Κει π' ανθίζουν τα χαμόγελα, είν’ ο δικός μας κόσμος, βιβλίο του Μόρφη Στεφούδη


Όταν άνθιζε η ζωή και ο αγώνας μέσα στα πέτρινα χρόνια

Του Γιώργου Κρεασίδη
Ένας διαρκής αγώνας για λευτεριά και αξιοπρέπεια, μια πραγματική εποποιία αλύγιστων αγωνιστών- καθημερινών ανθρώπων αναδεικνύεται από τις σελίδες του βιβλίου του Θεσσαλονικιού αγωνιστή Μόρφη Στεφούδη, που έζησε από κοντά συγκλονιστικά γεγονότα. Αξίζει να διαβαστεί, ειδικά από τη νέα γενιά.
Στο βιβλίο του Μόρφη Στεφού­δη Κει π' ανθίζουν τα χαμόγελα, είν’ ο δικός μας κόσμος (εκδ. ΚΨΜ, 2019) καταγράφονται μνήμες από τη δράση της Αριστεράς από την Κατοχή μέχρι και τις μέρες μας. Ο Θεσσαλονικιός αγωνιστής έρ­χεται από τη γενιά των Λαμπράκηδων, που η νιότη τους σφραγίστηκε από τα πέτρινα χρόνια της σκληρής μετεμφυλιακής περιόδου. Αν και δεν είναι βιβλίο ιστορίας, είναι ένα βι­βλίο «αυτογνωσίας» που μας βοηθά να διαβάσουμε την ιστορία.
Ξεχωρίζουν τα γεγονότα που σφραγίζουν τη ζωή του συγγραφέα. Η αγωνιστική συμμετοχή της οικογένειάς του στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και στον ΔΣΕ σημαδεύεται από το χαμό της μάνας του Μαρίας, που δολοφο­νήθηκε από ΜΑΫδες στα Κερδύλια έπειτα από προδοσία, ενώ ο πατέ­ρας του Χριστόδουλος παρέμεινε για χρόνια στις φυλακές. Αποτυπώνεται η απόφαση μιας γενιάς ανθρώπων γεννημένων στη σκληρή φτώχεια να παλέψουν για επιβίωση και για μια καλύτερη ζωή, μετά τη διπλή εμπει­ρία του ελληνοϊταλικού πολέμου και τη διαφυγή της κρατικής ηγεσίας στο Κάιρο στο ξεκίνημα της Κατοχής. Αυτή η «αποκοτιά» δεν συγχωρέθηκε ποτέ από την άρχουσα τάξη.
Η δεκαετία του 1960 αποτυπώνε­ται με συγκλονιστικές προσωπικές περιγραφές, ειδικά από τις τραγι­κές στιγμές όπου δολοφονούνται στη Θεσσαλονίκη από κράτος και παρα­κράτος το πρωτοπόρο στέλεχος της Νεολαίας ΕΔΑ Στέφανος Βελδεμίρης στις εκλογές του 1961 και ο βουλευ­τής Γρηγόρης Λαμπράκης δυο χρόνια μετά. Ο Βελδεμίρης, στενός φίλος του Στεφούδη, δολοφονείται μπρο­στά στα μάτια του από τον αστυνομι­κό Σπύρο Φιλίππου, που έμεινε ατι­μώρητος.
Ο συγγραφέας μέσα από τη δική του εμπειρία στρέφεται ενάντια στην επιλογή της ηγεσίας να γίνεται ουρά της Κεντροαριστεράς. Όπως και δια­φωνεί με τη στροφή που απαλλάσσει τη Δεξιά από τις ενοχές της, θυμίζο­ντας πως η Παπαρήγα σε ημερίδα της Βουλής απάλλασσε τον Καραμανλή για τη δολοφονία Λαμπράκη. Η ηγε­σία της Αριστεράς και της ΕΔΑ, και των δύο ρευμάτων που κατόπιν δια­σπάστηκαν σε ΚΚΕ και ΚΚΕ Εσωτ., βυθισμένη στις κοι­νοβουλευτικές αυταπάτες και στον κυβερνητισμό, δεν έβλεπε τα σημάδια. Ήταν για το συγγραφέα «μεθυσμέ­νη» από την εκλογική επιτυ­χία της ΕΔΑ το 1958 και είχε «έρωτα» για την Ένωση Κέ­ντρου, ελπίζοντας να γίνει κυβερνητικός εταίρος.
Αυτό που έβγαζε τους ηττημένους από το περιθώριο ήταν η ασυμβίβαστη λογική και η σύγκρου­ση με το καθεστώς των Πέτρινων Χρόνων.
Για τους Λαμπράκηδες και τη νε­ολαία της ΕΔΑ η ανάταση του λαϊκού κινήματος ήταν αποτέλεσμα της λα­χτάρας μιας γενιάς να ζήσει σπάζο­ντας τα όρια της περιθωριοποίησης που επέβαλλε το μετεμφυλιακό καθε­στώς. Νέοι άνθρωποι, χωρίς την ητ­τοπάθεια της προηγούμενης φάσης, δεν παραδέχονταν ότι δεν θα χαρούν τη ζωή επειδή ήταν «εγνωσμένων κοι­νωνικών φρονημάτων». Διαμόρφω­σαν ένα μαχητικό και ριζοσπαστικό ρεύμα που έγραψε ιστορία στα Ιουλιανά του 1965. Τότε που η ΕΔΑ με τα «5 σημεία» της και την αποδοχή από πλευράς της του πολιτεύματος (του βασιλιά δηλαδή) έδειξε ότι ούτε την επιθετικότητα του αντιπάλου αντι­λαμβανόταν ούτε αποφασιστικότητα να συγκρουστεί κλιμακώνοντας είχε. Είχε ανοίξει ο δρόμος για τη δικτατο­ρία του 1967.
Το βιβλίο διαπερνά ακόμα η συμ­μετοχή του συγγραφέα ως εργάτη στις προσπάθειες για ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος και χειρα­φέτηση από τον εργοδοτικό και κρα­τικό συνδικαλισμό. Καταγράφεται η σκληρή μάχη για τον εκδημοκρατισμό του συνδικαλισμού κόντρα στο καθε­στώς του «μακρηθοδωρισμού» μετά τον Εμφύλιο με τις 115 ΣΕΟ (Συνεργαζόμενες Εργατοϋπαλληλικές Οργα­νώσεις), που έφτασαν τις 1.000 πριν τη δικτατορία του 1967, μέχρι τους συντονισμούς πρωτοβάθμιων σωμα­τείων στις μέρες των μνημονίων.
Αυτά ξεδιπλώνονται μέσα από τις μνήμες της πολιτικής δράσης, πολλές φορές στην παρανομία, τις δυ­σκολίες της βιοπάλης, τις φωτεινές στιγμές της φιλίας, της συντροφικό­τητας, του έρωτα και των οικογενει­ακών δεσμών.
Οι άνθρωποι δεν παρουσιάζονται αλάνθαστοι και ατρόμητοι. Έχουν αδυναμίες, αντιφάσεις, με όρια και δισταγμούς. Μέσα από τη συλλογική πάλη φανερώνουν δύναμη και ψυχι­κό μεγαλείο. Αν και τους καθηλώνει ο φτωχός θεωρητικός εξοπλισμός, δεν είναι άβουλα στρατιωτάκια, έχουν άποψη, όσο επέτρεπαν οι πολεμικές συνθήκες, η παρανομία, οι δυσκολίες.
Ως καταστάλαγμα αυτών των εμπειριών ο συγγραφέας καταθέ­τει την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει ειρηνικό πέρασμα στο σοσιαλισμό, αυτό που ονομάστηκε ελληνικός, τρί­τος δρόμος, ευρωκομμουνισμός και σφράγισε την πολιτική τακτική της Αριστεράς για δεκαετίες, από την ΕΔΑ και την Αλλαγή του ΚΚΕ μέχρι την «αντιμνημονιακή» κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Ο κόσμος αλλάζει για το συγγραφέα με την πάλη για την ανα­τροπή που συνδέει τον αγώνα για το ψωμί με την άλλη κοινωνία.
ΠΗΓΗ: Πριν


Σχόλια