε διά να αποφύγωμεν τον πόλεμον, να γίνωμεν εθελονταί δούλοι και να πληρώσωμεν αυτήν την τιμήν… (!) με το άπλωμα του δεξιού χεριού της Ελλάδος προς ακρωτηριασμόν από την Ιταλίαν και του αριστερού προς ακρωτηριασμόν από την Βουλγαρίαν. Φυσικά δεν ήτο δύσκολον να προβλέψη κανείς ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν οι Αγγλοι θα έκοβαν και αυτοί τα πόδια της Ελλάδος. Και με το δίκαιόν των. Κυρίαρχοι πάντοτε της θαλάσσης δεν θα παρέλειπον, υπερασπίζοντες πλέον τον εαυτόν των, έπειτα από μίαν τοιαύτην αυτοδούλωσιν της Ελλάδος εις τους εχθρούς των, να καταλάβουν την Κρήτην και τας άλλας νήσους μας τουλάχιστον. Το συμπέρασμα αυτό δεν προέκυπτεν μόνον από την πλέον απλήν λογικήν, αλλά και από ασφαλείς και βεβαίας πληροφορίας εξ Αιγύπτου, καθ’ ας είχεν ήδη προμελετηθή και αντιμετωπισθή η ενέργεια που θα έπρεπε να γίνη ως φυσικόν επακόλουθον πάσης τυχόν εκουσίας ή ακουσίας συνεργασίας της Ελλάδος με τον Αξονα, εις τας ελληνικάς νήσους και προς παρεμπόδισιν εν περιπτώσει της δυνατότητος διά τον άξονα να τας χρησιμοποιήση.
«Ο ελληνικός λαός θα
εστρέφετο εναντίον της κυβερνήσεως αν τον είχε καταδικάσει εις εθελουσίαν
υποδούλωσιν»
Δεν δύναμαι αφ’ ετέρου να μη παραδεχθώ ότι εις μίαν
τοιαύτην περίπτωσιν το δίκαιον δεν θα ευρίσκετο με το μέρος της Κυβερνήσεως των
Αθηνών και να μη αναγνωρίσω, ότι όταν ένας λαός, όπως ο αγγλικός, αμύνεται διά
την ζωήν του, θα ήτο πλήρως δικαιολογημένος να κάνη τα ανωτέρω. Αλλά τότε ο ελληνικός λαός δικαίως θα ετάσσετο
εναντίον της κυβερνήσεως η οποία διά να τον προφυλάξη από τον πόλεμον θα τον
κατεδίκαζε εις εθελουσίαν υποδούλωσιν μετ’ εθνικού ακρωτηριασμού.
Αυτή η δήθεν προφύλξις θα ήτο διά την τύχην της εις το μέλλον ελληνικής φυλής, πλέον ολεθρία και από τας χειροτέρας έστω συνεπείας οποιουδήποτε πολέμου. Το δίκαιον, λοιπόν, δεν θα ήτο με το μέρος της Κυβερνήσεως των Αθηνών, εάν η τελευταία ενήργει κατά τας υποδείξεις του Βερολίνου που ανέφερα. Το δίκαιον θα ήτο με το μέρος του ελληνικού λαού, ο οποίος θα κατεδίκαζεν αυτήν, και των Αγγλων οι οποίοι υπερασπίζοντες την ύπαρξίν των, επίσης δικαίως θα ελάμβανον τα μέτρα που εφέροντο έχοντες μελετήσει, εισακούοντες άλλωστε τας δικαίας αιτιάσεις των Ελλήνων, οίαι θα προέκυπτον εν καιρώ αν εδίδετο η εύλογος αυτή αφορμή.
Θα εδημιουργούντο έτσι όχι δύο, όπως το 1916, αλλά τρεις αυτήν την φοράν Ελλάδες.
Πρώτη θα ήτο η επίσημος των Αθηνών η οποία είχε φθάσει εις την πόρωσιν και το κατάντημα διά να αποφύγη τον πόλεμον, να δεχθή να γίνη εθελοντής δούλος, πληρώνουσα μάλιστα την τιμήν αυτήν και με την συγκατάθεσίν της να αυτοακρωτηριασθή τραγικώτατα, παραδίδουσα εις την δουλείαν πληθυσμούς αμιγώς ελληνικούς και μάλιστα δύναμαι να είπω τους ελληνικώτερους των ελληνικών τοιούτους.
Δευτέρα θα ήτο η πραγματική Ελλάς. Δηλαδή η παμψηφία της κοινής γνώμης του Έθνους, το οποίον ποτέ δεν θα απεδέχετο την εκουσίαν του υποδούλωσιν πληρωνομένην μάλιστα με εθνικόν ακρωτηριασμόν αφόρητον και ισοδυναμούσαν με οριστικήν ατίμωσιν και μελλοντικήν βεβαίαν εκμηδένισιν του Ελληνισμού ως εννοίας και οντότητος, εκμηδένισιν πρώτον ηθικήν, και δεύτερον εν συνεχεία της ηθικής και υλικήν.
Το Εθνος ουδέποτε θα συνεχώρει εις τον Βασιλέα και την Εθνικήν Κυβέρνησιν της 4ης Αυγούστου, τοιαύτην πολιτικήν.
Τρίτη τέλος θα
προέκυπτε μία ακόμη Ελλάς, η Ελλάς την οποίαν δεν θα παρέλειπον να
δημιουργήσουν, φυσικά με την επίκλησιν του δημοκρατισμού οι δημοκρατικοί
Ελληνες υπό την κάλυψιν του βρεττανικού Στόλου εις τας νήσους, Κρήτην και εις
τας άλλας. H τρίτη αυτή Ελλάς, η «Δημοκρατική» θα είχε με το μέρος της όχι
μόνον την πρόθυμον υποστήριξιν της Αγγλίας εις την οποίαν θα έδιδε το δικαίωμα
να καλύψη τας νήσους μας, καλυπτομένη και η ιδία εις την Βόρειον Αφρικήν, αλλά
θα είχε με το μέρος της και το Εθνικόν δίκαιον. H ηθική της δύναμις λοιπόν θα απερρόφα μοιραίως την επίσημον Ελλάδα,
διότι θα διέθετεν η τρίτη αυτή Ελλάς, την ανεπιφύλακτον έγκρισιν και ενίσχυσιν
της ανεπισήμου της «Δευτέρας» Ελλάδος, της Εθνικής Δημοσίας γνώμης εν τη
παμψηφία της.
Εζησα κύριοι την περίοδον του Εθνικού Διχασμού, που εδημιουργήθη το 1916 όταν από την κατάστασιν εκείνην προέκυψαν δύο Ελλάδες, η των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης. Τον κίνδυνον από μίαν νέαν διαίρεσιν της Ελλάδος προκύπτουσαν συνεπεία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, όπως η διαίρεσις του 1916 προέκυψε συνεπεία του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, μίαν νέαν διαίρεσιν μάλιστα, πολύ τραγικωτέραν, διότι όπως την εσκιαγράφησα δεν θα είναι καν διχασμός, αλλά τριχοτομισμός.
Τον κίνδυνον αυτόν τον θεωρώ κύριοι, διά το Εθνος και το μέλλον του ασυγκρίτως χειρότερον από τον πόλεμον, έστω και αυτόν τον πόλεμον, από τον οποίον είναι δυνατόν και δουλωμένη ακόμη να βγη προσωρινώς η Ελλάς. Λέγω προσωρινώς, διότι πιστεύω ακράδαντα ότι τελικώς η νίκη θα είναι με το μέρος μας.
Γιατί οι Γερμανοί δεν
θα νικήσουν. Δεν μπορεί να νικήσουν.
Υπάρχουν πολλά
εμπόδια.
Η Ελλάς είναι αποφασισμένη να μην προκαλέση μεν, με κανέναν τρόπο κανένα, αλλά και με κανέναν τρόπο να μην υποκύψη. Προ παντός είναι αποφασισμένη να υπερασπίση τα εδάφη της, έστω και αν πρόκειται να πέση. Ήδη, δε, η απόφασίς της αυτή και η πολιτική της αυτή, χάρις εις την οποίαν απρόκλητα προσεβλήθη, χάρισαν στον τόπο και στον λαό μας το πλέον ανεκτίμητον των αγαθών και το μεγαλύτερον στοιχείον της δυνάμεώς του: Αυτή η πολιτική έδωσεν εις τον λαόν την απόλυτη ψυχική και πανεθνική ένωσί του.
Σήμερα, όμως επί πλέον υπάρχουν και μερικοί άλλοι παράγοντες που προδικάζουν την τελική μας νίκη. H Τουρκία δεν είναι όπως το 1916 σύμμαχος των Γερμανών. Είναι σύμμαχος των Άγγλων. H Βουλγαρία βέβαια ενεδρεύει και τώρα, όπως και τότε, αλλ’ εν πάση περιπτώσει αυτήν την εποχήν τουλάχιστον προς το παρόν δεν τολμά. O καιρός όμως δεν δουλεύει για τον άξονα. Δουλεύει για τους αντιπάλους του. Τέλος, διά την Γερμανίαν η νίκη θα ήτο εν πάση περιπτώσει δυνατή μόνο με κοσμοκρατορίαν.
«Ακολουθώ την πολιτική του αειμνήστου Βενιζέλου και όχι του αειμνήστου βασιλέως Κωνσταντίνου»
Αλλά η κοσμοκρατορία διά την Γερμανίαν κατέστη οριστικά αδύνατος στη Δουνκέρκη. O πόλεμος διά τον άξονα έχει χαθή, από την στιγμήν που η Αγγλία διεκήρυξε: Θα πολεμήσωμεν έστω και μόνον εις το νησί μας και πέραν των θαλασσών, θα πολεμήσωμεν μέχρι της νίκης.
Αλλά επί πλέον και ημείς οι Ελληνες πρέπει να γνωρίζωμεν ότι δεν πολεμούμεν μόνον διά την νίκην, αλλά και διά την δόξαν.
Δεν ξέρω αν κανείς αντιβενιζελικός από σας είναι πάντοτε και αδιάλλακτος.
– Είμαι εγώ, κύριε Πρόεδρε, απήντησεν ο παριστάμενος παλαίμαχος και αδιάλλακτος αρθρογράφος του αντιβενιζελικού Τύπου κ. Κρανιωτάκης.
Λοιπόν ακούτε για να συνεννοηθούμε. Εγώ, κύριοι, όπως επαρκώς σας εξήγησα, ετήρησα μέχρι σήμερον την πολιτικήν του αειμνήστου Βασιλέως Κωνσταντίνου, δηλαδή την πολιτικήν της αυστηράς ουδετερότητος. Εκαμα το παν διά να κρατήσω την Ελλάδα μακράν της συγκρούσεως των μεγάλων κολοσσών.
«Να πάρετε μαζί σας τη δική μου βεβαιότητα ότι τελικώς θα νικήσωμεν»
Ήδη μετά την άδικον επίθεσιν της Ιταλίας, η πολιτική την οποίαν ακολουθώ είναι η πολιτική του αειμνήστου Βενιζέλου. Διότι είναι η πολιτική του συνταυτισμού της Ελλάδος με την τύχην της δυνάμεως, διά την οποίαν η θάλασσα είναι ανέκαθεν όπως είναι και διά την Ελλάδα, όχι το εμπόδιον που χωρίζει, αλλά η υγρά λεωφόρος που συνδέει. Βέβαια εις την ιστορίαν μας την νεωτέραν δεν είχομεν μόνο ευγνωμοσύνης λόγους και αφορμάς διά την Αγγλίαν, της οποίας άλλως τε η μεταπολεμική πολιτική των τελευταίων ιδίως ετών, είναι πολιτική μεγίστων και ιστορικών αγγλικών ευθυνών. Αλλά τας ευθύνας της αυτάς η Αγγλία τας αποδίδει σήμερον με την υπερήφανον αποφασιστικότητα λαού μεγάλου, σώζοντος την ελευθερίαν του κόσμου και του πολιτισμού. Διά την Ελλάδα η Αγγλία είναι η φυσική φίλη και επανειλημμένως εδείχθη προστάτρια, ενίοτε δε η μόνη προστάτρια. H νίκη θα είναι και δεν ημπορεί παρά να είναι δική μας. Θα είναι νίκη του αγγλοσαξωνικού κόσμου, απέναντι του οποίου η Γερμανία η οποία αφού έως τώρα δεν ηδυνήθη να επιτύχη οριστικόν αποτέλεσμα, είναι καταδικασμένη να συντριβή. Διότι από τώρα και πέρα ο ορίζων δεν πρέπει να θεωρείται διά τον άξονα ανέφελος ούτε προς Ανατολάς και η Ανατολή είναι πάντοτε μυστηριώδης. Πάντοτε ήτο, αλλά σήμερον ειπέρποτε είναι γεμάτη απρόοπτα και μυστήριο. Τελικώς λοιπόν θα νικήσωμεν. Και θέλω φεύγοντες από την αίθουσαν αυτήν να πάρετε μαζί σας όλην την δική μου απόλυτη βεβαιότητα, ότι θα νικήσωμεν. Εν τούτοις πρέπει να σας επαναλάβω ό,τι επισημότερον διεκήρυξα από την πρώτην στιγμήν. H Ελλάς δεν πολεμά διά την νίκην. Πολεμά διά την Δόξαν. Και διά την τιμήν της. Εχει υποχρέωσιν προς τον εαυτόν της να μείνει αξία της ιστορίας της.
Η Ιταλία είναι μεγάλη δύναμις, όταν δε προχθές έγινεν η πρώτη αεροπορική επιδρομή, ομολογώ ότι με έκπληξιν ήκουσα εις σχετικήν ερώτησίν μου την απάντησιν, ότι τα επιδραμόντα αεροπλάνα ήσαν μόνον ιταλικά. Αυτό φθάνει να σας δώση να καταλάβετε με ποιες ιδέες μπήκα στον πόλεμο.
Αλλά υπάρχουν στιγμές κατά τις οποίες ένας λαός οφείλει, αν θέλει να μείνει μεγάλος, να είναι ικανός να πολεμήση, έστω και χωρίς καμίαν ελπίδα νίκης. Μόνον διότι πρέπει. Γνωρίζω ότι ο ελληνικός λαός θα ήτο αδύνατον να δεχθή άλλο τι αυτήν την στιγμήν. Διότι είναι ελεύθερος και απερίσπαστος εις την φυσικήν ευθικρισίαν και υπερηφάνειαν, εφ’ όσον δεν εδόθη ευκαιρία να θολωθή η κρίσις του δι’ αγοραίων θορύβων και παραπλανητικών εκστρατειών. Εκάμαμεν ό,τι ήτο δυνατόν διά να μη έχωμεν το παραμικρόν άδικον. Και θα εξακολουθήσωμεν την ιδίαν τακτικήν μέχρι τέλους. Σας έχω στο τραπέζι μερικά έγγραφα. Είναι όλαι οι αποδείξεις της ιταλικής ενέδρας εκ προμελέτης. Όταν τελειώσω μπορείτε να τα δήτε. Περιττόν να πάρετε σημειώσεις. Συντομότατα θα δημοσιευθούν εις την λευκήν βίβλον, η οποία διέταξα να εκδοθή το ταχύτερον.
Δεν σας κρύβω, κύριοι, ότι η κατάστασις είναι εξαιρετικά δύσκολη. Μας περιμένουν μάλιστα δοκιμασίαι μεγάλαι. Διά να μη δώσω ευκαιρίαν προς την επιζητουμένην διά παντός τρόπου αφορμήν κατασυκοφαντήσεώς μας ευρέθην υποχρεωμένος να πάρω μίαν απόφασιν εξόχως σοβαράν.
Να μη κάμω την επιστράτευσιν όταν από καιρού την εζήτησε και εξηκολούθησεν επανειλημμένως να μου την ζητά το Επιτελείον… O ιταλικός όγκος λοιπόν ευρήκεν απέναντί του δυνάμεις πάρα πολύ ασθενείς, τουλάχιστον διά την κρούσιν των πρώτων ημερών. O ρόλος σας είναι σήμερον μεγάλος και επισημότατος. Μη χάνετε το θάρρος σας, οτιδήποτε κι αν γίνη, διότι άλλως αδύνατον να φανήτε άξιοι του λαού σας και του λαού σας και του καθήκοντός σας, το οποίον είναι να συντηρήσετε την ιερή φλόγα του ελληνικού λαού, να βοηθήσητε τον μαχόμενον Στρατόν, να υπάρξητε συνεργάται της Κυβερνήσεως, ότι και αν αισθάνεσθε δι’ αυτήν. Πρέπει να πιστεύσητε σεις για να μπορέσετε να μεταδώσητε την πίστην εις το κοινόν σας, μολονότι αυτήν την φοράν έχομεν όλοι μας να πάρωμεν από τον ελληνικόν λαόν, και από το απερίγραπτον θάρρος του και όχι να του δώσωμεν.
Θέλω ακόμη να σας ειπώ κάτι. Ξέρω με βεβαιότητα, ότι από την φοβεράν αυτήν δοκιμασίαν η Ελλάς θα υποφέρη. Ξέρω όμως επίσης με βεβαιότητα, ότι τελικώς θα εξέλθη όχι μόνον ένδοξος, αλλά και μεγαλύτερη. Θα προσέξατε το τηλεγράφημα του κ. Τσώρτσιλ το οποίον εδημοσιεύθη σήμερον στας εφημερίδας, ανακοινωθέν από το Υπουργείον Εξωτερικών. Λοιπόν επιθυμώ να σας τονίσω τούτο: Εκείνοι οι οποίοι εις το τηλεγράφημα αυτό δεν βλέπουν γραπτήν την επιβεβαίωσιν αγράφου συμφωνίας διά τα Δωδεκάνησα, δεν ξέρουν να διαβάζουν μέσα από τις γραμμές… Και κάτι άλλο ακόμη. Τα Δωδεκάνησα προδικάζουν…
Επιμέλεια: Νίκος
Πυλιώτης
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου