Στην Εφταλού Του Αριστείδη Καλάργαλη

Στην Εφταλού

Του Αριστείδη Καλάργαλη*

Ένα πρωινό καλοκαιριού του 1974, όλες οι αρχές της Μυτιλήνης κατέβηκαν στο λιμάνι για να υποδεχτούν έναν σημαντικό ξενιτεμένο του νησιού. Ηταν ο Αργύρης Εφταλιώτης, καλύτερα τα οστά του, που επέστρεφαν μετά από πενήντα ένα χρόνια από την ξενιτιά, από την Αντίμπ της Γαλλίας, όπου πέθανε το 1923.

Αν και έζησε πάρα πολλά χρόνια στα ξένα, ο νους του ήταν στο αγαπημένο του πατρογονικό νησί. Αλληλογραφούσε με αρκετούς λόγιους του νησιού, χάρηκε με την απελευθέρωσή του, το επισκέφτηκε μερικές φορές. Εκείνο το καλοκαίρι τον συνόδεψαν ώς την αγαπημένη του παραλία, την Εφταλού, απ’ όπου πήρε το ψευδώνυμό του. Εκεί, στον περίβολο του μικρού μοναστηριού, των Αγίων Αναργύρων, απόθεσαν τα οστά του κι έκτοτε ησυχάζει.

Παραδίπλα έχτισε την κούλα του ο Ηλίας Βενέζης. Σ’ αυτήν περνούσε τα καλοκαίρια, ήταν το «παράλιο ερημητήριό» του, όπου δεχόταν και φιλοξενούσε τους φίλους και γνωστούς του, Ελληνες και ξένους. Ο τόπος έχει ομορφιά και δύναμη κι αυτά μαγνήτιζαν τους περιηγητές τότε, τους τουρίστες σήμερα. Γι’ αυτόν έγραψε τις «ιστορίες του Αιγαίου» και τις περιέλαβε στο βιβλίο του «Εφταλού».

Φέτος η Εφταλού κινδύνεψε από πυρκαγιά, κάηκαν εκτάσεις με ελιές, πεύκα και θάμνους. Απειλήθηκαν σπίτια και καταλύματα παραθεριστών. Ευτυχώς περιορίστηκε και σβήστηκε γρήγορα από τους πυροσβέστες και τους εθελοντές. Κάθε φορά που πιάνει φωτιά σε τέτοιους τόπους, παρθένους, άγριους, με ιδιαίτερη φυσική ομορφιά, ανησυχούμε, στενοχωριόμαστε· γιατί ό,τι χάθηκε θα κάνει χρόνια για να επανέλθει.

Μια φωτιά, πριν από εξήντα και βάλε χρόνια, απασχόλησε τον Βενέζη. Και τότε καιγόταν η Εφταλού και κινδύνεψαν οι κούλες του συγγραφέα και του Εφταλιώτη. Ντόπιοι και ξένοι παραθεριστές έτρεξαν, πάλεψαν για «να σωθεί η Εφταλού, να σωθούν τα πεύκα και τα ρόμπολα και οι κούλες και οι ελαιώνες που ανάστησαν οι πατέρες τους, να γλιτώσει το χωριό απ’ τη συμφορά».

Και τότε και φέτος η φωτιά σβήστηκε πριν κάνει μεγαλύτερη ζημιά. Το τοπίο, η βλάστησή του, γλίτωσε, ευτυχώς με μικρή καμένη έκταση. Περπατούμε αμέριμνοι πλάι στη θάλασσα, κοιτάμε τ’ αποκαΐδια, αλλά και το δασωμένο μέρος που σώθηκε, τις μαυρισμένες πέτρες, τους μισοκαμένους κορμούς. Με υψωμένα τα μαυρισμένα κλαριά τους είναι σαν να μας ικετεύουν. Προστατεύστε, σώστε τα πράσινα αδέρφια μας. Αφήνω πίσω την κούλα του Βενέζη. Νιώθω στην πλάτη μου τα ευχαριστημένα βλέμματά τους· εκείνου και της κυρίας Σταυρίτσας, αλλά και του Γκόρντον· του σκύλου τους. Είναι για το σώσιμο της αγαπημένης τους Εφταλούς.

 

* συγγραφέας, διδάκτορας Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνία

 

ΠΗΓΗ: Efsyn

 

Σχόλια