Μύθοι και αλήθειες για την έξαρση της οπαδικής βίας στην Ελλάδα Του Χρήστου Κρανάκη


Μύθοι και αλήθειες για την έξαρση της οπαδικής βίας στην Ελλάδα

Του Χρήστου Κρανάκη
Μεγάλες διαστάσεις έχουν πάρει τα φαινόμενα βίας ανάμεσα στους διάφορους οπαδικούς στρατούς τους τελευταίους μήνες. Ο αυξημένος κίνδυνος, ακόμη και απώλειας ανθρώπινων ζωών, αναστάτωσε τα ανώτερα κλιμάκια της κυβέρνησης και της ΕΛ.ΑΣ.
Ο υφυπουργός Αθλητισμού, Γιώργος Βασιλειάδης, προχώρησε σε αλλεπάλληλες επικριτικές και καταδικαστικές δηλώσεις, ενώ συναντήθηκε και με τον αρχηγό της Αστυνομίας για το
συγκεκριμένο θέμα. Το ιστορικό των διαδοχικών επιθέσεων αναδεικνύει πως πλέον καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε ριζικά διαφορετικές καταστάσεις. Το σίγουρο είναι ότι η ένταση της οπαδικής διαμάχης προσέλκυσε τα φώτα της δημοσιότητας και ανάγκασε την αστυνομία να προχωρήσει σε αιφνιδιαστικές εφόδους σε συνδέσμους οργανωμένων οπαδών. Οι υποσχέσεις για άμεση καταπολέμηση της διαφαινόμενης βεντέτας, δεν αρκούν για την αντιμετώπιση του φαινομένου της οπαδικής βίας εις βάθος. Το τοπίο ανάμεσα στους δύο μεγαλύτερους οπαδικούς στρατούς της
χώρας, Ολυμπιακούς και Παναθηναϊκούς, αυτή τη στιγμή φαντάζει ωρολογιακή βόμβα που εάν εκραγεί, κανείς δεν τολμάει να διανοηθεί το τι θα συμβεί. Αν στην υπάρχουσα κατάσταση συνυπολογίσουμε και τα σοβαρά επεισόδια εντός μιας σειράς άλλων γηπέδων το τελευταίο διάστημα, καθώς και τις συγκρούσεις σώμα με σώμα και τα μαχαιρώματα στον προπέρσινο τελικό ΑΕΚ-ΠΑΟΚ, τότε συντίθεται ένα ακόμα πιο τρομακτικό σκηνικό. Τα επιφανή στελέχη των διοικήσεων των ΠΑΕ, όμως, όχι απλώς φαίνεται να μην επηρεάζονται από τις εν λόγω εξελίξεις, αλλά αντίθετα ωθούν στην περαιτέρω όξυνση της αντιπαράθεσης, για την εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων. Στην πράξη, πρόκειται για τους «χούλιγκαν» με γραβάτα, που είναι ακόμη πιο επικίνδυνοι από αυτούς με τα ρόπαλα, τα μαχαίρια και τις μολότοφ. Πριν θρηνήσουμε, λοιπόν, εκ νέου νεκρούς ενός πολέμου με μοναδικό νικητή τις εκάστοτε ΠΑΕ και ανώνυμες εταιρείες, το Πριν κάνει μια προσπάθεια να προσεγγίσει και να παρουσιάσει το πλήρες πεδίο της κόντρας του τελευταίου διαστήματος, τα αίτια της έξαρσης της οπαδικής βίας και τις ευθύνες των ιδιοκτητών των ΠΑΕ και των εντεταλμένων δημοσιογράφων τους.

Το μίσος που επικρατεί στο αθλητικό και οπαδικό γίγνεσθαι της Ελλάδας

Πολλά θα μπορούσαν να γραφτούν για τον χουλιγκανισμό και το «οπαδικό ζήτημα» διεθνώς. Αναγκαστικά, όμως, θα επικεντρώσουμε στα όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα της διάλυσης των κοινωνικών αξιών, της γενικευμένης βίας και της δυσθεώρητης οικονομικής κρίσης. Η χώρα, άλλωστε, χαρακτηρίζεται από μια παγκόσμια ιδιαιτερότητα: Το μίσος που επικρατεί στο αθλητικό και οπαδικό γίγνεσθαι της Ελλάδας δεν εμφορείται από κανενός είδους κοινωνική, πολιτική ή εθνική αιτία, όπως συχνά συμβαίνει σε άλλες χώρες, στην Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο. Εκεί, δηλαδή, όπου τα παραδοσιακά ντέρμπι και οι αιώνιες αντιπαλότητες μεταξύ αθλητικών σωματείων και συνδέσμων οπαδών πατάνε πάνω σε διαφορετικής φύσης κοινωνιολογικές αιτίες.
Το Ρεάλ - Μπαρτσελόνα, για παράδειγμα, αποτυπώνει τις εθνικές διαφορές μεταξύ Ισπανίας και Καταλανίας. Το Σέλτικ-Ρέιντζερς τις θρησκευτικές διαμάχες εντός του σκοτσέζικου πληθυσμού και τη διαφορετική προσέγγιση απέναντι στον αγγλικό ιμπεριαλισμό. Το Ρόμα-Λάτσιο στηρίζεται στις διαφορετικές πολιτικές συντεταγμένες μεταξύ των σωματείων της ιταλικής πρωτεύουσας. Στην ίδια χώρα, η διαμάχη των ομάδων του «πλούσιου» Βορρά με εκείνες του «αδικημένου» Νότου υποκρύπτει μια υπαρκτή γεωγραφική αντιπαράθεση με σαφή ταξική διάσταση. Οι ιστορικές αντιπαλότητες στο αρχαιότερο πρωτάθλημα του κόσμου, της Αγγλίας, επίσης αφορούν στο σύνολό τους την έντονη ταξική διαστρωμάτωση στις εκάστοτε πόλεις και περιοχές (Μάντσεστερ, Λίβερπουλ κλπ.). Στην Ελλάδα, αντιθέτως, αν θέλουμε να ρίξουμε φως στα αίτια της εκάστοτε οπαδικής διαμάχης, πρέπει -μακριά από οπαδικές προτιμήσεις- να δούμε πως ουσιαστικά καμία κοινωνιολογική αιτία δεν μπορεί να υποστηρίξει το εκατέρωθεν μίσος μεταξύ των οργανωμένων οπαδών σε πόλεις και χωριά. Αντίθετα, μιλάμε για ένα φαινόμενο που οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στις ιδιαιτερότητες της κοινωνίας και το βρόμικο παιχνίδι του επαγγελματικού αθλητισμού κα ειδικά του επαγγελματικού ποδοσφαίρου.

Με μια ιστορική ματιά μπορούμε να διακρίνουμε πως αρχικά όλα τα ελληνικά σωματεία ιδρύθηκαν από επιφανείς αστούς και αθλητές, ενώ παρά τις διαφορετικές ταξικές αφετηρίες των φιλάθλων που στήριξαν το εκάστοτε σωματείο, η κατάληξη ήταν κοινή για όλους: Όλες οι ομάδες αγαπήθηκαν από ένα διαταξικό κοινό οπαδών και οι όποιες ταξικές διαφορές ανάμεσα στους φιλάθλους πολύ γρήγορα αλλοιώθηκαν. Σε καμία δε ιστορική κόντρα Ελληνικών σωματείων δεν θα βρει κανείς κάποιο πολιτικό ή θρησκευτικό αίτιο. Τα καταστατικά όλων των ομάδων είναι κοινά όσον αφορά τα πολιτικά τους ιδεώδη («πίστη στην κοινοβουλευτική δημοκρατία»), τη (θεωρητική) καταδίκη στον ρατσισμό, τον φασισμό και τον θρησκευτικό φανατισμό. Επιπλέον, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές περιπτώσεις, κανένα ελληνικό σωματείο δεν πήρε ανοιχτά θέση υπέρ ή ενάντια κάποιας συγκεκριμένης πολιτικής αντίληψης ή παράταξης. Για παράδειγμα καμία ομάδα δεν πήρε επίσημα θέση στην αντίσταση και τον εμφύλιο της περιόδου 1940-49, ενώ αθλητές κάθε φανέλας στήριξαν τη μία ή την άλλη πλευρά. Ακόμα και η «διαμάχη» Αθήνας-Θεσσαλονίκης, που συχνά αποτυπώνεται στον αθλητισμό, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να συγκριθεί με ιστορικά γεγονότα που έλαβαν χώρα σε άλλες περιπτώσεις (π.χ. Μαδρίτη-Καταλονία). Για να καταλάβουμε, λοιπόν, το ατέρμονο μίσος μεταξύ των ελληνικών οπαδικών στρατών, απαιτείται μια «αξονική τομογραφία» της ελληνικής κοινωνίας και αθλητισμού.
Το οπαδικό κίνημα διαπερνάται από συγκεκριμένους μύθους
Βασική μεθοδολογική αρχή για την επεξεργασία μιας πολιτικής και κοινωνικής γραμμής που αρχικά θα κατανοεί την όλη κατάσταση και στη συνέχεια θα επιδιώκει να την καταπολεμά και να την αντιστρέφει, είναι η απεμπλοκή από θέσεις και διατυπώσεις βιαστικές και ελιτίστικες, που αντικατοπτρίζουν ενδεχομένως τις προσωπικές ιδέες και προτιμήσεις, αλλά όχι την πραγματικότητα. Πολλές τέτοιες στρεβλώσεις κάνουν συχνά την εμφάνισή τους στα κυρίαρχα ΜΜΕ, με αποτέλεσμα
η κοινωνία να μην μπορεί να αφουγκραστεί το τι πραγματικά συμβαίνει στο συγκεκριμένο πεδίο του «κοινωνικού πολέμου». Συνολικά, η συζήτηση για το οπαδικό κίνημα διαπερνάται δυστυχώς από συγκεκριμένους μύθους, οι οποίοι δεν είναι απλά παραπλανητικοί αλλά και επικίνδυνοι.

Μύθος πρώτος: «Στο ίδιο έργο θεατές - ότι γινόταν πάντα, γίνεται και τώρα». Μακάρι να ήταν τόσο απλά τα πράγματα.. Όμως, δεν χρειάζεται να είναι κανείς ενεργός οπαδός για να καταλάβει ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχει μόνιμη και σταθερή κλιμάκωση της βίας σε ό,τι έχει να κάνει με την οπαδική διαμάχη. Προκειμένου δε να κατανοήσουμε την εξέλιξη της βίας στην πορεία του χρόνου, δεν αρκεί μια επιφανειακή ανάγνωση των γεγονότων. Απαιτείται η ανάλυση της συχνότητας, του επίπεδου βίας, του βαθμού οργάνωσης των εμπλεκόμενων, καθώς και η συσχέτισή τους με την οργανωτική και συνολική αναβάθμιση της αστυνομίας και τη σκλήρυνση του ποινικού κώδικα.

Μύθος δεύτερος: «Πίσω από όλα αυτά βρίσκονται 10-15 ανεγκέφαλοι». Στην πράξη, πρόσβαση στον ακριβή αριθμό των οργανωμένων οπαδών στην Ελλάδα, πολλώ δε μάλλον στο ποσοστό εκείνο που διαθέτει τη βούληση να εμπλακεί σε «σκηνικά πολέμου» δεν μπορούμε να αποκτήσουμε. Παρ’ όλα αυτά, μια βόλτα στον τρομακτικό κόσμο του Youtube, όπου συχνά αποτυπώνεται η βούληση και η δράση των οπαδικών στρατών, προσφέρει μια ματιά στα πραγματικά δεδομένα του φαινομένου. 'Οταν, με χαρακτηριστική ευκολία, μικρομεσαίες ομάδες της επαρχίας μπορούν να μαζέψουν ιοο και 150 άτομα για να εμπλακούν σε σκληρά επεισόδια με τους αντίπαλους, μπορούμε μόνο να φανταστούμε την πραγματική δυναμική των μεγαλύτερων «στρατών» σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.

Μύθος τρίτος: «Η οπαδική ιδιότητα αποτελεί αντρικό προνόμιο». Αναμφισβήτητα, η συντριπτική πλειοψηφία όσων εμπλέκονται φανατικά με τον οπαδισμό ή και τον χουλιγκανισμό είναι γένους αρσενικού. Όμως, ειδικά τα τελευταία χρόνια, δεν είναι λίγες οι γυναίκες που αφιερώνουν χρόνο στις γηπεδικές και εξωγηπεδικές οπαδικές ασχολίες. Μέλη των συνδέσμων είναι πολλές γυναίκες, οι οποίες δεν αποκλείεται μάλιστα να έχουν το δικό τους ξεχωριστό ρόλο σε διάφορα «σκηνικά βίας».

Μύθος τέταρτος και τελευταίος: «Οι οπαδοί δεν είχαν ποτέ αξίες και ηθικούς φραγμούς». Σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να δικαιολογήσουμε ή, πολύ περισσότερο, να υιοθετήσουμε τον κώδικα αξιών που παλιότερα υιοθετήθηκε από τους οργανωμένους οπαδούς. Αυτό, όμως, που μπορούμε να συμπεράνουμε είναι ότι ακόμη κι αυτός πλέον έχει σχεδόν απαλειφτεί. Για παράδειγμα, παλιότερα το ξυλοφόρτωμα σε γυναίκες και παιδιά θεωρείτο οπαδικό στίγμα που μάλιστα δύσκολα ξεπλενόταν. Στις μέρες μας, αντιθέτως, μπορεί να μην αποτελεί δείγμα και απόδειξη περηφάνειας, αλλά σίγουρα δεν αντιπροσωπεύει και κάποιο ιδιαιτέρως σοβαρό παράπτωμα... 
Θέλει και ρώτημα ποιοι είναι ένοχοι; Οι χούλιγκαν με τη γραβάτα! 

Πίσω από κάθε μεγάλο κοινωνικό ζήτημα, βρίσκονται μεγάλα οικονομικά και πολιτικά κίνητρα. Το οπαδικό δεν αποτελεί εξαίρεση. Το «κοινό μυστικό» περί αλληλοδιαπλοκής οργανωμένων οπαδών και διοικήσεων, σύμφωνα με οργανωμένο οπαδό του Άρη, έχει πολλαπλές διαστάσεις. Η πρώτη και βασικότερη είναι η εξής: Οι σύνδεσμοι, ακόμα και εντός της ίδιας ομάδας, κατατάσσονται σε εκείνους που διατηρούν προνομιακές σχέσεις με τον εκάστοτε «ισχυρό άνδρα» της ΠΑΕ και χρήζουν ιδιαίτερων απολαβών (φτηνά εισιτήρια, τζάμπα μετακινήσεις κ.α.) και σε εκείνους που για τους δικούς τους λόγους δεν εναρμονίζονται με την κεντρική διοίκηση. Το βασικό ζήτημα, όπως μας είπε ο ίδιος, είναι ότι σε όλες τις ομάδες οι σύνδεσμοι (με αξιοσημείωτες εξαιρέσεις) μπορούν εύκολα να χειραγωγηθούν από τις εκάστοτε ΠΑΕ. Είναι πολλά τα παραδείγματα εκείνα όπου είτε διάφοροι «επιτήδειοι» θησαυρίζουν με τη στήριξη των μεγαλοδιοικούντων από εμπόριο ναρκωτικών εντός των συνδέσμων είτε έχουν καταγραφεί περιπτώσεις που αφορούν υπεξαίρεση χρημάτων.

Μια δεύτερη διάσταση, που συχνά μας διαφεύγει, αποτελεί η σχετικά αυτόνομη «επιχειρηματική» λειτουργία των συνδέσμων. Σύμφωνα με οργανωμένο οπαδό του Παναθηναϊκού, «ο οπαδικός έλεγχος μιας περιοχής έναντι του αντίπαλου στρατοπέδου συνεπάγεται και οικονομικό έλεγχο αυτής της περιοχής [...] προστασία μαγαζιών, πόρτα σε κλαμπ, security σε συναυλίες κλπ».
Η εκτίμηση αυτή έρχεται να επιβεβαιωθεί και από τη Θεσσαλονίκη, από όπου πληροφορούμαστε ότι σε νυχτερινά μαγαζιά τα οποία είναι γνωστό πως αποτελούν στέκι οπαδών και άρα βρίσκονται υπό συγκεκριμένη προστασία είναι σχεδόν αδύνατον ακόμα και να ελεγχθούν οικονομικά από την εφορία. Τέλος, πληροφορίες έρχονται και για συσχέτιση των λεγόμενων ξεκαθαρισμάτων της νύχτας με τον «υπόγειο οπαδικό κόσμο». 
Από όλα τα παραπάνω, αλλά και από άλλα πολλά που δεν μπορούν καν να γραφούν, δεν χρειάζεται να είναι κανείς μυημένος στο χώρο της Αριστεράς για να αναδείξει τους βασικούς υπεύθυνους. Για να είμαστε καθαροί, δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα το επιχείρημα ότι οι διοικήσεις δεν μπορούν να κάνουν κάτι. Αντιθέτως, δεν θέλουν, γιατί πολύ απλά έχουν ξεκάθαρα οφέλη από τους οπαδικούς στρατούς. Όσο για το εάν και πώς πρέπει η Αριστερά να παρέμβει στα γήπεδα, ασφαλώς δεν θα το απαντήσει ένα αφιέρωμα και ο συντάκτης του. Παρ' όλα αυτά, το βασικό είναι η δική μας Αριστερά, αρχικά να θέσει ανοιχτά και πλατιά στη κοινωνία το εξής ερώτημα: Όταν συμβαίνουν όλα τα παραπάνω, όταν διοικητικοί παράγοντες σκάνε στο γήπεδο με όπλα, κατηγορούνται για εμπόριο ναρκωτικών, αφήνουν γυναικεία εσώρουχα σε πάγκους αντιπάλων και άλλα πολλά, έχει πραγματικά νόημα να συζητάμε ποιος ευθύνεται κυρίαρχα για την όξυνση της οπαδικής βίας;

Αναλυτικότερα στο prin.gr

Σχόλια