Ένας Γάλλος που ονειρευόταν να γίνει Έλληνας
Της Μαρίας Κατσουνάκη
«Η τέχνη του δεν μοιάζει με καμία, και θα δίσταζε κανείς να χαρακτηρίσει αυτά που βγαίνουν από την κάμερά του. Ταινίες…; Μάλλον πρόκειται για χώρους ανοιχτούς, με βάθος και εμμονές, όπου κάθε λεπτομέρεια, κάθε σκηνή, μοιάζει να προέρχεται από τη ζωγραφική, με μια εσωτερική ματιά στα πλάνα και στα χρώματα». Κάπως έτσι περιέγραφε ο Γάλλος συγγραφέας και κριτικός Φιλίπ Σολέρς, τον σκηνοθέτη Ζαν-Ντανιέλ Πολέ, σε κείμενό του το 1989. Η φιλμογραφία του, έως εκείνη την περίοδο, είχε ήδη πυκνώσει σε τίτλους κι αυτή η παράξενη, σχεδόν αγνοημένη, μοναχική και πολύ αντιφατική περίπτωση, που είχε θεωρηθεί και ελπίδα της Νουβέλ
Το «Μια σφαίρα στην καρδιά» επανεντοπίστηκε στη Γαλλία το 2018 και αποκαταστάθηκε ψηφιακά, προβλήθηκε την περασμένη εβδομάδα στην Αττική σε δύο θερινούς κινηματογράφους (άγνωστο αν συνεχίζεται ακόμη). Κρίμα. Ήταν χαμένη για δεκαετίες, η τύχη εξακολούθησε να μην την ευνοεί. Πανδημία, μειωμένο κοινό, περιορισμένο ενδιαφέρον.
«Η ταινία είναι ένα ψευτο-ελληνο-σιτσιλιάνικο(!) ουέστερν», κατά τον σκηνοθέτη της! Θα άξιζε τον κόπο να την αναζητήσει κανείς. Όχι για να διαψεύσει τον δημιουργό της αλλά για να απολαύσει μια
«συνάντηση» σχεδόν αποθεωτική. Μια Τζένη Καρέζη εκτυφλωτικά ωραία, δυναμική και εύθραυστη, να τραγουδά Μίκη Θεοδωράκη, γενναία, μοιραία και αισθαντικά, ως καλλιτέχνιδα σε κάποιο χαμαιτυπείο της Τρούμπας του ’60. Να μιλάει ασκημένα γαλλικά με τη βραχνή, ελαφρώς μπάσα και διαυγή φωνή της. Έναν Βασίλη Διαμαντόπουλο, Σισιλιάνο μεγαλομαφιόζο, να κυκλοφορεί με κόκκινη ρομπ ντε σαμπρ και ασύμμετρο (απροσδόκητα σημερινό) κούρεμα! Τον Σπύρο Φωκά, τον Σωτήρη Μουστάκα (ως φωτογράφο γκάνγκστερ), τον Γιώργο Μούτσιο, τον Ζανίνο,… ένα ακατάτακτο προσκλητήριο Ελλήνων ηθοποιών, έως τον Δημήρη Μυράτ σε ρόλο Γερμανού ιερωμένου. Πρωταγωνιστούν ο Σάμι Φρέι και η Φρανσουάζ Αρντί, δίπλα στο υπόλοιπο και παράδοξο καστ.Η υπόθεση έχει και δεν έχει σημασία. Ένας νεαρός Σικελός αριστοκράτης πέφτει θύμα πλεκτάνης και η περιουσία του περνάει στα χέρια ενός κακοποιού. Ο πρώτος καταφεύγει στην Ελλάδα, ο δεύτερος τον καταδιώκει στέλνοντας εκτελεστές, ένα άσβεστο μίσος υπάρχει ανάμεσά τους, ο πρώτος μετατρέπεται σε δολοφόνο, ο θάνατος είναι η μόνη διέξοδος. Οι γυναίκες εκπροσωπούν πότε τον πειρασμό πότε την αθωότητα, είναι θύματα μάλλον αλλά και μεγαλόθυμες, ερωτευμένες μέχρι αυτοθυσίας. Όλη η ταινία κινείται ανάμεσα σε ένα εστετισμό, χωρίς να αποφεύγει τον συμβολισμό και την εκζήτηση, και την αγάπη για την Ελλάδα και τα τοπία της, δεν είναι «τουριστικό φυλλάδιο» (σε καμία περίπτωση), ενώ τη διατρέχει ένα αίσθημα μελαγχολίας και διαρκούς ανεκπλήρωτου.
Χάρη στα πρόσωπα των ηθοποιών, αδιαφορούμε για την αληθοφάνεια του δράματος και της πλοκής του. Δεν μπορεί παρά η περσόνα του Ζαν-Ντανιέλ Πολέ ενός εμμονικού, αντισυμβατικού καλλιτέχνη, που προσπαθούσε να φλερτάρει με το εμπορικό αλλά τον τραβούσε το δοκιμιακό προς την πλευρά του, να προκάλεσε αυτό το ανορθόδοξο προσκλητήριο. Σα χορός μεταμφιεσμένων του ελληνικού κινηματογράφου, που διατηρεί, τόσες δεκαετίες μετά, ακέραιο το στοιχείο της έκπληξης και της απόλαυσης. Ανήκει στους κινηματογραφιστές που πήγαν αντίθετα στο ρεύμα, είτε ασχολήθηκε με το ντοκιμαντέρ είτε με το φιξιόν, αντιστάθηκαν στη ματαιοδοξία και στον κουραστικό θόρυβο αυτού που αποκαλείται θέαμα, δημιουργώντας με την επιμονή του μελετητή και τη διορατικότητα του ποιητή. Κι όπως έχει γράψει ο στενός φίλος και συνεργάτης του Κώστας Φέρρης: «Ο Ζαν- Ντανιέλ ονειρευόταν να γίνει Έλληνας, κι ήταν το μεγάλο του παράπονο κι ο μεγάλος του καημός που δεν το κατόρθωσε ποτέ. Όταν έλεγε “Έλληνας” εννοούσε αυτήν την έξαρση, την προχειρότητα, την επιπολαιότητα, αλλά και την αυθεντικότητα με την οποία ο Έλληνας εκφράζεται και εκδηλώνεται».
ΠΗΓΗ: Καθημερινή
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου