Μακεδονικός Αγώνας, ένα οικονομικό σκάνδαλο Του Τάσου Κωστόπουλου

 Μακεδονικός Αγώνας, ένα οικονομικό σκάνδαλο

11 Φεβρουαρίου 1907. Το σκάνδαλο του Ελληνομακεδονικού Κομιτάτου στην πρώτη σελίδα


Του Τάσου Κωστόπουλου

Ξεχασμένες πτυχές μιας εθνικής εξόρμησης

Το έχουμε κι άλλοτε επισημάνει: οι πρωτογενείς ιστορικές πηγές κρύβουν συχνά οδυνηρές εκπλήξεις για όσους παραμένουν προσκολλημένοι στα κυρίαρχα στερεότυπα για το εθνικό παρελθόν.

Διαβάζοντας λ.χ. τις δημοσιευμένες επιστολές του συνταγματάρχη Λεωνίδα Παρακευόπουλου προς τη σύζυγό του στη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων, ο ανυποψίαστος αναγνώστης σίγουρα θα παραξενευτεί από τη συμβουλή του συντάκτη τους (22/10/1912), «αν δαπανάται έτι χρήμα διά τους μακεδονομάχους να παύση αμέσως η κακοήθης αυτή εταιρεία, που επλούτισαν όλοι οι αναμιχθέντες» (Λεωνίδας Παρασκευόπουλος, «Βαλκανικοί πόλεμοι 1912-1913», επιμ. Ελένη Γαρδίκα-Κατσιαδάκη, Αθήνα 1998, σ. 53).

Ο καθαρά ιδιωτικός χαρακτήρας της ενδοσυζυγικής αλληλογραφίας πιστοποιεί, αν μη τι άλλο, την ειλικρίνεια της παραπάνω διατύπωσης του μετέπειτα αρχιστρατήγου στη Μικρασία για τον Μακεδονικό Αγώνα και τους επιτελείς του. Αν λάβουμε μάλιστα υπόψη πως ο Παρασκευόπουλος είχε γνωρίσει αυτούς τους τελευταίους από κοντά, ως επικεφαλής του μικρασιατικού τμήματος της βραχύβιας «Πανελληνίου Οργανώσεως», που διαδέχτηκε κι απορρόφησε το Μακεδονικό Κομιτάτο της Αθήνας το 1908-1909, η άποψή του αυτή έχει ιδιάζουσα βαρύτητα.

Για τον μέσο Ελληνα αναγνώστη, τον εθισμένο στην αγιογραφική εξιστόρηση του Μακεδονικού Αγώνα, οι χαρακτηρισμοί αυτοί ακούγονται βέβαια παράδοξοι. Ως γνωστόν, η ένοπλη εξόρμηση του 1904-1908 παρουσιάζεται συνήθως σαν αγωνιστική υπέρβαση του διεφθαρμένου μικροκομματισμού με πρωτοβουλία κάποιων αγνών πατριωτών, η ανιδιοτελής επιμονή των οποίων αφύπνισε μια ψοφοδεή πολιτική εξουσία.

Πασίγνωστη είναι, άλλωστε, η ατάκα που λάνσαρε ψευδώνυμα το 1907 ο διπλωμάτης Ιων Δραγούμης, στο αυτοβιογραφικό πόνημά του «Μαρτύρων και ηρώων αίμα»: «Αν τρέξουμε να σώσουμε τη Μακεδονία, η Μακεδονία θα μας σώση. Θα μας σώση από τη βρώμα όπου κυλιόμαστε, θα μας σώση από τη μετριότητα κι από την ψοφιοσύνη, θα μας λυτρώση από τον αισχρό τον ύπνο, θα μας ελευθερώση. Αν τρέξουμε να σώσουμε τη Μακεδονία, εμείς θα σωθούμε!». Πώς συνδυάζεται αυτός ο ιδεαλισμός με τα περί «κακοήθους εταιρείας», όπου «επλούτισαν όλοι οι αναμιχθέντες»;

«Το στρώσιμον με λίρας δυστυχώς δεν θα το αποφύγωμεν» - «Αθως» (Λάμπρος Κορομηλάς) προς «Κώστα» (Μαζαράκη), Θεσσαλονίκη 7/6/1905

Ο ίδιος ο Δραγούμης δεν ήταν βέβαια καθόλου υπεράνω όσων ο ίδιος μεγαλόστομα συνήθιζε να καταγγέλλει, οικοδομώντας το αντισυμβατικό του προφίλ. Το διαπιστώνουμε από τους ενδόμυχους προβληματισμούς που κατέγραφε στο προσωπικό του ημερολόγιο, αποκαλύπτοντας τις πραγματικές του ιεραρχήσεις: «Να σκορπίσω τη ζωή μου όπως όπως σε κανένα χωριό της Μακεδονίας; Πάλι αυτό είναι η λιγότερο βαρετή δουλειά που μπορώ να φανταστώ. Να γίνω πολιτικός στην Ελλάδα το ήθελα, μα και αυτό χρειάζεται χρήματα, και δε θέλω να πάρω από τους δικούς μου που δε μ’ εγκρίνουν, αφού δεν εβγήκα σύμφωνος με την εικόνα μου που αυτοί φαντάστηκαν» («Φύλλα Ημερολογίου», τ. Δ', Αθήνα 1988, σ. 23, εγγραφή της 15/12/1908).

Για το πώς ακριβώς θα «σκορπούσε τη ζωή» του μάς πληροφορεί το ίδιο ημερολόγιο, όταν τον Ιούνιο του 1910 υπέβαλε τη βραχύβια παραίτησή του στον πατέρα του (τότε πρωθυπουργό) και τον συμπέθερό του (τότε Υπ.Εξ.) – «παραίτηση» της οποίας κανένα απολύτως τεκμήριο δεν καταχωρίστηκε, φυσικά, στον φάκελο υπηρεσιακών μεταβολών του υπουργείου: «Θα γίνω έμπορος; Μπορώ; Οχι. Επιστάτης σε κανένα χτήμα; Ισως» (σ. 127).

Για το κλίμα των ημερών, διαφωτιστικές αποδεικνύονται πάντως οι αμέσως επόμενες σελίδες: «Τώρα έβγαλαν πως έκλεψα χρήματα Μακεδονικά και πως ο υπουργός το έκρυψε από τον κόσμο για να μη γίνει σκάνδαλο. […] Είπαν πως καταχράστηκα χρήματα και πλαστογράφησα υπογραφές, και τα χρήματα τα έδωσα της “ερωμένης” μου, δηλαδή της αγαπημένης μου» (σ. 129-30).

Η εικόνα του Μακεδονικού Αγώνα ως οικονομικού σκανδάλου δεν πήγασε όμως (μόνο) από τις φήμες των ημερών για τα άπλυτα των Δραγούμηδων. Την ίδια χρονιά που κυκλοφόρησε το βιβλίο του Ιωνα, οι αθηναϊκές εφημερίδες συζητούσαν πρωτοσέλιδα τα «όργια» και τις λογιστικές ατασθαλίες του επίσημου καθοδηγητικού επιτελείου των μακεδονομάχων.

Τα εν οίκω, εν δήμω

Μεταξύ 7 και 10 Φεβρουαρίου 1907, οι Αθηναίοι πληροφορήθηκαν από τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων ότι δύο από τους δημοφιλέστερους μακεδονομάχους, ο «γενικός αρχηγός» του βιλαετίου Μοναστηρίου καπετάν Βάρδας (δηλαδή ο ανθυπολοχαγός Γεώργιος Τσόντος) και ο Σφακιανός οπλαρχηγός Ευθύμιος Καούδης, κατήγγειλαν δημόσια το επίσημο επιτελείο του Αγώνα, το «Ελληνικόν Μακεδονικόν Κομιτάτον» της Αθήνας, για «ανεκδιήγητα όργια».

Επικεφαλής του Κομιτάτου, από την ίδρυσή του τον Μάιο του 1904, βρισκόταν ο Δημήτριος Καλαποθάκης, εκδότης και διευθυντής της εφημερίδας «Εμπρός», τα γραφεία της οποίας στέγαζαν και την οργάνωση. Στην πραγματικότητα, η τελευταία είχε δημιουργηθεί ως προσχηματική κάλυψη της ένοπλης επέμβασης του ελληνικού κράτους στη γειτονική επικράτεια, όταν αυτή συναποφασίστηκε από τον πρωθυπουργό Γεώργιο Θεοτόκη, τον διάδοχο Κωνσταντίνο και πολιτικούς διαμεσολαβητές των αλυτρωτικών δικτύων, όπως ο πρώην Υπ.Εξ. Στέφανος Δραγούμης. Το εγχείρημα χρηματοδοτούσαν το Υπ.Εξ. και (δευτερευόντως) ο στρατός, τα στελέχη των οποίων ουδέποτε συμβιβάστηκαν με την ιδέα της «ανεύθυνης» (και προσοδοφόρας) επίσημης καθοδήγησης από τον Καλαποθάκη και τους πολιτικούς φίλους του.

Υστερα από σφοδρές υπόγειες διαμάχες κι εκατέρωθεν παραιτήσεις, ο Θεοτόκης συμβίβασε προσωρινά αυτή την αντίθεση μ’ έναν διαχωρισμό της κατά τόπον αρμοδιότητας, όπου το Κομιτάτο είχε το προβάδισμα στο βιλαέτι Μοναστηρίου, ενώ οι διπλωμάτες κι οι στρατιωτικοί συνεργάτες τους («ειδικοί γραφείς») την αποκλειστικότητα στο βιλαέτι Θεσσαλονίκης. Η ρύθμιση αυτή άφησε, όμως, ακάλυπτους τους «ειδικούς γραφείς» του προξενείου Μοναστηρίου, που συντόνιζαν εκ του συστάδην τη δράση των εκεί ελληνικών σωμάτων και προτιμούσαν την άσκηση μιας τρομοκρατικής πολιτικής χαμηλού προφίλ (όπως γινόταν στο βιλαέτι Θεσσαλονίκης) από τη θορυβώδη δραστηριότητα του Κομιτάτου.

Ο θόρυβος αυτός δεν ήταν καθόλου άσχετος με τις οικονομικές επιδιώξεις του Καλαποθάκη, που δεν πολλαπλασίαζε μόνο την κυκλοφορία και τα έσοδα της εφημερίδας του χάρη στη μονοπωλιακή πρόσβασή του στα ημερολόγια και τις αφηγήσεις των υφισταμένων του οπλαρχηγών, αλλά μάζευε και ανεξέλεγκτες εισφορές από μεγαλοαστούς του εσωτερικού και της διασποράς.

Τα απομνημονεύματα μακεδονομάχων, όπως ο Καούδης ή ο Γιάννης Καραβίτης, περιγράφουν αρκετά γλαφυρά την προσχεδιασμένη επίδειξή τους από τον Καλαποθάκη σε κοσμικές δεξιώσεις στη βίλα του στα Πατήσια, με στόχο την απόσπαση των πολυπόθητων αφανών επιχορηγήσεων. Ακόμη και μετά τον διαχωρισμό των δύο περιφερειών, το Κομιτάτο εξακολούθησε πάντως να εισπράττει τη μερίδα του λέοντος των σχετικών κρατικών κονδυλίων: μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 1906, λ.χ., η επιδότησή του από το Υπ.Εξ. ανήλθε σε 5.474 λίρες (125.902 δραχμές) τον μήνα, ποσό υπερδιπλάσιο της αντίστοιχης δαπάνης που καταβαλλόταν για το βιλαέτι Θεσσαλονίκης στο εκεί προξενείο (ΙΑΥΕ 1906/81, Λ. Κορομηλάς προς Υπ.Εξ., Εν Μοναστηρίω 8/8/1906, αρ.1, λίαν απόρρητος).

Ωσπου, τον Φεβρουάριο του 1907, ο Καούδης καταγγέλλει δημόσια τον πρόεδρο του Κομιτάτου ως καταχραστή και μια μερίδα του Τύπου σηκώνει τη σημαία της κάθαρσης. Με τίτλο «Οι λογαριασμοί του Κομιτάτου. Πώς διπλασιάζονται οι αριθμοί», η εφημερίδα «Αθήναι» θα ανακοινώσει πρώτη με καταφανή ειρωνεία (7/2) πως «οι διαχειρισταί του Κομιτάτου κάμνουν τρομακτικά [λογιστικά] λάθη εκ παραδρομής» όσον αφορά «τας δαπάνας των ελληνομακεδονικών σωμάτων»: «Φαίνεται ότι εκ παραδρομής εγράφη εις τα βιβλία ότι είς των οπλαρχηγών, ο Καπετάν Καούδης, έλαβε διά τας δαπάνας του σώματός του δραχμάς εξήκοντα χιλιάδας»· όμως «ο άνθρωπος είχε λάβει μόνον χιλιάδας το όλον τριάκοντα» και, όταν το έμαθε, «μετέβη απ’ ευθείας εις το Κομητάτον» για να ξεκαθαρίσει το ζήτημα. Εκεί, «οι αρμόδιοι τον εβεβαίωσαν ότι δεν έλαβε τριάκοντα χιλιάδας δραχμάς, αλλ’ εξήκοντα. Ο Καπετάν Καούδης όμως ήτο πεπεισμένος ότι δεν είχε χάσει τα λογικά του, και εις το τέλος πεισθείς ότι ο πρωτοφανούς θρασύτητος διπλασιασμός των τριάκοντα χιλιάδων του εις κάθε άλλο παρά εις παραδρομήν ωφείλετο, εξεμάνη τόσον ώστε επηκολούθησαν θλιβερώταται σκηναί». Συμπέρασμα της εφημερίδας ήταν ότι «μένει να σημειωθή ο επίλογος όχι του επεισοδίου αλλά της από καιρού παιζομένης τραγωδίας, της οποίας η κάθαρσις και ταχεία πρέπει να είναι και αυστηρά».

Στα απομνημονεύματά του, που γράφτηκαν το 1949 και κατατέθηκαν στο Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα από τον Νίκο Μέρτζο το 1992, ο Καούδης διευκρινίζει πως η ενημέρωσή του αυτή προήλθε από κάποιον «αυτοσύστατο» Μακεδόνα που γνώριζε καλά τις συναλλαγές του με το Κέντρο Μοναστηρίου και δήλωνε «ιδιαίτερος» του πρωθυπουργού Θεοτόκη. Οπως μας πληροφορεί ο επιμελητής τους, η τελευταία σελίδα τους που αφορά το σκάνδαλο έχει διαγραφεί, οι δε επόμενες αφαιρεθεί από άγνωστο χέρι (Χοτζίδης 1996, σ. 143-4, 22 & 33).

Ελαφρά διαφορετικό ήταν το περιεχόμενο επιστολής του Καούδη προς Καλαποθάκη (1/2) που δημοσιεύτηκε στο «Εμπρός» και το «Σκριπ» (9/2): «Γνωρίζω ότι εντολή του (έπεται το όνομα) όπως μου χορηγήσετε εφάπαξ και προς εγκατάστασίν μου ένα ποσόν από 15-20 χιλιάδες δραχμαίς ελάβετε, αλλά αποφύγετε να τω πράξητε προς ζημία μου και προς όφελός σας. Εθεωρήσετε καλύτερον να τα κερδίσετε υμείς, γνωρίζω ότι και μέχρι σήμερον εξακολουθύτε να πέρνετε επονοματή μου 500 δραχμαίς και εγώ μόλις και μετά βίας να πέρνω τας 200 κατά μήνα, γνωρίζω δε ότι δεν αρκέσθις μόνον εις αυτά αλλά δικεολογίτε εις βάρος μου διά πλαστών αποδίξεων μεγάλα και μεγάλα ποσά, αλλ’ αυτά τα εχόνευσα και εσώπασα χάρην του αγίου και ιερού αγώνος, ημείς όμως δεν αρκέσθετε μόνον εις αυτά αλλά θέλετε να ηστερίσητε ως το ιερότερον εις εμέ τα ημερολόγια του αγώνος μου. Σου καθυστώ γνωστών ότι αν δεν σπεύσετε να μου τα στείλης θα ζητίσω εξίγισιν δι’ όλα αυτά και πιθανόν θα δυσκολευθείς να δώσετε».

Στη δική του καταγγελία, συνταγμένη σε συνεργασία με τον «ειδικό γραφέα» του Προξενείου Μοναστηρίου, ανθυπολοχαγό Νικόλαο Κοντογούρη, ο Βάρδας έκανε πάλι λόγο για «όργια και σειράν οργίων ανεκδιηγήτων, τελουμένων την σήμερον εν Αθήναις εις βάρος του Μακεδονικού αγώνος» από «το γνωστόν Μακεδονικόν Κομιτάτον». Το τελευταίο κατηγορούνταν, μεταξύ άλλων, ότι «διδάσκει τη παραλυσίαν, την συναλλαγήν και την αναρχίαν» (εφ. «Σκριπ» και «Χρόνος», 9/2/1907).

Την προκήρυξη του Βάρδα, που διανεμόταν στην Αθήνα «παρ’ ενός λοχίου» («Εμπρός» 9/2), συνόδευε η ταχυδρομική αποστολή ανυπόγραφης «εγκυκλίου» του Κοντογούρη με το βαρύγδουπο λογότυπο «Ελληνομακεδονικόν Κομιτάτον - Εσωτερική Οργάνωσις - Το εν Μακεδονία εδρεύον Ανώτατον Εθν. Κέντρον», το κείμενο της οποίας δεν έχει βρεθεί. Από το ημερολόγιο του Βάρδα μαθαίνουμε πάντως ότι, αν και προερχόμενη από (ανύπαρκτη) «Εσωτερική Οργάνωση», η προκήρυξη αυτή δεν επρόκειτο να διακινηθεί στη Μακεδονία «διότι δε συμφέρει» (τ.Β', σ. 424).

Το ίδιο ημερολόγιο μας πληροφορεί ότι στην αρχική εκδοχή της, που συνέταξε ο Κοντογούρης, η προκήρυξη του Βάρδα έδινε έμφαση στην οικονομική διάσταση, καλώντας το έθνος να «καταργήση το Κομιτάτον» και να «διδάξη τους επιχειρηματίας ότι η Μακεδονία δεν είναι Κωπαΐς ή Στυμφαλία» (τα γνωστότερα σκάνδαλα της εποχής). Εκτιμώντας ότι «το ζήτημα των χρηματικών καταχρήσεων είναι τετριμμένον επιχείρημα», ο Βάρδας αντιπρότεινε τη διατύπωση «θα διδάξη τους ερασιτέχνας ότι η Μακεδονία δεν είναι χρηματιστική, εμπορική ή θεατρική επιχείρησις» (σ. 441). Το τελικό κείμενο κατέληγε δε ακόμη ηπιότερα: «Καταργούντες το ολέθριον Κομιτάτον θέλετε διδάξη τους ερασιτέχνας ότι το Μακεδονικόν ζήτημα δεν είνε ζήτημα θεατρικόν».

Η υποδοχή της σκανδαλολογίας από τον Τύπο ήταν αντιφατική. Μια μερίδα του την ανέδειξε πρωτοσέλιδα («Σκριπ», «Χρόνος», «Αλήθεια»), οι περισσότερες εφημερίδες έσπευσαν όμως να καυτηριάσουν τη δημόσια ανακίνησή της ως επιβλαβή για την εθνική εξόρμηση, ανεξαρτήτως βασιμότητας των καταγγελιών. Για «απρεπή θόρυβον περί των Ελληνομακεδονικών κομιτάτων» έκανε λόγο η «Ακρόπολις» (10/2), η «Σφαίρα» αποφάνθηκε ότι χύθηκε «πλέον του δέοντος φως εις την υπόθεσιν» (9/2), ενώ το «Αστυ» κάλεσε τους αρμοδίους «να επαναφέρουν αμέσως, διά πάσης επιβολής και θυσίας, το ζήτημα εις το άδυτον από το οποίον ασυγχώρητος επιπολαιότης ανελπίστως το εξετόπισε» (10/2).

Υπήρχαν, τέλος, εκείνοι που αποφάνθηκαν ότι «ευχής έργον θα ήτο να τεθή τέρμα εις την δράσιν του εν λόγω κομιτάτου, χωρίς κανένα θόρυβον δημοσιογραφικόν» («Εστία», 8/2) και ζήτησαν από «τους δυναμένους να λάβουν μέτρα προς καταστολήν της δημοσίας συζητήσεως να το πράξουν» για «να προληφθή η έκτασις του σκανδάλου» («Πατρίς», 9/2).

Τελικό αποτέλεσμα υπήρξε πάντως η άμεση ανακοίνωση της παραίτησης του Καλαποθάκη, «ανεξαρτήτως του αν το Κομιτάτον θα μείνη ή θα παραιτηθή ολόκληρον» («Εμπρός» 9/2). Στην κεφαλή των μακεδονομάχων τον αντικατέστησε ο στενός συνεργάτης του, υπολοχαγός Πέτρος Μάνος, ώσπου την άνοιξη του 1908 –λίγο πριν από το κίνημα των Νεοτούρκων και τον τερματισμό του Αγώνα– το Κομιτάτο περιήλθε στον πλήρη έλεγχο του στρατού.

Ο Αγώνας ως ρουσφέτι

 


Η ακρίβεια των καταγγελιών του Καούδη, και δη τα (τερατώδη) νούμερα που επικαλούνταν, είναι φυσικά αδύνατο να επιβεβαιωθούν. Στον σχετικό φάκελο του Κομιτάτου που έχει ενσωματωθεί στο Ιστορικό Αρχείο του Υπ.Εξ. (1907/97.2), τα μόνα που διασώζονται είναι ένα ένταλμα πληρωμής και δύο ταυτόσημες αποδείξεις (15/12/1906) για την καταβολή στον Καούδη 200 δρχ. «διά μισθόν του τού μηνός Δεκεμβρίου».

Στη δημόσια απάντησή του εν ονόματι του Κομιτάτου, ο Καλαποθάκης υποστήριξε πάλι πως ο «αγαθός» οπλαρχηγός «έπεσε θύμα επιτηδείων μοχθηρών ή υπέστη ατύχημα [διάβαζε: φρενοβλάβεια] του οποίου ανέλαβον την εκμετάλλευσιν δημοσιογράφοι τινές κατά τοιούτον καταχθόνιον και προδοτικόν τρόπον» («Εμπρός» 9/2). Ακολούθησε δημόσιο ξεκατίνιασμα ενός δικού του μακεδονομάχου με τον Καούδη από τις στήλες διαφόρων εντύπων, γύρω από ελάσσονα περιστατικά του Αγώνα αλλά και τους εκατέρωθεν άθλους στις χαρτοπαικτικές λέσχες.

Από διαφορετική –αλλά διόλου κολακευτικότερη– γωνία την όλη διαμάχη φωτίζει μία επιστολή του Παμίκου Ζυμβρακάκη προς τον Βάρδα (5/2). «Οι εν τω Κομιτάτω», συνοψίζει το περιεχόμενό της ο παραλήπτης, «εκήρυξαν σταυροφορίαν κατ’ εμού, πειρώμενοι πάντα Κρήτα οπλαρχηγόν εργασθέντα παρ’ εμοί να προσηλυτίσωσι φανατικώς, μη οκνούντες να προσφέρωσιν αυτοίς παχύτατα μηνιαία εκ 200-300 δρ. και είτα να τους εξακοντίσωσιν εναντίον μου, ίνα η ασθενής φωνή μου αποτελέση κακοφωνίαν, εν τη φαύλω συμφωνία των καταχθονίων σχεδίων Καλαποθάκη και παρέας. Οι διάφοροι Κλειδήδες, Δικόνιμοι, Καούδηδες, Γυπαρήδες, Σκλαβούνηδες είναι τρόφιμοι του Κομιτάτου και χρησιμεύουσιν ως τυφλά όργανα αυτού».

Υπενθυμίζοντας πως όλοι αυτοί οι οπλαρχηγοί «λατρεύουσι και τον Θεόν και τον Μαμμωνάν», ο επιστολογράφος περνά κατόπιν στις πρόσφατες εξελίξεις: «Ο Καούδης, ον γνωρίζεις κάλλιον εμού και όστις επί 11 τώρα μήνας ελάμβανε μηνιαίως 200 δρ. και μερικά έκτακτα, δεν ξεύρω διά τίνα λόγον περιήλθεν εις έριδα μετά του Καλαποθάκη διατεινόμενος ότι τον κλέπτουν! Μαίνεται εναντίον του Καλαποθάκη, ον εξύβρισε και απειλεί ότι θα φονεύση! Ισχυρίζεται ότι θα φέρη εις δημοσιότητα τα όργια του Κομιτάτου και κατά τούτο τουλάχιστον θα τον βοηθήσω υποδεικνύων αυτώ τον κατάλληλον αντιλήπτορα δημοσιογράφον» (Βάρδας, ό.π., σ. 501-2).

Πληροφορούμενος την αξιοποίηση από τον Καλαποθάκη «των αγωνιζομένων διά συντήρησιν συμπατριωτών μας, οίτινες πωλούσι τους αγώνας των» (σ. 454-5), ο Βάρδας σχολιάζει φλεγματικά: «Ζήτημα άρτου. Τι να κάμωσι» (σ. 451). Κάποιες στιγμές, η αηδία του φαίνεται πάντως ειλικρινής – όπως όταν βεβαιώνει πως έχει διακόψει την αλληλογραφία του με την Αθήνα «διότι απεχθάνομαι όλους τους αχρείους και φαύλους, οίτινες εκεί τα πάντα διέφθειρον» (σ. 411-2).

Ακόμη πιο ενδιαφέρουσα αποδεικνύεται, πάντως, η εκ μέρους του σκιαγράφηση των μικροπολιτικών διακυβευμάτων του Αγώνα: ο Καλαποθάκης, «διαθέτων τα χρήματα του δημοσίου, κατορθώνει να επηρεάζει πολλούς Κρήτας και Μακεδόνας και να έχη πολιτικήν δύναμιν διά τον [πρώην υπουργό Εσωτερικών και Στρατιωτικών –μετέπειτα πρωθυπουργό– Κυριακούλη] Μαυρομιχάλην» (σ. 448). Ο Κοντογούρης τού υπενθυμίζει, πάλι, πως το Κομιτάτο στηριζόταν κι από τον ηγέτη της αντιπολίτευσης Δημήτριο Ράλλη, καθώς ο γιος του (ο γνωστός κατοχικός «πρωθυπουργός» Ιωάννης Ράλλης) παρέμενε μέλος της διοικούσας επιτροπής, «νύχι και κρέας με τον Καλαποθάκη» (σ. 435).

Οπως προκύπτει από τον προαναφερθέντα φάκελο, στη διάρκεια του 1906 τα περισσότερα εντάλματα πληρωμής ή αποδείξεις του Κομιτάτου συνυπογράφονταν από τρία μέλη της ηγεσίας του: τον Ιωάννη Ράλλη, τον –επίσης πολιτικό– Αντώνιο Καρτάλη και τον δημοσιογράφο (μετέπειτα νομάρχη και Υπ.Εξ.) Περικλή Αργυρόπουλο· κάποιες φορές προσυπέγραφαν κι ο Καλαποθάκης, ο μετέπειτα Υπ.Εξ. Γεώργιος Μπαλταζής ή ο γαμπρός του Μαυρομιχάλη, Αλέξανδρος Ρώμας. Στον ίδιο φάκελλο φυλάσσονται επίσης κάποιες συναλλαγματικές με τις υπογραφές των Αργυρόπουλου και Καρτάλη – από εκείνες που, όπως ομολογεί ο πρώτος στα Απομνημονεύματά του (Αθήναι 1970, σ. 51), «δεν εξωφλήθησαν ποτέ».

Ο διάδοχος και η Κρουπ

 


Την παραίτηση Καλαποθάκη συνόδευε η απειλή ότι θα αποκαλύψει την πραγματική ηγεσία του εγχειρήματος: «Ουδείς των εν τω “Εμπρός” έχει σχέσιν με την διαχείρισιν του Κομιτάτου [...]. Διά να δώσωμεν δε τέλος εις τας από σκοπού διασπειρομένας συκοφαντίας, είμεθα πρόθυμοι να είπωμεν εις το αυτί εκάστου τις ο διαχειριστής και ο άμεσος επόπτης αυτού, με την πεποίθησιν ότι το οικοδόμημα του ψεύδους θα καταπέση μόνον του» («Εμπρός» 9/2). Προφανώς δεν εννοούσε τον άσημο λοχαγό Τιμολέοντα Μομφεράτο, που εκτελούσε χρέη ταμία του Κομιτάτου. Το περιεχόμενο των σχετικών ψιθύρων θα το υπαινιχθεί κάποια στιγμή ο αντιφρονών «Χρόνος» (12/2): «Τα αναμασήματα περί υποκινήσεως δήθεν του σκανδάλου εκ μέρους της Αυλής θεωρούμεν ανάξια οιασδήποτε διαψεύσεως, γνωστού όντος ότι η ελληνική Αυλή ουδέποτε έδωσεν ούτε οβολόν διά τας εθνικάς υποθέσεις».

Αθέατος αρχηγός και καθοδηγητής των μακεδονομάχων ήταν όντως ο διάδοχος Κωνσταντίνος. Αυτός έκανε τον τελικό έλεγχο των αξιωματικών και οπλαρχηγών που στέλνονταν στη Μακεδονία, σ’ αυτόν απευθύνονταν ιδίως οι αξιωματικοί για να δώσει λύση στις κατά καιρούς τριβές – γεγονός που εξηγεί και την αναβίωση του ίδιου μηχανισμού, λίγα χρόνια μετά, ως ενόπλου σκέλους του αντιβενιζελισμού (Επίστρατοι, φιλογερμανικές ανταρτoομάδες της «ουδετέρας ζώνης»).

Η διασύνδεση της «μικρής Αυλής» του διαδόχου με τη Γερμανία, την ευρωπαϊκή δύναμη που κατεξοχήν προάσπιζε τότε –όπως και οι μακεδονομάχοι– το οθωμανικό καθεστώς, προσέδιδε επίσης στο εγχείρημα μια διάσταση που δύσκολα ομολογούνταν ανοιχτά τα επόμενα χρόνια. Το διαπιστώνουμε από τα μισόλογα του βασικού ήρωα της Πηνελόπης Δέλτα, στις δικές του αναμνήσεις, πως ο Μακεδονικός Αγώνας δρομολογήθηκε «τη εισηγήσει πιθανότατα και προτροπή Μεγάλων τινών Δυνάμεων» («Ο ναύαρχος Ιωάννης Δεμέστιχας», Εν Αθήναις 1964, σ. 24).

Οι υπόγειες σχέσεις του ίδιου του Καλαποθάκη με τη Γερμανία επιβεβαιώνονται πάντως από ένα άσχετο γεγονός της ίδιας χρονιάς: τις αντιδράσεις για την επιλογή της κυβέρνησης Θεοτόκη να παραγγείλει γαλλικά κανόνια, παρακάμπτοντας τις σχετικές προσφορές των γερμανικών εταιρειών Κρουπ και Ερχαρντ. Στις 5/7/1907 ο Γερμανός πρέσβης Φον Αρκο ενημέρωνε το Βερολίνο πως «ο πιστός στην Κρουπ τύπος επιτίθεται σήμερα κατά της κυβέρνησης, της επιτροπής και του γαλλικού πυροβόλου» (Κώστας Λούλος, «Η γερμανική πολιτική την Ελλάδα, 1896-1914», Αθήνα 1990, σ. 99).

Μπροστάρης των εφημερίδων της Κρουπ δεν ήταν άλλος από το «Εμπρός», το κύριο άρθρο του οποίου θα μπορούσε να έχει γραφτεί απευθείας από την πρεσβεία: «Τώρα ο κ. Θεοτόκης ας ακούση τας διαμαρτυρίας και τα παράπονα των δύο Γερμανικών καταστημάτων και ας ετοιμασθή να πληρώση αποζημίωσιν εις την πλεονεξίαν αυτών, ενθυμούμενος κάποιον μύθον του Αισώπου περί λέοντος, αλώπεκος και όνου, εκ των οποίων ο τελευταίος έσχε την αφροσύνην να ορίση την μερίδαν εκάστου, χωρίς να έχη και οδόντας ικανούς να υπερασπίση το δέρμα του» (5/7).

Ακολούθησαν ακόμη δύο φλογερά κύρια άρθρα υπέρ της Κρουπ (11 και 13/7) και μία απροκάλυπτα απειλητική συνέντευξη εκπροσώπων των δύο γερμανικών εταιρειών από την Κέρκυρα (12/7).

Όρνεα αρπακτικά

 


Το σκάνδαλο του 1907 δεν ήταν, όμως, παρά η κορυφή του παγόβουνου. Αν οι καταγγελίες για οικονομικά «όργια» του Κομιτάτου βρήκαν ευήκοα ώτα, αυτό οφειλόταν πρωτίστως στο γεγονός πως η ίδια η ένοπλη ελληνική εξόρμηση στη Μακεδονία βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στην απλόχερη διασπορά του «ιερού» δημόσιου χρήματος. Ως συνειδητή μάλιστα στρατηγική επιλογή, προκειμένου να πληγεί το μαλακό υπογάστριο του αντιπάλου: οι κλονισμένες σχέσεις των κομιτατζήδων μ’ ένα μέρος της αγροτικής μαζικής τους βάσης, που είχε πια κουραστεί από την επαχθή «επαναστατική φορολογία» και το ατέρμονο κόστος της συντήρησης παράνομων στελεχών κι ανταρτο-ομάδων.

Όλα τα μέλη των ελληνικών ανταρτοομάδων ήταν έμμισθα, οι δε επαγγελματίες στρατιωτικοί έπαιρναν διπλές απολαβές σε Μακεδονία και Αθήνα. Τακτικό μισθό εισέπρατταν και οι περισσότεροι ντόπιοι συνεργάτες τους (πολιτοφύλακες, οδηγοί, γιατάκηδες, αγωγιάτες, πληροφοριοδότες), ενώ με το κομμάτι αμείβονταν οι μεμονωμένοι (τακτικοί ή ευκαιριακοί) εκτελεστές.

Ο αρχιτέκτονας του Αγώνα, πρόξενος Κορομηλάς, αντιμετώπιζε αυτές τις εργασιακές σχέσεις με όρους ανεπιφύλακτα αγοραίους: «από τον Μάρτιον και επέκεινα οι άνδρες των σωμάτων θα διπλασιασθώσιν», εκτιμούσε χαρακτηριστικά στις αρχές του Αγώνα, «αλλ’ είμαι βέβαιος ότι θα στοιχίσωσι πολύ ολιγώτερον ένεκα των διαρκώς από τούδε γενομένων μοι προσφορών διά το έαρ». Εκτός από τον νόμο της προσφοράς και της ζήτησης, οι ελπίδες του βασίζονταν κυρίως στον εγκλωβισμό των ντόπιων εθελοντών σ’ έναν δρόμο χωρίς επιστροφή: το μισθολογικό κόστος, γράφει, «θα κατέλθη κάτω των 1.250 [λιρών], διότι πολλοί των ανδρών δεν θα δύνανται να επανέλθωσιν εις τα ίδια και αντί μικροτέρου μισθού θα προσφερθώσι να εργάζωνται» (Αρχείο Αθω Ρωμάνου, φ.12, Λ. Κορομηλάς προς Υπ.Εξ., Εν Θεσ/νίκη 15/11/1904, αρ.25 ιδ.).

Εξίσου αγοραία αντιμετώπιζαν τη στράτευσή τους και πολλοί μακεδονομάχοι, όπως πιστοποιεί η αποσύνθεση ανταρτοομάδων λόγω καθυστέρησης της μισθοδοσίας, οι απειλές αποχώρησης ανταρτών και καπεταναίων αν δεν πάρουν αύξηση, η μετατροπή «οπλίτη» σε καταδότη επειδή δεν ικανοποιήθηκαν οικονομικές απαιτήσεις του, η εκβιαστική είσπραξη μισθών από συνεργαζόμενους ντόπιους προύχοντες, η άρνηση μεταφορέων να παραδώσουν φορτία όπλων αν πρώτα δεν πληρωθούν κ.ο.κ.

«Η προς την πατρίδα υποχρέωσις και το καθήκον εις ολιγίστους υπάρχει», σημειώνει για τους υφισταμένους του στον Βάλτο των Γιαννιτσών ο ανθυπασπιστής Αναγνωστάκος, «αλλά και εις αυτούς τους άγαν πατριώτας σβένυται μετά τρίμηνον εν τω σώματι διαμονήν, και ο μόνος δεσμός είνε ο χρηματισμός» (Αρχείο Π. Δέλτα, φ.2.3.4, Μ. Ματαπάς προς Φίλτατο, 20.5.1906). «Δυστυχώς πάσα εργασία ακριβοπληρώνεται», διαπιστώνει τον Ιούνιο του 1905 ο υπολοχαγός Μαζαράκης, καθώς «οι Νιαουστινοί και διά την καλημέραν θέλουν χρήματα» («Αρχείο Βερμίου», σ. 43). Γλαφυρότερος όλων ο Βάρδας που αποφαίνεται πάλι, ήδη από το πρώτο τρίμηνο της δράσης του στη Μακεδονία, ότι «πάντες οι οπλαρχηγοί εισίν όρνεα αρπακτικά, δι’ ουδέν άλλο σκεπτόμενα ή διά την τσέπην των» (τ.Α', σ. 68).

Όσο κι αν η διαπίστωση του μισθοφορικού χαρακτήρα της στράτευσής τους σήμερα σοκάρει, για πολλούς μακεδονομάχους αυτό δεν ήταν καθόλου επιλήψιμο. Σε επιστολή του προς τον Βάρδα το καλοκαίρι του 1905, ενώ εξελισσόταν το βενιζελικό κίνημα του Θερίσου, ο (επίσης μακεδονομάχος) ξάδερφός του Μιχάλης Τσόντος θεωρούσε π.χ. αδιανόητο να εγκαταλείψουν «οι Κρήτες την επαναστατημένην πατρίδα των, ίνα μεταβώσιν να πολεμώσιν ως μισθοφόροι αλλαχού» (ό.π., σ. 162).

Στην ίδια τη Μακεδονία, το όλο σύστημα αποδείχθηκε αποτελεσματικότατο σε μια πρώτη φάση, μακροπρόθεσμα όμως εξελίχθηκε σε παγίδα. «Εσχηματίσθη η πεποίθησις ότι πακτωλός ολόκληρος χρυσού ρέει εις την ελληνικήν οργάνωσιν», εξηγεί ο συντονιστής του Αγώνα στο Προξενείο Θεσσαλονίκης (Δημήτριος Κάκκαβος, «Απομνημονεύματα», Θεσ/νίκη 1972, σ. 88), με συνέπεια τον πολλαπλασιασμό των σχετικών απαιτήσεων που το δημόσιο ταμείο αδυνατούσε από ένα σημείο και μετά να ικανοποιήσει. «Δεν κάμω τίποτε άλλο παρά σπαταλώ χρήματα. Εχουν ανοίξει και οι προγενέστεροι καθηγηταί [=οπλαρχηγοί] κακόν δρόμον, ότι και αν κάμωμεν με πληρωμήν, πρέπει ο δρόμος να αλλαχθή διότι δεν θα τα βγάλωμεν πέρα», διαμηνύει έτσι στο Προξενείο ο καπετάν Αγρας, λίγο πριν τον θάνατό του («Αρχείο Βερμίου», σ. 228).

Αν για κάτι δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία, αυτό είναι η μακροπρόθεσμη κληρονομιά αυτών των πρακτικών: η ανάδυση μιας ελληνομακεδονικής εθνικοφροσύνης που για περισσότερο από έναν αιώνα εκλαμβάνει τον πατριωτισμό της σαν προσοδοφόρο επάγγελμα.

Ο εκβιασμός του ιεράρχη

 


Ο μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης (1901-1907) υπήρξε εμβληματική μορφή του Μακεδονικού Αγώνα. Στα απομνημονεύματα που υπαγόρευσε τη δεκαετία του 1930 στην Πηνελόπη Δέλτα, συνδέει ανεπάντεχα τον διορισμό του στη Μακεδονία με τα οικονομικά προβλήματά του ως χωροεπίσκοπος του Πέραν, στην Κωνσταντινούπολη: «Είχα συνάψει δάνεια από διαφόρους φίλους μου. Κι επειδή τώρα εχρειάζοντο κι έξοδα του ταξιδιού, τα εξοικονόμησα από τοκογλύφους επί υποθήκη των πολυτίμων αμφίων μου»· την επόμενη χρονιά «οι τοκογλύφοι πήραν τα υποθηκευμένα» κι ένας απ’ αυτούς «πούλησε αντί πινακίου φακής τον βαρύτιμο μανδύα μου και την αρχιερατική μου μήτρα» («Απομνημονεύματα», Θεσ/νίκη 1958, σ. 7).

Η παράθεση αυτών των άσχετων πληροφοριών δεν είναι καθόλου τυχαία. Αποτελεί, αντίθετα, μια έμμεση απολογία του Καραβαγγέλη για τον οικονομικό εκβιασμό που άσκησε στην ελληνική κυβέρνηση, καθυστερώντας την εγκατάστασή του στην Καστοριά μετά την εκλογή του. Ιστορία παντελώς αποσιωπημένη, που πληροφορούμαστε από τη σχετική διπλωματική αλληλογραφία.

Ο Καραβαγγέλης εξελέγη στις 21/10/1900 – «με πολλούς ενδοιασμούς», κατά το υπηρεσιακό βιογραφικό του. Τέσσερις μήνες μετά βρίσκεται ακόμα στην Πόλη: «αν και κατ’ επανάληψιν εκλήθη υπό της Μεγάλης Εκκλησίας να μεταβή εις την επαρχίαν του», ενημερώνει ο Ελληνας πρέσβης την Αθήνα στις 5/2/1901, «εξακολουθεί παραμένων ενταύθα ένεκεν απορίας χρημάτων και διότι φρονεί ότι οι τακτικοί πόροι του θρόνου εισίν ανεπαρκείς προς αξιοπρεπή συντήρησίν του». Ο πρέσβης εισηγείται έτσι να του δοθεί «ετήσιον επιχορήγημα εκ λιρών ογδοήκοντα», εκτιμώντας ότι, «εν μέσω της υπαρχούσης λειψανδρίας, η εκλογή του είναι απόκτημα υπό εθνικήν και θρησκευτικήν έποψιν διά τα μέρη εκείνα».

Ο υπουργός Εξωτερικών Αθως Ρωμάνος είχε αντιρρήσεις: «Ο μητροπολιτικός ούτος θρόνος ουδέποτε επεχορηγήθη υπό της Β. Κυβερνήσεως, διότι έχει επαρκείς πόρους», απαντά στις 16/2. Μπροστά στην απειλή των αντίπαλων εθνικισμών, κάνει ωστόσο μια πρώτη υποχώρηση: «Εάν ο νέος μητροπολίτης μεταβαίνει εις την επαρχίαν του πεισθείς περί του εναντίου, η Κυβέρνησις δεν θα έχει αντίρρησιν να τω παράσχη τα μέσα της αξιοπρεπούς συντηρήσεώς του. Της παρουσίας όμως του ιεράρχου τούτου ούσης λίαν χρησίμου εν τη επαρχία του, ένεκα της ανωμάλου καταστάσεως των εν Μακεδονία πραγμάτων, σας παρακαλώ να επισπεύσητε την αναχώρησίν του».

Με τα πολλά, ο Γερμανός εδέησε να εγκαταλείψει τη Βασιλεύουσα στις 2 Μαρτίου. Αποχαιρετώντας τον, ο πρέσβης τού σύστησε «όπως, επωφελούμενος των περιστάσεων και της αποθαρρύνσεως των βουλγαρικών πληθυσμών», μετά την πρόσφατη εξάρθρωση της Κεντρικής Επιτροπής των κομιτατζήδων στη Θεσσαλονίκη, «προσπαθήση να επαναφέρη εις την ορθοδοξίαν σχισματικά χωριά».

Δεν φαίνεται, όμως, να βιαζόταν ιδιαίτερα. Στις 13/3 φτάνει στο Μοναστήρι και τα λέει με τον εκεί Ελληνα πρόξενο, που θεωρεί πως «η επιβράδυνσις της μεταβάσεως αυτού» στην επαρχία του «υπήρξεν αδίκημα κατά της Εκκλησίας και του Γένους». Τρεις μέρες μετά, αναχωρεί επιτέλους για την Καστοριά.

Στις 16 Ιουνίου το υπουργικό συμβούλιο ενέκρινε την εφάπαξ χορήγηση 150 λιρών, «λόγω αποζημιώσεως διά τας δαπάνας εις άς υποβάλλεται χάριν των εν τη επαρχία του εθνικών αναγκών». Ο Καραβαγγέλης τις παρέλαβε στις 15 Αυγούστου· στην απόδειξη που υπέγραψε, φρόντισε ωστόσο να σημειώσει πως του καταβλήθηκαν «ως έξοδα εγκαταστάσεως εις την επαρχίαν του» κι όχι ως κάλυψη «εθνικών δαπανών». Γι’ αυτές τις τελευταίες, είχε πάλι ο Θεός – και, κυρίως, το ελληνικό Δημόσιο...

Διαβάστε
 

 Γεώργιος Τσόντος-Βάρδας, Ο Μακεδονικός Αγών. Ημερολόγιο (3 τ., Αθήνα 2003, εκδ. Πετσίβα). Ο αυθεντικός Μακεδονικός Αγώνας, όπως καταγραφόταν καθημερινά από τον γενικό αρχηγό των ελληνικών σωμάτων στο βιλαέτι Μοναστηρίου. Εκτενείς αναφορές στην εκκόλαψη του δημόσιου σκανδάλου του 1907, αλλά και στο αντικειμενικό υπόβαθρό του.
 

 Αγγελος Χοτζίδης (επιμ.), Ευθύμιος Καούδης. Ενας Κρητικός αγωνίζεται για τη Μακεδονία (Θεσσαλονίκη 1996, εκδ. Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα). Τα απομνημονεύματα κι ένα μέρος του αρχείου Καούδη. Τα πρώτα κλείνουν με την έναρξη της εξιστόρησης του σκανδάλου του 1907, καθώς οι επόμενες σελίδες τους έχουν χαθεί.
 

 Σπύρος Καράβας, Μυστικά και παραμύθια από την ιστορία της Μακεδονίας (Αθήνα 2014, εκδ. Βιβλιόραμα). Συλλογή απομυθοποιητικών μελετών από έναν πανεπιστημιακό ιστορικό. Ιδιαίτερα αξιοσημείωτη η ενδελεχής αντιπαραβολή των «Μυστικών του Βάλτου» με όσα περιλαμβάνει –και αποκαλύπτει– το προσωπικό αρχείο της συγγραφέως τους.

 

ΠΗΓΗ: Εφσυν

Σχόλια