Ὁ ἐπαναστατημένος Χριστὸς


Ὁ ἐπαναστατημένος Χριστὸς


Τὰ βράδια, τὴν ὥρα ποὺ ξυπνᾶνε τὰ παράθυρα
καὶ βγαίνουν στὶς κορφὲς τῶν σπιτιῶν
τὰ φῶτα τῆς προσμονῆς,
σὲ συνοικίες λαϊκὲς
τοῦ κουρασμένου πατέρα ποὺ πλένει ἀπ’ τὰ χέρια του
τὸν κάματο καὶ τὴν πονηριὰ τῆς μέρας,
καὶ μπαίνει στὸ δωμάτιο μὲ τὰ κοιμισμένα παιδιὰ
καὶ τὸ τρεμάμενο χαμόγελο τῆς μάνας τους,
κείνη τὴν ὥρα, γλυστρώντας ἀπὸ τὶς χρυσωμένες τους ἐκκλησιὲς
ποὺ τὸν βαστοῦσαν φυλακισμένο,
κατεβαίνει ὁ Χριστὸς
μὲ ἕνα τσιγάρο στὸ ἀφτί,
μὲ τραγιάσκα ψαρά,
καὶ νύχια γεμάτα λάδι τῆς μηχανῆς,
καὶ κοιτάει τὰ σπίτια τούτων ἐδῶ των φτωχῶν
χαμογελώντας…
Οἱ συνοικίες συχνὰ ἐπαναστατοῦνε.
Θυμωμένες μανάδες χτυπᾶνε τὰ στεγνὰ στήθια τους
καὶ τὰ παλληκάρια ἀνάβουν τσιγάρο
ἢ παρακολουθοῦν αὐτοὺς που παίζουν τρίλιζα
μὲ τ’ ὅπλο ἀνάμεσα στὰ δυό τους πόδια
σὲ μιὰ γωνιὰ τοῦ ὁδοφράγματος…
Δὲν εἶναι ὄμορφες οἱ συνοικίες.
Δὲν εἶναι ὄμορφη ἡ ἐπανάσταση,
Κι ὅταν νικᾶνε, γίνονται κι αὐτοὶ ἀντιπαθεῖς
σὰν ὅλους τους ἄλλους…
Ὅμως
ὅταν, τὴν τελευταία νύχτα τῆς ἀνυποταγῆς
ἀνάψουν ὁλοῦθε οἱ φωτιὲς
καὶ δοῦν οἱ μαχητὲς πὼς τὸ τέρμα τους
εἶναι ἐδῶ, καὶ τοὺς προσμένει
μὲ τὴν ἑπόμενη ἕφοδο τῆς ἐννόμου τάξεως
ποὺ ἀναγγέλλουν κιόλας τὰ μεγάφωνα-
σὰν μοιραστῆ κ’ ἡ τελευταία ματιὰ
μαζὶ μὲ τὰ λιγοστά τους βόλια
κ’ ἐπισημάνουν τὶς θέσεις τους,
ἀποδεκατισμένοι ἐπαναστάτες χωρὶς αὔριο
τότε
μὲς ἀπ’ τὸ σκοτάδι, ξεγλυστράει φτωχοντυμένος,
ὠπλισμένος μ’ ἕνα μακρύκαννο
καὶ παίρνει τὴ θέση του ἀνάμεσά τους, σιωπηλά,
κι ἀρχίζει νὰ ντουφεκάη μαζί τους τοὺς σταυρωτῆδες του,
ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς τοῦ Ἰωσὴφ καὶ τῆς Μαρίας,
ξυλουργός,
κλάσεως 1944.
(Θ.Δ.Φραγκόπουλος, «Ποιήματα ΙΙ», 1956)

Μὲ τὰ δέντρα θὰ μετρηθεῖς

Ὅταν ἐκείνη φοβερὴ φωνὴ
πού κηρύσσει τὸ τέλος, ἀκουστεῖ νά λέει
Μετρηθεῖτε!,-
ξεύρω καλὰ τί πρόκειται νὰ κάμεις..
Θὰ βγάλεις τὰ τεφτέρια σου, τὰ βιβλιάρια τραπέζης,
τοὺς μισθοὺς τόσων χρόνων, τὰ σπίτια πού ἔκτισες,
πίνακες ἀκριβούς πού δημοπράτησες,
κληρονομιὲς πού δέχτηκες
ἐταιρίες πού μοσχοπούλησες
Μὰ ἡ φωνὴ θὰ ἐπιμείνει
Μετρηθεῖτε!
Δὲν μπορεῖ, κάτι ξέχασες..
α!, ναί, εἶχες καὶ κάτι κοσμήματα κρυμμένα
(γιὰ ὥρα ἀνάγκης)
λίγα ὁμόλογα ξεχασμένα σὲ θυρίδες,
νὰ κι ἐκεῖνο τὸ κτηματάκι  στὸ χωριό..
«Αὐτὰ εἶναι ὃ λ α», θὰ πεῖς
«Ὃ τι ἔχω γιὰ νὰ μετρηθῶ, ἐδῶ το καταθέτω..»
Καὶ βέβαια ἀπὸ τὴν τόσο μεγάλη περιουσία,
πῶς νὰ θυμηθεῖς ἐκείνη τὴν ἀσήμαντη τὴν ρίζα
πού κάποτε σού χάρισαν
καὶ τὴν παράτησες στὸν κῆπο ἀπότιστη
νὰ παλεύει μ’ ἀνέμους, θύελλες καὶ κεραυνούς,
πού ὅταν ἔγινε σακατεμένο ἀπὸ τὴν δίψα δέντρο,
(καὶ κάθε βράδυ σφύριζε νὰ τὸ προσέξεις),
ἀδιάφορος προσπέρασες καὶ πάλι.
Ἐντούτοις,
ὑπάρχει μία πιθανότητα
(μία ἐλαχίστη πιθανότητα)
ἡ φοβερὴ φωνή, ἡ στεντόρειος,
ἡ ἐσχάτη τῶν ὤτων σου,
σημασία νὰ μὴ δώσει
στὰ μαλάματα πού ἔχεις ἀραδιάσει
Νὰ πεισμώσει,
νὰ ἐπιμείνει..
Μετρηθεῖτε! Μὲ τὰ δ έ ν τ ρ α μετρηθεῖτε!
Καὶ τότε, ποῦ καιρὸς γιὰ μετάνοιες,
τότε, ποῦ καιρὸς νὰ ἐπιστρέψεις
καὶ τὸ δέντρο τῆς αὐλῆς σου νὰ ποτίσεις…
(Στράτος Κοντόπουλος, «Ἡ ἀπέναντι ὄχθη», 1970, ἰδιωτικὴ ἔκδοση)

Γέστας καὶ Δημᾶς
Γέστας, τὴν ὥρα ποὺ ποτίζει μὲ αἷμα τὸ δοκάρι,
κοιτάζει τὰ νόθα πού ‘σπειρε καὶ δυνατὰ γελᾷ
(τὰ κλεμμένα  φτάνουν καὶ περισσεύουν γιὰ νὰ ζήσουν)
κι ὁ Δημᾶς, μὲ  σπασμένα τὰ χέρια, ἀγαθὰ χαμογελᾷ,
οἱ στρατιῶτες δὲν τὸν ἔπιασαν στὸν ὕπνο
(τὸ χάνι του τὸ ἔσωσε καὶ ἡ γυναῖκα του πόρνη δὲν θὰ γίνει)
Κι ἔτσι ὅπως χορτάτοι καὶ σίγουροι πλησιάζουνε στὸν θάνατο,
τὸ βλέμμα στρέφουνε στὸν τρίτο πού ψυχορραγεῖ
καὶ Τὸν οἰκτίρουν,  Τὸν κλαῖνε, Τὸν παρηγοροῦν·
γιατί ἐτοῦτοι εἶναι λῃστές,
πλάσματα τῆς νύχτας καὶ τοῦ δρόμου
καὶ καλὰ γνωρίζουν πὼς ὁ σταυρός Του
σύντομα θὰ ξεπέσει στὰ ζάρια, σὲ ναοὺς τοῦ ἐμπορίου,
σὲ πνευματικὰ δικαιώματα εὐαγγελίων
Πικρὰ στενάζουν, ὁ Γέστας κι ὁ Δημᾶς
καὶ γρήγορα κάμουν τὶς ἀθροίσεις,
δὲν εἶναι ἀφελεῖς αὐτοί·
Ξεύρουν καλὰ αὐτοὶ ἀπὸ λῃστεῖες,
ξεύρουν καλὰ πῶς τὰ τριάκοντα
ἦσαν μόνο το καπάρο
(Στράτος Κοντόπουλος, «Ἡ ἀπέναντι ὄχθη», 1970, ἰδιωτικὴ ἔκδοση)


Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδοῦλα τῆς καρδιᾶς μου,
πουλάκι τῆς φτωχειᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου,
πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς πού κλαίω
καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γροικᾶς τά πού πικρά σοὺ λέω;
Γιόκα μου, ἐσὺ πού γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
πού μάντευες τί πέρναγα κάτου απ’  τὸ τσίνορό μου,
τώρα δὲ μὲ παρηγορᾶς καὶ δὲ μοῦ βγάζεις ἄχνα
καὶ δὲ μαντεύεις τὶς πληγὲς πού τρῶνε μου τὰ σπλάχνα;
(Γιάννης Ρίτσος, «Ἐπιτάφιος», Ποιήματα 1930-1960)


Ὕστατος ὀβολὸς
Δύσκολες ὧρες, δύσκολες στὸν Τόπο μας… Κι αὐτός, ὁ περήφανος,
γυμνός, ἀνυπεράσπιστος, ἀνήμπορος, ἀφέθηκε νὰ τὸν βοηθήσουν…
Ἔγγραψαν ὑποθῆκες πάνω του· πῆραν δικαιώματα· ἀξιώνουν·
μιλᾶνε γιὰ λογαριασμό του· τοῦ ρυθμίζουν τὴν ἀνάσα, τὸ βῆμα·
τὸν ἐλεοῦν· τὸν ντύνουν μ’ ἄλλα ροῦχα, ξέχειλα, χαλαρωμένα·
τοῦ σφίγγουν μ’ ἕνα καραβόσκοινο τὴ μέση… Ἐκεῖνος
μέσα στὰ ξένα ροῦχα, οὔτε μιλάει κι οὔτε πιὰ χαμογελάει,
μὴ καὶ φανῆ ποὺ ἀνάμεσα στὰ δόντια του κρατάει, ὡς καὶ τὴν ὥρα τοῦ ὕπνου,
σφιχτὰ-σφιχτά, σὰν ὕστατο ὀβολὸ τοῦ – μόνο τώρα βιός του –
γυμνό, ἀπαστράπτοντα κι ἀνένδοτο: τὸ  θ ά ν α τ ὸ  του!
(Γιάννης Ρίτσος, «Πέτρες-Ἐπαναλήψεις-Κιγκλίδωμα», Παρίσι 1971)
(Ὕστατος ὀβολὸς εἶναι βέβαια γιὰ τοὺς πολὺ νεότερους τὸ χαμηλῆς ἀξίας νόμισμα ποὺ ἔπρεπε νὰ ἔχει ὁ νεκρὸς μαζί του γιὰ νὰ περάσει ἀπέναντι, στὸν κάτου κόσμο)

 λῃστὴς τοῦ ἀριστεροῦ σταυροῦ

[ ]
Καὶ μόνο λῃστὴς τοῦ ἀριστεροῦ σταυροῦ
ποὺ εἶχε τόση πεῖρα ἀπὸ θανάτους
πού εἶδε λόφους σταυρωμένων στὸν ὁρίζοντα
τὸν περιπαίζει ὡς τὸ τέλος δίχως ἔλεος
Χωρὶς νὰ καταδέχεται τὰ μνήσθητι τοῦ ἄλλου.
Μ’ αὐτὸς πού στὰ βαθιά Του μάτια
ἡσύχαζε τῶν ἡμερῶν ἡ τάξη
πού ἤδη μετ’ ἀνόμων ἐλογίσθη
καὶ τώρα πιὰ τὴ μοναξιὰ Του ταξιδεύει
μὲ ἄλλα πουλιὰ πού ‘χασαν τὸν ὁρίζοντα
ἦχος πού μάταια γιὰ ὅμοιον ἦχο ἀκροᾶται,
τὸ βέβαιο εἶναι πώς θὰ τὸν εἶχε συμπαθήσει
(καὶ ἴσως ἂν θὰ μπορέσει θὰ μεσολαβήσει)
κι ὅσο γιὰ τ’ ἄλλα πού εἶπε
ἄσε τὸν ὄχλο νὰ πιστεύει
πώς στὸν ἐκ δεξιῶν ἀνήκει ἡ βασιλεία…

(Τάσος Ζερβός, «Τὰ ποιήματα» [ἅπαντα], Ροδακιό, 2004, συλλ. «Ἡ μεγάλη ἔρημος», 1961-1962)


Οἱ πόνοι τῆς Παναγιᾶς

Ποῦ νὰ σὲ κρύψω, γιόκα μου, νὰ μὴ σὲ φτάνουν οἱ κακοί;..
Σὲ ποιὸ νησὶ τοῦ Ὠκεανοῦ, σὲ ποιὰν κορφὴν ἐρημική;..
Δὲ θὰ σὲ μάθω νὰ μιλᾷς καὶ τ’ ἄδικο φωνάξης.
Ξέρω πὼς θάχης τὴν καρδιὰ τόσο καλή, τόσο γλυκή,
ποὺ μὲ τὰ βρόχια τῆς ὀργῆς ταχιὰ θενὰ σπαράξεις.
Σὺ θάχης μάτια γαλανά, θάχης κορμάκι τρυφερὸ-
θὰ σὲ φυλάω ἀπὸ ματιὰ κακὴ κι ἀπὸ κακὸν καιρό,
ἀπὸ τὸ πρῶτο ξάφνισμα τῆς ξυπνημένης νιότης.
Δὲν εἶσαι σὺ γιὰ μάχητες, δὲν εἶσαι σὺ γιὰ τὸ σταυρό.
Ἐσὺ νοικοκερόπουλο – ὄχι σκλάβος ἢ προδότης.
Τὴ νύχτα θὰ σηκώνωμαι κι ἀγάλια θὰ νυχοπατῶ,
νὰ σκύβω τὴν ἀνάσα σου ν’ ἀκῶ, πουλάκι μου ζεστό,
νὰ σοῦ τοιμάζω στὴ φωτιὰ γάλα καὶ χαμομῆλι,
κ’ ὕστερ’ ἂπ’ τὸ παράθυρο μὲ καρδιοχτύπι νὰ κοιτῶ
πού θὰ πηγαίνῃς στὸ σκολειὸ μὲ πλάκα καὶ κοντύλι…
Κι ἂν κάποτε τὰ φρένα σου μ’ ἀλήθεια- φῶς τῆς ἀστραπῆς-
χτυπήσει ὁ Κύρης τὰ’ οὐρανοῦ, παιδάκι μου νὰ μὴν τὰ πεῖς!
Θεριὰ οἱ ἄνθρωποι – δὲν μποροῦν τὸ φῶς νὰ τὸ σηκώσουν!
Δὲν εἶναι ἀλήθεια πιὸ χρυσὴ σὰν τὴν ἀλήθεια τῆς σιωπῆς…
Χίλιες φορὲς νὰ γεννηθῆς, τόσες θὰ σὲ σταυρώσουν!

«Οἱ πόνοι τῆς Παναγιᾶς» τοῦ Βάρναλη ἀπὸ τὸ ἔργο «Σκλάβοι πολιορκημένοι»

(γενικὴ ἀναφορὰ)
πλειονότητα τῶν πληροφοριῶν, (ἔκδοση, χρονολογία, στίξη, σύνταξη, ὀρθογραφία), προέρχονται ἀπὸ τὴν τρίτομη ποιητικὴ ἀνθολογία Ἀποστολίδη, τὴν ἀνθολογία Κοκκίνη, τὸ προσωπικὸ ἀρχεῖο Μάνου Τασάκου, (ποιητικὲς συλλογές, χειρόγραφα συγγραφέων, δοκίμια γιὰ τὴν ποίηση, ἐφημερίδες) καὶ τὴν βάση ψηφιοποιημένων περιοδικῶν τοῦ ΕΚΕΒΙ.



Σχόλια