Του Αλέξανδρου Καπακτσή
…Η κρίση της
οθωμανικής αυτοκρατορίας και οι διαλυτικές τάσεις που εμφανίζει με την
ταυτόχρονη πτώση της πολιτικής της ισχύος έχει σαν μια από τις βασικές της
αιτίες την αποσάθρωση του ασιατικού τρόπου παραγωγής που είναι ο οικονομικός
πυλώνας πάνω στον οποίο στηρίζεται.
Αργά στην αρχή, πολύ πιο ορμητικά αργότερα, οι αστικές σχέσεις παραγωγής εισβάλλουν στην οικονομική ζωή και τροποποιούν σημαντικά τα έως τότε δεδομένα. Φορέας των νέων σχέσεων παραγωγής γίνονται οι χριστιανικοί πληθυσμοί, και ειδικότερα οι ελληνικοί, που ήδη απασχολούνται με το εμπόριο και λιγότερο με τη βιοτεχνία και δεν έχουν τους θρησκευτικούς πολιτιστικούς περιορισμούς των μουσουλμάνων.[1] Η ελληνική γλώσσα γίνεται, για πολλούς λόγους, πόλος έλξης και μη ελληνόφωνων χριστιανικών πληθυσμών.[2] Παίζει σημαντικό ρόλο, πλέον, και στα ανώτερα διοικητικά κλιμάκια της Οθωμανικής(φαναριώτες) αυτοκρατορίας και ελέγχει μέσω των Ελλήνων τις ηγεμονίες στα Βαλκάνια. Σιγά-σιγά διαμορφώνεται εθνική συνείδηση και κάτω από τη μεγάλη επίδραση των ιδεών του Διαφωτισμού και ειδικά της Γαλλικής Επανάστασης, μπαίνει στην ημερήσια διάταξη η εθνική απελευθέρωση για τη δημιουργία του απαραίτητου ζωτικού χώρου, χωρίς τους περιορισμούς των καθυστερημένων δομών της αυτοκρατορίας. Δεν είναι τυχαίο ότι η μεγάλη της διασπορά, στα αναπτυσσόμενα αστικά κέντρα της βόρειας βορειοδυτικής αυτοκρατορίας και στις εγγύς χώρες, διαμορφώνει και το απελευθερωτικό όραμά της, που περιλαβαίνει περιοχές των ευρύτερων Βαλκανίων και των ανατολικών ακτών του Αιγαίου.
Μετά το 1792, το εμπόριο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας που κυριαρχείται από τις γαλλικές εταιρείες περνά στα χέρια Ελλήνων εμπόρων και, έτσι, δίνεται μια πολύ μεγάλη ώθηση στο ειδικό τους βάρος στην ευρύτερη περιοχή αλλά και διαμορφώνουν τους όρους για μια ευρύτερη αντίληψη των δυνατοτήτων που τους δίνει η εποχή.[3] Σημαντικές αλλαγές γίνονται στο κοινοτικό σύστημα στην ηπειρωτική χώρα, με διεύρυνση των εμπορικοχρηματικών σχέσεων και των ατομικών παραγωγικών διαδικασιών. Ο έλεγχος της παραγωγής από τον οθωμανικό μηχανισμό εξασθενεί και τον παραχωρεί αυτός έναντι σταθερού δοσίματος. Έτσι, επιτρέπεται μια αυξημένη συσσώρευση που βρίσκει διέξοδο σε εμπορικές και βιοτεχνικές δραστηριότητες στο πλαίσιο των αναπτυσσόμενων αστικών σχέσεων παραγωγής. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στο εφοπλιστικό-εμπορικό κεφάλαιο, που αξιοποιώντας τους ναπολεόντιους πολέμους παίζει έναν πρωταρχικής σημασίας ρόλο στη Μεσόγειο και το μέγεθος του το καταγράφει στις παγκόσμιες δυνάμεις της εποχής. Στις αρχές του 19ου αιώνα, ο ελληνικός στόλος αποτελούνταν από 556 μεγάλα και άρτια εξοπλισμένα εμπορικά πλοία, η χωρητικότητα των οποίων έφθανε τους 131.410 τόνους.[4] Σύμφωνα με τον Pouqueville, στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 19ου αιώνα, τα πλοία «ελληνικών» συμφερόντων ανέρχονταν σε 615, συνολικής χωρητικότητας 153.590 τόνων, ενώ τα πληρώματα αποτελούνταν από 37.526 άτομα. Σε αυτό το σημείο, εισάγονται άλλα δύο ζητήματα, πολύ σημαντικά για τους συνολικούς προβληματισμούς μας: το ζήτημα των σχέσεων ιδιοκτησίας στις ναυτιλιακές και ναυπηγικές επιχειρήσεις και το ζήτημα της ανάπτυξης της βιοτεχνίας–βιομηχανίας στον ελλαδικό χώρο, με αφορμή ακριβώς την ανάπτυξη της ναυπηγικής. Κατ’ αρχήν, θα πρέπει να τονίσουμε ότι τα πλοία δεν αναλάμβαναν μόνο τη μεταφορά προϊόντων ξένης ιδιοκτησίας, αλλά οι πλοιοκτήτες τα χρησιμοποιούσαν για να διεξαγάγουν εμπόριο με δικά τους προϊόντα. Γενικά, θεωρείται ότι η ιδιοκτησία στα πλοία ήταν εταιρικής μορφής και ότι σε αυτή την «εταιρεία» συμμετείχε και το πλήρωμα, το οποίο αναλογικά μοιραζόταν τόσο τα κέρδη όσο και τις ζημίες. Φαίνεται ωστόσο, ότι ο «αναλογικός» χαρακτήρας των εισπράξεων των κερδών από την πλευρά του πληρώματος, καλύπτει στην πραγματικότητα, μια μορφή μισθοδοσίας. Είναι πολύ πιθανό, κάτω από παλιότερες μορφές, να υπάρχει συγκαλυμμένη μισθωτή εργασία.[5]
Έτσι, λοιπόν,
μπορούμε να πούμε ότι η αστική τάξη ουσιαστικά χωρίζεται σε 3 τμήματα ως προς
τη θέση της στο σύστημα παραγωγής:
«Α) Η αστική τάξη που συνδεόταν με την
οικονομία της καθαυτό Ελλάδας: Εδώ άνηκαν κυρίως οι έμποροι που συνδεόταν στενά
με την ελληνική αγορά, οι ιδιοχτήτες βιοτεχνικών εργαστηρίων (μανιφακτούρα), οι
βιοτέχνες. Αυτή η μερίδα ενδιαφερόταν για την άμεση κατάργηση της εξουσίας του
σουλτάνου, για την εξάλειψη της τουρκικής ιδιοκτησίας πάνω στη γη, επεδίωκε την
εξασφάλιση της ατομικής της ελευθερίας και την ελευθερία της ιδιοκτησίας της
και ήθελε μια πλατιά και ελεύθερη εσωτερική αγορά. Δεν είχε όμως αναπτυχθεί αρκετά,
ήταν οικονομικά και πολιτικά αδύνατη.
Β) Η αστική τάξη που δεν συνδεόταν στενά με
την ελληνική αγορά. Το τμήμα αυτό της αστικής τάξης, κατ’ εξοχήν μεταπρατικό,
ασχολούνταν με εμπορικές υποθέσεις σ’ ολόκληρη την Οθωμανική Αυτοκρατορία,
κυρίως στο ευρωπαϊκό τμήμα της, καθώς και με μεταφορές στη Μεσόγειο θάλασσα
(ναυτιλιακό-εμπορικό κεφάλαιο). Και η μερίδα αυτή του ελληνικού κεφαλαίου
δοκίμαζε τις συνέπειες του τουρκικού ζυγού, που έβαζε εμπόδια στην ανάπτυξή
της. Στις παροικίες του εξωτερικού εκτοπιζόταν συνεχώς από τα αναπτυσσόμενα
εθνικά κεφάλαια, ενώ στη Μεσόγειο το ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο κινδύνευε να
πνιγεί από το αγγλικό εμπορικό ναυτικό. Για τους λόγους αυτούς και το
εμπορικό-εφοπλιστικό κεφάλαιο επεδίωκε επίσης τη δημιουργία εθνικής εστίας,
ελεύθερου κράτους που θα του επέτρεπε να αναπτύξει τις δουλειές του, χωρίς τους
στρατιωτικούς-φεουδαρχικούς περιορισμούς και χωρίς τον κίνδυνο καταστροφής του
λόγω του εξωτερικού συναγωνισμού, και ν’ αυξήσει τα κέρδη του. Όμως η μερίδα
αυτή της αστικής τάξης φοβόταν να διακινδυνεύσει την περιουσία της, τη θέση
της, σε περίπτωση αποτυχία της επανάστασης. Δεν είχε εμπιστοσύνη στις λαϊκές
δυνάμεις. Και γι’ αυτό δεν στήριζε την πολιτική της στην πάλη των λαϊκών μαζών,
αλλά επεδίωξε να βρει στήριγμα από το εξωτερικό. Έτσι εξηγούνται οι
ταλαντεύσεις της στις παραμονές και στην πορεία της επανάστασης και το ότι σε
πολλές περιπτώσεις ήρθε σε αντίθεση με τις λαϊκές μάζες.
Στις ταλαντεύσεις αυτές και την αναποφασιστικότητα του εφοπλιστικού κεφαλαίου
συνετέλεσε και ένα άλλο γεγονός. Το εφοπλιστικό κεφάλαιο της Ύδρας –συνδεμένο
από τα τέλη του 18ου-αρχές 19ου αιώνα με τη Ρωσία, στην οποία χρωστούσε σε
μεγάλο βαθμό την ανάπτυξή του– από τη δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα και
κυρίως ύστερα από τους ναπολεόντειους πολέμους άρχισε να αποχτά στενούς δεσμούς
με το αγγλικό κεφάλαιο, πράγμα που το βλέπουμε τόσο στην περίπτωση του
Κουντουριώτη όσο και του Σέκερη. Αυτή η σύνδεση με το αγγλικό κεφάλαιο, όπως
ήταν επόμενο, δεν άργησε να έχει τις πιο ολέθριες συνέπειες στην πολιτική. Το
μεγάλο εμπορικό-εφοπλιστικό κεφάλαιο της
Ύδρας αρνούνταν επίμονα να πάρει μέρος στη Φιλική Εταιρία, προσχώρησε στην επανάσταση μόνο ύστερα από την εξέγερση του Οικονόμου[6] και έγινε, όπως θα δούμε, ο σκαπανέας του προσανατολισμού και της υποταγής της ελληνικής επανάστασης στην αγγλική πολιτική.»[7]
Ύδρας αρνούνταν επίμονα να πάρει μέρος στη Φιλική Εταιρία, προσχώρησε στην επανάσταση μόνο ύστερα από την εξέγερση του Οικονόμου[6] και έγινε, όπως θα δούμε, ο σκαπανέας του προσανατολισμού και της υποταγής της ελληνικής επανάστασης στην αγγλική πολιτική.»[7]
Γ) «Στις νέες αυτές
συνθήκες οι προεστοί παίζουν λοιπόν τον ρόλο του διαμεσολαβητή ανάμεσα στους
παραγωγούς και στο εμπορικό κεφάλαιο των μεγάλων πόλεων α) Συγκεντρώνουν την
παραγωγή και τη μεταφέρουν στα μεγάλα λιμάνια της εποχής, που αποτελούν και την
έδρα των εμπόρων. β) Πιέζουν τους αγρότες να αυξήσουν αλλά και να
διαφοροποιήσουν την παραγωγή τους, εξασφαλίζοντας έτσι την προσαρμογή της
παραγωγής στη ζήτηση του εμπορίου μεγάλων αποστάσεων. γ) Εξασφαλίζουν την ανοχή
των οθωμανικών αρχών, ακόμα και μέσα από τη δωροδοκία και εξαγορά των τοπικών
αρχόντων (π.χ. τιμαριώτες). Οι προεστοί μετασχηματίζονται έτσι σε φορείς μιας
τοπικής οικονομικής και πολιτικής εξουσίας αστικού τύπου: Αποτελούν
αποφασιστικής σημασίας κρίκους στα πλαίσια του μηχανισμού υπαγωγής των αγροτών
στο εμπορικό κεφάλαιο…
…Στη Νότια Ελλάδα
βρίσκεται λοιπόν σε εξέλιξη μια διαδικασία γρήγορης διάλυσης του ασιατικού
τρόπου παραγωγής και των ασιατικών κοινοτήτων προς όφελος των καπιταλιστικών κοινωνικών
και παραγωγικών σχέσεων. Όχι μόνο στις περιπτώσεις όπου εγκαθιδρύεται και
κυριαρχεί άμεσα η κεφαλαιακή σχέση, όπως είναι η περίπτωση των εμπορικών και
εφοπλιστικών κοινοτήτων (νησιά, παράκτιες πόλεις) ή των μανιφακτουρικών
κοινοτήτων, αλλά ακόμα και στην αγροτική ύπαιθρο, με τον ριζικό μετασχηματισμό
των λειτουργιών των κοινοτήτων, τη διαμόρφωση ατομικών σχέσεων κατοχής και
ιδιοκτησίας πάνω στη γη, την πρόσδεση και υπαγωγή των αγροτών στο εμπορικό
κεφάλαιο.
Μόνο κάτω από αυτούς τους όρους έγινε δυνατό να συνδεθεί η
φιλελεύθερη αστική ιδεολογία της εθνικής υπόστασης και ανεξαρτησίας με τις
πλατιές λαϊκές μάζες της υπαίθρου. Μόνο κάτω από αυτούς τους όρους ήταν δυνατόν
να προσλαμβάνουν όλα τα φαινόμενα αποσταθεροποίησης του παλιού καθεστώτος ένα
εκρηκτικό- επαναστατικό περιεχόμενο. Μόνο κάτω από αυτές τις συνθήκες μπορούσαν
να λειτουργήσουν οι Κλέφτες και οι αρματολοί ως το πρόπλασμα των ενόπλων
δυνάμεων της Επανάστασης.»[8] Η
αστική τάξη έχει και το υλικό συμφέρον και την ανάγκη να προχωρήσει η
επανάσταση και, μαζί με αυτή, η ανεξαρτησία τους από τις απολυταρχικές δομές
του σουλτανάτου που, πλέον, την πνίγουν. Είναι, παράλληλα, η μόνη κοινωνική
δύναμη που έχει βιώσιμη πρόταση για τη διάδοχη κατάσταση. Γνωρίζει όλα τα
σύγχρονα ρεύματα και έχει, ταυτόχρονα,
τη διεθνή εικόνα του κόσμου που την περιβάλλει, και σε πολλές περιπτώσεις έχει
ήδη προδιαγράψει μέσω των ταξικών της δεσμών και τις διεθνείς της συμμαχίες.
Στον αντίποδά της, δεν έχουμε ακόμη συγκροτημένη μια εργατική τάξη και δεν
μπορούμε να έχουμε ακόμη, σύμφωνα με τις δυνατότητες που δίνει η εποχή στην
αστική τάξη. Και από το ολιγάριθμο και πολυδιασπασμένο της φύσης της, όπως και
από τη χαμηλή της ταξική συνείδηση, που μόλις τώρα αρχίζει να ξεχωρίζει, είναι
αδύνατον να παίξει αυτοτελή και πρωταγωνιστικό ρόλο. Μπορεί, όμως, και το κάνει
πράξη, να κατανοήσει την αναγκαιότητα της εθνικοαπελευθερωτικής πάλης και τις
δυνατότητες που προσφέρει η νίκη της και γιʼ αυτό μαζικά στρατεύεται υπέρ του
αγώνα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, προχωρεί ακόμη παραπέρα με το να συμμαχήσει με
τα πιο ριζοσπαστικά επαναστατικά τμήματα της μικρής αστικής τάξης ενάντια στη
μεγάλη και να δημιουργήσει επαναστατικά γεγονότα μέσα στην επανάσταση, όπως η
λαϊκή εξουσία ενάντια στους μεγαλοκαραβοκυραίους της Ύδρας, την άνοιξη του 1821,
με επικεφαλής τον Αντώνη Οικονόμου.
Όλες οι διεργασίες
που περιγράφουμε και που δίνουν τον τόνο δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι συμβαίνουν
σε μια κατά βάση αγροτική οικονομία, όπου στις μεγάλες πεδιάδες, κυρίως του
βορρά, έχουμε τσιφλίκια, αλλά κυρίως έχουμε από την αποσάθρωση της κοινοτικής
αγροτικής παραγωγής μια τεράστια μάζα αγροτών με, περισσότερο ή λιγότερο, επαφή
με τις διαδικασίες αστικοποίησής της, που έχει αρχίσει να συνειδητοποιεί τη
θέση της και να ξυπνά από το μεσαιωνικό λήθαργο. Η υπαγωγή των αγροτών στο
εμπορικό κεφάλαιο και η επίδραση στη ζωή και στη συνείδησή τους μπορεί να γίνει
επίσης αντιληπτή από το γεγονός ότι, παρά την αύξηση της παραγωγής, οι συνθήκες
αμοιβής των πελοποννήσιων παραγωγών χειροτέρευαν με γρήγορους ρυθμούς, κατά τα
τελευταία τριάντα χρόνια, πριν από την Επανάσταση. Ταυτόχρονα, διαμορφώνεται
ένα πολύ υψηλό μερίδιο εξαγωγών (αξία εξαγωγών ως ποσοστό της συνολικής αξίας
παραγωγής), που ξεπερνάει το 50%, πράγμα που κατά κανόνα συνεπάγεται μια
έλλειψη μέσων διατροφής για τον πληθυσμό των πόλεων. Έτσι, το 1810, λαμβάνει
χώρα μια εξέγερση του πληθυσμού της Πάτρας, γιατί οι έμποροι είχαν εξαγάγει όλη
την ποσότητα του σταριού που βρισκόταν στη διάθεσή τους, γεγονός που δείχνει
και τις αλλαγές στη συνείδηση των λαϊκών μαζών (αγροτικών, προλεταριακών, μισοπρολεταριακών
κ.λπ). [9] Οι
αγροτικές μάζες είναι αυτές που θα πλαισιώσουν τις τάξεις του επαναστατικού
στρατού και θα υποφέρουν τα πάνδεινα στον πολύχρονο απελευθερωτικό αγώνα.
Πολυδιασπασμένη, όμως, καθώς είναι η αγροτιά, με διαφορετικούς όρους ενταγμένη
στην αγροτική παραγωγή, δεν της επέτρεπε το γεγονός αυτό ούτε την ενιαία
έκφραση της ούτε τη δυνατότητα να παίξει ένα αυτοτελή ρόλο στο επαναστατικό
γίγνεσθαι. Της έλειπε, ας πούμε, ένα μεγάλο όραμα, όπως η απαλλοτρίωση των
τσιφλικάδων[10],
εάν αυτή ήταν η κυρίαρχη κατάσταση που θα την ομογενοποιούσε πολιτικά και
κοινωνικά και θα της επέτρεπε να παίξει ένα πιο αυτόνομο ρόλο. Η αλήθεια είναι
ότι με το όπλο στο χέρι, πολλές φορές υπεράσπισε τα συμφέροντά της και αυτή η
σιγουριά, για αυτή της τη δυνατότητα, της υπαγόρεψε στάση οπαδού στις
ενδοαστικές διενέξεις. Προς υποστήριξη του παραπάνω συλλογισμού, ας θυμηθούμε
την ένοπλη εξέγερση των αγροτών μπρος στις προθέσεις κοτζαμπάσηδων και άλλων,
να ξεπουληθούν οι «εθνικές γαίες» με απόφαση της εθνοσυνέλευσης στο Άστρος, την
οποία και απέτρεψαν.
Τέλος, δεν πρέπει να
μη σταθούμε στο γεγονός ύπαρξης μιας
στρατιωτικής «κάστας», που στα ηγετικά της επίπεδα περιείχε και το στοιχείο της οικογενειοκρατίας και της κληρονομικότητας των αξιωμάτων. Αυτή διαμορφώθηκε αργά αλλά σταθερά, μέσα στο πέρασμα των αιώνων, από τη μια μεριά, σαν λαϊκή αυτοάμυνα ενάντια στην καταπίεση και στον αυταρχισμό και, από την άλλη, σαν μέσο βιοπορισμού κύρια σε βάρος της διοικητικής και οικονομικής κυρίαρχης τάξης της εποχής, είτε αποσπώντας της βίαια ένα μερίδιο από το λαϊκό εισόδημα που είχε προσποριστεί είτε προστατεύοντας τα συμφέροντά της από αντίστοιχους επίδοξους απαλλοτριωτές ή ανταγωνιστές. Θα πρέπει να τονίσουμε το γεγονός ότι ολόκληρες περιοχές είχαν μετατρέψει σε επάγγελμα αυτές ακριβώς τις λειτουργίες αποσπώντας υπερπροϊόν από άλλες κοινότητες, οι οποίες ήταν φόρου υποτελείς σε αυτές, και υπό την «προστασία» τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα χωριά του Σουλίου.[11]
στρατιωτικής «κάστας», που στα ηγετικά της επίπεδα περιείχε και το στοιχείο της οικογενειοκρατίας και της κληρονομικότητας των αξιωμάτων. Αυτή διαμορφώθηκε αργά αλλά σταθερά, μέσα στο πέρασμα των αιώνων, από τη μια μεριά, σαν λαϊκή αυτοάμυνα ενάντια στην καταπίεση και στον αυταρχισμό και, από την άλλη, σαν μέσο βιοπορισμού κύρια σε βάρος της διοικητικής και οικονομικής κυρίαρχης τάξης της εποχής, είτε αποσπώντας της βίαια ένα μερίδιο από το λαϊκό εισόδημα που είχε προσποριστεί είτε προστατεύοντας τα συμφέροντά της από αντίστοιχους επίδοξους απαλλοτριωτές ή ανταγωνιστές. Θα πρέπει να τονίσουμε το γεγονός ότι ολόκληρες περιοχές είχαν μετατρέψει σε επάγγελμα αυτές ακριβώς τις λειτουργίες αποσπώντας υπερπροϊόν από άλλες κοινότητες, οι οποίες ήταν φόρου υποτελείς σε αυτές, και υπό την «προστασία» τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα χωριά του Σουλίου.[11]
Με το ξέσπασμα της Επανάστασης,
η πολεμική αυτή μηχανή καλείται να διαδραματίσει σοβαρό ρόλο. Επικεφαλής
σημαντικών δυνάμεων, καλοί γνώστες του πεδίου των επιχειρήσεων, κάτοχοι
αξιόλογων (και, καμιά φορά, μεγάλων) στρατιωτικών ταλάντων, τα μέλη της
«πολεμικής αριστοκρατίας» αναλαμβάνουν τη διεκπεραίωση των στρατιωτικών
καθηκόντων της Επανάστασης και, κυρίως, του πιο σημαντικού: Της νικηφόρας
έκβασης του πολέμου. Οι δυνάμεις που κατόρθωσαν να συγκεντρώσουν (συντελούντων
και των πολεμικών λαφύρων, στρατιωτικών αποθεμάτων και άλλων υλικών που
περιήλθαν σε ελληνικά χέρια) δεν ήταν μικρές και, ως το 1825, η στρατιωτική
κατάσταση φαίνεται ευνοϊκή… Στις συνθήκες της Επανάστασης, ο «κλέφτης» δεν
είναι καθόλου περιθωριακός. Γίνεται «στρατιωτικός», στοιχείο και αυτό της
κοινωνίας που πρέπει (και που απαιτεί) να λαμβάνεται υπόψη, όπως και όλα τα
άλλα, ανατροπή καθόλου μικρή στα πλαίσια των σχέσεων της εποχής. Χωρίς να
κινούνται, κατ’ ανάγκην, από ένα ψυχρό και κυνικό υπολογισμό, δεν είναι
παράξενο ότι οι εκπρόσωποι της πολεμικής αριστοκρατίας ζητούσαν να αμειφθούν
και να αναδειχθούν για τους, κάθε άλλο
παρά μικρούς, κινδύνους τους οποίους διέτρεχαν και για τις υπηρεσίες που προσέφεραν και που συχνά ήταν αναντικατάστατες.»[12]
παρά μικρούς, κινδύνους τους οποίους διέτρεχαν και για τις υπηρεσίες που προσέφεραν και που συχνά ήταν αναντικατάστατες.»[12]
«Η Εκκλησία: Ως
επικεφαλής του μιλιέτ των Ρουμ η Εκκλησία κατέστη αναπόσπαστο τμήμα των
οθωμανικών φεουδαρχικών δομών εξουσίας, επιφορτισμένη με συγκεκριμένα
διοικητικά καθήκοντα, εξουσίες και αρμοδιότητες. Αναπτύσσοντας ιστορικά και σε
μια πορεία σημαντικούς δεσμούς με το εμπορικό κεφάλαιο, εξελίχθηκε η ίδια σε
οικονομική δύναμη. Μεταξύ άλλων, ήταν υπεύθυνη και για τη διατήρηση της
ευταξίας στους υπ’ ευθύνη της πληθυσμούς. Έτσι, το Πατριαρχείο αρχικά, όχι μόνο
δεν ευνόησε, αλλά καταδίκασε και κατέστειλε κάθε απελευθερωτική ιδέα ή κίνηση.
Προς το σκοπό αυτό επιστράτευσε επανειλημμένα το όπλο του
αφορισμού: Για τους συμμετέχοντες στα Ορλωφικά (και την παρεπόμενη εξόντωση των
κλεφτών του Μοριά), για τις εξεγέρσεις του 1807, του 1808, για την εξέγερση των
Σουλιωτών κατά του Αλή Πασά των Ιωαννίνων και βεβαίως για την Επανάσταση του 1821…
… «Η αντεπαναστατική δραστηριότητα της επίσημης Εκκλησίας
συνεχίστηκε και στη διάρκεια της Επανάστασης. Βεβαίως, η στάση στις γραμμές της
γενικά δεν υπήρξε ενιαία. Σημαντικό μέρος, κυρίως του κατώτερου κλήρου, δε
συντάχθηκε με τη γραμμή του Πατριαρχείου, μετέχοντας ενεργά στην Επανάσταση.
Μαζί τους και μια σειρά μεσαίοι ή ανώτεροι κληρικοί, όπως οι Φιλικοί Άνθιμος
Γαζής και Γρηγόριος (Δίκαιος) Παπαφλέσσας, ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, κ.ά.
Οι Φαναριώτες:
Πρόκειται για πρώην ευγενείς του Βυζαντίου που απέκτησαν σημαντικό πλούτο μέσω
του εμπορίου, ενώ αναρριχήθηκαν σε υψηλά πόστα της οθωμανικής διοίκησης
(Μεγάλου Δραγουμάνου της Πύλης, Δραγουμάνου του Στόλου και Ηγεμόνα της Βλαχίας
και Μολδαβίας). Η στάση τους απέναντι στην Επανάσταση, επίσης, δεν ήταν ενιαία.
Ορισμένοι υιοθετούσαν την προοπτική της ένοπλης εξέγερσης και συγκρότησης ενός
ανεξάρτητου αστικού κράτους. Οι περισσότεροι, όμως, υποστήριζαν μια πολιτική
«εκ των έσω διάβρωσης» της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, όπου η ελληνική αστική
τάξη θα κυριαρχούσε σταδιακά οικονομικά και πολιτικά. Οι Φαναριώτες –μέλη της
Φιλικής Εταιρείας, όπως οι Α. Μαυροκορδάτος και Θ. Νέγρης, που έλαβαν ενεργό
μέρος στην Επανάσταση, κλήθηκαν στη συγκρότηση των πρώτων πολιτειακών θεσμών
και μηχανισμών διοίκησης, συνδράμοντας αποφασιστικά στον αστικοφιλελεύθερο χαρακτήρα
τους.»[13]
Με αυτή τη διάταξη
των δυνάμεων ξεκίνησε ένας πολύχρονος αγώνας με πολλές καμπές και διεθνείς
προεκτάσεις, με εκατόμβες θυσιών και ηρωισμών των λαϊκών μαζών και φοβερές
σκοτεινές σελίδες από την αδυσώπητη κίνηση αντιτιθέμενων ταξικών επιδιώξεων ή
ιδιωτικών, ιδιοτελών δηλαδή, συμφερόντων όπως σε κάθε μεγάλη επανάσταση, όπως
σε κάθε μεγάλη κοινωνική ανατροπή. Σε αυτές τις περιπτώσεις, δίπλα σε κάθε
μεγάλο όραμα και επιδίωξη υπάρχει και το πιο βρώμικο και ελεεινό κίνητρο. Δίπλα
στην ανιδιοτελή θυσία, παρατηρείται η μετατροπή του αγώνα σε επιχείρηση κέρδους,
δούναι και λαβείν. Δεν θα σταθούμε στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, παρά μόνο
σε κάποιες πλευρές του που τις ξεχωρίζουμε, γιατί εκτιμούμε ότι είναι χρήσιμες
σήμερα…
ΠΗΓΗ: "Το
ελληνικό πρόβλημα" του Αλέξανδρου Καπακτσή
[1] Τοντόροφ Ν. Η βαλκανική πόλις
εκδόσεις Θεμέλιο 1986 σελ. 98
[2] Τοντόροφ Ν. Η βαλκανική πόλις
εκδόσεις Θεμέλιο 1986 σελ. 287
[3] Βλ. όραμα του Ρήγα: ένα
βαλκανικό μέλλον, όπου όλες οι εθνότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
("Βούλγαροι, κι Αρβανήτες, Αρμένοι, και Ρωμηοί, Αράπηδες και Άσπροι",
γράφει στο Θούριο) θα συγκροτήσουν ένα σύγχρονο κράτος με δημοκρατικές
αρχές και οικονομική ελευθερία. Η Επαναστατική Προκήρυξις, επίσης,
απευθύνεται στο λαό, απόγονο των Ελλήνων, που κατοικεί στη Ρούμελη, τη Μικρά
Ασία, τα νησιά του Αρχιπελάγους, τη Βλαχομπογδανία και όσους "στενάζουν
υπό την δυσφορωτάτην τυραννίαν του Οθωμανικού βδελυρωτάτου δεσποτισμού",
Χριστιανούς και Τούρκους, "χωρίς κανένα ξεχωρισμόν θρησκείας".
Υιοθετεί τις αρχές του φυσικού δικαίου και γράφει στο φυλλάδιο της Νέας
Πολιτικής Διοικήσεως (Τα Δίκαια του Ανθρώπου): "Άρθρον 3. Όλοι οι άνθρωποι, Χριστιανοί
και Τούρκοι, κατά φυσικόν λόγον είναι ίσοι. Όταν πταίση τινάς, οποιασδήποτε
καταστάσεως, ο Νόμος είναι ο αυτός διά το πταίσμα και αμετάβλητος· ήγουν δεν
παιδεύεται ο πλούσιος ολιγώτερον και ο πτωχός περισσότερο διά το αυτό σφάλμα,
αλλ' ίσα-ίσα.
[4] Λεωνίδας Στρίγκος «Επανάσταση του εικοσιένα»
[5] Η γένεση της ελληνικής αστικής
τάξης και του κράτους της Δώρα Μόσχου Erodotus
weblog
[6] Γεννήθηκε στην Ύδρα και ακολούθησε
το ναυτικό επάγγελμα. Λίγο πριν το ξέσπασμα της επανάστασης το ιστιοφόρο του
ναυάγησε στο Γιβραλτάρ και αναγκάστηκε να καταφύγει στην Κωνσταντινούπολη για
να ναυπηγήσει καινούριο. Εκεί μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία από τον Παπαφλέσσα
και αμέσως αφιερώθηκε στο σκοπό της απελευθέρωσης της πατρίδας του παρατώντας
τα όποια εμπορικά σχέδια είχε. Στην Ύδρα όμως οι πρόκριτοι δεν ήταν
διατεθειμένοι να διακινδυνεύσουν να χάσουν από τους Τούρκους τα προνόμια τους
με αποτέλεσμα να μην ξεσηκώνονται. Τότε ο
Οικονόμου κατέλαβε στις 30 Μαρτίου του 1821 το λιμάνι
και κατέλυσε την εξουσία των προκρίτων. Ο διοικητής του νησιού, Νικόλαος
Κοκοβίλας, εκδιώχθηκε και εγκαθιδρύθηκε λαϊκή εξουσία υπό τον Οικονόμου που
έστρεψε με τους ναύτες τις μπούκες των κανονιών ενάντια στα αρχοντικά των
προκρίτων και εκβίασε την υποταγή τους. Στις 16 Απριλίου του 1821 κήρυξε
επίσημα την επανάσταση και το νησί της Ύδρας. Οι πρόκριτοι όμως, οι οποίοι
είχαν παραγκωνιστεί από τον Οικονόμου, οργάνωσαν συνωμοσία εναντίον του, η
οποία εκδηλώθηκε στις 22 Μαΐου του 1821. Οι υποστηρικτές του, κατά κύριο λόγο
ναύτες, είχαν μπαρκάρει με τα πλοία με αποτέλεσμα ο Οικονόμου να βρεθεί
απροστάτευτος. Αφού συνελήφθη, του απαγγέλθηκαν κατηγορίες. Οι συγγενείς του
όμως κατάφεραν να τον φυγαδεύσουν στην Πελοπόννησο και συγκεκριμένα στο
Κρανίδι, όπου όμως τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν στην Μονή Αγίου Γεωργίου.
Δραπέτευσε πάλι και κατευθύνθηκε προς το Άργος για να παρουσιαστεί στην
εθνοσυνέλευση που γινόταν εκεί, γεγονός που ανησύχησε τους προκρίτους της Ύδρας,
οι οποίοι και έστειλαν στρατιωτικό σώμα { του Λόντου) να τον σκοτώσει. Ο
Κολοκοτρώνης γνωρίζοντας τα σχέδια των προκρίτων έστειλε τον οπλαρχηγό Τσωκρή
με 200 παλικάρια να τον προστατεύσουν. Ο Τσωκρής όμως δεν κατάφερε να τον
προλάβει πριν τον δολοφονήσουν οι μισθοφόροι των προκρίτων της Ύδρας στις 16
Δεκεμβρίου του 1821. Από Wikipedia
και από το «Αντώνης Οικονόμου» του Γιώργου Λαμπρινού
[7] Λ. Στρίγκου, Η επανάσταση
του ’21, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1966, σελ. 32-36.
[8] Ελληνικός κοινωνικός
σχηματισμός Από τον επεκτατισμό στην καπιταλιστική ανάπτυξη Γ. Μηλιός σελ. 135
[9] Συγκυρία και εμπόριο στην προεπαναστατική
Πελοπόννησο 1793-1821 Β. Κρεμμυδάς
Θεμέλιο όπως παρατίθεται στο Ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός Από τον
επεκτατισμό στην καπιταλιστική ανάπτυξη
Γ. Μηλιός
[10] Η διάλυση του
ασιατικού-κοινοτικού τρόπου παραγωγής που προχωρούσε με γοργούς ρυθμούς έγινε
κυρίαρχη με την επανάσταση και το πέρασμα της ιδιοκτησίας των «εθνικών γαιών»
στο κράτος. Οι ένοπλοι αγρότες εξασφάλισαν τη νομή και αργότερα την ιδιοκτησία
των παραπάνω γαιών παρόλο που το ζήτημα έμενε νομικά και οικονομικά ανοικτό
πολλές δεκαετίες αργότερα. Η μικρή ιδιοκτησία de facto
αποτέλεσε το κυρίαρχο χαρακτηριστικό στις επαναστατημένες περιοχές ενώ
περιθωριακό ήταν το φαινόμενο της ύπαρξης τσιφλικιών και γενικά μεγάλης
ιδιοκτησίας στη γη σε ορισμένες περιοχές της Αττικής, της Εύβοιας και της
Στερεάς Ελλάδας
[11] «Συνολικά τα έντεκα αυτά
χωριά, που αποτελούσαν την «Σουλιώτικη Συμπολιτεία», είχαν πληθυσμό έξι
χιλιάδες κατοίκους, από τους οποίους οι 2000 ήταν πολεμιστές. Από την ίδρυσή
της (1550) μέχρι την εγκατάλειψη του Σουλίου (1803) η Σουλιώτικη Συμπολιτεία
ήταν πάντα αυτόνομη, ανεξάρτητη και ελεύθερη. Οι Σουλιώτες δεν ήταν μόνο
ελεύθεροι και ανεξάρτητοι, εν μέσω καταπιεστικής Τουρκοκρατίας, αλλά είχαν
καταφέρει «δια των όπλων να κυριεύσουν εκ των Αγάδων Μαργαριτίου και εκ
του Ισλάμ Πρόνιου της Παραμυθίας εξήκοντα έξ χωρία, τα οποία πλήρωναν σ’
αυτούς φόρο υποτέλειας.» Ιστοσελίδα του συλλόγου των απανταχού Σουλιωτών
[12] 1821 : Οι εμφύλιες συγκρούσεις
Θανάσης Παπαρήγας ERODOTOS WEBLOG
[13] Ο κοινωνικός χαρακτήρας της Επανάστασης του
1821 ΚΟΜΕΠ,
τ. 2, 2011. Του Αναστάση Γκίκα
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου