Στη Σκάλα Σκαμιάς Του Αριστείδη Καλάργαλη


Στη Σκάλα Σκαμιάς

Του Αριστείδη Καλάργαλη*
Διανύουμε, για άλλη μια φορά, τα τελευταία χιλιόμετρα του φιδίσιου δρόμου που οδηγεί στη Συκαμιά. Περνάμε μέσα από βελανιδιές, πουρνάρια, σκίνα, λιγοστά πεύκα και κυπαρίσσια. Πλησιάζοντας στο χωριό αρχίζουν τα κτήματα με τις ελιές.
Όσο φτάνει το μάτι σου, σ’ όλα τα σημεία του ορίζοντα, η ματιά σου απιθώνεται πάνω στο πράσινο όλων των αποχρώσεων. Από βαθύ, σκούρο, πράσινο, έως ανοιχτό των φρέσκων βλαστών.
Σε μια διασταύρωση ο ένας δρόμος οδηγεί στο χωριό κι ο άλλος κάτω στη θάλασσα, στη Σκάλα. Εκεί ακριβώς, στο τρίστρατο, σε υποδέχεται, σε χαιρετά ο Μυριβήλης, δηλαδή η μπρούτζινη προτομή του. Από κει βιγλίζει όλη την περιοχή, αγναντεύει την πατρογονική γη και τη θάλασσα. Πέρσι, στα πενήντα χρόνια από τον θάνατό του, αποθέσαμε τρία άλικα τριαντάφυλλα στην προτομή του.
Πίνουμε καφέ δίπλα στη θάλασσα και ρεμβάζουμε, μπορεί να μείνουμε ώρες κι ώρες στην ίδια θέση. Απολαμβάνουμε το λίκνισμα των βαρκών, τον ελαφρύ κυματισμό, αφήνουμε το βλέμμα μας να πλανάται. Θέλοντας και μη σε κάθε γύρισμα του κεφαλιού σταματά στα ράχτα, με την Παναγιά την ονομαζόμενη γοργόνα.
Στην μπούκα του λιμανιού της Σκάλας μπαίνει ένα μεγάλο ψαροκάικο, ο «Καπετάν Λευτέρης». Αφήνει πίσω τους τελευταίους αφρούς, πλευρίζει τον παλιό μόλο με τις ηφαιστειακές, πελεκητές πέτρες. Δίπλα, κάτω απ’ τ’ αρμυρίκια, ένα άλλος ψαράς ετοιμάζει τα παραγάδια. Κλασική ψαράδικη φιγούρα. Ανεβασμένα τα καλαμοβράκια του παντελονιού, πλαστικές παντόφλες, γυρισμένα τα μανίκια του πουκάμισου. Με ταχύτητα και τέχνη περνά τη μισίνα από το ένα χέρι στο άλλο και αγκιστρώνει το αγκίστρι πάνω στον συνθετικό φελλό. Πού και πού σταματά, κόβει ένα χαλασμένο παράμαλλο και το αντικαθιστά. Σε λίγη ώρα πιάνει το επόμενο παραγάδι και ακολουθεί το τρίτο. Τώρα απομένει το δόλωμα και προς το σούρουπο το ρίξιμο των παραγαδιών. Παραδίπλα τρεις πιτσιρικάδες ρίχνουν τις πετονιές τους στη θάλασσα. Στα πόδια τους, πάνω στο λιθόστρωτο ένας βόλος ζυμάρι είναι το δόλωμα. Οι γάτες γυροφέρνουν, μυρίζουν, περιμένουν κάνα ψάρι, που θα τσιμπήσει στις παιδικές πετονιές. Αντε, καλή ψαριά.
Σηκώνω τη ματιά μου. Απέναντι η αρχαία Ασσος της Μικράς Ασίας και στα παράλια το δίδυμο χωριό της Σκάλας Σκαμιάς, της άλλης γης, το Μπεχράμ. Η ίδια λαϊκή αρχιτεκτονική και στα δυο χωριουδάκια, πιθανόν οι ίδιοι μάστορες να έχτισαν τα σπίτια και τ’ άλλα κτίσματα. Τότε που δεν υπήρχαν σύνορα και άνθρωποι, γεννήματα, κάθε λογής αγαθά διακινούνταν και μεταφέρονταν εύκολα. Ο,τι δεν είχε η μια μεριά της γης ή δεν επαρκούσε το προμηθευόταν από απέναντι, από καρσί. Κλείνω τα μάτια, και με επισκέπτονται εικόνες, μνήμες, συναισθήματα του χθεσινού κόσμου.

*συγγραφέας, δρ Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας

ΠΗΓΗ: Efsyn

Σχόλια