Το μπουλούκι
Του Λευτέρη
Κουγιουμουτζή
Φωνάζανε και χαχανίζανε από ώρα σε μια ακατάληπτη γλώσσα,
εκεί που σκάει το κύμα. Ένα μικρό μπουλούκι από μικρά κορίτσια ήτανε, ίσαμε
τεσσάρω-πέντε χρονώ τα πιο μεγάλα, τα δυο μάλλον πως ήτανε και δίδυμα, με δέρμα
μελαψό, μπούκλες μαύρες κατράμι και πυκνά κάτασπρα δόντια που αστράφτανε στο
λιοπύρι του μεσημεριού.
Η ξενική τους όψη και λαλιά κέντρισε την περιέργειά μου. Θα
μπορούσανε να προέρχονται από οποιαδήποτε τροπική χώρα, κατοικημένη από
ιθαγενείς με σοκολατένιο δέρμα. Ενδεχομένως κι επίγονοι Κρεολών, που
αναμίχθηκαν κάποτε με Ευρωπαίους αποικιοκράτες και μετοίκησαν στη μητρόπολη. Σε
κάθε περίπτωση ήταν η πιο ζωντανή καλοκαιρινή παρέα που αντίκρισα ώς τώρα, σ’
ετούτο το θέρος· τα ’βλεπα και τα ζήλευα όπως είχανε γενεί ένα με τη φύση κι
απολαμβάνανε ανόθευτα τη θάλασσα κι ήθελα να ‘μουν κι εγώ έτσι θαρραλέος,
εξωστρεφής και τολμηρός στα παιδικάτα μου.
Κάποια ήτανε τελείως γυμνά και κάποια άλλα φοράγανε μονάχα
μια βερμούδα. Μάλλον δεν ξέρανε κολύμπι κι αυτή η υποψία μεγάλωνε την εγρήγορσή
μου, πόσο μάλλον που δε φαινόντανε κάπου τριγύρω γονείς ή κηδεμόνες να τα
επιβλέπουνε. Εκείνα, παρ’ όλα αυτά, δεν έδειχναν να προβληματίζονται ιδιαιτέρως
από το γεγονός κι αντιμετωπίζανε με περισσή ζωηράδα τα κύματα που ερχόντουσαν
κατά πάνω τους, βουτώντας τα κατσαρά τους κεφαλάκια με γενναιότητα κι αφήνοντας
τα κορμιά τους να τα παρασέρνει η θάλασσα. Ακόμη κι αν όντως δεν ξέρανε μπάνιο,
ήτανε θέμα χρόνου να μάθουν.
Μα ενόσω με ταξίδευε η θωριά τους, ξάφνου ξεπρόβαλε μια
φουστανοφορούσα και επιβλητική Τσιγγάνα από ένα αρμυρίκι στο βάθος της
ακρογιαλιάς κι αρχίνισε να τα κράζει με φωνή στεντόρεια και βγήκαμε ο καθείς
απ’ το βυθό του, αυτά από της θάλασσας κι εγώ απ’ των ονειροπολήσεών μου. Την
ακολούθησαν δίχως καμιάν αντίρρηση, σαν τα μικρά χηνάκια που ακλουθούνε τη μάνα
τους, και στήθηκαν πειθήνια στη σειρά για να τα ξεπλύνει κάτω απ’ το ντους της
παραλίας.
Μονομιάς λυθήκανε όλες μου οι απορίες για τη γλώσσα και την
καταγωγή ετούτων των ολοζώντανων πλασμάτων. Κι εντέλει υπήρχε διαρκώς το
άγρυπνο βλέμμα του γονέα επάνω τους και ας μην το πήρα ποτέ χαμπάρι· τι κι αν
εγώ θα τα επιτηρούσα διαφορετικά, ποιος είμαι για να επικρίνω του αλλουνού τον
τρόπο, άλλωστε τα παιδάκια ήταν ανέμελα κι ευτυχισμένα, όπως θα ’πρεπε να είναι
όλα τα παιδιά – και ειδικά το καλοκαίρι.
Φύγανε ρίχνοντας κλεφτές ματιές πίσω στη θάλασσα, που
καλοδέχεται μες στη δροσερή της αγκαλιά όλου του κόσμου τα παιδιά, δίχως
διάκριση και προκαταλήψεις
ΠΗΓΗ: Efsyn
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου