Η κυβερνητική επίθεση θα είναι κατά μέτωπο στον κόσμο της ζωντανής εργασίας στην εκπαίδευση Του Χρήστου Ρέππα
Η κυβερνητική επίθεση θα είναι κατά μέτωπο στον κόσμο της ζωντανής εργασίας
στην εκπαίδευση
Του Χρήστου Ρέππα
Το άρθρο της Καθημερινής
της περασμένης Κυριακής (23/09/2019) με συντάκτη τον Απόστολο Λακασά είναι αποτύπωση των προθέσεων της κυβέρνησης στο χώρο της πρωτοβάθμιας και
δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και ενδεικτικό του μεγέθους της νεοσυντηρητικής
- νεοφιλελεύθερης επίθεσης που
ετοιμάζεται.
Γνώμη μου είναι ότι η
κυβέρνηση δεν θα καθυστερήσει τουλάχιστον στην ανακοίνωση των αρχών και
κατευθύνσεων του Πολυνομοσχεδίου ούτε στην επικοινωνιακή καταιγίδα που θ’
ακολουθήσει για να κερδηθεί η κοινωνική συναίνεση στην εδραίωση της
νεοσυντηρητικής οπισθοδρόμησης.
Εξάλλου αυτό δεν είναι και πολύ δύσκολο σ’
ένα κοινωνικό σώμα που έχει εθιστεί στην απολίτικη αφασία και βιώνει με τον
δικό του τρόπο την κρίση του δημόσιου σχολείου που εδώ και δεκαετίες
διαμόρφωσαν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές και ειδικά οι μνημονιακές
των
τελευταίων χρόνων. Βέβαια και σ’ αυτή
την περίπτωση ο δρόμος δεν θα είναι στρωμένος με ροδοπέταλα και η εδραίωση
τέτοιου είδους αντιδραστικών αλλαγών σαν αυτές που θα επιχειρήσει η κυβέρνηση
Μητσοτάκη και επιχειρήθηκαν στα προηγούμενα χρόνια από τον νόμο του Αρσένη
(ν2525/97) μέχρι το προεδρικό διάταγμα 152/13 δεν απαιτούν γενικά και αόριστα μια
συναίνεση του μεγαλύτερου μέρους του κοινωνικού σώματος που έτσι κι αλλιώς μετά
την πρόσφατη νίκη της ΝΔ έχει κινηθεί προς τα δεξιά αλλά και την συναίνεση του
εκπαιδευτικού σώματος, πράγμα που ο συντάκτης του συγκεκριμένου ρεπορτάζ
φαίνεται με τον δικό του τρόπο ν’ αντιλαμβάνεται. Θα έλεγα ότι η εξασφάλιση
μιας τέτοιας συναίνεσης από το εσωτερικό της εκπαίδευσης είναι κρίσιμος και
καθοριστικός παράγοντας για την επιτυχία των κυβερνητικών σχεδίων. Εδώ
σκόνταψαν σοβαρά όλα τα προηγούμενα εγχειρήματα από τα προεδρικά διατάγματα του
1566/85 ως τα εγχείρημα του Αρβανιτόπουλου με το πραξικόπημα που επεχείρησε
στους Συλλόγους Διδασκόντων όσον αφορά την αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας.
Ο συντάκτης του «ρεπορτάζ» κάνει λόγο για
αντιδράσεις που θα υπάρξουν ακόμα και από συνδικαλιστές της ΝΔ, την ώρα
ουσιαστικά από το συνέδριο του Ιουνίου η ΔΟΕ αφήνει ακάλυπτο τον κλάδο απένατι
στην κυβερνητική επίθεση στο θέμα της αξιολόγησης και συντάσσεται με την
κυβερνητική πολιτική. Ζητούν την απόλυτη
σύμπλευσή της με το σχεδιο του Μαξίμου και την αποχή από οποιαδήποτε μορφή
κάλυψης των αντιστάσεων απέναντι στο Πολυνομοσχέδιο.
Σημαντικό σημείο του «ρεπορτάζ» είναι η
αναφορά στο νομοθετικό πλαίσιο του ΣΥΡΙΖΑ (Ν.4547/18) που είναι και η βάση για
το άμεσο ξεκίνημα της αυτοαξιολόγησης της σχολικής μονάδας. Είναι φανερό ότι η
σημερινή κυβέρνηση δεν έχει καμιά
ουσιαστική – στρατηγικού χαρακτήρα διαφωνία με το νομοθετικό πλαίσιο του ΣΥΡΙΖΑ
παρά μόνο στην πλευρά που αυτό δεν προβλέπει την άμεση εφαρμογή της ατομικής
αξιολόγησης των εκπαιδευτικών και στην αλλαγή των κριτηρίων για την επιλογή των
στελεχών της εκπαίδευσης ώστε η κυβέρνηση να ελέγξει για λογαριασμό της τον
διοικητικό μηχανισμό της εκπαίδευσης για λογαριασμό της. Αυτό μπορεί να το
κάνει εύκολα με τα ανώτερα διοικητικά κλιμάκια και στους Περιφερειακούς
Διευθυντές έχει τον επιθυμητό
συσχετισμό. Εκεί που πρέπει να κάνει τις
αλλαγές είναι στους Συντονιστές του Εκπαιδευτικού Έργου. Και στον κομμάτι αυτό
η πρόταση για επαναφορά του θεσμού του Σχολικού Συμβούλου έχει μια συνολικότερη
σημασία και δεν αφορά μόνο τον έλεγχο του σώματος απλά όσο κι αν αυτό είναι
επιδίωξη. Το ρεπορτάζ μας πληροφορεί ότι :
«σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας, η ανασύσταση
του θεσμού του σχολικού συμβούλου είναι απολύτως αναγκαία. Βεβαίως, «ο νέος σχολικός σύμβουλος θα διαμορφωθεί
και με βάση την εμπειρία από την εφαρμογή του στο παρελθόν και τις όποιες αρμοδιότητες, εποπτικές και
αξιολογικές, επιτάσσει ο κυβερνητικός σχεδιασμός.»
Η επαναφορά του θεσμού γίνεται για
ν΄ αναλάβει την εφαρμογή της ατομικής αξιολόγησης των εκπαιδευτικών με την
επαναφορά ενός μοντέλου νεοεπιθεωρητισμού.
Το σίγουρο είναι ότι η κυβέρνηση βρίσκει ένα στρωμένο νομοθετικό πλαίσιο
από τον ΣΥΡΙΖΑ στον κρίσιμο τομέα της αυτοαξιολόγησης της σχολικής μονάδας, το οποίο δεν αποτελεί σε τίποτα εμπόδιο να
προχωρήσει στην ατομική – εξωτερική αξι0λόγηση αντίθετα στρώνει το δρόμο γι’
αυτήν. Ο νόμος 4547/18 αποτέλεσε κρίσιμη
τομή της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης του , θεσμοθετήθηκε ύστερα από τη
δημοσίευση της έκθεσης του Ο.Ο.Σ.Α για το Ελληνικό Εκπαιδευτικό σύστημα(Εκπαίδευση
για ένα Λαμπρό Μέλλον στην Ελλάδα) και αποτελεί σε σημαντικό βαθμό εφαρμογή των
κατευθύνσεων της ειδικά στον τομέα της αυτοαξιολόγησης της σχολικής μονάδας. Το
πλαίσιο αυτό αξιοποιείται σήμερα από την κυβέρνηση της ΝΔ, όπως και αυτό του
νόμου 3848/11 για την επιλογή των στελεχών εκπαίδευσης. Σύμφωνα πάλι με το
«ρεπορτάζ» :
«Ο
νόμος 3848/2010, που καταργήθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ, κρίνεται από την ηγεσία του
υπουργείου ικανή βάση για τη διαμόρφωση του νέου νομοθετικού πλαισίου επιλογής
στελεχών της εκπαίδευσης με τις αναγκαίες αλλαγές. Πληροφορίες αναφέρουν ότι
προκρίνεται η πριμοδότηση των αντικειμενικών κριτηρίων έναντι της διδακτικής
εμπειρίας στην τάξη, στην οποία έδωσε βάρος ο ΣΥΡΙΖΑ, καθώς θεωρήθηκε ότι έτσι
θα ευνοούσε στελέχη του.» (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 23/09/2019)
Η βάση των επιχειρούμενων αντιδραστικών αλλαγών είναι αντίστοιχα
νομοθετήματα του παρελθόντος που είτε έμειναν στα χαρτιά από την αντίσταση του
εκπαιδευτικού κινήματος είτε εφαρμόστηκαν σε ορισμένους τομείς για λίγο χρονικό
διάστημα. Το σίγουρο είναι ότι η σημερινή κυβέρνηση κινείται σ’ ένα
διαμορφωμένο έδαφος από τις προηγούμενες πρωτοβουλίες αναδιαρθρώσεων των
μνημονιακών κυβερνήσεων. Αυτό φαίνεται πιο καθαρά στην περίπτωση της αξιολόγησης
:

Στις βασικές κατευθύνσεις εξάλλου και στους στόχους της αξιολόγησης δεν
έχουν τίποτα το καινούργιο να προσθέσουν από τις αντίστοιχες νεοφιλελεύθερες
τομές του παρελθόντος. Οι αρχές και ο ταξικός προσανατολισμός της εκπαιδευτικής
πολιτικής είναι δεδομένος και η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ στην τετραετία συνέβαλε στην ενίσχυση αυτού του
προσανατολισμού.
Ο ΣΥΡΙΖΑ με την πολιτική του στην εκπαίδευση σταθεροποίησε τη
νεοφιλελεύθερη πολιτική, συντέλεσε με αποφασιστικό τρόπο στη διακυβέρνηση της
εκπαίδευσης από τους διεθνείς καπιταλιστικούς οργανισμούς, άνοιξε το δρόμο για
ακόμα χειρότερες παρεμβάσεις από τη σημερινή κυβέρνηση.
Η κυβερνητική επίθεση θα είναι
κατά μέτωπο στον κόσμο της ζωντανής εργασίας στην εκπαίδευση. Οι
χαρακτηρισμοί του κειμένου για «δημοσιοϋπαλληλική
αφασία» και για «παρακράτος των συνδικαλιστών»
δεν δηλώνουν την μόνο την αυταρχική
νοοτροπία της κυβέρνησης αλλά και την προπαγανδιστική
εκστρατεία λάσπης και συκοφάντησης που θα πηγαίνει παράλληλα με την προώθηση
των «νέων» αντιδραστικών τομών.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου