Κύμα ακρίβειας και πληθωρισμού Τα λαϊκά νοικοκυριά στενάζουν
Με επιταχυνόμενους ρυθμούς συνεχίστηκε για τον μήνα Αύγουστο η άνοδος του επίσημου πληθωρισμού και σε επίπεδο Ευρωζώνης, σε μια εξέλιξη που φέρνει ξανά στην επιφάνεια τις αντιπαραθέσεις γύρω από το κατάλληλο μείγμα της νομισματικής πολιτικής που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με στόχο την ανάκαμψη του κεφαλαίου.
Σύμφωνα με τα
προσωρινά στοιχεία της Γιούροστατ, ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή
στην Ευρωζώνη έφτασε τον Αύγουστο στο 3% σε ετήσια βάση, από
2,2% τον Ιούλη και 1,9% τον Ιούνη. Πρόκειται για το υψηλότερο επίπεδο
της τελευταίας 10ετίας και πάνω από τον στόχο της ΕΚΤ (2%), η οποία
για την ώρα θεωρεί το φαινόμενο πρόσκαιρο και συγκυριακό.
Ο εναρμονισμένος
δείκτης τιμών καταναλωτή, ο οποίος έχει διαφορετική στάθμιση σε σχέση με τους
εθνικούς δείκτες, εμφανίζει τον πληθωρισμό στη Γερμανία στο 3,4%, στη Γαλλία
στο 2,4%, στην Ιταλία στο 2,6% κ.ο.κ.
Με φόντο αυτά τα
στοιχεία την ερχόμενη βδομάδα συνεδριάζει το Διοικητικό Συμβούλιο της
Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας με θέμα τη διαμόρφωση της νομισματικής
πολιτικής, όπου θεωρείται βέβαιο ότι θα έρθουν ξανά στην επιφάνεια οι
ενστάσεις ισχυρών κεντρικών τραπεζών (π.χ. της γερμανικής) σχετικά με την
εφαρμοζόμενη χαλαρή νομισματική πολιτική και για τα ουσιαστικά μηδενικά ή ακόμη
και αρνητικά επιτόκια της ΕΚΤ.
Είναι χαρακτηριστικό
το γεγονός ότι ο εναρμονισμένος πληθωρισμός (Γιούροστατ) στην ελληνική
οικονομία απογειώθηκε τον Αύγουστο στο 1,7% από 0,7% τον
Ιούλη.
Τα αποτελέσματα
καταγράφονται και σε πρόσφατη έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ (Ερευνα Εισοδήματος και
Συνθηκών Διαβίωσης Νοικοκυριών), η οποία μεταξύ άλλων αποτυπώνει ότι το
46,5% των νοικοκυριών δανείζεται από τράπεζες για να καλύψει καθημερινά έξοδα
διαβίωσης, με το μέσο οφειλόμενο ποσό να μην ξεπερνά τα 240 ευρώ.
… Στην Ελλάδα, στη σταδιακή άνοδο των τιμών που πυροδοτεί επί μήνες ο εισαγόμενος πληθωρισμός από καύσιμα, μέταλλα, πρώτες ύλες και μεταφορικά ήρθε να προστεθεί η έλλειψη και κατά συνέπεια η άνοδος των τιμών των οπωροκηπευτικών μετά τις πρόσφατες πυρκαγιές, ενώ το επόμενο διάστημα αναμένονται εξελίξεις και στις τιμές του ελαιολάδου και άλλων βασικών προϊόντων διατροφής. Σύμφωνα με την αγορά, μεγάλη άνοδος των τιμών καταγράφηκε πρώτα στις λαϊκές αγορές και στα συνοικιακά οπωροπωλεία, αλλά αναμένεται να περάσει και στις μεγάλες αλυσίδες των σουπερμάρκετ.
Με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, τον τελευταίο χρόνο προκύπτουν ενδεικτικά ανατιμήσεις στα ακόλουθα προϊόντα: φυσικό αέριο 72,32%, πετρέλαιο κίνησης 20,25%, βενζίνη 16,8%, άλλα βρώσιμα έλαια 16,32%, αρνί και κατσίκι 13,21%, νωπά λαχανικά 8%, νωπά ψάρια 6,58%, νωπά φρούτα 5,19%, φρέσκα θαλασσινά 4,39%, τυριά 3,54%, μαργαρίνη και άλλα φυτικά λίπη 3%, ελαιόλαδο 2,61%, πίτσες και πίτες 2,08%, ζυμαρικά 1,83%, παιδικές τροφές 1,73%, κατεψυγμένα ψάρια 1,73%, αλεύρι 1,69% και πατάτες 1,21%.
Επίσης ο δείκτης εισροών – εκροών στη γεωργία και στην κτηνοτροφία, που εξετάζει το κόστος παραγωγής και τις τιμές από το χωράφι ή την κτηνοτροφική μονάδα, σημείωνε τον Ιούνιο (προτού δηλαδή ξεσπάσουν οι πυρκαγιές) άνοδο 5,7% έναντι αύξησης 5,3% για τον Μάιο και 3,7% για τον Απρίλιο.
«Ηλεκτροσόκ» από
την «απελευθέρωση» της Ενέργειας
Την
ίδια ώρα, νέο κύμα πολύ μεγάλων αυξήσεων στους λογαριασμούς του ηλεκτρικού
ρεύματος βρίσκεται προ των πυλών. Οι νέες αυτές αυξήσεις, που εκτιμάται
πως θα κυμανθούν από 15% έως και 50%, έρχονται ως αποτέλεσμα των σταθερά
υψηλών τιμών στη χονδρεμπορική αγορά ρεύματος, που τον Αύγουστο έφτασαν στις
υψηλότερες τιμές τους.
Στην Ελλάδα, η τιμή
της μεγαβατώρας έχει φτάσει τα 157 ευρώ, τιμή αυξημένη κατά 70% από τον Γενάρη και
η υψηλότερη στην ΕΕ. Αξίζει να θυμίσουμε πως όταν άρχιζε τον Νοέμβρη του 2020 η
λειτουργία του ευρωενωσιακού μοντέλου λειτουργίας της αγοράς Ενέργειας, του
λεγόμενου «target model» που αποτελεί το τελευταίο στάδιο στην εφαρμογή της
πολιτικής «απελευθέρωσης» της αγοράς, η κυβέρνηση υποστήριζε προκειμένου να
«χρυσώσει το χάπι» της «απολιγνιτοποίησης» πως οι τιμές του ρεύματος θα
μειωθούν για τα νοικοκυριά και τις μικρές επιχειρήσεις.
Αν και οι αυξήσεις
αυτές επιχειρούνται να παρουσιαστούν ως αποτελέσματα «εξωγενών παραγόντων» στην
αγορά του ηλεκτρικού ρεύματος, στην πραγματικότητα είναι αποτελέσματα της
αστικής στρατηγικής για την «απελευθέρωση» της αγοράς ηλεκτρικού ρεύματος και
της «πράσινης μετάβασης» που υπηρετούν όλα τα κόμματα, για να διασφαλίσουν νέα
πεδία εγγυημένης κερδοφορίας στους επιχειρηματικούς ομίλους: Οι πανάκριβες
ΑΠΕ που δεν επαρκούν για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών, οι «πράσινοι»
φόροι για τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (που έχουν εκτοξευτεί
κατά 72%), οι ακριβότερες τιμές του εισαγόμενου φυσικού αερίου που
έχει οριστεί ως το «μεταβατικό καύσιμο» (από 25ερώ/ MWh τον Μάη σε 48/ MWh
σήμερα), έχουν αρχίσει ήδη να μετακυλίονται στα τιμολόγια που καλείται να
πληρώσει το λαϊκό νοικοκυριό.
Μεγαλώνει η «ψαλίδα»
Στα ύψη εκτινάχθηκαν οι τιμές των βασικών ειδών διατροφής εξαιτίας της ανόδου του πληθωρισμού σε όλον τον κόσμο, την ώρα που σύμφωνα με τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ οι τιμές τον Ιούλιο σημείωσαν άνοδο 31%, ενώ ο Δείκτης Αγροτικών Προϊόντων που αποτελείται από μια ομάδα προϊόντων (μελλοντικά συμβόλαια σε σιτάρι, καλαμπόκι, σόγια, καφέ, ζάχαρη, κακάο, βαμβάκι κ.ά.) αυξήθηκε κατά 58% το τελευταίο 12μηνο.
Η πανδημία που χτυπά παντού τις οικονομίες πλήττει και τις εταιρείες της Γερμανίας που βασίζονται στην αποτελεσματικότητα και στη φήμη της ακρίβειας και της ανθεκτικότητας. Τα προβλήματα εφοδιασμού προκαλούν όλεθρο στις εταιρείες από τη Siemens έως τη BMW και θα μπορούσαν να επιμείνουν το επόμενο έτος ή και περισσότερο.
«Στην καριέρα μου δεν είχαμε μια κατάσταση με τόσα πολλά εμπορεύματα να είναι σε έλλειψη ταυτόχρονα και ασχολούμαι με τα ίδια υλικά από το 1996», δήλωσε ο Thomas Nuernberger, διευθυντής πωλήσεων στη EBM Papst, εταιρεία κατασκευής βιομηχανικών εξαερισμών. «Αυτή είναι η πιο δύσκολη κατάσταση στην παγκόσμια αλυσίδα εφοδιασμού που έχω δει».
Ο διευθύνων σύμβουλος της Siemens, Roland Busch, προειδοποίησε νωρίτερα αυτόν τον μήνα ότι οι κίνδυνοι, συμπεριλαμβανομένης της παγκόσμιας έλλειψης ημιαγωγών, μαζί με το αυξανόμενο κόστος πρώτων υλών και φορτίων, δημιουργούν αντίθετες δυναμικές που «πιθανόν να επικρατήσουν το οικονομικό έτος 2022».
Από τον παγετό στις φυτείες καφέ στη Βραζιλία, μέχρι τα έκτακτα μέτρα για την πανδημία στο Βιετνάμ και στα κινεζικά λιμάνια, κάθε είδους αληθοφανείς εξηγήσεις επιστρατεύονται όλο αυτόν τον καιρό από τα αστικά επιτελεία, για να δικαιολογήσουν τις αυξήσεις - «φωτιά» για τα λαϊκά στρώματα, αλλά να καλλιεργήσουν και προσδοκίες ότι πρόκειται για πρόσκαιρο και παροδικό φαινόμενο, εν πολλοίς «τυχαίο», που θα υποχωρήσει όσο «τρέχουν» τα σχέδια της «πράσινης» και ψηφιακής ανάπτυξης.
Το ακριβώς αντίθετο όμως συμβαίνει: Η ακρίβεια δεν οφείλεται σε «λαθεμένους χειρισμούς» ή σε «τυχαία γεγονότα», που γενικώς «μας υπερβαίνουν», αλλά αποτυπώνει την εξαθλίωση της εργατικής τάξης λόγω της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Οι αιτίες της δηλαδή βρίσκονται στην ίδια τη λειτουργία του εκμεταλλευτικού συστήματος.
Η αύξηση της τιμής των εμπορευμάτων αποτελεί πλευρά της συνολικής αφαίμαξης του λαϊκού εισοδήματος, που υποχώρησε κατά 40% μόνο στην προηγούμενη καπιταλιστική κρίση. Ερχεται να προστεθεί στη φοροληστεία, στο τσάκισμα του κατώτατου μισθού, στην υποχώρηση και καθήλωση του μέσου μισθού, στη δραστική περικοπή συντάξεων, στην εκτεταμένη ανεργία και το πετσόκομμα των επιδομάτων.
Το «άδειο καλάθι» αποτυπώνει την «ψαλίδα» που μεγαλώνει ανάμεσα στις ανάγκες των εργαζομένων που συνεχώς διευρύνονται και στην αδυναμία τους να καλύψουν ακόμα και τις πιο στοιχειώδεις από αυτές. Και αυτό βρίσκεται στο «DNA» του καπιταλισμού. Η ληστρική του φύση, η ίδια η εκμετάλλευση και η απλήρωτη εργασία σηματοδοτούν για τη συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων ότι το καλάθι των εμπορευμάτων που πραγματικά χρειάζονται για να καλύψουν τις σύγχρονες ανάγκες τους, θα είναι πάντα ακριβό και θα παραμένει μόνο μισογεμάτο.
Αυτό γίνεται ακόμα πιο ευδιάκριτο τώρα, που στρατηγική επιλογή του κεφαλαίου και των κυβερνήσεών του για τη διαχείριση της κρίσης δεν είναι οι οριζόντιες περικοπές στο εισόδημα και η εφαρμογή αυστηρών δημοσιονομικών κανόνων, αλλά η προσωρινή χαλάρωσή τους και μια πιο επεκτατική οικονομική πολιτική, στην οποία συγκλίνουν όλα τα αστικά κόμματα και στη χώρα μας. Το αποτέλεσμα όμως για τον λαό παραμένει ίδιο: Από τη μια επιταχύνονται αντιλαϊκά μέτρα για την εκταμίευση κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης, που θα δοθούν στο κεφάλαιο, κι από την άλλη αυξάνουν οι «πράσινοι» φόροι, ενώ ο πληθωρισμός γίνεται μια επιπλέον πληγή για το λαϊκό εισόδημα.
Η επεκτατική πολιτική και το «κόψιμο χρήματος» από την ΕΚΤ συμβάλλουν προς αυτή την κατεύθυνση, αφού ο όγκος των εμπορευμάτων που παράγονται και πωλούνται δεν αυξάνεται αντίστοιχα με τον όγκο του χρήματος. Ενισχύεται με αυτόν τον τρόπο η τάση που υπάρχει έτσι κι αλλιώς στη φάση αυτή του καπιταλιστικού κύκλου, όπου οι τιμές των προϊόντων παίρνουν γενικά την ανηφόρα.
Αποκαλυπτική είναι και η επίδραση της πολιτικής του «πράσινου Green Deal» στις τεράστιες αυξήσεις. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εκτίναξη των τιμών στην ηλεκτρική ενέργεια ως αποτέλεσμα της πολιτικής της «απελευθέρωσης», του εμπορίου των ρύπων, των μεγάλων αυξήσεων στο φυσικό αέριο, των πανάκριβων ΑΠΕ. Ομως και σε μια σειρά άλλα εμπορεύματα, από τα ηλεκτρικά οχήματα μέχρι την παραγωγή κρέατος, το «πρασίνισμά» τους φορτώνεται στις πλάτες του λαού.
Αντίστοιχα σε μια σειρά προϊόντα, ο «εξαγωγικός προσανατολισμός» ωθεί τις τιμές προς τα πάνω και στην εσωτερική αγορά (π.χ. ελαιόλαδο, γαλακτοκομικά κ.ά.), ενώ οι ιδιωτικοποιήσεις και τα συνεχιζόμενα κύματα εμπορευματοποίησης στην Ενέργεια, στην ύδρευση, στις μεταφορές, σε Υγεία και Παιδεία αυξάνουν δραστικά το κόστος.
Από τα παραπάνω επιβεβαιώνεται όμως και κάτι ακόμη: Η πάλη για την υπεράσπιση του λαϊκού εισοδήματος, διεκδικώντας μεταξύ άλλων ουσιαστικές αυξήσεις μισθών, κατάργηση της αντιλαϊκής φορολογίας, των έμμεσων φόρων και μετακύλιση των φορολογικών βαρών στο μεγάλο κεφάλαιο, αύξηση των συντάξεων και μείωση των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων με παράλληλη μετακύλισή τους στην εργοδοσία, για να μπει φρένο στις ανατιμήσεις των προϊόντων πλατιάς λαϊκής κατανάλωσης και ουσιαστική παρέμβαση κατά των διαφόρων καρτέλ, αποκτά σήμερα μεγάλη σημασία. Και για να έχει αυτή συνέχεια, διάρκεια και προοπτική, δεν μπορεί παρά να ενταχθεί στη μάχη απέναντι στη στρατηγική του κεφαλαίου, που σε όλες τις εκδοχές της από τη μια ή την άλλη «τσέπη» χτυπάει τις λαϊκές ανάγκες.
Επιμέλεια: Νίκος Πυλιώτης
ΠΗΓΗ: Ριζοσπάστης, Το Βήμα, Insider
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου