Ακόμη μια περίπτωση συγκάλυψης της πραγματικότητας ΕΕ: Πρόστιμο-μαμούθ για VW και BMW
Θα παραθέσουμε ένα άρθρο[1] για τη καταστροφική δράση για τη ζωή των ανθρώπων μεγάλων μονοπωλιακών ομίλων και πως αυτή καταγγέλλεται περιορίζοντας την μέσα στα πλαίσια ενός συστήματος που μπορεί δήθεν να αυτοδιορθώνεται. Τα σχόλια μας με πλάγια γράμματα.
Τσουχτερό πρόστιμο για τη δημιουργία καρτέλ στην αντιρυπαντική τεχνολογία επιβάλλει η Κομισιόν στις γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες VW και BMW. Δικαίως;
Είναι αυτονόητο ότι σε
αυτό το επίπεδο προσωπική πολιτική δεν εξασκείται. Οι όποιες προσωπικές
πινελιές έχουν να κάνουν με το στυλ και όχι με το περιεχόμενο. Οι όποιες
ενέργειες της είχαν και έχουν την κάλυψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αυτού του
βασικού θεματοφύλακα εύρυθμης λειτουργίας της ΕΕ και διακανονισμού των όρων
εύρυθμης λειτουργίας του συστήματος στο σύνολο των χωρών της, όπως και
εκπροσώπησης τους στον διεθνή ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό.
Αυτή τη φορά βρέθηκαν στο στόχαστρο της Κομισιόν οι γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες Volkswagen (VW) και BMW για παράβαση της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού στα συστήματα παρακράτησης ρύπων για οχήματα ντίζελ. Οι δύο εταιρείες λέγεται ότι είχαν σχηματίσει καρτέλ για να συνεργαστούν στην τεχνική ανάπτυξη για τον καθαρισμό του οξειδίου του αζώτου. Τώρα ο όμιλος VW καλείται να πληρώσει 502 εκατομμύρια ευρώ, ενώ για την BMW το πρόστιμο ορίζεται στα 373 εκατομμύρια.
Να ξεκαθαρίσουμε ότι η
νομοθεσία περί ανταγωνισμού και στην ΕΕ και στα κράτη μέλη ουσιαστικά είναι
ένας φερετζές συγκάλυψης της έλλειψης ανταγωνισμού αλλά και ενός εργαλείου
ρύθμισης ακραίων καταστάσεων όταν αυτές τείνουν να βγουν από το πλαίσιο
εύρυθμης λειτουργίας του συστήματος ή για να περιορισθούν αντίπαλα μονοπώλια
άλλων ιμπεριαλιστικών χωρών/συνασπισμών.
Η Επίτροπος Βεστάγκερ περιγράφει την κατάσταση ως εξής: «Κάθε πολίτης(!!!) θεωρεί ότι υπάρχει ελεύθερος ανταγωνισμός(!!!) μεταξύ των επιχειρήσεων, αυτό συμβαίνει και στην προσπάθεια μείωσης των ρύπων. Όμως οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις δεν ανταποκρίθηκαν σε αυτή την προσδοκία. Για περισσότερα από πέντε χρόνια απέφευγαν τον μεταξύ τους ανταγωνισμό - κι αυτό παρότι διέθεταν την απαραίτητη τεχνολογία...»
Και άλλοι στο «καρτέλ»
Σύμφωνα με τη γερμανική εφημερίδα Süddeutsche Zeitung η «συνεννόηση» γινόταν σε μορφή συναντήσεων για τη διαμόρφωση κοινής στρατηγικής από τα μέσα της δεκαετίας του '90 μέχρι και το 2014. Όταν άρχισαν οι συζητήσεις για την εγκατάσταση του καταλύτη SCR, ο οποίος θα μπορούσε να εξαλείψει τις εκπομπές διοξειδίου του αζώτου, στις συναντήσεις αυτές συμμετείχαν περισσότερα από 100 στελέχη. Άλλωστε στο «καρτέλ» έδιναν το παρών και οι αυτοκινητοβιομηχανίες Audi και Porsche, θυγατρικές του ομίλου VW, καθώς και η Daimler (ο ρουφιάνος της υπόθεσης;), η οποία όμως δεν τιμωρείται από την Κομισιόν, γιατί ήταν εκείνη που με δική της πρωτοβουλία αποκάλυψε τις εμπιστευτικές επαφές και συνεργάστηκε για τη διαλεύκανση της υπόθεσης.
Η παραπάνω πρακτική
είναι απολύτως συνηθισμένη ανάμεσα σε μονοπώλια γιατί κάθε νέα καινοτομία,
πέραν των αναγκαίων που επιβάλουν οι περιστάσεις, απαιτεί μεγάλες επενδύσεις οι
οποίες τις περισσότερες φορές λόγω του περιορισμένου οφέλους σε σχέση με την
αντίστοιχη εφαρμογή από τον ανταγωνισμό μειώνει τον λόγο κερδών προς
επενδεδυμένα κεφάλαια. Έτσι έχουμε φθάσει στο ακραίο σημείο να αγοράζονται ή να
κατοχυρώνονται από τα μονοπώλια άπειρες πατέντες όχι για να εφαρμοστούν αλλά
για να μην μπορεί να τις χρησιμοποιήσει κανένας ή και για να ζητηθούν «λύτρα»
για τη χρήση τους...[3]
Το αντεπιχείρημα των κατασκευαστών, στην προσπάθειά τους να αποφύγουν το πρόστιμο, ήταν ότι η υποτιθέμενη συνεννόηση δεν υλοποιήθηκε ποτέ στην πράξη. Αλλά αυτό δεν απέτρεψε την επιβολή προστίμου, καθώς, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, η συνεννόηση από μόνη της, ανεξάρτητα από τις πρακτικές συνέπειες που μπορεί να έχει, αποτελεί παράβαση της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού. Όπως επισημαίνει η Επίτροπος Βεστάγκερ, οι κατασκευαστές «γνώριζαν ότι είχαν την τεχνολογική δυνατότητα να μειώσουν τους ρύπους σε επίπεδα πέρα από εκείνα που απαιτεί η νομοθεσία της ΕΕ και να ανταγωνιστούν μεταξύ τους στο κομμάτι αυτό. Αλλά δεν το έπραξαν, παρά συμφώνησαν να παραμείνουν στα ελάχιστα εκείνα όρια που όριζε η νομοθεσία».
«Απαραίτητη» η συνεννόηση σε τεχνικά ζητήματα;
Το ιδιαίτερο στοιχείο είναι ότι για πρώτη φορά το πρόστιμο αφορά συνεννοήσεις για τεχνικά ζητήματα, ενώ μέχρι σήμερα στο στόχαστρο της Κομισιόν βρίσκονταν οι αθέμιτες συμπαιγνίες για τιμολόγηση ή για μελλοντικά μερίδια αγοράς. Αυτό προκαλεί κάποια αβεβαιότητα στις μεγάλες ευρωπαϊκές αυτοκινητοβιομηχανίες. Γιατί αν απειλούνται με πρόστιμο για μία συνεργασία σε τεχνικό επίπεδο, τότε πώς θα προχωρήσουν τεχνολογίες του μέλλοντος, όπως η αυτόνομη οδήγηση, για τις οποίες κρίνεται απαραίτητη η συνεργασία;
Το δίλημμα αυτό επισημαίνει και o γερμανός ειδικός σε θέματα
αυτοκινητοβιομηχανίας Στέφαν Μπράτσελ: «Στην ηλεκτροκίνηση ή στις μπαταρίες
νέας τεχνολογίας θα ήταν χρήσιμη η συνεργασία μεταξύ των κατασκευαστών.
Περιμένουμε λοιπόν από την ΕΕ να θεσπίσει σαφείς κανόνες για το μέλλον...»
Να είναι τόσο αφελείς;
Δεν νομίζουμε… Απλώς συγκαλύπτουν το γεγονός ότι δεν είναι το όφελος για την
ανθρωπότητα που καθορίζει τη δράση των μονοπωλίων και την πολιτική των
εκπροσώπων τους στην ΕΕ ή στα κοινοβούλια αλλά η ανεμπόδιστη παραγωγή κέρδους,
αυτής της αέναης μηχανής κίνησης του συστήματος, όπου όλοι εμπρός της
υποκλίνονται και κάθε ενέργεια τους έχει να κάνει με την εύρυθμη λειτουργία
της.
Επιμέλεια-σχόλια:
Νίκος Πυλιώτης
[1] Το άρθρο έχει δημοσιευθεί στην DW από τον Γιάννη Παπαδημητρίου (AP, SZ).
[2] Η Μαργκρέτε Βεστάγκερ είναι Δανή πολιτικός, μέλος του Κοινωνικού Φιλελεύθερου Κόμματος, Εκτελεστική Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με ρόλο "Ευρώπη έτοιμη για την Ψηφιακή Εποχή" (2019-2024) και πρώην Επίτροπος Ανταγωνισμού (2014-2019). Στις Εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου το 2019 η Βεστάγκερ ήταν υποψήφια Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με την υποστήριξη του κόμματος Συμμαχία των Φιλελευθέρων και Δημοκρατών για την Ευρώπη (ALDE)[6]. Τελικά, πρόεδρος του Κολεγίου των Επιτρόπων ορίστηκε η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν[7].
Η Μαργκρέτε Βεστάγκερ προτάθηκε ξανά ως Επίτροπος της Δανίας το 2019 και τον Οκτωβρίο του 2019 εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μετά από ακρόαση. Η Βεστάγκερ ανέλαβε Εκτελεστική Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής[8], μαζί με τους Βάλντις Ντομπρόβσκις και Φρανς Τίμερμανς, και το Χαρτοφυλάκιο της αφορά στον Ανταγωνισμό και την Ψηφιακή Αλλαγή.
[3]
«Στο
μέτρο που καθορίζονται, έστω και προσωρινά, μονοπωλιακές τιμές, εξαφανίζονται
ως ένα ορισμένο βαθμό τα κίνητρα για την τεχνική και συνεπώς και για κάθε άλλη
πρόοδο και κίνηση προς τα μπρος· στον ίδιο βαθμό παρουσιάζεται σε συνέχεια και
η οικονομική δυνατότητα να συγκρατηθεί τεχνικά και η τεχνική πρόοδος.» Ας δούμε
με τα σημερινά δεδομένα αν ισχύει κάτι τέτοιο. Είναι άπειρες οι καταγγελίες για
μια τέτοια μονοπωλιακή πρακτική και, μάλιστα, εκεί όπου είναι πιο μονοπωλημένος
ένας κλάδος, όπως π.χ. η πληροφορική, με τρανταχτά παραδείγματα την Microsoft και Intel, οι οποίες έχουν καταδίκες για αθέμιτες
πρακτικές που φρενάρουν ή καταστρέφουν οικονομικά τις τεχνικές καινοτομίες
αντιπάλων τους.[3] Τα ίδια και
χειρότερα (γιατί έχει να κάνει άμεσα με ανθρώπινες ζωές) γίνονται στη
φαρμακευτική βιομηχανία, όπου οι καθυστερήσεις στην παρουσίαση νέων φαρμάκων, η
ανάπτυξή τους, η απόκρυψη κρίσιμων μελετών, οι παραποιημένες επιστημονικές
ανακοινώσεις και οι παράλληλες έρευνες με βαρύ κοινωνικό κόστος είναι το
καθεστώς και όχι η εξαίρεση.
Το σχετικό άρθρο στη γαλλική Monte είναι καταλυτικό: Η Pfizer, η μεγαλύτερη
φαρμακευτική εταιρεία στον κόσμο, δεσμεύτηκε στις 15 Ιανουαρίου, 2002, να
παραδώσει στο πανίσχυρο Ελεγκτικό Συνέδριο του Κογκρέσου των Ηνωμένων Πολιτειών
(GAO) τα λογιστικά στοιχεία που είναι απαραίτητα για τον έλεγχο της τιμής των
φαρμάκων. Άλλες δέκα εταιρείες έκαναν το ίδιο. Για να επιτευχθεί αυτή η
παράδοση των εγγράφων, χρειάστηκε η ρητή διαταγή του GAO. Ήδη, το Σεπτέμβριο
του 2001, οι αμερικανικές αρχές είχαν υποχρεώσει την Bayer να μειώσει την τιμή
της θεραπείας της για την ασθένεια του άνθρακα. Πράγματι, στις Ηνωμένες
Πολιτείες, όπως και στην Ευρώπη, αρχίζουν να ανησυχούν για την πρωτοφανή
κερδοφορία της φαρμακευτικής βιομηχανίας, η οποία κυμαίνεται μεταξύ 15% και 25%
του κύκλου εργασιών. Στις πλούσιες χώρες, οι επιλογές για την παραγωγή, καθώς
και οι τιμολογιακές πολιτικές των εταιρειών είναι φορείς μιας πραγματικής
απάτης, ενώ, στις φτωχές χώρες, αυτές οι πολιτικές εμποδίζουν την πρόσβαση του
μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Η σταβουδίνη και τα άλλα τέσσερα αντιικά
φάρμακα της οικογένειας των νουκλεοσιδικών αναστολέων ανακαλύφτηκαν στις
Ηνωμένες Πολιτείες με δημόσια χρηματοδότηση. Στην περίπτωση των άλλων εννέα
αντιικών φαρμάκων (μη νουκλεοσιδικοί αναστολείς της πρωτεϊνάσης), τα κρατικά
κονδύλια υποστήριξαν κάποια στιγμή την έρευνα ή τις δοκιμαστικές φάσεις.
Ωστόσο, τα ιδιωτικά κεφάλαια είναι αυτά που δίνουν τον τόνο.
«Η εισφορά χρημάτων του ιδιωτικού τομέα δεν
ξεπέρασε ποτέ το ένα τέταρτο της συνολικής χρηματοδότησής μου κατά τη διάρκεια
των τριάντα ετών που διεύθυνα τις έρευνες», αναγνωρίζει ο δρ. Προυσόφ. «Ωστόσο,
σύστησα την BMS για την παραχώρηση της άδειας εκμετάλλευσης της σταβουδίνης
γιατί το τμήμα μας είχε λάβει, πριν αρκετά χρόνια, μια σημαντική επιχορήγηση
από αυτή την εταιρεία για τη δημιουργία αντικαρκινικών φαρμάκων. Είχα
χρησιμοποιήσει ένα μικρό μέρος από αυτά τα χρήματα για την έρευνά μου στον
τομέα των αντιικών φαρμάκων.
Σε αντάλλαγμα, η BMS διατηρούσε δικαίωμα
προτίμησης για οποιαδήποτε ουσία θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε. Έτυχε να
είναι η σταβουδίνη». Εκτός από το μικρό κύκλο των ακτιβιστών του GESO, ολόκληρο
το Γέιλ (το γνωστό πανεπιστήμιο) φαίνεται να έχει βυθιστεί στη μοιρολατρία. Για
παράδειγμα, γιατί να μη δοθεί στη BMS μια απλή άδεια εκμετάλλευσης -και όχι
αποκλειστική- πράγμα που θα είχε επιτρέψει στο πανεπιστήμιο να βρει ένα μέσο
πίεσης για τη διαφύλαξη του δημόσιου συμφέροντος; «Καμιά εταιρεία δεν θα είχε
δεχτεί», απαντάει ο Σόντερστρομ. «'Η αποκλειστική άδεια εκμετάλλευσης ή καθόλου
άδεια εκμετάλλευσης! Εάν λάβει κανείς υπόψη το χρόνο και το χρήμα που
απαιτούνται για την πραγματοποίηση κλινικών δοκιμών και την ανάπτυξη ενός
φαρμάκου, δύσκολα μπορεί να φανταστεί ότι μια επιχείρηση θα δεσμευτεί μαζί μας
χωρίς να διαθέτει τα μέσα για να προστατεύσει την επένδυσή της!» Η Αν Βαλερί
Κανίντα, ιατρική σύμβουλος του γραφείου των Γιατρών Χωρίς Σύνορα, στη Νέα
Υόρκη, δίνει μια άλλη εξήγηση για αυτή την αδιαλλαξία: «Η αποκλειστική άδεια
εκμετάλλευσης προεκτείνει την αλυσίδα του μονοπωλίου που δημιουργείται με το
δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Και αυτό το μονοπώλιο είναι που κάνει τις τιμές να
ανεβαίνουν στα ύψη». Κάθε επίθεση ενάντια σε αυτή την «αλυσίδα του μονοπωλίου»
-όσο μικρή κι αν είναι- θεωρείται αμέσως από τη φαρμακοβιομηχανία ως επίθεση
ενάντια στην έρευνα. Όταν ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ), που
συνεδρίασε το Νοέμβριο του 2001, στην Ντόχα, αποφάσισε να κάνει πιο ελαστικούς
τους κανόνες της πατέντας για τις φτωχές χώρες, προκάλεσε αμέσως την κατακραυγή
του κλάδου. «Χωρίς τις πατέντες, δεν υπάρχουν κέρδη και η έρευνα υποφέρει»,
δήλωσε ο Ντάνιελ Βαζέλα, διευθύνων σύμβουλος της Novartis AG. Ωστόσο, κάτω από
αυτές τις συνθήκες, πώς μπορεί να εξηγήσει κανείς το γεγονός ότι οι μεγάλοι
παραγωγοί φαρμάκων -που πραγματοποιούν κέρδη ρεκόρ- επενδύουν τρεις φορές
περισσότερο στο μάρκετινγκ και στη διοίκηση απʼ ότι στην έρευνα και στην
ανάπτυξη;[3]
Η Aspen Pharmacare, ένας νοτιοαφρικανικός
παραγωγός αντίγραφων φαρμάκων προσφέρθηκε να παράγει ένα αντίγραφο της σταβουδίνης.
Ωστόσο, καμία συμφωνία δεν υπογράφτηκε ανάμεσα στην Aspen και στην BMS και, από
την αρχή, η Aspen παραπονιέται ότι η BMS καθυστερεί. Στη νοτιοαφρικανική
εταιρεία δεν δόθηκε καμία πληροφορία για τη φαρμακευτική ουσία και δεν
πραγματοποιήθηκε καμία μεταφορά τεχνολογίας.
Πρόσφατα, η Google αγόρασε τη Motorola πολύ πάνω από τη χρηματιστηριακή της τιμή.
Κρυφό αντικείμενο του πόθου σε αυτή την αγορά ήταν το «πατεντοφυλάκιο» της
δεύτερης, που περιελάμβανε 17.000 διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας που έχουν κατοχυρωθεί
και των 7.500 επιπλέον διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας που εκκρεμεί, ακόμη, η
κατοχύρωσή τους. Η κίνηση αυτή εκτιμάται ότι θα είναι το οπλοστάσιο της πρώτης
ενάντια σε μηνύσεις από εταιρείες κινητής τηλεφωνίας, τώρα που μπαίνει στα
χωράφια τους, αλλά και επιθετικό όπλο για ανάλογες κινήσεις ενάντια στους
ανταγωνιστές της.
Η
Intellectual Ventures έχει συγκεντρώσει ένα από τα μεγαλύτερα χαρτοφυλάκια
πατέντων στον κόσμο και πηγαίνει από τη μία εταιρεία τεχνολογίας στην άλλη,
απαιτώντας χρήματα για την άδεια χρήσης αυτών των πατέντων. Οι πατέντες είναι μια μεγάλη υπόθεση για τη
βιομηχανία λογισμικού αυτή τη στιγμή. Οι αγωγές πολλαπλασιάζονται. Οι μεγάλες
εταιρείες τεχνολογίας ξοδεύουν δισεκατομμύρια δολάρια για να αγοράσουν τεράστια
χαρτοφυλάκια πατέντων, προκειμένου να προωθήσουν τη θέση τους έναντι των
ανταγωνιστών ή να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους. Οι προγραμματιστές
υπολογιστών λένε ότι οι πατέντες εμποδίζουν την καινοτομία. Σε
δημοσκοπήσεις, το 80% των μηχανικών λογισμικού υποστηρίζουν, επίσης, ότι το σύστημα
των πατέντων, εμποδίζει την καινοτομία.
Δεν ενθαρρύνει τις νέες ιδέες και τη δημιουργία νέων προϊόντων. Στην
πραγματικότητα, τους εμποδίζει. «Σε
ό,τι αφορά την πνευματική ιδιοκτησία, είμαστε σε ένα σημείο όπου οι υπάρχουσες
πατέντες καλύπτουν, πιθανώς, κάθε συμπεριφορά που συμβαίνει στο Internet ή τα
κινητά τηλέφωνα, σήμερα. «H μέση επιχείρηση στη Silicon Valley που ξεκινάει
τώρα, ή ακόμα και μια μεσαίου μεγέθους εταιρεία, ανεξάρτητα από το πόσο
πραγματικά καινοτόμα είναι, είναι σίγουρο ότι κάποια από τα πράγματα που κάνει
παραβιάζουν τις υπάρχουσες πατέντες (σ.σ. διότι… καλύπτουν τα πάντα –
ουσιαστικά όλα είναι πατενταρισμένα από κάποιον!). Και αυτό είναι που σήμερα
είναι θεμελιωδώς σαπισμένο στο σύστημα».
Στις αρχές Ιουλίου, η πτωχευμένη εταιρεία
τεχνολογίας, Nortel, έθεσε 6.000 πατέντες της σε δημοπρασία στο πλαίσιο μιας
εκκαθάρισης. Ένας πόλεμος προσφορών ξέσπασε μεταξύ των μεγαλύτερων εταιρειών
της Silicon Valley. Η Google είπε ότι ήθελε τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας καθαρά
για την υπεράσπιση έναντι σε μηνύσεις και ήταν πρόθυμη να δαπανήσει πάνω από 3
δισεκατομμύρια δολάρια για να τα πάρει. Αυτό δεν ήταν αρκετό, όμως.
Το χαρτοφυλάκιο τελικά πωλήθηκε στην Apple και μια κοινοπραξία από
άλλες εταιρείες υψηλής τεχνολογίας, συμπεριλαμβανομένων των Microsoft και
Ericsson. Η τιμή: 4,5 δισεκατομμύρια δολάρια. Πέντε φορές παραπάνω από την
αρχική τιμή. Περισσότερο από τα διπλά, κάτι που οι περισσότεροι ανέμεναν.
Υπήρξε η μεγαλύτερη δημοπρασία πατέντων στην ιστορία.
Μιλάμε για 4,5 δισεκατομμύρια δολάρια για διπλώματα ευρεσιτεχνίας που
οι εταιρείες αυτές είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν τα θέλουν για την τεχνολογία που
πατεντάρουν. Μιλάμε για 4,5 δισεκατομμύρια δολάρια που δε θα χτίσουν κάτι νέο,
δεν θα φέρουν νέα προϊόντα στα ράφια, δεν θα ανοίξουν νέα εργοστάσια που
μπορούν να προσλάβουν άτομα που χρειάζονται δουλειές. Μιλάμε για 4,5
δισεκατομμύρια δολάρια που αυξάνουν την τιμή του κάθε προϊόντος αυτών των
εταιρειών. Μιλάμε για 4,5 δισεκατομμύρια δολάρια που προορίζονται για την αγορά
«όπλων» σε ένα διαρκή πόλεμο πατέντων.
Οι μεγάλες εταιρείες –Google, Apple, Microsoft– μάλλον θα επιβιώσουν.
Οι πιθανές απώλειες είναι οι εταιρείες που κανείς δεν τις άκουσε ποτέ και θα
μπορούσαν μια μέρα να πάρουν τη θέση τους (αλλά τώρα θα εξοντωθούν λόγω των
πατέντων).[3]
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου