Η γέννηση του νεοελληνικού κράτους Η επανάσταση που έκανε ο λαός και η αρπαγή της εξουσίας του Του Αλέξανδρου Καπακτσή


Η γέννηση του νεοελληνικού κράτους Η επανάσταση που έκανε ο λαός και η αρπαγή της εξουσίας  του

Του Αλέξανδρου Καπακτσή

Ερωτήσεις ενός εργάτη που διαβάζει

(Fragen eines lesenden Arbeiters) 

Ποιος έχτισε τη Θήβα την εφτάπυλη; 
Στα βιβλία δε βρίσκεις παρά των βασιλιάδων τα ονόματα.
Oι βασιλιάδες κουβαλήσαν τ’ αγκωνάρια; 
Kαι τη χιλιοκαταστρεμμένη Bαβυλώνα – 
ποιος την ξανάχτισε τόσες φορές; Σε τι χαμόσπιτα 
της Λίμας της χρυσόλαμπρης ζούσαν οι οικοδόμοι; 
Tη νύχτα που το Σινικό Tείχος αποτελειώσαν, 
πού πήγανε οι χτίστες; H μεγάλη Pώμη 
είναι γεμάτη αψίδες θριάμβου. Ποιος τις έστησε; Πάνω σε ποιους 
θριαμβεύσανε οι Kαίσαρες; Tο Bυζάντιο το χιλιοτραγουδισμένο 
μόνο παλάτια είχε για τους κατοίκους του; Aκόμα και στη μυθική Aτλαντίδα, 
τη νύχτα που τη ρούφηξε η θάλασσα, 
τ’ αφεντικά βουλιάζοντας, μ’ ουρλιαχτά τους σκλάβους τους καλούσαν. 

O νεαρός Aλέξανδρος υπόταξε τις Iνδίες. 
Mοναχός του; 
O Kαίσαρας νίκησε τους Γαλάτες. 
Δεν είχε ούτ’ ένα μάγειρα μαζί του; 
O Φίλιππος της Iσπανίας έκλαψε όταν η Aρμάδα του 
βυθίστηκε. Δεν έκλαψε, τάχα, άλλος κανένας; 
O Mέγας Φρειδερίκος κέρδισε τον Eφτάχρονο τον Πόλεμο. Ποιος 
άλλος τόνε κέρδισε; 
Kάθε σελίδα και μια νίκη. 
Ποιος μαγείρεψε τα νικητήρια συμπόσια; 

Kάθε δέκα χρόνια κι ένας μεγάλος άντρας. 
Ποιος πλήρωσε τα έξοδα; 

Πόσες και πόσες ιστορίες. 
Πόσες και πόσες απορίες.


(1935)

ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ

  Η κρίση της οθωμανικής αυτοκρατορίας και οι διαλυτικές τάσεις που εμφανίζει με την ταυτόχρονη πτώση της πολιτικής της ισχύος έχει σαν μια από τις βασικές της αιτίες την αποσάθρωση του ασιατικού τρόπου παραγωγής που είναι ο οικονομικός πυλώνας πάνω στον οποίο στηρίζεται. Αργά στην αρχή, πολύ πιο ορμητικά αργότερα, οι αστικές σχέσεις παραγωγής εισβάλλουν στην οικονομική ζωή και τροποποιούν σημαντικά τα έως τότε δεδομένα. Φορέας των νέων σχέσεων παραγωγής γίνονται οι χριστιανικοί πληθυσμοί, και ειδικότερα οι ελληνικοί, που ήδη απασχολούνται με το εμπόριο και λιγότερο με τη βιοτεχνία και δεν έχουν τους θρησκευτικούς πολιτιστικούς περιορισμούς των μουσουλμάνων.[1] Η ελληνική γλώσσα γίνεται, για πολλούς λόγους, πόλος έλξης και μη ελληνόφωνων χριστιανικών πληθυσμών.[2] Παίζει σημαντικό ρόλο, πλέον, και στα ανώτερα διοικητικά κλιμάκια της Οθωμανικής(φαναριώτες) αυτοκρατορίας και ελέγχει μέσω των Ελλήνων τις ηγεμονίες στα Βαλκάνια. Σιγά-σιγά διαμορφώνεται εθνική συνείδηση και κάτω από τη μεγάλη επίδραση των ιδεών του Διαφωτισμού και ειδικά της Γαλλικής Επανάστασης, μπαίνει στην ημερήσια διάταξη η εθνική απελευθέρωση για τη δημιουργία του απαραίτητου ζωτικού χώρου, χωρίς τους περιορισμούς των καθυστερημένων δομών της αυτοκρατορίας. Δεν είναι τυχαίο ότι η μεγάλη της διασπορά, στα αναπτυσσόμενα αστικά κέντρα της βόρειας βορειοδυτικής αυτοκρατορίας και στις εγγύς χώρες, διαμορφώνει και το απελευθερωτικό όραμά της, που περιλαβαίνει περιοχές των ευρύτερων Βαλκανίων και των ανατολικών ακτών του Αιγαίου. Μετά το 1792, το εμπόριο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας που κυριαρχείται από τις γαλλικές εταιρείες περνά στα χέρια Ελλήνων εμπόρων και, έτσι, δίνεται μια πολύ μεγάλη ώθηση στο ειδικό τους βάρος στην ευρύτερη περιοχή αλλά και διαμορφώνουν τους όρους για μια ευρύτερη αντίληψη των δυνατοτήτων που τους δίνει η εποχή.[3] Σημαντικές αλλαγές γίνονται στο κοινοτικό σύστημα στην ηπειρωτική χώρα, με διεύρυνση των εμπορικοχρηματικών σχέσεων και των
ατομικών παραγωγικών διαδικασιών. Ο έλεγχος της παραγωγής από τον οθωμανικό μηχανισμό εξασθενεί και τον παραχωρεί αυτός έναντι σταθερού δοσίματος. Έτσι, επιτρέπεται μια αυξημένη συσσώρευση που βρίσκει διέξοδο σε εμπορικές και βιοτεχνικές δραστηριότητες στο πλαίσιο των αναπτυσσόμενων αστικών σχέσεων παραγωγής. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στο εφοπλιστικό-εμπορικό κεφάλαιο, που αξιοποιώντας τους ναπολεόντιους πολέμους παίζει έναν πρωταρχικής σημασίας ρόλο στη Μεσόγειο και το μέγεθος του το καταγράφει στις παγκόσμιες δυνάμεις της εποχής. Στις αρχές του 19ου αιώνα, ο ελληνικός στόλος αποτελούνταν από 556 μεγάλα και άρτια εξοπλισμένα εμπορικά πλοία, η χωρητικότητα των οποίων έφθανε τους 131.410 τόνους.[4] Σύμφωνα με τον Pouqueville, στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 19ου αιώνα, τα πλοία «ελληνικών» συμφερόντων ανέρχονταν σε 615, συνολικής χωρητικότητας 153.590 τόνων, ενώ τα πληρώματα αποτελούνταν από 37.526 άτομα. Σε αυτό το σημείο, εισάγονται άλλα δύο ζητήματα, πολύ σημαντικά για τους συνολικούς προβληματισμούς μας: το ζήτημα των σχέσεων ιδιοκτησίας στις ναυτιλιακές και ναυπηγικές επιχειρήσεις και το ζήτημα της ανάπτυξης της βιοτεχνίας–βιομηχανίας στον ελλαδικό χώρο, με αφορμή ακριβώς την ανάπτυξη της ναυπηγικής. Κατ’ αρχήν, θα πρέπει να τονίσουμε ότι τα πλοία δεν αναλάμβαναν μόνο τη μεταφορά προϊόντων ξένης ιδιοκτησίας, αλλά οι πλοιοκτήτες τα χρησιμοποιούσαν για να διεξαγάγουν εμπόριο με δικά τους προϊόντα. Γενικά, θεωρείται ότι η ιδιοκτησία στα πλοία ήταν εταιρικής μορφής και ότι σε αυτή την «εταιρεία» συμμετείχε και το πλήρωμα, το οποίο αναλογικά μοιραζόταν τόσο τα κέρδη όσο και τις ζημίες. Φαίνεται ωστόσο, ότι ο «αναλογικός» χαρακτήρας των εισπράξεων των κερδών από την πλευρά του πληρώματος, καλύπτει στην πραγματικότητα, μια μορφή μισθοδοσίας. Είναι πολύ πιθανό, κάτω από παλιότερες μορφές, να υπάρχει συγκαλυμμένη μισθωτή εργασία.[5]
  Έτσι, λοιπόν, μπορούμε να πούμε ότι η αστική τάξη ουσιαστικά χωρίζεται σε 3 τμήματα ως προς τη θέση της στο σύστημα παραγωγής:
  «Α) Η αστική τάξη που συνδεόταν με την οικονομία της καθαυτό Ελλάδας: Εδώ άνηκαν κυρίως οι έμποροι που συνδεόταν στενά με την ελληνική αγορά, οι ιδιοχτήτες βιοτεχνικών εργαστηρίων (μανιφακτούρα), οι βιοτέχνες. Αυτή η μερίδα ενδιαφερόταν για την άμεση κατάργηση της εξουσίας του σουλτάνου, για την εξάλειψη της τουρκικής ιδιοκτησίας πάνω στη γη, επεδίωκε την εξασφάλιση της ατομικής της ελευθερίας και την ελευθερία της ιδιοκτησίας της και ήθελε μια πλατιά και ελεύθερη εσωτερική αγορά. Δεν είχε όμως αναπτυχθεί αρκετά, ήταν οικονομικά και πολιτικά αδύνατη.
  Β) Η αστική τάξη που δεν συνδεόταν στενά με την ελληνική αγορά. Το τμήμα αυτό της αστικής τάξης, κατ’ εξοχήν μεταπρατικό, ασχολούνταν με εμπορικές υποθέσεις σ’ ολόκληρη
την Οθωμανική Αυτοκρατορία, κυρίως στο ευρωπαϊκό τμήμα της, καθώς και με μεταφορές στη Μεσόγειο θάλασσα (ναυτιλιακό-εμπορικό κεφάλαιο). Και η μερίδα αυτή του ελληνικού κεφαλαίου δοκίμαζε τις συνέπειες του τουρκικού ζυγού, που έβαζε εμπόδια στην ανάπτυξή της. Στις παροικίες του εξωτερικού εκτοπιζόταν συνεχώς από τα αναπτυσσόμενα εθνικά κεφάλαια, ενώ στη Μεσόγειο το ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο κινδύνευε να πνιγεί από το αγγλικό εμπορικό ναυτικό. Για τους λόγους αυτούς και το εμπορικό-εφοπλιστικό κεφάλαιο επεδίωκε επίσης τη δημιουργία εθνικής εστίας, ελεύθερου κράτους που θα του επέτρεπε να αναπτύξει τις δουλειές του, χωρίς τους στρατιωτικούς-φεουδαρχικούς περιορισμούς και χωρίς τον κίνδυνο καταστροφής του λόγω του εξωτερικού συναγωνισμού, και ν’ αυξήσει τα κέρδη του. Όμως η μερίδα αυτή της αστικής τάξης φοβόταν να διακινδυνεύσει την περιουσία της, τη θέση της, σε περίπτωση αποτυχία της επανάστασης. Δεν είχε εμπιστοσύνη στις λαϊκές δυνάμεις. Και γι’ αυτό δεν στήριζε την πολιτική της στην πάλη των λαϊκών μαζών, αλλά επεδίωξε να βρει στήριγμα από το εξωτερικό. Έτσι εξηγούνται οι ταλαντεύσεις της στις παραμονές και στην πορεία της επανάστασης και το ότι σε πολλές περιπτώσεις ήρθε σε αντίθεση με τις λαϊκές μάζες. 

Στις ταλαντεύσεις αυτές και την αναποφασιστικότητα του εφοπλιστικού κεφαλαίου συνετέλεσε και ένα άλλο γεγονός. Το εφοπλιστικό κεφάλαιο της Ύδρας –συνδεμένο από τα τέλη του 18ου-αρχές 19ου αιώνα με τη Ρωσία, στην οποία χρωστούσε σε μεγάλο βαθμό την ανάπτυξή του– από τη δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα και κυρίως ύστερα από τους ναπολεόντειους πολέμους άρχισε να αποχτά στενούς δεσμούς με το αγγλικό κεφάλαιο, πράγμα που το βλέπουμε τόσο στην περίπτωση του Κουντουριώτη όσο και του Σέκερη. Αυτή η σύνδεση με το αγγλικό κεφάλαιο, όπως ήταν επόμενο, δεν άργησε να έχει τις πιο ολέθριες συνέπειες στην πολιτική. Το μεγάλο εμπορικό-εφοπλιστικό κεφάλαιο της Ύδρας αρνούνταν επίμονα να πάρει μέρος στη Φιλική Εταιρία, προσχώρησε στην επανάσταση μόνο ύστερα από την εξέγερση του Οικονόμου[6] και έγινε, όπως θα δούμε, ο σκαπανέας του προσανατολισμού και της υποταγής της ελληνικής επανάστασης στην αγγλική πολιτική.»[7]
  Γ) «Στις νέες αυτές συνθήκες οι προεστοί παίζουν λοιπόν τον ρόλο του διαμεσολαβητή ανάμεσα στους παραγωγούς και στο εμπορικό κεφάλαιο των μεγάλων πόλεων α) Συγκεντρώνουν την παραγωγή και τη μεταφέρουν στα μεγάλα λιμάνια της εποχής, που αποτελούν και την έδρα των εμπόρων. β) Πιέζουν τους αγρότες να αυξήσουν αλλά και να διαφοροποιήσουν την παραγωγή τους, εξασφαλίζοντας έτσι την προσαρμογή της παραγωγής στη ζήτηση του εμπορίου μεγάλων αποστάσεων. γ) Εξασφαλίζουν την ανοχή των οθωμανικών αρχών, ακόμα και μέσα από τη δωροδοκία και εξαγορά των τοπικών αρχόντων (π.χ. τιμαριώτες). Οι προεστοί μετασχηματίζονται έτσι σε φορείς μιας τοπικής οικονομικής και πολιτικής εξουσίας αστικού τύπου: Αποτελούν αποφασιστικής σημασίας κρίκους στα πλαίσια του μηχανισμού υπαγωγής των αγροτών στο εμπορικό κεφάλαιο…
 …Στη Νότια Ελλάδα βρίσκεται λοιπόν σε εξέλιξη μια διαδικασία γρήγορης διάλυσης του ασιατικού τρόπου παραγωγής και των ασιατικών κοινοτήτων προς όφελος των καπιταλιστικών κοινωνικών και παραγωγικών σχέσεων. Όχι μόνο στις περιπτώσεις όπου εγκαθιδρύεται και κυριαρχεί άμεσα η κεφαλαιακή σχέση, όπως είναι η περίπτωση των εμπορικών και εφοπλιστικών κοινοτήτων (νησιά, παράκτιες πόλεις) ή των μανιφακτουρικών κοινοτήτων, αλλά ακόμα και στην αγροτική ύπαιθρο, με τον ριζικό μετασχηματισμό των λειτουργιών των κοινοτήτων, τη διαμόρφωση ατομικών σχέσεων κατοχής και ιδιοκτησίας πάνω στη γη, την πρόσδεση και υπαγωγή των αγροτών στο εμπορικό κεφάλαιο.
Μόνο κάτω από αυτούς τους όρους έγινε δυνατό να συνδεθεί η φιλελεύθερη αστική ιδεολογία της εθνικής υπόστασης και ανεξαρτησίας με τις πλατιές λαϊκές μάζες της υπαίθρου. Μόνο κάτω από αυτούς τους όρους ήταν δυνατόν να προσλαμβάνουν όλα τα φαινόμενα αποσταθεροποίησης του παλιού καθεστώτος ένα εκρηκτικό- επαναστατικό περιεχόμενο. Μόνο κάτω από αυτές τις συνθήκες μπορούσαν να λειτουργήσουν οι Κλέφτες και οι αρματολοί ως το πρόπλασμα των ενόπλων δυνάμεων της Επανάστασης.»[8] Η αστική τάξη έχει και το υλικό συμφέρον και την ανάγκη να προχωρήσει η επανάσταση και, μαζί με αυτή, η ανεξαρτησία της από τις απολυταρχικές δομές του σουλτανάτου που, πλέον, την πνίγουν. Είναι, παράλληλα, η μόνη κοινωνική δύναμη που έχει βιώσιμη πρόταση για τη διάδοχη κατάσταση. Γνωρίζει όλα τα σύγχρονα ρεύματα και έχει,  ταυτόχρονα, τη διεθνή εικόνα του κόσμου που την περιβάλλει, και σε πολλές περιπτώσεις έχει ήδη προδιαγράψει μέσω των ταξικών της δεσμών και τις διεθνείς της συμμαχίες. Στον αντίποδά της, δεν έχουμε ακόμη συγκροτημένη μια εργατική τάξη και δεν μπορούμε να έχουμε ακόμη, σύμφωνα με τις δυνατότητες που δίνει η εποχή στην αστική τάξη. Και από το ολιγάριθμο και πολυδιασπασμένο της φύσης της, όπως και από τη χαμηλή της ταξική συνείδηση, που μόλις τώρα αρχίζει να ξεχωρίζει, είναι αδύνατον να παίξει αυτοτελή και πρωταγωνιστικό ρόλο. Μπορεί, όμως, και το κάνει πράξη, να κατανοήσει την αναγκαιότητα της εθνικοαπελευθερωτικής πάλης και τις δυνατότητες που προσφέρει η νίκη της και γιʼ αυτό μαζικά στρατεύεται υπέρ του αγώνα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, προχωρεί ακόμη παραπέρα με το να συμμαχήσει με τα πιο ριζοσπαστικά επαναστατικά τμήματα της μικρής αστικής τάξης ενάντια στη μεγάλη και να δημιουργήσει επαναστατικά γεγονότα μέσα στην επανάσταση, όπως η λαϊκή εξουσία ενάντια στους μεγαλοκαραβοκυραίους της Ύδρας, την άνοιξη του 1821, με επικεφαλής τον Αντώνη Οικονόμου.
  Όλες οι διεργασίες που περιγράφουμε και που δίνουν τον τόνο δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι συμβαίνουν σε μια κατά βάση αγροτική οικονομία, όπου στις μεγάλες πεδιάδες, κυρίως του βορρά, έχουμε τσιφλίκια, αλλά κυρίως έχουμε από την αποσάθρωση της κοινοτικής αγροτικής παραγωγής μια τεράστια μάζα αγροτών με, περισσότερο ή λιγότερο, επαφή με τις διαδικασίες αστικοποίησής της, που έχει αρχίσει να συνειδητοποιεί τη θέση της και να ξυπνά από το μεσαιωνικό λήθαργο. Η υπαγωγή των αγροτών στο εμπορικό κεφάλαιο και η επίδραση στη ζωή και στη συνείδησή τους μπορεί να γίνει επίσης αντιληπτή από το γεγονός ότι, παρά την αύξηση της παραγωγής, οι συνθήκες αμοιβής των πελοποννήσιων παραγωγών χειροτέρευαν με γρήγορους ρυθμούς, κατά τα τελευταία τριάντα χρόνια, πριν από την Επανάσταση. Ταυτόχρονα, διαμορφώνεται ένα πολύ υψηλό μερίδιο εξαγωγών (αξία εξαγωγών ως ποσοστό της συνολικής αξίας παραγωγής), που ξεπερνάει το 50%, πράγμα που κατά κανόνα συνεπάγεται μια έλλειψη μέσων διατροφής για τον πληθυσμό των πόλεων. Έτσι, το 1810, λαμβάνει χώρα μια εξέγερση του πληθυσμού της Πάτρας, γιατί οι έμποροι είχαν εξαγάγει όλη την ποσότητα του σταριού που βρισκόταν στη διάθεσή τους, γεγονός που δείχνει και τις αλλαγές στη συνείδηση των λαϊκών μαζών (αγροτικών, προλεταριακών, μισοπρολεταριακών κ.λπ). [9] Οι αγροτικές μάζες είναι αυτές που θα πλαισιώσουν τις τάξεις του επαναστατικού στρατού και θα υποφέρουν τα πάνδεινα στον πολύχρονο απελευθερωτικό αγώνα. Πολυδιασπασμένη, όμως, καθώς είναι η αγροτιά, με διαφορετικούς όρους ενταγμένη στην αγροτική παραγωγή, δεν της επέτρεπε το γεγονός αυτό ούτε την ενιαία έκφραση της ούτε τη δυνατότητα να παίξει ένα αυτοτελή ρόλο στο επαναστατικό γίγνεσθαι. Της έλειπε, ας πούμε, ένα μεγάλο όραμα, όπως η απαλλοτρίωση των τσιφλικάδων[10], εάν αυτή ήταν η κυρίαρχη κατάσταση που θα την ομογενοποιούσε πολιτικά και κοινωνικά και θα της επέτρεπε να παίξει ένα πιο αυτόνομο ρόλο. Η αλήθεια είναι ότι με το όπλο στο χέρι, πολλές φορές υπεράσπισε τα συμφέροντά της και αυτή η σιγουριά, για αυτή της τη δυνατότητα, της υπαγόρεψε στάση οπαδού στις ενδοαστικές διενέξεις. Προς υποστήριξη του παραπάνω συλλογισμού, ας θυμηθούμε την ένοπλη εξέγερση των αγροτών μπρος στις προθέσεις κοτζαμπάσηδων και άλλων, να ξεπουληθούν οι «εθνικές γαίες» με απόφαση της εθνοσυνέλευσης στο Άστρος, την οποία και απέτρεψαν.
  Τέλος, δεν πρέπει να μη σταθούμε στο γεγονός ύπαρξης μιας
στρατιωτικής «κάστας», που στα ηγετικά της επίπεδα περιείχε και το στοιχείο της οικογενειοκρατίας και της κληρονομικότητας των αξιωμάτων. Αυτή διαμορφώθηκε αργά αλλά σταθερά, μέσα στο πέρασμα των αιώνων, από τη μια μεριά, σαν λαϊκή αυτοάμυνα ενάντια στην καταπίεση και στον αυταρχισμό και, από την άλλη, σαν μέσο βιοπορισμού κύρια σε βάρος της διοικητικής και οικονομικής κυρίαρχης τάξης της εποχής, είτε αποσπώντας της βίαια ένα μερίδιο από το λαϊκό εισόδημα που είχε προσποριστεί είτε προστατεύοντας τα συμφέροντά της από αντίστοιχους επίδοξους απαλλοτριωτές ή ανταγωνιστές. Θα πρέπει να τονίσουμε το γεγονός ότι ολόκληρες περιοχές είχαν μετατρέψει σε επάγγελμα αυτές ακριβώς τις λειτουργίες αποσπώντας υπερπροϊόν από άλλες κοινότητες, οι οποίες ήταν φόρου υποτελείς σε αυτές, και υπό την «προστασία» τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα χωριά του Σουλίου.[11]
  Με το ξέσπασμα της Επανάστασης, η πολεμική αυτή μηχανή καλείται να διαδραματίσει σοβαρό ρόλο. Επικεφαλής σημαντικών δυνάμεων, καλοί γνώστες του πεδίου των επιχειρήσεων, κάτοχοι αξιόλογων (και, καμιά φορά, μεγάλων) στρατιωτικών ταλέντων, τα μέλη της «πολεμικής αριστοκρατίας» αναλαμβάνουν τη διεκπεραίωση των στρατιωτικών καθηκόντων της Επανάστασης και, κυρίως, του πιο σημαντικού: Της νικηφόρας έκβασης του πολέμου. Οι δυνάμεις που κατόρθωσαν να συγκεντρώσουν (συντελούντων και των πολεμικών λαφύρων, στρατιωτικών αποθεμάτων και άλλων υλικών που περιήλθαν σε ελληνικά χέρια) δεν ήταν μικρές και, ως το 1825, η στρατιωτική κατάσταση φαίνεται ευνοϊκή… Στις συνθήκες της Επανάστασης, ο «κλέφτης» δεν είναι καθόλου περιθωριακός. Γίνεται «στρατιωτικός», στοιχείο και αυτό της κοινωνίας που πρέπει (και που απαιτεί) να λαμβάνεται υπόψη, όπως και όλα τα άλλα, ανατροπή καθόλου μικρή στα πλαίσια των σχέσεων της εποχής. Χωρίς να κινούνται, κατ’ ανάγκην, από ένα ψυχρό και κυνικό υπολογισμό, δεν είναι παράξενο ότι οι εκπρόσωποι της πολεμικής αριστοκρατίας ζητούσαν να αμειφθούν και να αναδειχθούν για τους, κάθε άλλο παρά μικρούς, κινδύνους τους οποίους διέτρεχαν και για τις υπηρεσίες που προσέφεραν και που συχνά ήταν αναντικατάστατες.»[12]
  «Η Εκκλησία: Ως επικεφαλής του μιλιέτ των Ρουμ η Εκκλησία κατέστη αναπόσπαστο τμήμα των οθωμανικών φεουδαρχικών δομών εξουσίας, επιφορτισμένη με συγκεκριμένα διοικητικά καθήκοντα, εξουσίες και αρμοδιότητες. Αναπτύσσοντας ιστορικά και σε μια πορεία σημαντικούς δεσμούς με το εμπορικό κεφάλαιο, εξελίχθηκε η ίδια σε οικονομική δύναμη. Μεταξύ άλλων, ήταν υπεύθυνη και για τη διατήρηση της ευταξίας στους υπ’ ευθύνη της πληθυσμούς. Έτσι, το Πατριαρχείο αρχικά, όχι μόνο δεν ευνόησε, αλλά καταδίκασε και κατέστειλε κάθε απελευθερωτική ιδέα ή κίνηση.
Προς το σκοπό αυτό επιστράτευσε επανειλημμένα το όπλο του αφορισμού: Για τους συμμετέχοντες στα Ορλωφικά (και την παρεπόμενη εξόντωση των κλεφτών του Μοριά), για τις εξεγέρσεις του 1807, του 1808, για την εξέγερση των Σουλιωτών κατά του Αλή Πασά των Ιωαννίνων και  βεβαίως για την Επανάσταση του 1821.

Στην «Ελληνική Νομαρχία» μεταξύ πολλών άλλων αναφέρονται και τα εξής για το ρόλο της εκκλησίας την περίοδο αυτή: «Δύο αἴτια εἶναι, ὦ Ἕλληνές μου ἀκριβοί, ὁποὺ μέχρι τῆς σήμερον μᾶς φυλάττουσι δεδεμένους εἰς τὰς ἁλύσους τῆς τυραννίας, εἶναι δὲ τὸ ἀμαθὲς ἱερατεῖον καὶ ἡ ἀπουσία τῶν ἀρίστων συμπολιτῶν…

…Ὦ σὺ μιαρὰ Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως, εἰς τί ὁμοιάζεις, ἤθελα νὰ ἠξεύρω ἀπὸ ἐσὲ τώρα ὁποὺ σὲ ἐρωτῶ, εἰς τί, λέγω, ὁμοιάζεις τοὺς ἱεροὺς καὶ θείους ἀποστόλους τοῦ λόγου τῆς σοφίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ; Ἴσως εἰς τὴν ἔνδειαν καὶ ἀφιλοκέρδειαν, ὁποὺ ἐκεῖνοι ἐκήρυττον; Ἀλλ᾿ ἐσὺ εἶσαι γεμάτη ἀπὸ χρήματα, ὁποὺ καθημερινῶς κλέπτεις ἀπὸ τοὺς ταλαιπώρους χριστιανούς. Ἴσως εἰς τὴν ἐγκράτειαν καὶ χαλιναγωγίαν τῶν παθῶν; Ἀλλ᾿ εἰς ποῖον μεγάλον ξεφάντωμα δὲν εὑρίσκεται μέρος ἀπὸ τοὺς συγκλήτους σου, καὶ ποῖος ἀπὸ αὐτοὺς δὲν λατρεύει δύο καὶ τρεῖς ἀρχοντίσσας μὲ ἄκραν ἀναισχυντίαν καὶ σχεδὸν φανερά;
Μήπως τοὺς ὁμοιάζεις κἂν εἰς τὴν εὐλάβειάν των πρὸς τὴν θρησκείαν; Ἀλλὰ ποῖος δὲν γνωρίζει τὴν ἄκραν ἀνευλάβειάν σου καὶ ποῖος δὲν ἠξεύρει πόσον γελοιωδῶς καὶ χλευαστικῶς ἐκτελεῖς τὰς ἱερουργίας; Εἰς τί λοιπὸν τοὺς ὁμοιάζεις; Εἰς τὴν φιλανθρωπότητα; Ἐσύ, τοὺς πτωχοὺς δὲν καταδέχεσαι οὔτε κἂν νὰ τοὺς ἰδῇς, οὐχὶ δὲ νὰ τοὺς βοηθήσῃς. Ἡ λύσσα σου διὰ τὰ χρήματα εἶναι ἀπερίγραπτος. Τοὺς ὁμοιάζεις ἴσως εἰς τὴν φιλαδελφότητα, εἰς τὴν ὁμόνοιαν, εἰς τὴν ἐπάλληλον ἀγάπην; Ἀλλὰ ποῖος δὲν γνωρίζει πόσον προσπαθεῖ ὁ ἕνας νὰ βλάψῃ τὸν ἄλλον. Εἰς τί λοιπὸν τοὺς ὁμοιάζεις; Βέβαια εἰς οὐδέν… Σύ, λοιπόν, ὦ Σύνοδος, ἀγκαλὰ καὶ νὰ φέρῃς τοὺς τίτλους τῆς ἁγιωσύνης καὶ τὰ σημεῖα τῆς ἀρετῆς, οὐχί, οὐχί, ποσῶς δὲν ὁμοιάζεις τὰ ὑποκείμενα, ὁποὺ προσπαθεῖς νὰ παρησιάσῃς. Σὺ εἶσαι μία μάνδρα λύκων, ὁποὺ δὲν ὑπακούεις τὸν ποιμένα σου καὶ κατατρώγεις τὰ ἀθῶα καὶ πολλὰ ἥμερα πρόβατα τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας.»[13]
«Η αντεπαναστατική δραστηριότητα της επίσημης Εκκλησίας συνεχίστηκε και στη διάρκεια της Επανάστασης. Βεβαίως, η στάση στις γραμμές της γενικά δεν υπήρξε ενιαία. Σημαντικό μέρος, κυρίως του κατώτερου κλήρου, δε συντάχθηκε με τη γραμμή του Πατριαρχείου, μετέχοντας ενεργά στην Επανάσταση. Μαζί τους και μια σειρά μεσαίοι ή ανώτεροι κληρικοί, όπως οι Φιλικοί Άνθιμος Γαζής και Γρηγόριος (Δίκαιος) Παπαφλέσσας, ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, κ.ά.
  Οι Φαναριώτες: Πρόκειται για πρώην ευγενείς του Βυζαντίου που απέκτησαν σημαντικό πλούτο μέσω του εμπορίου, ενώ αναρριχήθηκαν σε υψηλά πόστα της οθωμανικής διοίκησης (Μεγάλου Δραγουμάνου της Πύλης, Δραγουμάνου του Στόλου και Ηγεμόνα της Βλαχίας και Μολδαβίας). Η στάση τους απέναντι στην Επανάσταση, επίσης, δεν ήταν ενιαία. Ορισμένοι υιοθετούσαν την προοπτική της ένοπλης εξέγερσης και συγκρότησης ενός ανεξάρτητου αστικού κράτους. Οι περισσότεροι, όμως, υποστήριζαν μια πολιτική «εκ των έσω διάβρωσης» της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, όπου η ελληνική αστική τάξη θα κυριαρχούσε σταδιακά οικονομικά και πολιτικά. Οι Φαναριώτες –μέλη της Φιλικής Εταιρείας, όπως οι Α. Μαυροκορδάτος και Θ. Νέγρης, που έλαβαν ενεργό μέρος στην Επανάσταση, κλήθηκαν στη συγκρότηση των πρώτων πολιτειακών θεσμών και μηχανισμών διοίκησης, συνδράμοντας αποφασιστικά στον αστικοφιλελεύθερο χαρακτήρα τους.»[14]
  Με αυτή τη διάταξη των δυνάμεων ξεκίνησε ένας πολύχρονος αγώνας με πολλές καμπές και διεθνείς προεκτάσεις, με εκατόμβες θυσιών και ηρωισμών των λαϊκών μαζών και φοβερές σκοτεινές σελίδες από την αδυσώπητη κίνηση αντιτιθέμενων ταξικών επιδιώξεων ή ιδιωτικών, ιδιοτελών δηλαδή, συμφερόντων όπως σε κάθε μεγάλη επανάσταση, όπως σε κάθε μεγάλη κοινωνική ανατροπή. Σε αυτές τις περιπτώσεις, δίπλα σε κάθε μεγάλο όραμα και επιδίωξη υπάρχει και το πιο βρώμικο και ελεεινό κίνητρο. Δίπλα στην ανιδιοτελή θυσία, παρατηρείται η μετατροπή του αγώνα σε επιχείρηση κέρδους, δούναι και λαβείν. Δεν θα σταθούμε στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, παρά μόνο σε κάποιες πλευρές του που τις ξεχωρίζουμε, γιατί εκτιμούμε ότι είναι χρήσιμες σήμερα.
  Η επανάσταση ξεκίνησε με βάση τις αντιλήψεις και τις επιδιώξεις του πιο προωθημένου τμήματος της αστικής τάξης -με αναντικατάστατο και κρίσιμο το ρόλο της φιλικής εταιρείας- για την πραγματική της δύναμη στην περιοχή και τη θέση που της άρμοζε, στο διεθνές σύστημα που ανήκε. Έτσι, άρχισε η προσπάθεια να ενταχθεί όλος ο χώρος της Βαλκανικής μέσα από την επαναστατική διαδικασία στη μελλοντική κρατική πολιτική σφαίρα κυριαρχίας της, κάτι που ανταποκρινόταν στο σημαντικό οικονομικό της ρόλο στην περιοχή. Εξέφραζε, κυρίως, την επιδίωξη του εμπορικού βιοτεχνικού τμήματός της που επεδίωκε
μεγάλο ζωτικό χώρο, απαραίτητο για την ανάπτυξή της, η οποία, όμως, δεν καρποφόρησε. Η εκτίμηση ότι είχε υπερτιμήσει τις δυνάμεις και τις δυνατότητές της ή είχε κάνει λάθος στην ωριμότητα της στιγμής για την κίνηση των ευρύτερων λαϊκών μαζών της βαλκανικής,[15] που υπό την κηδεμονία της θα ξεσηκώνονταν για την ανατροπή τής εξουσίας τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας στην περιοχή, αν και είναι ένα ανοικτό προς συζήτηση θέμα, ιστορικά έχει τελεσιδικήσει. Το γεγονός είναι ότι αυτή η απόπειρα απέτυχε, με αποτέλεσμα ένα ελάχιστο μόνο μέρος των επιδιώξεων της να πραγματωθεί με ένα κουτσουρεμένο νεοελληνικό κράτος, γεγονός που θα βάλει βαριά τη σφραγίδα του στην ανάπτυξη του καπιταλισμού, στην Ελλάδα. Και μόνο το γεγονός του αποκλεισμού τού κύριου μέρους των ελληνικών κεφαλαίων από την εδαφική επικράτεια του νέου κρατιδίου λέει πολλά για τις δυνατότητές του.
  Η επανάσταση έγινε μέσα σε ένα τρομερά δυσμενές διεθνές περιβάλλον. Από τη μια μεριά, έχουμε την τρομοκρατία σε όλη την ήπειρο, που έχει ακολουθήσει την ήττα της Γαλλικής Επανάστασης και την προσπάθεια να διατηρηθεί πάση θυσία το κοινωνικό status quo σε πολιτικό επίπεδο και, από την άλλη, έχουμε τις επιδιώξεις όλων των μεγάλων δυνάμεων της εποχής (πλην Ρωσίας που, όμως, στο πρώτο συμφωνεί) να διατηρηθεί η ακεραιότητα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας μέχρι την προσφορότερη στιγμή που ο διαμελισμός της θα γίνει με δική τους πρωτοβουλία. Έτσι, δεν μπορούμε παρά να υπογραμμίσουμε ότι η μεγαλύτερη προσφορά της επανάστασης στην ανθρωπότητα είναι ότι πήγε παραπέρα στο χρόνο τη σημαία με τα ιδανικά της ελευθερίας, της ισότητας, της αλληλεγγύης, για να την παραδώσει παραπέρα, στην επόμενη επαναστατική απόπειρα. Γιʼ αυτό αγκαλιάστηκε από τόσους προοδευτικούς ανθρώπους σε όλο τον κόσμο,[16] γιʼ αυτό δημιουργήθηκε ένα ολόκληρο κίνημα αλληλεγγύης, που, πέρα από τεράστια πολιτική αλλά και οικονομική στήριξη, έδωσε το αίμα αμέτρητων ευρωπαίων και άλλων αγωνιστών για τη λευτεριά της πατρίδας μας.[17] Ταυτόχρονα, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε και τη διορατικότητά της, ότι αυτό ακριβώς το διεθνές περιβάλλον μπορούσε, κάτω από προϋποθέσεις, να ανατραπεί, και δεν είναι κάτι στατικό που έπρεπε να το αποδεχθεί παθητικά και, κατά συνέπεια, να θυσιάσει ή να ακρωτηριάσει τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά της. Άλλοι καιροί, άλλα ήθη. Ήταν τότε, που ακόμη έπαιζε ένα προοδευτικό ρόλο.
  Το καθεστώς που διαμορφώνεται στην επαναστατημένη Ελλάδα είναι μια τεράστια πολιτική ανορθογραφία για την εποχή. Από την πρώτη αρχή, το πρώτο σύνταγμα αλλά και τα επόμενα, κατοχυρώνεται η πιο πλατιά, για την εποχή, αστική δημοκρατία, η ανάλογη μορφή πολιτεύματος και βασικά δημοκρατικά δικαιώματα, που σε πολλές χώρες χρειάστηκε ποτάμια αίματος και θυσιών για να κατοχυρωθούν.
   «Το πρώτο Σύνταγμα της αγωνιζόμενης Ελλάδας προήλθε από την Α΄ Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου η οποία ψήφισε, την 1η Ιανουαρίου 1822, το "Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος". Η Συνέλευση απαρτιζόταν από εκπροσώπους της Πελοποννήσου, της Ανατολικής και Δυτικής Στερεάς Ελλάδας και ορισμένων νήσων… Το Σύνταγμα αυτό περιελάμβανε κάποιες διατάξεις για την προστασία των ατομικών ελευθεριών, ενώ στο επίπεδο των οργανωτικών βάσεων του πολιτεύματος προέβλεπε την αντιπροσωπευτική αρχή καθώς και την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Έτσι, η "Διοίκησις" αποτελείτο από το "Βουλευτικόν" και το "Εκτελεστικόν", αμφότερα συλλογικά όργανα με ενιαύσια θητεία, τα οποία "ισοσταθμίζονταν" στη νομοπαραγωγική διαδικασία. Ακόμη, υπήρχε και το "Δικαστικόν", όργανο ανεξάρτητο των άλλων δύο, πλην όμως εκλεγόμενο από αυτά, ενώ τη δικαιοσύνη απένειμαν τα "Κριτήρια", δηλαδή τα δικαστήρια.
   Το Προσωρινό Πολίτευμα της Επιδαύρου αναθεωρήθηκε ένα χρόνο αργότερα, τον Απρίλιο του 1823, από τη Β΄ Εθνική Συνέλευση που συνήλθε στο 'Αστρος Κυνουρίας. Το νέο Σύνταγμα, ο "Νόμος της Επιδαύρου", όπως ονομάστηκε για να τονίσει τη συνέχεια προς εκείνο του 1822, ήταν νομοτεχνικά αρτιότερο και καθιέρωνε μια ελαφρά υπεροχή της νομοθετικής εξουσίας έναντι της εκτελεστικής, …ενώ βελτίωνε και την προστασία των ατομικών ελευθεριών (ορίστηκε ότι προστατεύεται η ιδιοκτησία, η τιμή και η ασφάλεια όχι μόνο του Έλληνα αλλά κάθε ανθρώπου που βρίσκεται στην επικράτεια, εισήχθη η ελευθερία του τύπου, καταργήθηκε η δουλεία (ενώ απαγορεύει τη δουλοπαροικία και τα βασανιστήρια. σ.σ). Ακόμη, κατάργησε και τα τοπικά πολιτεύματα. …Η ίδια Συνέλευση του 'Αστρους ψήφισε και νέο εκλογικό νόμο, όπου το δικαίωμα του εκλέγειν ανήκε πλέον στους έχοντες την ιδιότητα του "ανδρός" και όχι του "γέροντος", ενώ η εκλογική ηλικία γινόταν 25 έτη, έναντι των 30 που ήταν προηγουμένως.
  Ο πολυαρχικός χαρακτήρας και των δύο Συνταγμάτων ευνόησε αρχικά τις συγκρούσεις μεταξύ Βουλευτικού και Εκτελεστικού που σύντομα εξελίχθηκαν σε ρήξη και εμφύλιο πόλεμο. Αυτό στάθηκε και η αφορμή για τη συστηματική πλέον παρέμβαση των ξένων "προστάτιδων" δυνάμεων στην ελληνική πολιτική ζωή.
   Η Γ' Εθνική Συνέλευση συνήλθε αρχικά στην Πιάδα το 1826 και εν συνεχεία στην Τροιζήνα το 1827, και αφού εξέλεξε ομόφωνα τον Ιωάννη Καποδίστρια ως "Κυβερνήτη της Ελλάδας" για επταετή θητεία, ψήφισε και το "Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος". Η Συνέλευση ήθελε να δώσει στη χώρα ένα οριστικό πολίτευμα, εμπνευσμένο από δημοκρατικές και φιλελεύθερες ιδέες και για το λόγο αυτό διακήρυττε για πρώτη φορά την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας: "Η κυριαρχία ενυπάρχει εις το Έθνος, πάσα εξουσία πηγάζει εξ αυτού και υπάρχει υπέρ αυτού". Τη ρητή αυτή διακήρυξη επαναλάμβαναν όλα τα ελληνικά Συντάγματα μετά το 1864.
    Το Σύνταγμα αυτό αποτελείτο από 150 άρθρα. Καθιέρωνε μια αυστηρή διάκριση των εξουσιών αναθέτοντας στον Κυβερνήτη την εκτελεστική εξουσία και στο σώμα των αντιπροσώπων του λαού, ονομαζόμενο Βουλή, τη νομοθετική. Ο Κυβερνήτης είχε απλώς το δικαίωμα αναβλητικού veto στα νομοσχέδια, ενώ δεν είχε και το δικαίωμα διάλυσης της Βουλής. Ο ίδιος ήταν "απαραβίαστος", ενώ οι "Γραμματείς της Επικράτειας", δηλαδή οι Υπουργοί, αναλάμβαναν την ευθύνη για τις δημόσιες πράξεις του (και έτσι ενυπήρχαν στο Σύνταγμα του 1827 τα πρώτα ψήγματα της κοινοβουλευτικής αρχής). Αξιοσημείωτο είναι ότι το Σύνταγμα
της Τροιζήνας εμπεριέχει την αρτιότερη και πληρέστερη διατύπωση των διατάξεων για την προστασία των ατομικών ελευθεριών μεταξύ των Συνταγμάτων της εποχής.»[18]
  Οι δύο εμφύλιοι πόλεμοι και οι πολλές άλλες εσωτερικές συγκρούσεις δεν έχουν να κάνουν με το ίδιον της φυλής να ερίζει αλλά με την αναγκαιότητα της επικράτησης των ιδιαίτερων κάθε φορά κοινωνικών και ταξικών συμφερόντων.  Έχουν γραφτεί πολλά προς αυτή την κατεύθυνση που άλλα μπερδεύουν και άλλα ξεκαθαρίζουν την κατάσταση. Επίσης πολλά είναι ανοιχτά στην ιστορική έρευνα και συζήτηση. Οι συγκρούσεις αυτές με δραματικό τρόπο παρουσιάζουν τη στάση που κράτησαν όλες οι ταξικές δυνάμεις στο κύριο ζήτημα κάθε μεγάλης κοινωνικής ανατροπής. Το ζήτημα της εξουσίας. Αποκαλύπτουν τις βαθύτερες επιδιώξεις τους και, ταυτόχρονα, το αποτέλεσμά τους διαμόρφωσε το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινήθηκε η εξέλιξη του καπιταλισμού στην Ελλάδα.
  Λόγω του περιορισμού της επανάστασης στο νότιο τμήμα του ελλαδικού χώρου αλλά και της οικονομικής καταστροφής λόγω της διεθνούς κρίσης, τα τμήματα εκείνα της αστικής τάξης που πήραν την πολιτική πρωτοβουλία της επανάστασης, μέσω της φιλικής εταιρείας, χάνουν τον πρωταγωνιστικό τους ρόλο. Αν και επηρεάζουν καθοριστικά στις αρχές του αγώνα, σύντομα διασπούνται και αποσυντίθενται σε πολλά μέρη, με διάφορους πρωταγωνιστές, και παύουν να παίζουν το σημαντικό ρόλο που είχαν, ενώ οι πιο σοβαροί εκφραστές του παίρνουν νέους ρόλους σε νέα μπλοκ δυνάμεων. Έντονα αναδεικνύονται, σε χοντρές γραμμές, τρεις πόλοι ισχύος που εκφράζουν διαφορετικά ταξικά συμφέροντα. Πρώτος και με μεγαλύτερη ευρύτητα αντίληψης των διαδικασιών που συντελούνται είναι ο πόλος του εφοπλιστικού κεφαλαίου-φαναριωτών, του οποίου η εμπορική και οικονομική ισχύς είναι η σημαντικότερη, όπως, επίσης, και η συγκεντρωτική πολιτική εμπειρία με ταυτόχρονη ισχυρή διεθνή συμμαχική επιλογή (Αγγλία). Συνεπικουρείται από τμήμα της στρατιωτικής κάστας της Στερεάς Ελλάδας, των οποίων τα αρματολίκια αποσυντίθενται και βρίσκονται πιο εκτεθειμένοι στρατηγικά στον εχθρό. Δεύτερος πόλος  είναι οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου, που σε διάκριση από τους αντίστοιχους Ρουμελιώτες, είχαν πολύ μεγάλη οικονομική δύναμη που ενισχύθηκε από την αρπαγή σημαντικού μέρους της περιουσίας της οθωμανικής αριστοκρατίας, που και αυτή ήταν ιδιαίτερα πλούσια. Κρίσιμο επίδικο και των δύο πόλων για τη νομή της πολιτικής εξουσίας ήταν, σε αυτή τη φάση, οι κρατικές, πλέον απαλλοτριωμένες από τους Οθωμανούς, γαίες, που οι μεν έβλεπαν σαν συνέχεια της οικονομικής τους δραστηριότητας και οι δε σαν δυνατότητα επένδυσης των τεράστιων κεφαλαίων που είχαν συσσωρεύσει. Στη διάρκεια της επανάστασης, όμως, ισχυροποιήθηκε ο ρόλος της παλιάς στρατιωτικής αριστοκρατίας, που, βέβαια, είχε ισχυρούς δεσμούς με την αγροτιά και εξέφραζε τα πιο πλειβιακά τμήματα της επανάστασης (τρίτος πόλος).
  Οι εμφύλιες συγκρούσεις με τις δύο κορυφώσεις τους σαν πρώτος και δεύτερος εμφύλιος μεταθέτει το κέντρο βάρους της ισχύος από τους στρατιωτικούς (Κολοκοτρώνης) στους προκρίτους της Πελοποννήσου, με τη βοήθεια του εφοπλιστικού-εμπορικού κεφαλαίου και των Φαναριωτών και στη συνέχεια από αυτούς στους τελευταίους, με τους απαραίτητους κάθε φορά συμβιβασμούς. Οι συγκρούσεις πολλές φορές ήταν ανελέητες, οι συμμαχίες ρευστές, τα πάθη έντονα, το ατομικό όφελος συγκρουόταν ή ταυτιζόταν με το συλλογικό. Συμμετοχή σε αυτές είχαν και οι ξένοι, πρώτα και κύρια σαν επιλογή των εμπλεκομένων για τις διεθνείς συμμαχίες και τη θέση του μελλοντικού κράτους στο διεθνές καπιταλιστικό  σύστημα που συγκροτείται.
   Κρίσιμο ρόλο για τη μετατόπιση της ισχύος από τους στρατιωτικούς έως και τη νίκη αυτού του μπλοκ έπαιξαν τρία στοιχεία: Πρώτο, «Τα μέλη του στρώματος αυτού προέρχονται, από άποψη καταγωγής, από τον αγροτικό πληθυσμό. Τραχείς και μισοάγριοι πολεμιστές, κατά κανόνα εντελώς αναλφάβητοι, δε διαφέρουν σε τίποτε από το μέσο τύπο του αγρότη της εποχής. Η ομοιότητα δεν περιορίζεται στα εξωτερικά χαρακτηριστικά. Πηγαίνει βαθύτερα, στην πολιτική και ιδεολογική διαμόρφωση. Στο στρώμα αυτό, βρίσκουν, μεταξύ άλλων, έκφραση οι προλήψεις και οι ιστορικές ανεπάρκειες αλλά και το ριζοσπαστικό επαναστατικό πνεύμα της αγροτικής μάζας. Δεν προσφέρεται, βέβαια, σε αμφισβήτηση το ότι ένας Μαυροκορδάτος γνώριζε τα διαχειριστικά, πολιτικά, στρατηγικά και διπλωματικά προβλήματα της Επανάστασης πολύ νωρίτερα και πολύ καλύτερα από έναν Κολοκοτρώνη. Δεν είναι, όμως, λιγότερο γεγονός ότι ο Κολοκοτρώνης κινητοποίησε τις μάζες για την απόκρουση του Δράμαλη και ότι αυτός εξέδωσε την περίφημη διακήρυξη του πολέμου με όλα τα μέσα για τη σωτηρία της Επανάστασης, πράγμα που ο Μαυροκορδάτος δε θα έκανε ποτέ.
Τα παραπάνω χαρακτηριστικά είναι, στην πραγματικότητα, στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους. Για να παίξει το ρόλο της, η πολεμική αριστοκρατία έπρεπε ακριβώς να μπορεί να αντιπαρατεθεί στην ιστορικά στενή πλευρά της αστικής τάξης σαν επαναστατικής δύναμης χωρίς να μπορεί να αποχωρισθεί από αυτή, να συνδέεται με την αγροτιά και να μην καταλαβαίνει σε βάθος τα προβλήματα της επανάστασης.»[19]
  Δεύτερο, η μεγάλη πολιτική εμπειρία σε συνδυασμό με την οικονομική ισχύ, η οποία όχι μόνο δεν μειώθηκε (τα λαϊκά
στρώματα έδωσαν τα πάντα μαζί με την αδυναμία τους να παράγουν λόγω του πολέμου) αλλά αυξήθηκε, έδωσε τα υλικά μέσα στο μπλοκ των εφοπλιστών-εμπόρων και Φαναριωτών να κυριαρχήσουν έχοντας, ταυτόχρονα, το συνολικότερο σχέδιο από τους αντιπάλους τους για την «επόμενη μέρα».
  «Μόλις ξέσπασε ή επανάσταση, ό λαός πρόσφερνε ό,τι είχε και δεν είχε. Οι αγρότες τα ζώα τους και τα γεννήματά τους, οι τσοπαναραίοι και το τελευταίο τους πρόβατο, οι κοπέλες τις προίκες τους, οι γυναίκες τούς άντρες τους, κι όλοι μαζί, χωριάτες και τσοπάνηδες, ναύτες και μικροτεχνίτες, άντρες και γυναίκες έδιναν το αίμα τους και τη ζωή τους για να λευτερωθεί ό τόπος από τον ξένο ζυγό. Στο μεγάλο αυτό εθνικό σάλπισμα της λευτεριάς, οι άστοκοτζαμπάσηδες ξέρετε τί πρόσφεραν; Αφού αντιδράσανε στην κήρυξη της επανάστασης κι ύστερα αναγκάστηκαν να πάρουν μέρος θέλοντας και μη, οxι μόνο δεν άνοιξαν το παραφουσκωμένο πουγκί τους να δώσουν έστω κι ένα γρόσι για τον αγώνα, άλλα βουτήχτηκαν και μεταξύ τους ποιος θα πρωταρπάξει περισσότερα χτήματα άπ' αυτά πού παράτησαν οι Τούρκοι. Κι όμως, τα χτήματα τούτα -πολλά κι αρκετά εύφορα- ονομάστηκαν «εθνικά» κι είχε αποφασιστεί να πουληθούνε και τα λεφτά να διατεθούν για τον αγώνα. Μα και ή πράξη τούτη ήτανε, το πιο πολύ, μανούβρα των κοτζαμπάσηδων για να μη μοιραστούν τα χωράφια στο λαό, μα να τα πάρουν αυτοί για ένα κομμάτι ψωμί, αν δεν κατάφερναν να τα βουτήξουν με το ζόρι.
Οι ζάπλουτοι πάλι Κουντουριώτηδες κι άλλοι πλούσιοι καραβοκυραίοι, αφού εξόντωσαν τον αρχηγό των ναυτών, τον ανδρείο κα­πετάνιο Οικονόμου, πού τούς ανάγκασε να 'ρθούνε με το ζόρι στην επανάσταση, ρίχτηκαν με τα καράβια τους πιο πολύ στο πλιάτσικο, παρά στον τούρκικο στόλο.
Κι έτσι, αφού ξοδεύτηκαν τα λίγα λεφτά της Φιλικής Εταιρείας και των εμπόρων και πραματευτάδων του εξωτερικού, ή επανάσταση δεν διέθετε πια πεντάρα για τη συνέχιση του αγώνα. Με τούς φόρους δεν ήτανε δυνατό ν' αντιμετωπιστεί ή κατάσταση. Σύμφωνα με τούς δημόσιους ψευτοπίνακες, από το Μάη του 1823 ίσαμε τον Απρίλη του 1824 τα δημόσια έσοδα φτάσανε τα 12.860.000 γρόσια. Κι απ' αυτά, τα 7.500.000 τα πρόσφεραν οι Κρητικοί, μερικά εκατομμύρια τ' άλλα νησιά και πολύ λίγα ή Πελοπόννησος, γιατί οι κοτζαμπάσηδές της κι οι νησιώτες Κουντουριώτηδες και Σία, όχι μονάχα δεν πλήρωναν πεντάρα φόρους, αλλά βάζανε χέρι και σ' όσα με τόσο συγκινητικό τρόπο πρόσφερε ό φτωχός λαός. Ακουστέ πώς περιγράφει αυτά τα κατορθώματά τους ή «επί των εθνικών λογαριασμών επιτροπή» στην έκθεσή της, πού υπέβαλε στην Τρίτη Εθνική Συνέλευση στις 11 του Απρίλη, αφού δούλεψε επί ένα ολό­κληρο χρόνο χωρίς καμιά βοήθεια και πάλεψε μ' όλα τα εμπόδια πού 'βαλαν στο έργο της όσοι είχαν τη φωλιά τους λερωμένη. Με τον έλεγχο, λοιπόν, πού 'κανε η επιτροπή τούτη στους εθνι­κούς λογαριασμούς από τις αρχές της πρώτης περιόδου ίσαμε το τέλος της τρίτης, κατάληξε στα παρακάτω συμπεράσματα: Πρώτα, ότι τα εθνικά κατάστιχα ήσαν "νοθευμένα και πλήρη από καταχρήσεις, πλαστοπαρτίδες, ελλείψεις, λάθη και ανωμαλίας». Οι διαχειριστές του δημόσιου ταμείου φούσκωσαν τα έξοδα σε  616.000 γρόσια το χρόνο και τα έσοδα τα περιόρισαν μόνο σε 12.864.000! Τύπωσαν 17.250 ομολογίες αξίας 5 εκατομμυρίων γρο­σιών με αντίκρισμα τα ʺεθνικάʺ χτήματα. Απ' αυτές, κυκλοφό­ρησαν 3.688, αξίας 1.471.000 γροσίων. Και στα ταμεία βρέθηκαν μόνο άλλες 408, αξίας 42.100 γροσίων. Λείπανε, δηλαδή, 13.154 ομολογίες, αξίας 3.486.900 γροσίων. Αυτές κυκλοφόρησαν στις τσέπες των κοτζαμπάσηδων! «Εις τα κατάστιχα» -συνεχίζει ή επιτρο­πή- «ευρίσκονται και παράνομοι πωλήσεις εθνικών κτημάτων και ανύπαρκτοι πληρωμαί αυτών, ως έπραξε κατά τούτο και ό υπουρ­γός της Οικονομίας της τρίτης περιόδου, εις τα παρ' αυτού αγορασθέντα κτήματα». «Εκ δε των συνεισφορών αι όποια εδόθη­σαν εις το έθνος από τούς φιλέλληνας και Έλληνας εκτός και εντός της επικρατείας, απ' αρχής του ιερού αγώνα μέχρι τέλους της τρί­της περιόδου, και αι οποίαι ημπορούν να αναβαίνουν εις μιλιούνια γροσίων, δεν ευρίσκονται περασμέναι εις τα κατάστιχα ειμή μόνον μερικαί εκατοντάδες χιλιάδων γροσίων το ίδιον δε τρέχει και εις τούς κατά καιρούς δοθέντας εράνους»!
Και σε σελίδες ολόκληρες ή επιτροπή αραδιάζει αμέτρητες, ξετσίπωτες λωποδυσίες των άστοκοτζαμπάσηδων. Ό Κολοκοτρώ­νης πού τα 'βλεπε όλα τούτα, έγραφε στους Σπετσιώτες ότι «οι άρχοντες μας δεν παραδειγματίζονται εις εσάς, να
εξοδεύσουν από τα ιδικά των, αλλά σφετερίζονται και τα της Πατρίδος». Και στον υπασπιστή του, τον Φωτάκο, τούς ζωγράφισε πετυχημένα λέγοντάς του ότι "ήλπιζαν να κληρονομήσουν τούς Τούρκους και να μεί­νουν αυτοί εις τον τόπον των...»[20]
  Τρίτος παράγοντας ήταν η πολιτική βοήθεια του πιο ισχυρού παράγοντα της εποχής, της μεγαλύτερης και ισχυρότερης αυτοκρατορίας, της Αγγλικής, που καθόρισε και την τελική έκβαση των εμφύλιων συγκρούσεων και της μεταπολεμικής τάξης πραγμάτων. Δεν είναι αμελητέος αλλά αντίθετα κρισιμότατος ο παράγοντας οικονομικής παρέμβασης που γίνεται με τη χορήγηση των «δανείων της ανεξαρτησίας» βάζοντας, έτσι, έναν ισχυρότατο μοχλό για την ανατροπή των συσχετισμών δύναμης και για την προώθηση των επιδιώξεών τους. Η ιστορία των δύο αυτών δανείων είναι αποκαλυπτική και επιβεβαιώνει απόλυτα τον παραπάνω ισχυρισμό.
  Με διάταγμα του εκτελεστικού, με πρόεδρο τον Μαυροκορδάτο, στις 2-6-1823, αποφασίζεται να συναφθεί δάνειο από 4.000.000 ισπανικά τάληρα. Όρισαν πληρεξούσιο τον Ορλάνδο, κουνιάδο του Κουντουριώτη, το Γ. Ζαΐμη, της γνωστής οικογένειας και τον Λουριώτη, παλιό φίλο του Μαυροκορδάτου. Είναι κατανοητό ότι, από τη μια μεριά, η ανάγκη κεφαλαίων για την αγορά πολεμικού, και όχι μόνο, υλικού είναι κρίσιμος παράγοντας για την επιτυχή έκβαση ενός εθνικοαπελευθερωτικού και όχι μόνο αγώνα. Από την άλλη, είναι σαφές ότι μόνο τυχοδιωκτικά και τοκογλυφικά κεφάλαια μπορούν να βρεθούν, ακόμη και αν υπάρχει ισχυρή υποστήριξη από φιλελληνικούς κύκλους. Αυτό συνεπάγεται απόλυτα τοκογλυφικούς όρους και εγγυήσεις εμπράγματες που, ναι μεν είναι παρακινδυνευμένες σε περίπτωση αποτυχίας, αλλά ταυτόχρονα είναι τόσες μεγάλες που δελεάζουν κάθε τυχοδιωκτικό κεφάλαιο. Και από τέτοια, μετά τη λήξη των Ναπολεόντειων πολέμων βρωμούσε όλη η Ευρώπη, και ιδιαίτερα οι νικητές. Έτσι, οι πληρεξούσιοι είχαν στην πραγματικότητα το ελεύθερο να αποδεχθούν σχεδόν τα πάντα, και φυσικά το έκαναν. Ας τους αναγνωρίσουμε και μια «εθνική» υστεροβουλία. Αν χαθεί ο αγώνας, πάνε στα κομμάτια και οι υποχρεώσεις, και γιʼ αυτό το λόγο «αναγκάζεται» και οικονομικά η αγγλική κυβέρνηση να μας υποστηρίξει, και σε περίπτωση νίκης, θα κληθούν αυτοί στο όνομα των οποίων βγήκε το δάνειο, ο λαός δηλαδή, να πληρώσουν αυτά που άλλοι ξεκοκκάλισαν ή, για να το πούμε κομψότερα, χρησιμοποίησαν για τους δικούς τους σκοπούς!
  Έτσι, συνάπτεται δάνειο από τους τραπεζίτες Longman, OBrien, Ellice με ονομαστική τιμή 800.000 λιρών και πραγματική 59% ή 472.000 λίρες. Οι τοκογλύφοι κράτησαν επιπλέον 3% για προμήθεια και μεσιτεία, 1,5% για ασφάλιστρα, κράτησαν τους τόκους για δύο χρόνια μπροστά 80.000 λίρες, τα χρεόλυτρα δύο χρόνων από 1% 16.000λίρες και για προμήθεια πληρωμής τόκων 3.200 λίρες. Σύνολο 43,5% πραγματικό δάνειο που και αυτό δεν πάρθηκε όλο και θα δινόταν σε δόσεις. Η είδηση σύναψης του δανείου πυροδότησε αμέσως τις συγκρούσεις, γιατί όλοι καταλάβαιναν ότι ο διαχειριστής του είχε την οικονομική δυνατότητα να συντρίψει τους αντιπάλους. Ο Οδυσσέας προσπαθεί να έρθει σε συνεννόηση με τον Κολοκοτρώνη και τους οπλαρχηγούς για να περάσουν λεπίδι τους κοτζαμπάσηδες αλλά η σύσκεψη αποτυγχάνει. Ενώ η πρώτη δόση δεν εκταμιεύεται, γιατί δεν πληρούνται οι όροι του αγγλικού φιλελληνικού κομιτάτου, καπάκι έρχεται και η δεύτερη δόση. «Η αναγγελία της αλληλοδιαδόχου αφίξεως των δόσεων γράφει ο Παπαρηγόπουλος ηύξησε τον περί κατοχής της εξουσίας πόθον» που «απέληξεν βαθμηδόν εις δεύτερο εμφύλιο πόλεμο». Μετά από παρέμβαση της Αγγλίας, παραδίδονται τα χρήματα στην τριανδρία Κουντουριώτη, Κωλέττη, Μαυροκορδάτου, η οποία είχε εξουδετερώσει τον Κολοκοτρώνη και αγοράζοντας με λεφτά του δανείου τον Γκούρα, βγάζει από τη μέση το μόνο σοβαρό αντίπαλο από το λαϊκό στρατόπεδο, τον Ο. Ανδρούτσο. Από το δάνειο αυτό η κυβέρνηση πήρε τελικά 310.000, χρεώνοντας τον ελληνικό λαό με 800.000 και έχοντας βάλει ως υποθήκη όλες(!) τις εθνικές γαίες και τα έσοδα από τις αλυκές και τα διβάρια. Με αυτούς τους όρους έπεσε χοντρός ανταγωνισμός γαλλικών και αγγλικών κεφαλαίων για το ποιος να μας δανείσει για δεύτερη φορά... Αυτή τη φορά προτιμήθηκαν οι Ιάκωβος και Σαμψών Ρικάρδο του Λονδίνου για ένα δάνειο με ονομαστική τιμή 2.000.000 λιρών και 5% τόκο και πραγματική 55%, που μετά από τις απαραίτητες ευφάνταστες αφαιμάξεις, έφτασε να απομείνει 816.000 λίρες ή το 40.08%. Ένα τεράστιο ποσό για τα δεδομένα της επαναστατημένης Ελλάδας που η με σύνεση διαχείρισή του θα είχε ορίσει αλλιώς την ιστορία της. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να σωθεί το Μεσολόγγι με μόνο 100.000 τάληρα που ήταν αρκετά για αυτό το σκοπό και που, όπως γράφει ο Παπαρηγόπουλος, «η ελληνική κυβέρνηση λαβούσα εις τας χείρας αυτής κατά το προλαβόν δωδεκάμηνον εκατομμύρια περίπου ταλήρων, δεν ηδυνήθη να οικονομήση εξ αυτών τας 100 εκείνας χιλιάδας από των οποίων εξηρτήθη η τύχη της Ελλάδας.» Άφησαν, λοιπόν, το Μεσολόγγι νηστικό και άοπλο να πέσει. Αλλά
και το υπόλοιπο πήγε άπατο, δήθεν στην προσπάθεια να ναυπηγήσουν σύγχρονο στόλο που δεν έφθασε ποτέ εκτός από ένα ατμοκίνητο, το οποίο δεν μπορούσε να κινηθεί και μια φρεγάτα από τις ΗΠΑ, που αφού κόστισε δεκαπλάσια, μετά από ξεσηκωμό των φιλελλήνων της Αμερικής, κατάφερε να φτάσει πολύ αργά. Έτσι, από όλο το δάνειο έφτασαν στην Ελλάδα 232.500 λίρες, που χρησιμοποιήθηκαν για την ενίσχυση των οικονομικών των πρωταγωνιστών της εποχής, όπως ο Κουντουριώτης και άλλοι υδραίοι εφοπλιστές οι οποίοι πήραν αποζημιώσεις για όσα προσέφεραν στον αγώνα. Για αυτούς ήταν κανονική επιχείρηση, όπως και οι λεηλασίες και οι πειρατείες που τους γέμιζαν τις κάσες. Μερίδιο πήραν όλα τα στηρίγματα του καθεστώτος, ενώ το υπόλοιπο σπαταλήθηκε στην εξαγορά αντιπάλων.
   Γιʼ αυτά τα δάνεια, όπως και για πολλά άλλα, θα ασχοληθούμε εκτενώς αλλού, γιατί είναι κρίσιμος παράγοντας στην εξέλιξη του καπιταλισμού στη χώρα μας. Αποτέλεσαν το βασικό κίνητρο για την ισχυρή, μέσα στην αριστερά, θεωρία της εξάρτησης της χώρας από τους ξένους. Ένα κρίσιμο ζήτημα που δεν γίνεται να μη μας απασχολήσει στη συνέχεια και που θα προσπαθήσουμε να δώσουμε την πιο αντικειμενική απάντηση.
  Στα τέλη του 1825, εισβάλλει ο Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο και η επανάσταση φθάνει στο χείλος του γκρεμού. Μια ορισμένη αναζωογόνηση της δύναμης των στρατιωτικών φέρει η αντίσταση του Κολοκοτρώνη. Η Αγγλία αποφασίζει να προτείνει το σχηματισμό ημιαυτόνομης ελληνικής ηγεμονίας υπό την κυριαρχία του Σουλτάνου –στην πραγματικότητα ένα αγγλικό προτεκτοράτο– και με δική της πρωτοβουλία υπογράφεται από τις τρεις δυνάμεις Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία ένα πρωτόκολλο, βάσει του οποίου καλούν τους εμπόλεμους να πάψουν τις εχθροπραξίες και να αρχίσουν τις διαπραγματεύσεις. Απαίτηση που αρνείται η άλλη πλευρά, και, έτσι, επιβάλλουν με τη δύναμη των όπλων τη θέληση τους. Τον Οκτώβρη, στη ναυμαχία του Ναβαρίνου, ο ενωμένος στόλος των τριών δυνάμεων συντρίβει τον τουρκοαιγυπτιακό. Τον Απρίλιο του 1828, ξεσπάει ο ρωσο-τουρκικός πόλεμος. Λίγους μήνες αργότερα αποβιβάζονται στην Πελοπόννησο γαλλικά στρατεύματα για να εκκαθαρίσουν την περιοχή από τα υπολείμματα του αιγυπτιακού στρατού. Ο Καποδίστριας ήρθε στην Ελλάδα τον Ιανουάριο του 1828 και τον ίδιο μήνα ανέστειλε, με τη συναίνεση και των τριών κομμάτων, την ισχύ του Συντάγματος.
  Το 1829, υπογράφεται μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας η Συνθήκη της Αδριανούπολης, με την οποία επικυρώνεται η νίκη της Ρωσίας στον πόλεμο μεταξύ των δύο χωρών. Ο Σουλτάνος υποχρεώνεται με τη συνθήκη αυτή να αποδεχθεί τη λύση που θα διατύπωναν οι μεγάλες Δυνάμεις για το ελληνικό πρόβλημα. Το 1830, υπογράφεται το Πρωτόκολλο του Λονδίνου ανάμεσα στην Αγγλία, τη Γαλλία και τη Ρωσία, σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα αναγνωρίζεται ως ανεξάρτητο βασίλειο. Ο Καποδίστριας, αφού ταυτίστηκε με το ρωσικό κόμμα και δημιουργήθηκαν ρήξεις και εξεγέρσεις, δολοφονήθηκε το Σεπτέμβριο του 1831. Στις 25 Ιανουαρίου 1833, σε ηλικία 17 ετών, ο Όθωνας, εκλεκτός των ξένων για να κυβερνήσει, αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο, από τη βρετανική φρεγάτα «Μαδαγασκάρη», συνοδευόμενος από τριμελή Αντιβασιλεία Βαυαρών (που θα κυβερνούσε μέχρι αυτός να ενηλικιωθεί, το 1835) και πολυμελή βαυαρικό τακτικό στρατό (3.850 στρατιώτες) που βαθμιαία συμπληρώθηκε από «εθελοντές», στην πλειοψηφία τους Γερμανούς. Έτσι, αρχίζει η ιστορική πορεία του νεοελληνικού κράτους. Για αλλού ξεκίνησε και σε άλλα μέρη βρέθηκε.
  Είναι αναγκαία, ακόμη, μια μικρή ιστορική παρένθεση. Στη διάρκεια του αγώνα σχηματίστηκαν τρία κύρια κόμματα που πήραν το όνομα τους από τις τρεις μεγάλες δυνάμεις της εποχής και που, σε γενικές γραμμές, εξέφραζαν τα κύρια ρεύματα που διαμορφώθηκαν μέσα στην κυρίαρχη τάξη, το εφοπλιστικό-εμπορικό-τοκογλυφικό(γαιοκτημονικό)-στρατιωτικό μπλοκ με τους αναγκαίους συμβιβασμούς και διαπλοκή. Η ονοματική αναφορά είχε να κάνει, κυρίως, με τη στρατηγική συμμαχία που επιθυμούσε το κάθε τμήμα με τα ιδιαίτερα συμφέροντά του, για την ένταξη της χώρας στο διεθνή καταμερισμό και την καλύτερη, κατά τη γνώμη τους, ιδιαίτερη εξυπηρέτηση των ίδιων συμφερόντων και όχι μια άνευ όρων υποταγή στους ξένους (στο ξένο κεφάλαιο στην ουσία) και τη πρακτόρευση αυτού στη χώρα. Εκτίμηση που θα αποδειχθεί στη συνέχεια. Θα πρέπει να επισημάνουμε και τη μεταστροφή των κυρίαρχων, με το τέλος του αγώνα, στον Βοναπαρτισμό, στην απολυταρχική, δηλαδή, άσκηση της εξουσίας. Από εκεί που είχαν ψηφίσει στην Τροιζήνα, το 1827, το δημοκρατικότερο σύνταγμα της Ευρώπης, μόλις φάνηκε να κατοχυρώνεται η κρατική κυριαρχία, με απίστευτο ταξικό ένστικτο όλες οι πτέρυγες αποδέχθηκαν αυταρχικές- ημιδικτατορικές λύσεις, οι οποίες έβαζαν στην κατάψυξη, πρώτα και κύρια, την όποια
συμμετοχή του λαού ή την επίδρασή του στις πρώτες εξελίξεις που θα καθόριζαν την οικονομική βάση του νέου κράτους. Και,μάλιστα, ενός λαού ένοπλου! Έτσι εξηγείται η στάση και των τριών κομμάτων και στο διορισμό του Καποδίστρια, και στου Όθωνα, ευελπιστώντας σε μια κατάσταση ουδετερότητάς τους απέναντι σε όλες τις πτέρυγες του κεφαλαίου, ταξικής κυριαρχίας, απέναντι στις λαϊκές μάζες όπως και τη θεσμική κατοχύρωση των διεθνών συμμαχιών και της ένταξής τους στο διεθνή καταμερισμό του κεφαλαίου.
   Η χώρα βγήκε σε τραγική κατάσταση από τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Ο παραγωγικός ιστός, η αγροτική παραγωγή και η βιοτεχνία, ρημαγμένοι. Οι λαϊκές μάζες εξαθλιωμένες. Είναι χαρακτηριστική η παρακάτω περιγραφή:
  «Για τους αγωνιστές, τις χήρες και τα ορφανά, και για κείνους που θυσίασαν το εδικό τους στον αγώνα της πατρίδας, και ήταν νοικοκυραίοι και τώρα είναι διακοναραίοι, δεν έχει ψωμί η πατρίδα· γι’ αυτούς όλους είναι φτωχή και για τον Αρμασπέρη έχει, οπούρθε ψωργιασμένος κόντης κι έφυγε μ’ ένα μιλλιούνι τάλλαρα κι αγόρασε στην πατρίδα του (τη Βαυαρία) έναν τόπο και τον έβγαλε ʺΕλλάςʺ και μουτζώνει εμάς τους ανόητους Έλληνες αυτός και οι άλλοι Μπαυαρέζοι και οι φίλοι τους οι εδικοί μας. Πού ’ναι τόσα μιλλιούνια δάνεια πού είναι οι πρόσοδοι, πού είναι οι καλύτερες γες, πού ’ναι οι μύλοι, πού ’ναι τ’ αργαστήρια των Τούρκων και τα σπίτια, πού είναι τα περιβόλια και οι σταφιδότοποι; Ποιος τάχει παρμένα; Ο Αρμασπέρης με τους άλλους Μπαυαρέζους έδιναν των δικών μας των χαραμοταϊσμένων αυτά όλα και τους στράβωναν, κι αυτείνοι πήραν τα χρήματα και τα παίρνουν ολοένα».
«Καὶ τέλος πάντων, πατρίδα, αὐτεῖνοι κατατρέχονται ἀπὸ τοὺς Ἐκλαμπρότατους, ἀπὸ τοὺς Ἐξοχώτατους, ἀπὸ τὸν Κυβερνήτη σου κι᾿ ἀδελφούς του. Ὁ Ἀγουστίνος κι᾿ ὁ Βιάρος αὐτείνων τῶν σκοτωμένων τὶς γυναῖκες καὶ κορίτζα κυνηγοῦν. Αὐτοὺς τοὺς ἀγωνιστᾶς κατατρέχουν καὶ τοὺς λένε νὰ πᾶνε νὰ διακονέψουν: ‟Ποιός σας εἶπε, τοὺς λένε, νὰ σηκώσετε ἄρματα νὰ δυστυχήσετε;” Ἔχουνε δίκαιον, ὅτι ὁ Ζαΐμης χρώσταγε τῶν Τούρκων ἕνα μιλιούνι γρόσια, καὶ οἱ Ντεληγιανναῖγοι καὶ οἱ Λονταῖγοι καὶ οἱ ἄλλοι, κι᾿ ὁ Μεταξάς, κόντες τῆς πιάτζας, χωρὶς παρά, κι᾿ ὁ Κωλέτης ἕνας γιατρός, ὁ Μαυροκορδάτος τζιράκι τῆς Κωσταντινοπόλεως. Τοὺς φκειάσαν αὐτεῖνοι οἱ διακονιαραῖγοι, οἱ ἀγωνισταί, Ἐκλαμπρότατους, τοὺς λευτέρωσαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους κι᾿ ἀπὸ τὰ χρέη, ὁποῦ χρώσταγαν τῶν Τούρκων, κ᾿ ἔγιναν τώρα μεγάλοι καὶ τρανοί. Γύμνωσαν καὶ τοὺς Τούρκους, παίρνοντας τὸ βίον τους, καὶ τὸ ἔθνος τὸ γύμνωσαν καὶ τὸ ἀφάνισαν, γιόμωσαν φατρίες καὶ κακίες τοὺς ἀνθρώπους τοῦ ἀγῶνος.»[21]
     Οι εθνικές γαίες λυμαίνονται από τους κοτσαμπάσηδες ενώ οι αγρότες τις χρησιμοποιούν πληρώνοντας βαρείς φόρους. Ο ασιατικός τρόπος παραγωγής έχει πλήρως διαλυθεί και η ατομική ιδιοκτησία ή ιδιοποίηση της αγροτικής γης προχωρά με άλματα, έστω και με άλυτο το νομικό καθεστώς που έχει κρατικοποιήσει τη γη και την έχει υποθηκεύσει στο ξένο κεφάλαιο με τα «δάνεια της ανεξαρτησίας». Οι εμποροχρηματικές σχέσεις, ενώ έχουν δεχθεί ισχυρό πλήγμα λόγω του πολέμου σιγά-σιγά επανέρχονται, όπως και το εμπόριο, με την πρώτη ανάκαμψη της αγροτικής παραγωγής. Οι αστικές σχέσεις παραγωγής έχουν εισβάλει για τα καλά και δεν πρόκειται να σταματήσουν να εξαπλώνονται, αν δεν κυριαρχήσουν απόλυτα.[22] Οι μόνοι που έχουν μεγάλα κεφάλαια -είναι και οι πραγματικοί νικητές- το εφοπλιστικό εμπορικό κεφάλαιο και οι στενοί τους συνεργάτες, οι τοκογλύφοι- γαιοκτήμονες της υπαίθρου.
   Έξω από τα όρια του νεοελληνικού κράτους, που φτάνει λίγο έξω από τη Λαμία, και περιλαμβάνει λίγα νησιά του Αιγαίου μένουν οι ελληνικοί πληθυσμοί όπως και τα κεφάλαιά τους στα μεγάλα κέντρα της διασποράς και στα παράλια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.[23] Το γεγονός θα σφραγίσει την εξωτερική και εσωτερική πολιτική του νεοσύστατου κράτους. Θα αποτελέσει τη βάση της επεκτατικής πολιτικής που οραματίζεται η άρχουσα τάξη, που δε βολεύεται καθόλου στο μικρό ρόλο που της έλαχε και θα ονομασθεί «Μεγάλη Ιδέα». «Βεβαίως η ιδεολογία της Μεγάλης Ιδέας, της επέκτασης, δηλαδή της ελληνικής επικράτειας σε ολόκληρη τη Βαλκανική μέχρι τον Δούναβη και στη Μικρά Ασία μέχρι τον Ταύρο, όπως όμως, επίσης και η εμμονή στην αναγκαιότητα της συνταγματικής αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης αποτελούσαν κοινές ιδεολογικοπολιτικές σταθερές και των τριών κομμάτων.»[24] Θα κυριαρχήσει στον Ελλαδικό χώρο και, εκτός φωτεινών εξαιρέσεων, μόνο με την εξάπλωση της σοσιαλιστικής ιδεολογίας θα βρει ισχυρό αντίπαλο. Η ιστορική εξέλιξη είναι εν τέλει αυτή που θα την ενταφιάσει 100 χρόνια μετά, σκεπάζοντας την με τα αμέτρητα συντρίμμια μιας μεγάλης καταστροφής.

Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το βιβλίο μου "Το ελληνικό πρόβλημα" όπου θεώρησα χρήσιμη μία παράθεση όλων των κοινωνικών και ιστορικών παραγόντων που οδήγησαν στον σύγχρονο κοινωνικό οικονομικό σχηματισμό και τα συγκεκριμένα προβλήματα του
Αλέξανδρος Καπακτσή




[1] Τοντόροφ Ν. Η βαλκανική πόλις εκδόσεις Θεμέλιο 1986 σελ. 98
[2] Τοντόροφ Ν. Η βαλκανική πόλις εκδόσεις Θεμέλιο 1986 σελ.  287
[3] Βλ. όραμα του Ρήγα: ένα βαλκανικό μέλλον, όπου όλες οι εθνότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ("Βούλγαροι, κι Αρβανήτες, Αρμένοι, και Ρωμηοί, Αράπηδες και Άσπροι", γράφει στο Θούριο) θα συγκροτήσουν ένα σύγχρονο κράτος με δημοκρατικές αρχές και οικονομική ελευθερία. Η Επαναστατική Προκήρυξις, επίσης, απευθύνεται στο λαό, απόγονο των Ελλήνων, που κατοικεί στη Ρούμελη, τη Μικρά Ασία, τα νησιά του Αρχιπελάγους, τη Βλαχομπογδανία και όσους "στενάζουν υπό την δυσφορωτάτην τυραννίαν του Οθωμανικού βδελυρωτάτου δεσποτισμού", Χριστιανούς και Τούρκους, "χωρίς κανένα ξεχωρισμόν θρησκείας". Υιοθετεί τις αρχές του φυσικού δικαίου και γράφει στο φυλλάδιο της Νέας Πολιτικής Διοικήσεως (Τα Δίκαια του Ανθρώπου): "Άρθρον 3. Όλοι οι άνθρωποι, Χριστιανοί και Τούρκοι, κατά φυσικόν λόγον είναι ίσοι. Όταν πταίση τινάς, οποιασδήποτε καταστάσεως, ο Νόμος είναι ο αυτός διά το πταίσμα και αμετάβλητος· ήγουν δεν παιδεύεται ο πλούσιος ολιγώτερον και ο πτωχός περισσότερο διά το αυτό σφάλμα, αλλ' ίσα-ίσα.
[4] Λεωνίδας Στρίγκος «Επανάσταση του εικοσιένα»
[5] Η γένεση της ελληνικής αστικής τάξης και του κράτους της  Δώρα Μόσχου Erodotus weblog
[6] Γεννήθηκε στην Ύδρα και ακολούθησε το ναυτικό επάγγελμα. Λίγο πριν το ξέσπασμα της επανάστασης το ιστιοφόρο του ναυάγησε στο Γιβραλτάρ και αναγκάστηκε να καταφύγει στην Κωνσταντινούπολη για να ναυπηγήσει καινούριο. Εκεί μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία από τον Παπαφλέσσα και αμέσως αφιερώθηκε στο σκοπό της απελευθέρωσης της πατρίδας του παρατώντας τα όποια εμπορικά σχέδια είχε. Στην Ύδρα όμως οι πρόκριτοι δεν ήταν διατεθειμένοι να διακινδυνεύσουν να χάσουν από τους Τούρκους τα προνόμια τους με αποτέλεσμα να μην ξεσηκώνονται. Τότε ο    Οικονόμου  κατέλαβε στις 30 Μαρτίου του 1821 το λιμάνι και κατέλυσε την εξουσία των προκρίτων. Ο διοικητής του νησιού, Νικόλαος Κοκοβίλας, εκδιώχθηκε και εγκαθιδρύθηκε λαϊκή εξουσία υπό τον Οικονόμου που έστρεψε με τους ναύτες τις μπούκες των κανονιών ενάντια στα αρχοντικά των προκρίτων και εκβίασε την υποταγή τους. Στις 16 Απριλίου του 1821 κήρυξε επίσημα την επανάσταση και το νησί της Ύδρας. Οι πρόκριτοι όμως, οι οποίοι είχαν παραγκωνιστεί από τον Οικονόμου, οργάνωσαν συνωμοσία εναντίον του, η οποία εκδηλώθηκε στις 22 Μαΐου του 1821. Οι υποστηρικτές του, κατά κύριο λόγο ναύτες, είχαν μπαρκάρει με τα πλοία με αποτέλεσμα ο Οικονόμου να βρεθεί απροστάτευτος. Αφού συνελήφθη, του απαγγέλθηκαν κατηγορίες. Οι συγγενείς του όμως κατάφεραν να τον φυγαδεύσουν στην Πελοπόννησο και συγκεκριμένα στο Κρανίδι, όπου όμως τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν στην Μονή Αγίου Γεωργίου. Δραπέτευσε πάλι και κατευθύνθηκε προς το Άργος για να παρουσιαστεί στην εθνοσυνέλευση που γινόταν εκεί, γεγονός που ανησύχησε τους προκρίτους της Ύδρας, οι οποίοι και έστειλαν στρατιωτικό σώμα { του Λόντου) να τον σκοτώσει. Ο Κολοκοτρώνης γνωρίζοντας τα σχέδια των προκρίτων έστειλε τον οπλαρχηγό Τσωκρή με 200 παλικάρια να τον προστατεύσουν. Ο Τσωκρής όμως δεν κατάφερε να τον προλάβει πριν τον δολοφονήσουν οι μισθοφόροι των προκρίτων της Ύδρας στις 16 Δεκεμβρίου του 1821. Από Wikipedia και από το «Αντώνης Οικονόμου» του Γιώργου Λαμπρινού
[7] Λ. Στρίγκου, Η επανάσταση του ’21, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1966, σελ. 32-36.
[8] Ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός Από τον επεκτατισμό στην καπιταλιστική ανάπτυξη  Γ. Μηλιός σελ. 135
[9]  Συγκυρία και εμπόριο στην προεπαναστατική Πελοπόννησο 1793-1821 Β. Κρεμμυδάς  Θεμέλιο όπως παρατίθεται στο Ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός Από τον επεκτατισμό στην καπιταλιστική ανάπτυξη  Γ. Μηλιός
[10] Η διάλυση του ασιατικού-κοινοτικού τρόπου παραγωγής που προχωρούσε με γοργούς ρυθμούς έγινε κυρίαρχη με την επανάσταση και το πέρασμα της ιδιοκτησίας των «εθνικών γαιών» στο κράτος. Οι ένοπλοι αγρότες εξασφάλισαν τη νομή και αργότερα την ιδιοκτησία των παραπάνω γαιών παρόλο που το ζήτημα έμενε νομικά και οικονομικά ανοικτό πολλές δεκαετίες αργότερα. Η μικρή ιδιοκτησία de facto αποτέλεσε το κυρίαρχο χαρακτηριστικό στις επαναστατημένες περιοχές ενώ περιθωριακό ήταν το φαινόμενο της ύπαρξης τσιφλικιών και γενικά μεγάλης ιδιοκτησίας στη γη σε ορισμένες περιοχές της Αττικής, της Εύβοιας και της Στερεάς Ελλάδας
[11] «Συνολικά τα έντεκα αυτά χωριά, που αποτελούσαν την «Σουλιώτικη Συμπολιτεία», είχαν πληθυσμό έξι χιλιάδες κατοίκους, από τους οποίους οι 2000 ήταν πολεμιστές. Από την ίδρυσή της (1550) μέχρι την εγκατάλειψη του Σουλίου (1803) η Σουλιώτικη Συμπολιτεία ήταν πάντα αυτόνομη, ανεξάρτητη και ελεύθερη. Οι Σουλιώτες δεν ήταν μόνο ελεύθεροι και ανεξάρτητοι, εν μέσω καταπιεστικής Τουρκοκρατίας, αλλά είχαν καταφέρει  «δια των όπλων να κυριεύσουν εκ των Αγάδων Μαργαριτίου και εκ του Ισλάμ Πρόνιου της Παραμυθίας  εξήκοντα έξ χωρία, τα οποία πλήρωναν σ’ αυτούς φόρο υποτέλειας.» Ιστοσελίδα του συλλόγου των απανταχού Σουλιωτών
[12] 1821 : Οι εμφύλιες συγκρούσεις Θανάσης Παπαρήγας ERODOTOS WEBLOG
[13] Ελληνική Νομαρχία Συντεθείς τε κα τύποις κδοθες δίοις ναλώμασι πρς φέλειαν τν λλήνων ΠΑΡΑ ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟΣ ν ταλί. 1806. Κεφάλαιο 4ο αρχή
[14]  Ο κοινωνικός χαρακτήρας της Επανάστασης του 1821 ΚΟΜΕΠ, τ. 2, 2011. Του Αναστάση Γκίκα
[15] Το ίδιο το στράτευμα του Υψηλάντη, θα πλαισιώσουν χιλιάδες Βαλκάνιοι, που διέβλεπαν στο επαναστατικό προσκλητήριο του αρχηγού, τη διέξοδο και για τους δικούς τους πόθους. Πλάι στους Αλβανούς, Βούλγαρους, Σέρβους, Μαυροβούνιους και Μολδαβούς, απαντά κανείς στους καταλόγους της Φιλικής Εταιρείας που διασώθηκαν και έναν μικρό αριθμό επαναστατών από πιο μακρινές χώρες, που κατάφεραν μετά την συντριβή του στρατεύματός τους στο Δραγατσάνι, να περάσουν στη Ρωσία: τον Φρατσέσκο Σαβόνι από την Ισπανία, τον Γάλλο ναύτη Ζαν Πλοσιέ, τον Ιταλό Ιωσήφ Σπέλτι, τον Ναπολιτάνο Άγγελο Πινατέλο, ή τον Πρώσσο Φρίντιχ Γκεντς. Σέρβους και Βούλγαρους απαντούμε στο τμήμα του Γεωργάκη Ολύμπιου και του Ιωάννη Φαρμάκη που συνέχισαν τον αγώνα μέχρι το μοναστήρι του Σέκου, όπως επίσης και στο τμήμα του Αθανάσιου Καρπενησιώτη, στο οποίο συμμετείχε και ο βούλγαρος αρματολός Ιντζέ Βοεβόδας με τα παλικάρια του.
[16] Η Αϊτή είναι  η πρώτη χώρα πού αναγνώρισε την Ελληνική Επανάσταση του 1821 διά του Προέδρου της Μπουαγιέ. Μόλις που τελείωσε τον δικό της απελευθερωτικό πόλεμο εναντίον των Γάλλων αποικιοκρατών κατεστραμμένη οικονομικά, έστειλε στο Παρίσι στον Αδαμάντιο Κοραή 25 τόνους καφέ να εκποιηθούν για να αγορασθούν όπλα για τον αγώνα. Επίσης έστειλε 100 εθελοντές μαύρους στρατιώτες να πολεμήσουν στο πλευρό των Ελλήνων. Δεν έφθασαν ποτέ, φημολογείται ότι τους μακέλεψε ο γάλλος του οποίου τα μπακάλικα ρημάζουν σήμερα την Ελληνική οικονομία.
[17] Η άφιξη του Δημήτριου Υψηλάντη στην Πελοπόννησο τον Ιούνιο του 1821, θα φέρει και τους πρώτους δυτικοευρωπαίους πολεμιστές: Είναι ο γάλλος συνταγματάρχης Ολιβιέ Βουτιέ που αναλαμβάνει το πρώτο τμήμα Πυροβολικού υπό τις διαταγές του και ο ταγματάρχης Μπαλέστε, παλιός αξιωματικός του Ναπολέοντα που προήχθη σε συνταγματάρχη. Μαζί τους ο Υψηλάντης θα συγκροτήσει τρεις λόχους τακτικού στρατού - το πρώτο πρόπλασμα τακτικού στρατεύματος στην Ελλάδα. Ένα χρόνο αργότερα, θα συγκροτηθεί και το τακτικό σύνταγμα Πεζικού με επικεφαλής τον ιταλό συνταγματάρχη Πιέτρο Ταρέλλα. Το σύνταγμα αυτό, μαζί με άλλους δύο λόχους ευρωπαίων φιλελλήνων και ένα σώμα επτανησίων εθελοντών, πολέμησε στο Πέτα της Άρτας στις 4 Ιουλίου του ’22 υπό τις διαταγές του γερμανού στρατηγού Κάρολου Νόρμαν, πλάι στους Έλληνες, του Μπότσαρη, του Βλαχόπουλου και του Γώγου. Τους περίμενε η συντριβή, εν πολλοίς οφειλόμενη στην εγκατάλειψη του πεδίου της μάχης από τον Γώγο, που προσχώρησε στη συνέχεια στους Τούρκους. Από τους περίπου 150 ευρωπαίους, σώθηκαν μόλις 8. Στους νεκρούς συγκαταλέγεται ένας έφηβος 16 ετών, ο Deiss από την Βαϊμάρη, ενώ ο Νόρμαν που επέζησε, πέθανε λίγες μέρες αργότερα από τη θλίψη του. Πηγή ΑΠΕ

[18]  Συνταγματική ιστορία. Βουλή των Ελλήνων
[19] 1821 : Οι εμφύλιες συγκρούσεις Θανάσης Παπαρήγας ERODOTOS WEBLOG
[20] Το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα. Ν. Μπελογιάννης εκδόσεις  Άγρα σελ. 53-55
[21] Από τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη. 
[22] «Ουσιαστικά στην φάση αυτή κυριαρχούσαν στοιχεία και διαδικασίες του σταδίου του ελεύθερου ανταγωνισμού, ταυτόχρονα όμως με ιδιόμορφες πολιτικές που προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν εκ των ενόντων τα προβλήματα εδραίωσης και ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων.» “Στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Είναι εν εξελίξει ένα νέο στάδιο της σήμερα;” Ιωαννίδης Α. – Μαυρουδέας Στ. Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Τμήμα Οικονομικών
[23] Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ελληνικός πληθυσμός της Μικράς Ασίας από 7,9% του
συνολικού πληθυσμού της περιοχής κατά τον 18ο αιώνα φτάνει στο 21% του μικρασιατικού πληθυσμού το 1880. Ανάλογη είναι η εξέλιξη των ελληνικών μειονοτήτων στη Ρουμανία, τη Νότια Ρωσία και την Αίγυπτο, παρ ότι βέβαια στις περιοχές αυτές έχουμε να κάνουμε με πολύ μικρότερα ποσοστά Ελλήνων στον συνολικό πληθυσμό. Καθ' όλο τον 19ο αιώνα οι Έλληνες του εξωτερικού είναι σαφώς περισσότεροι από τους κατοίκους του Βασιλείου. Αυτό που όμως έχει τη μεγαλύτερη σημασία δεν είναι ο αριθμός των Ελλήνων του εξωτερικού αλλά ο οικονομικός (και κατ επέκταση διεθνοπολιτικός) ρόλος που έπαιζαν οι ελληνικές μειονοτικές κοινότητες στον ανατολικοευρωπαικό και βορειοαφρικανικό χώρο: Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία οι Έλληνες έλεγχαν περίπου το 50% της βιομηχανικής παραγωγής (ολόκληρης της Αυτοκρατορίας, όχι μόνο των περιοχών όπου ήταν έντονο το ελληνικό στοιχείο) και περισσότερο από το 50% του οθωμανικού εξωτερικού εμπορίου. Αξίζει εδώ να σημειώσουμε ότι κατά τον 19ο αιώνα στα χέρια των Τούρκων βρίσκεται μόνο το 15% της βιομηχανικής παραγωγής της Αυτοκρατορίας, ενώ από το υπόλοιπο που δεν ελεγχόταν από τους Έλληνες, περισσότερο από το 15% ήταν στα χέρια των Αρμενίων, το 5% ελεγχόταν από τους Εβραίους και το 10% από άλλες εθνικές μειονότητες.
Στην Αίγυπτο οι Έλληνες έλεγχαν πάνω από 50% των εξαγωγών βαμβακιού και τσιγάρων (δηλαδή πάνω από 25% των συνολικών εξαγωγών της χώρας) και τη δεύτερη σε μέγεθος αιγυπτιακή τράπεζα (την Αngo-Εgyptian Βank). Στη μεγαλύτερη αιγυπτιακή
τράπεζα της εποχής (την Νational Βank) οι Έλληνες διατηρούν μια ιδιαίτερα σημαντική συμμετοχή. Μετά το 1890 οι ελληνικές τράπεζες ιδρύουν αρκετά υποκαταστήματα στην
Αίγυπτο. Παράλληλα, η πλειοψηφία των «τοκογλύφων» και περισσότεροι από το 1/4 των επιστημόνων της Αιγύπτου (γιατροί, δικηγόροι, δικαστές κ.λπ.) είναι την ίδια εποχή Έλληνες. Η σημασία αυτών των ποσοστών γίνεται κατανοητή αν λάβουμε υπόψη ότι η ελληνική κοινότητα της Αιγύπτου, παρ ότι ήταν η πολυαριθμότερη κοινότητα ξένων στη χώρα, δεν ξεπέρασε ποτέ μέχρι το 1880 τα 30.000 άτομα. Στη Ρωσία και τη Ρουμανία βρίσκεται στα χέρια Ελλήνων εμπόρων το μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγών δημητριακών, που, για την περίπτωση της Ρωσίας, αποτελούσαν στα μέσα της δεκαετίας του 1830 το 15% και το 1870 το 31% των συνολικών εξαγωγών της  χώρας. Γ. Μηλιός  2. Οικονομική ανάπτυξη και διεθνές περιβάλλον: Οι οικονομικές βάσεις της μεγάλης ιδέας σελ. 10
[24] Ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός Από τον επεκτατισμό στην καπιταλιστική ανάπτυξη  Γ. Μηλιός σελ. 142

Σχόλια