ΕΡΩΤΙΚΟ

 ΕΡΩΤΙΚΟ


Κάποτε, εκεί πάνω, μια δύσκολη μέρα, τι δύσκολη, πανδύσκολη από την χρόνια φτώχεια, τι φτώχεια, πείνα στην κυριολεξία, και κούραση από την τρεχάλα όλη μέρα, κάθε μέρα, "για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες" που λέει και ο ποιητής για άλλες καταστάσεις,

με μόνα εφόδια την ιστορική αισιοδοξία και συλλογική δράση με πλήθος ανθρώπων και συνεργατών, δηλαδή ισχυρά αντικαταθλιπτικά αλλά που δεν σε κάνουν άτρωτο στην κατάθλιψη (η απέραντη μοναξιά μπορεί να συνυπάρχει) που τότε όταν σε βρει δεν έχεις καμιά προστασία, χτύπησε το τηλέφωνο, ένα Σάββατο που "λούφαρα", κάθε οκτώ βδομάδες…

Ο Πάνος από την Ουψάλα, μες στην τρελή χαρά, με όρεξη για κουτσομπολιό. Μετά τα τυπικά κατάλαβε.

-Τι έχεις ρε και ακούγεσαι σαν ..... κλαμένο;

Τι να πεις και τι να εξηγείς. Άσε που δεν έχεις και τη διάθεση. Κλείσαμε γρήγορα.

Έβγαλα και την πρίζα από το τηλέφωνο να μην έχω άλλες κλήσεις. Να χαζέψω τηλεόραση, μια ασπρόμαυρή ήταν που όλο γραμμές και ζιγκ ζακ έβγαζε. Αφού μου την έπεσαν οι ελεγκτές, για αυτούς που είχαν τηλεόραση και δεν πλήρωναν τη συνδρομή τους, και όταν τους είπα ότι έτσι απλώς βρίσκεται στο σπίτι και είναι χαλασμένη και τους την άνοιξα, συμφώνησαν και έφυγαν, χωρίς να μου ρίξουν πρόστιμο.

Χάζευα λοιπόν, τι δεν θυμάμαι, τις γραμμές και τα ζιγκ ζακ σίγουρα, για ώρες πρέπει να ήταν, όταν χτύπησε το κουδούνι. Αδιαφόρησα αλλά επέμενε.

Σηκώθηκα τελικά, ο Πάνος ήταν!

Με τα σέα του και τα μέα του και με ένα μπουκάλι. Ουίσκι δεν πρέπει να ήταν γιατί τότε μόνο βότκα πίναμε και μερικοί παράξενοι τζιν. Αλλά πάλι, αφού σε κάποια φάση, την ίδια μέρα, την άλλη; έκανε με ότι περίσσεψε Αϊριςκοφι, ουίσκι θα ήτανε.

Βάλαμε το μπουκάλι μπροστά, άρχισε τη θεραπεία αυτός, μούγκα εγώ, μια θύελλα απόξω ξέσπασε, όπως και μέσα μου, παγωνιά βαρβάτη, αέρας τρελός και το χιόνι να ξυρίζει τα πάντα, πυκνό.

Δεν έβγαζε πουθενά η συζήτηση, τι συζήτηση αφού πρέπει να μιλάνε δυο, ένας μιλούσε, πέρασε η ώρα, κάλμαρε λίγο ο καιρός και έπεσε η πρόταση.

-Πάμε έξω. Πάμε κάπου.

Δεν έχω φράγκο, η δικαιολογία, άλλωστε έτσι ήταν ακόμη, εγώ κερνάω και τα ρέστα, γραμμή κορδόνι η αντιπαράθεση, για μένα που δεν έχω αυτή την πολυτέλεια κάντο, η αλήθεια είναι ότι μαγαζί με ελληνική μουσική δεν είχαν, στο τέλος με έπεισε.

Φύγαμε μέσα στο διάλειμμα όπως αποδείχθηκε της θύελλας, πήγαμε στον υπόγειο και από εκεί στάση στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό όπου απέναντι είχε μια ελληνική ταβέρνα, βολική για την περίπτωση αφού δεν χρειαζόταν παρά ελάχιστο περπάτημα, η κοσμοχαλασιά συνεχιζόταν και όπως αποδείχθηκε δυνάμωσε, ευτυχώς νωρίς ήταν ακόμη, είχε ώρες μέχρι να κλείσει το μετρό ή να βλέπαμε πως θα φύγουμε.

Καθίσαμε σε μέρος βολικό να χαζεύουμε την ορχήστρα και τον κόσμο που τότε άρχισε να έρχεται.

Κάτι φάγαμε, κρασί πίναμε, χαλασμός έξω, χαλασμός μέσα, χαλασμός και πιο μέσα.

Είδε και απόειδε ο Πάνος, άρχισε τις παραγγελιές να μου φτιάξει τη διάθεση. Τίποτα αυτή, σαν τον καιρό ένα πράγμα.

Πέρασαν οι ώρες, τα χιόνια να τα κολλάει ο αέρας στα τζάμια, έπρεπε να την κάνουμε.

Ζητήσαμε, δεν ζητήσαμε ακόμη λογαριασμό, δεν θυμάμαι όταν ο Πάνος πήγε για μια τελευταία φορά στην ορχήστρα.

-Άκου το αυτό και μετά μου λες.

Τι να του πω; Μπούρδες θα του έλεγα...

Ξεκινάει ο Μπουζούκας (έτσι τον έλεγαν τα κορίτσια) να παίζει, παίρνει σειρά ο τραγουδιστής ξεκινάνε οι στίχοι, παντελώς άγνωστοι μα τόσο γνωστοί...

" Με μια πιρόγα φεύγεις και γυρίζεις

τις ώρες που αγριεύει η βροχή

στη γη των Βησιγότθων αρμενίζεις

και σε κερδίζουν κήποι κρεμαστοί

μα τα φτερά σου σιγοπριονίζεις..."

Σαν φάρμακο, να το ακούς, να το αναπνέεις, να σου χαϊδεύει τα μαλλιά να γεμίζει τον χώρο, να διώχνει αρρώστιες και δαιμονικά...

"Το καραβάνι τρέχει μες στη σκόνη

και την τρελή σου κυνηγάει σκιά

πώς να ημερέψει ο νους μ' ένα σεντόνι..."

Ημέρεψε ο νους με ένα τραγούδι. Βάλσαμο και τονωτικό μαζί.

Τέλειωσε το τραγούδι και έμεινα άγαλμα.

Και άλλος άνθρωπος.

Μια νύχτα, με τον Πάνο στη Στοκχόλμη, απέναντι από τον σιδηροδρομικό σταθμό, με τη χιονοθύελλα να λυσσομανά, άκουσα το Ερωτικό για πρώτη φορά χωρίς να ξέρω ότι το έγραψε ο Άλκης Αλκαίος και ο Θάνος Μικρούτσικος και το τραγούδησε ο Μανώλης Μητσιάς. Εγώ από αγνώστους το άκουσα και τους ευγνωμονώ όπως και τους δημιουργούς. Αργότερα το έκανε σουξέ η Χαρούλα και το τραγούδησε όλη η Ελλάδα.

Το θυμήθηκα μέρες που είναι.

Τέτοιες θα ήταν και τότε.

Ο Άλκης πέθανε νωρίς.

Ο Θάνος σαν προχθές πέρυσι.

Αθάνατοι όμως θα γιατροπορεύουν ψυχές, εις τον αιώνα τον άπαντα, μες στα λιοπύρια, τις άγριες νύχτες, τις καταιγίδες και τις θύελλες...

A.K.

 

Σχόλια