Η εθνική αποκατάσταση του αφοριστή
Του Τάσου Κωστόπουλου
Τα πενηντάχρονα του Εικοσιένα, το 1871, δεν γιορτάστηκαν
στις 25 Μαρτίου αλλά στις 25 Απριλίου. Ο λόγος που υπαγόρευσε αυτή την περίεργη
αναβολή ήταν εξαιρετικά απλός: η επίσημη επέτειος έπρεπε να συμπέσει με την
ανακομιδή των λειψάνων του πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ από την Οδησσό και την
πανηγυρική εναπόθεσή τους στον μητροπολιτικό ναό της Αθήνας.
Ήταν μια κίνηση
όχι μόνο θεαματική, αλλά και βαθύτατα συμβολική.
Μισόν αιώνα μετά την επαναστατική γέννησή του, το ελληνικό
εθνικό κράτος αναγόρευσε τον εθελόδουλο «ελληνοθωμανισμό» σε ισότιμη εκδοχή της
νοερής κοινότητας που νομιμοποιούσε την ύπαρξή του.
«Ω τον ηλίθιον Σουλτάνον! Τους φίλους του σφάζει»
- Αδαμάντιος Κοραής (16/12/1821), για τον απαγχονισμό του πατριάρχη
Γρηγορίου Ε'
Η αντεπαναστατική και σκοταδιστική πολιτεία του Γρηγορίου
είναι τόσο γνωστή, που δεν χρειάζεται να επεκταθούμε εδώ ιδιαίτερα. Θυμίζουμε
μόνο επί τροχάδην κάποιους κομβικούς σταθμούς της:
● Το 1798 διέταξε τους υφιστάμενούς του ιεράρχες ν’
αναζητήσουν και να καταστρέψουν τα «θολερά» γραπτά του δολοφονημένου Ρήγα.
● Το 1806 συνέβαλε καθοριστικά στο ξεκλήρισμα της
κλεφτουριάς: «Τότε κάμνει ένα φιρμάνι ο σουλτάνος, να σκοτώσουν τους κλέφτας.
Αφοριστικό έρχεται του Πατριάρχου διά να σηκωθεί όλος ο λαός, και έτζι
εκινήθηκεν όλη η Πελοπόννησος, Τούρκοι και Ρωμαίοι, κατά των Κολοκοτρωναίων»,
διαβάζουμε στις αναμνήσεις του Γέρου του Μωριά («Διήγησις συμβάντων», Αθήνησιν
1846, σ.16).
● Το 1819 καταδίκασε με εγκύκλιό του τη διδασκαλία των
Μαθηματικών και των Φυσικών Επιστημών στα σχολεία, σαν «τερατώδη» και
«σατανική» καινοτομία που διαφθείρει τους νέους και τους καθιστά «επιβλαβείς
εις τα πολιτεύματα» (δηλ. στα καθεστώτα).
● Τον Μάρτιο του 1821 αφόρισε την ελληνική επανάσταση και με
εμπιστευτική εγκύκλιό του διέταξε τους μητροπολίτες να κυνηγήσουν αμείλικτα
όσους δεν σπεύσουν να δηλώσουν υποταγή «τη εφ’ ημάς θεοδότω κραταιά βασιλεία»
του σουλτάνου. Δύο βδομάδες αργότερα απαγχονίστηκε, κατά την πάγια τότε οθωμανική
πρακτική απόδοσης ευθυνών στα υψηλόβαθμα στελέχη της Αυτοκρατορίας, σαν
αποτυχημένος αξιωματούχος της Πύλης που έχασε τον έλεγχο του ποιμνίου του. «Ω
τον ηλίθιον Σουλτάνον! Τους φίλους του σφάζει», σχολίασε εύστοχα ο Αδαμάντιος
Κοραής («Επιστολαί», Εν Αθήναις 1885, σ.164).
Γνωστά όλα αυτά και χιλιοειπωμένα. Για τη σημερινή επέτειο,
μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ως εκ τούτου η διαδρομή, μέσω της οποίας ο
άνθρωπος που αφόρισε την Εθνεγερσία αποκαταστάθηκε τελικά ως κεντρική μορφή στο
ηρωικό της πάνθεο.
Μια σταδιακή αποκατάσταση
Όπως ήταν φυσικό, η σκιά του αφορισμού της επανάστασης
βάραινε αποφασιστικά το μητρώο του Γρηγορίου τα επόμενα χρόνια. Η παρθενική
απόπειρα αγιοποίησής του, με τη συγγραφή ειδικής ακολουθίας εν έτει 1823 έπεσε
έτσι στο κενό: ο παραλήπτης του διαβήματος Ανδρούσης Ιωσήφ, υπουργός
Εκκλησιαστικών της επαναστατημένης Ελλάδας, την έβαλε διακριτικά στο αρχείο
(περ. «Ελληνική Δημιουργία», 15/3/1954, σ.359).
Αυτός καθαυτός ο απαγχονισμός του πατριάρχη δεν πέρασε,
φυσικά, απαρατήρητος. Κατά τις πρώτες μετεπαναστατικές δεκαετίες προβαλλόταν
όμως μονάχα ως απόδειξη της τυφλής τρομοκρατίας και αγριότητας του οθωμανικού
καθεστώτος. Στη σχολική π.χ. ιστορία του Παπαρρηγόπουλου (1853) κατατάσσεται
μεν στα «κυριώτερα συμβάντα του 1821», αποσιωπάται όμως παντελώς ο επίμαχος
αφορισμός· ο ίδιος δε ο Γρηγόριος σκιαγραφείται απλά ως «ανήρ ενάρετος και
ιερός, του οποίου τον τραγικόν θάνατον εθρήνησαν όχι μόνον οι Ελληνες, αλλά και
πάντες οι φιλάνθρωποι Χριστιανοί» (σ.131).
Ως «σημαιοφόρος του θανάτου τόσων Ελλήνων φονευμένων εις τον
αγώνα» μνημονεύεται και σε σχετική ομιλία του Γεωργίου Τερτσέτη (1853),
εκθειαζόμενος κυρίως για την άρνησή του να εγκαταλείψει την έδρα και το ποίμνιό
του τις κρίσιμες εκείνες στιγμές (σ.36-8). Μοναδική -αθέλητη- συμβολή του στο
Εικοσιένα, ο ομιλητής θεωρεί δε την ιδεολογική «νομιμοποίηση» που ο θάνατός του
πρόσφερε στην αιματηρή εκκαθάριση των επαναστατικών μετόπισθεν από κάθε
μουσουλμανική παρουσία: «Εις την κόψιν του Ελληνικού σπαθιού ήτον γραμμένον το
όνομα του Πατριάρχου Γρηγορίου, και εθέριζε· οργή πολέμου εθανάτωσε αδιακρίτως
πολεμικούς άνδρας και αθώα βρέφη εις τους κόρφους των μητέρων [...] Το αίμα
έτρεξε αυλάκι, αίμα από ταις θυγατέραις και αθώα ανήλικα των αλλοφύλων»
(σ.38-9).
Την ίδια χρονιά ξεκίνησαν, ωστόσο, οι προσπάθειες πολιτικής
αποκατάστασής του με την εξιδανικευτική βιογραφία του που εξέδωσε ανώνυμα ο
έφορος της Εθνικής Βιβλιοθήκης Κωνσταντίνος Κροκιδάς. Ο αφορισμός περιγράφεται
εκεί σαν προσωπικό... μαρτύριο του πατριάρχη, «προς σωτηρίαν των πολυπαθών υπηκόων,
οίτινες εκινδύνευον τωόντι να πέσωσι εν στόματι μαχαίρας» («Βίος και πολιτεία
του ιερομάρτυρος Γρηγορίου, Αθήνησι 1853, σ.39).
Πάνω από το μισό βιβλίο (σ.61-133) αποτελείται δε από δύο
ομιλίες που εκφώνησε το 1821-1822 στην Οδησσό ο Κωνσταντίνος Οικονόμος εξ
Οικονόμων, ο κατεξοχήν δηλαδή άνθρωπος των τσάρων στη μετεπαναστατική Ελλάδα.
Δημοσιευμένα από το ρωσικό κράτος, τα κείμενα αυτά συνιστούσαν από καιρό την
πιο προσιτή πηγή για το πρόσωπο του πατριάρχη, όπως πιστοποιεί η πρώιμη
εξιστόρηση της επανάστασης από τον Πουκεβίλ («Histoire de la régénération de la
Grèce», τ.Β΄ Παρίσι 1824, σ.432-3 & 445).
Το επόμενο διάστημα, οι σχετικές προσπάθειες θα πυκνώσουν
και θα ενταθούν με μοχλό τον ανιψιό του Γρηγορίου, ίλαρχο Γεώργιο Αγγελόπουλο,
που το 1862 αποσπά βασιλικό διάταγμα για την ανέγερση προτομής τού θείου του
σαν «του πρωταθλητού της ελληνικής επαναστάσεως» και το 1863 εκδίδει μιαν άκρως
επιλεκτική «Συλλογή γραφέντων και παραδοθέντων» για το πρόσωπό του. Ακολουθεί,
το 1865, δίτομη βιογραφία του «πρωταθλητού του ιερού των Ελλήνων αγώνος»,
συνταγμένη από τον Αγγελόπουλο και τον καθηγητή Παπαδόπουλο. Κεντρική ιδέα όλων
αυτών των πονημάτων ήταν η κακότεχνη προσπάθεια ν’ αναγορευτεί ο πατριάρχης σε
κρυφό εμπνευστή και καθοδηγητή της επανάστασης που ο ίδιος είχε αφορίσει!
Στην πραγματικότητα, ο Γρηγόριος γνώριζε πιθανότατα την
ύπαρξη της Φιλικής Εταιρείας, απεσταλμένος της οποίας φέρεται να προσπάθησε να
τον στρατολογήσει -δίχως αποτέλεσμα- το καλοκαίρι του 1818 στο Αγιο Ορος, μετά
τη δεύτερη απομάκρυνσή του από τον πατριαρχικό θώκο (Ιωάννης Φιλήμων, «Δοκίμιον
περί της Φιλικής Εταιρείας», Εν Ναυπλία 1834, σ.202-3). Με εφαλτήριο αυτό το
συζητήσιμο δεδομένο, η εθνοθρησκευτικά ορθή ιστοριογραφία των επόμενων χρόνων
(πλην του Παπαρρηγόπουλου, που προτιμά να τηρήσει μια εύσχημη αλλά αποκαλυπτική
σιγή) θα παλέψει ν’ αναδείξει τον πατριάρχη σε μπροστάρη του
εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, καταφεύγοντας σε απίθανες νοητικές ακροβασίες.
«Και ουδέποτε μεν αναμίχθη εις τα της φιλικής εταιρείας ο Γρηγόριος»,
παραδέχεται λ.χ. ο Αναστάσιος Γούδας, για ν’ αποφανθεί αμέσως μετά ότι
«πράγματι όμως ήτο η ψυχή της εταιρείας» (Βίοι παράλληλοι», τ.Α΄, Εν Αθήναις
1859, σ.59). «Ο Γρηγόριος δεν είχε πρόγραμμα την άμεσον ανατροπήν των
καθεστώτων. Τουναντίον υπήρξε θερμότατος υπέρμαχος της ακεραιότητος του
Τουρκικού κράτους και εχθρός άσπονδος του διαμελισμού αυτού υπό οιωνδήποτε
τρίτων», εξηγεί πάλι ο δημοσιογράφος Τάκης Κανδηλώρος («Ιστορία του
εθνομάρτυρος Γρηγορίου του Ε΄», Εν Αθήναις 1909, σ.126), προτού τον αναγορεύσει
ταχυδακτυλουργικά σε άτυπο ηγέτη των Φιλικών.
Το πλήρωμα του χρόνου
Σε θεσμικό επίπεδο η αποκατάσταση ήρθε την άνοιξη του 1871,
με την πανηγυρική ανακομιδή των λειψάνων του Γρηγορίου από την Οδησσό. Η αρχική
ώθηση δόθηκε κι εδώ από τον ανιψιό, που υπέβαλε σχετικό αίτημα στη Βουλή μαζί
με τον αρχιεπίσκοπο.
Η ευόδωση όμως του εγχειρήματος οφειλόταν στη γενικότερη
συγκυρία: η συντριβή της μεγάλης κρητικής επανάστασης του 1866-1869 ενταφίασε
για δεκαετίες τα επεκτατικά αλυτρωτικά οράματα, προς όφελος μιας «προσωρινής»
αντισλαβικής ελληνοτουρκικής συνεργασίας· η ανάδυση του βουλγαρικού εθνικού
κινήματος ανέδειξε το Πατριαρχείο στον κατεξοχήν πρόμαχο του «ελληνισμού»· καθ’
οδόν προς την κήρυξη του σχίσματος με τη νεοσύστατη Βουλγαρική Εξαρχία
(16/9/1871), οι ελληνορωσικές σχέσεις αποκτούσαν ιδιάζουσα βαρύτητα. Την άνοιξη
του 1871 οι αθηναϊκές εφημερίδες δημοσιεύουν πρωτοσέλιδα την απάντηση της
ρωσικής Ιεράς Συνόδου προς την ελληνική και το Πατριαρχείο για το «βουλγαρικό
ζήτημα», διακόπτοντας -προς στιγμήν- την ενασχόλησή τους με το χρηματιστηριακό
σκάνδαλο των «Λαυρεωτικών».
Η κυβέρνηση Κουμουνδούρου μετέθεσε έτσι την εθνική εορτή,
διόρισε επιτροπή παραλαβής του «ιερού σκηνώματος» και την έστειλε στην Οδησσό
με το κρατικό ατμόπλοιο «Βυζάντιον». Θα φτάσει εκεί στις 2/4, δύο μέρες μετά το
αιματηρό τετραήμερο πογκρόμ κατά της τοπικής εβραϊκής κοινότητας της πόλης (6
νεκροί, 21 τραυματίες, 863 σπίτια και 552 καταστήματα κατεστραμμένα), στο οποίο
είχε πρωτοστατήσει -όπως και στα προηγούμενα του 1821 και 1859- η ελληνική
παροικία. Με τη συνδρομή των τοπικών αρχών, η επιτροπή θα παραλάβει τη λάρνακα
με τα λείψανα του Γρηγορίου (7/4), θα την εκθέσει σε λαϊκό προσκύνημα (9-10/4)
και θα επιστρέψει στον Πειραιά (14/4).
Στο μεσοδιάστημα, Αθήνα κι Αγία Πετρούπολη διαχειρίστηκαν
μια μίνι διπλωματική κρίση με την Υψηλή Πύλη, που ζητούσε -κι αυτή- τη σορό του
πατριάρχη, για να την ενταφιάσει στη Βασιλεύουσα «εις επίσημον εξιλασμόν του
εγκλήματος» του απαγχονισμού του «υπό φανατικών στρατιωτών και όχλου εν χρόνοις
απαισίοις». Διακύβευμα της αντιπαράθεσης ήταν ποιο από τα δυο εθνικά κέντρα
(Αθήνα ή Κωνσταντινούπολη) νομιμοποιούνταν να εκπροσωπεί συμβολικά τους Ρωμιούς
της Αυτοκρατορίας. Τελικά, ο Ελληνας πρέσβης έπεισε τον Μεγάλο Βεζίρη πως δεν
τον συνέφερε να έχει τέτοιο μνήμα στην πρωτεύουσά του.
Στην Αθήνα το λείψανο έγινε δεκτό με γιορτές και παρελάσεις,
για την επιτυχία των οποίων κινητοποιήθηκε σύμπας ο κρατικός μηχανισμός (Χάρης
Εξερτζόγλου, «Η μετακομιδή των οστών του Γρηγορίου Ε΄», περ. «Μνήμων», τχ.23,
2001, σ.153-182). Τη μεταφορά τους από τον σιδηροδρομικό σταθμό στη μητρόπολη
(25/4) συνόδευσε με τα πόδια το βασιλικό ζεύγος και παρακολούθησαν 50.000 λαού
σε μια πόλη 60.000 κατοίκων −ανάμεσά τους κι ρκετοί επισκέπτες από την επαρχία
ή τη διασπορά. Την υποδοχή επισφράγισε στις 29/4 το τελετουργικό άνοιγμα του
φερέτρου ενώπιον του βασιλικού ζεύγους, του υπουργικού συμβουλίου και της Ιεράς
Συνόδου και η σύνταξη επίσημου πρακτικού για το περιεχόμενό του.
Εντεκα μήνες αργότερα θα τοποθετηθεί στα Προπύλαια του
Πανεπιστημίου και ο ανδριάντας του, δωρεά του μεγιστάνα Γεωργίου Αβέρωφ. Ο
ίδιος είχε προσφέρει και το άγαλμα του (κυνηγημένου από τον πατριάρχη) Ρήγα
Βελεστινλή, που στήθηκε στον ίδιο χώρο λίγο μετά την ανακομιδή (16/6/1871). Η
παράδοξη γειτνίασή τους επιβεβαιώνει, για μιαν ακόμη φορά, πόσο διαφορετικές -ή
και ανταγωνιστικές- εκδοχές του παρελθόντος χωρά κάθε εθνική νοερή κοινότητα.
Αγιοποίηση μετ’
εμποδίων
Σε αντίθεση με την ανακομιδή της σορού του, η αγιοποίηση του
πατριάρχη αποδείχθηκε πάντως αρκετά δύσκολη υπόθεση. Σύμφωνα με τον χαρτοφύλακα
του Πατριαρχείου, Μανουήλ Γεδεών, στην αποτροπή της πρωτοστάτησε μάλιστα ο
ίδιος άνθρωπος που είχε οργανώσει το επίσημο πανηγύρι: «Τω 1871, μετά την εξ
Οδησσού μεταφοράν των λειψάνων αυτού, συγκαλέσας ο [αρχιεπίσκοπος] Θεόφιλος
τους αρχιερείς της συνόδου και τους παρεπιδημούντας εν Αθήναις εις σύσκεψιν,
αφ’ ης εξέβαλε τους δύο γραμματείς, είπε τόσα επίμεμπτα διά την ζωήν του
Γρηγορίου, ώστε να συνομολογίσωσι πάντες ότι έπρεπε ο Γρηγόριος έξω να μείνη
του χορού των αγίων. Ταύτα μοι είπεν εμπιστευτικώς ο αρχιεπίσκοπος Ζακύνθου
Νικόλαος Κατραμής, ότε συνηντήθην μετ’ αυτού το 1877 εν Αθήναις».
Ο Θεόφιλος ήξερε δε πολύ καλά για τι ακριβώς μιλούσε: «Προ
του 1821 διέμενεν εν Κωνσταντινουπόλει, διάκονος ων του [επίσης εκτελεσμένου
τον Απρίλιο του 1821] μητροπολίτου Δέρκων Γρηγορίου, ότε και καλώς εξετίμησε
τον χαρακτήρα του μακαρίτου πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄» («Πατριαρχικαί
εφημερίδες», Εν Αθήναις 1936-38, σ.446-7).
Τελικά ο Γρηγόριος αγιοποιήθηκε μισόν αιώνα αργότερα, στην
εκαστοστή επέτειο του θανάτου του (8/4/1921), από μια κολοβή Ιερά Σύνοδο που
πυροδότησε έντονες αντιδράσεις. Οπως θα παραδεχτεί δημόσια το 1948 ο καθηγητής
της Θεολογικής Αμίλκας Αλιβιζάτος, «παρά την συνοδικήν εκείνην απόφασιν, δεν
ανεγνωρίσθη ουσιαστικώς ως άγιος ούτε υπό του κλήρου και του λαού, τουλάχιστον
ολοκλήρου της Ελλάδος, ούτε καν υπό του Οικ. Πατριαρχείου, ούτινος και
ιεραρχικώς προΐστατο».
Λείψανα ή «σκόνη»;
Τι ακριβώς περιείχε η δρύινη λάρνακα που μεταφέρθηκε τον
Απρίλιο του 1871 από την Οδησσό στην Αθήνα για να ενταφιαστεί με τιμές που δεν
αξιώθηκε κανείς αγωνιστής του Εικοσιένα; Οι πηγές της εποχής δεν αφήνουν την
παραμικρή αμφιβολία, όσο κι αν κάποιες (συμβολικά εξωραϊστικές μάλλον) αναφορές
σε «σκόνη» ή «τέφρα» του Γρηγορίου του Ε' έδωσαν σε κατοπινά χρόνια βάση για
παρεξηγήσεις. Στην πραγματικότητα τα λείψανα του Πατριάρχη περιγράφηκαν στις
διπλωματικές εκθέσεις και τα πρωτόκολλα παράδοσης-παραλαβής της εποχής με
αηδιαστική (κυριολεκτικά) ιατροδικαστική ακρίβεια.
Σύμφωνα με το πρώτο τηλεγράφημα του προξένου στην Οδησσό,
Στέφανου Ράλλη, προς τον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Κουμουνδούρο (Odessa 7/4/1871,
Νο74, ΙΑΥΕ 1871/76.1.1Α), η «σορός [του] πατριάρχη Γρηγορίου βρέθηκε ολόκληρη
[και] εκτίθεται στην εκκλησία. Τοπικές αρχές θα κάνουν μεγάλη παράτα».
Λεπτομερέστερος είναι ο ίδιος σε μεταγενέστερη έκθεσή του (Εν Οδησσώ 10/4/1871,
αρ.102): «Ανοιχθέντος του κιβωτίου, ευρέθη το λείψανον του αοιδίμου Ιεράρχου
απεξηραμένον, αλλά σώον εν τη φυσική θέσει κατακείμενον, της κεφαλής
καλυπτομένης υπό ιερού ευαγγελίου. Αφέντων αθίκτων των λειψάνων, επανεκλείσθη
το κιβώτιον και εσφραγίσθη διά της προξενικής της Ελλάδος σφραγίδος».
Για «στάχτες» και «κόνιν» κάνει αντίθετα λόγο στις αναφορές
και τα τηλεγραφήματά του από την Αγία Πετρούπολη ο εκεί Ελληνας πρέσβης,
Νικόλαος Δραγούμης· είναι όμως φανερό πως δεν έχει άμεση εικόνα αυτής της
τεχνικής πτυχής του ζητήματος. Για «κόνιν» που «αναπαύεται» στον ναό της Αγίας
Τριάδας, στην Οδησσό, κάνουν επίσης λόγο (από κεκτημένη πιθανόν ταχύτητα ή
διπλωματικό εξευγενισμό) και τα δύο επίσημα πρωτόκολλα που συντάχθηκαν μετά το
άνοιγμα του τάφου και του φερέτρου στην Οδησσό, στις 6 και 7/4/1871.
Το δεύτερο όμως απ’ αυτά ξεκαθαρίζει ρητά ότι στο φέρετρο
δεν βρέθηκε σκόνη, αλλά πτώμα σε κατάσταση αποσύνθεσης: «Το σχήμα του σώματος
ήτο πρόδηλον, το ένδυμα και το κάλυμμα υπέστησαν σήψιν και στερρώς επεκάθησαν
επί τα λείψανα του σώματος, επί του προσώπου ήτο μικρόν Ευαγγέλιον, ωσαύτως
υποκύψαν εις φθοράν, το εσωτερικόν της λάρνακος ήτο περικεκαλυμμένον με ύλην,
περιελθούσαν εις σήψιν» («Αιών», 3/5/1871).
Ακόμη σαφέστερη εικόνα μάς παρέχει το έγγραφο που συντάχθηκε
μετά την επίσημη «αποκάλυψη» του περιεχομένου της λάρνακας, το μεσημέρι της
29ης Απριλίου στη μητρόπολη, και προσυπογράφεται απ’ όλο το υπουργικό
συμβούλιο, την Ιερά Σύνοδο και τους παρεπιδημούντες αρχιερείς. Με την αφαίρεση
των σανιδων, διαβάζουμε, «ευρέθη το ιερόν λείψανον, ως αντελήφθησαν οι
ψηλαφήσαντες αυτό ΣΣ. Αρχιερείς, έχον ως έπεται: Τα μεν άνωθεν ιερά άμφια εν
υγρά καταστάσει και το πλείστον εφθαρμένα· [...]· η κεφαλή συγκρατουμένη μεν,
αλλ’ εις διάλυσιν, σωζομένων των τριχών αυτής τε και του πώγωνος· αι χείρες
συγκρατούμεναι ωσαύτως και το πλείστον αδιάλυτοι, διακρινομένων και των δακτύλων·
τα οστά του στέρνου συγκρατούμενα, της δε κοιλίας το μέρος διαλελυμένον· οι
μηροί συγκρατούμενοι, αλλ’ αι κνήμαι και οι ταρσοί εις διάλυσιν. Καθόλου δε
ειπείν, το ιερόν λείψανον φαινεται κατά μέγα συγκρατούμενον» («Βιογραφία του
ιερομάρτυρος Γρηγορίου Ε' υπό ***», Εν Αθήναις 1871, σ.100).
Στη σεπτή τελετή παρέστη επίσης το βασιλικό ζεύγος· από τις
εφημερίδες των ημερών πληροφορούμαστε δε ότι «και ο Βασιλεύς και η Βασίλισσα
και οι παρεστώτες έλαβον τρίχας εκ της κόμης και εκ του πώγωνος του λειψάνου,
εις ευλαβή ανάμνησιν αυτού» («Αιών», 29/4).
Μολονότι η παραπάνω έκθεση δημοσιεύτηκε και στον Τύπο της
εποχής (π.χ. «Αιών» 3/5), ο τελευταίος δεν τσιγκουνεύτηκε τις υπερβολές,
ερμηνεύοντας τη «διατήρηση» του «ιερού λειψάνου» σαν έργο της θείας πρόνοιας.
Την ίδια στάση επέλεξαν και οι πολυπληθείς -ιδίως εκείνες τις μέρες- βιογράφοι
του «εθνομάρτυρα» Πατριάρχη. Ανεκπλήρωτη έμεινε, απεναντίας, η προαναγγελία
κάποιων εφημερίδων ότι «το λείψανον, καλυπτόμενον δι’ υελίνου καλύμματος, όπερ
παρηγγέλθη ήδη, θέλει εκτεθή εις την ευλάβειαν των Ελλήνων» («Αιών», 29/4).
Εντελώς διαφορετικής τάξης ερωτήματα γεννά η περιφορά στις
μέρες μας κάποιων κομματιών του σκηνώματος ανά την Ελλάδα. Δημοσίευμα της
εφημερίδας «Γορτυνία» (9/2016, σ.7), που έθεσε υπόψη μας αναγνώστης της στήλης,
μας πληροφορεί λ.χ. ότι «με την ευκαιρία της εορτής» κάποιου τοπικού ναού
«μετεφέρθη Ιερό Λείψανο του Αγίου Ιερομάρτυρος Γρηγορίου του Ε', από την ιερά
Μονή Εσφιγμένου Αγίου Ορους».
Δύο ενδεχόμενα υπάρχουν: είτε το «ιερό» λείψανο, μετά την
εναπόθεσή του στη Μητρόπολη Αθηνών, αποσυναρμολογήθηκε και διανεμήθη κάποια
στιγμή εδώ κι εκεί· είτε το επιχειρηματικό δαιμόνιο των Αγιορειτών εφηύρε
κάποια στιγμή το δικό του σκήνωμα. Ετσι κι αλλιώς, θεομπαίχτες...
ΠΗΓΗ:Efsyn
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου