Σε αύξηση κατά 8% του κατώτατου μισθού προσανατολίζεται η κυβέρνηση. Παραμένει το αντεργατικό πλαίσιο.


Σε αύξηση κατά 8% του κατώτατου μισθού προσανατολίζεται η κυβέρνηση. Παραμένει το αντεργατικό πλαίσιο.

Στο 8%, προσανατολίζεται, σύμφωνα με πληροφορίες του ΑΠΕ-ΜΠΕ, το ποσοστό της αύξησης του κατώτατου μισθού - κυβερνητικός αξιωματούχος δήλωσε το μεσημέρι της περασμένης Παρασκευής ότι αυτός το θέμα αποτελεί «δικαιοδοσία» της ελληνικής κυβέρνησης -, φτάνοντας τα 633 ευρώ από τα 586 που είναι σήμερα. Η τελική απόφαση για το ακριβές επίπεδο της αύξησης θα ληφθεί τις επόμενες ημέρες - πιθανόν την Τρίτη - καθώς πρόκειται να υπογραφεί η σχετική υπουργική απόφαση από την ίδια την υπουργό Εργασίας. Ο νέος κατώτατος μισθός θα ισχύσει από 1η Φεβρουαρίου, χωρίς ηλικιακές διακρίσεις, γεγονός που αυτόματα οδηγεί στην κατάργηση του υποκατώτατου μισθού. Παράλληλα, η αύξηση του κατώτατου θα οδηγήσει στην ενίσχυση 24 επιδομάτων και ειδικών παροχών που χορηγεί ο ΟΑΕΔ σε τουλάχιστον 300.000 δικαιούχους, όπως το επίδομα ανεργίας, οι παροχές μητρότητας, το ειδικό εποχικό επίδομα και η αποζημίωση ασκουμένων σπουδαστών.
Το 2012, οι εργαζόμενοι πλήρους απασχόλησης που αμείβονταν με τον κατώτατο μισθό υπέστησαν μια σημαντική μείωση της τάξεως του 22% καθώς είδαν το μισθό τους από 751 ευρώ να περικόπτεται και να φτάνει στα 586 ευρώ, ενώ για τους νέους έως 25 ετών ο μισθός μειώθηκε από τα 751 ευρώ στα 510 ευρώ, δημιουργώντας έτσι «τον υποκατώτατο μισθό» και θέτοντας ηλικιακές διακρίσεις ανάμεσα στους εργαζομένους. Οι επιπτώσεις της μείωσης αυτής επηρέασαν δραματικά τις εισοδηματικές κατανομές, καθώς το ποσοστό των χαμηλόμισθων αυξήθηκε και το φαινόμενο της εργασιακής φτώχειας οδηγήθηκε σε έξαρση. Έπειτα
από περίπου επτά χρόνια στις 19 Σεπτεμβρίου του 2018, κατατέθηκε στη Βουλή η τροπολογία για την αύξηση του κατώτατου μισθού, όπου όπως αναφέρθηκε στην αιτιολογική έκθεση, «με τις διατάξεις του άρθρου 103 του ν. 4172/2013 (Α' 167) του γνωστού αντεργατικού νόμου Βρούτση που αρνήθηκε η κυβέρνηση να καταργήσει, καθορίζεται η διαδικασία διαμόρφωσης του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου για τους εργαζόμενους ιδιωτικού δικαίου όλης της χώρας». Για τέσσερις μήνες και στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλεπόταν, διεξάγονταν δήθεν διαβουλεύσεις μεταξύ των "κοινωνικών εταίρων" και της κυβέρνησης, με τη συμμετοχή εξειδικευμένων επιστημονικών, ερευνητικών και συναφών φορέων και εμπειρογνωμόνων, σε θέματα οικονομίας και, ιδίως, οικονομίας της εργασίας, κοινωνικής πολιτικής, καθώς και εργασιακών σχέσεων. Ουσιαστικά συνεχίζει η κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και το ύψος του κατώτατου μισθού αποτελεί προνόμιο της κυβέρνησης μέσω του εκάστοτε υπουργού εργασίας.  Το πόρισμά των εμπειρογνωμόνων που διερευνά και μελετά τις επιπτώσεις της αύξησης του μισθού στους θεμελιώδεις δείκτες της οικονομίας, όπως στην παραγωγικότητα, την ανεργία, την ανταγωνιστικότητα και την εισοδηματική κατανομή, πρότεινε αύξηση από 5% ως 10%.
Η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται να ακολουθεί τα παραδείγματα της Πορτογαλίας και της Ισπανίας, χώρες που παρότι βίωσαν κι αυτές με τη σειρά τους τις πολιτικές λιτότητας και τα μνημόνια, πραγματοποίησαν "λελογισμένες" αυξήσεις στον κατώτατο μισθό των εργαζομένων και για να μειώσουν την οργή των εργαζομένων και σαν μέτρο τόνωσης της εσωτερικής ζήτησης. Συγκεκριμένα, η Πορτογαλία για τέταρτη συνεχή χρονιά αυξάνει τον κατώτατο μισθό - κάθε αύξηση είναι της τάξεως του 5%, και πλέον στο 2019 αναμένεται να σπάσει το φράγμα των 600 ευρώ. Αλλά και ο πρωθυπουργός της Ισπανίας Πέντρο Σάντσεθ προχώρησε στην αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 22% - το υψηλότερο ποσοστό αύξησης στην ευρωζώνη, ο οποίος πλέον από 858 ευρώ τον μήνα θα ανέλθει στα 1.050 ευρώ.
Όπως έχει δηλώσει κι η ίδια η υπουργός Εργασίας Εφη Αχτσιόγλου στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, μετά την έγκριση από το υπουργικό συμβουλίου και την υπογραφή της σχετικής απόφασης από την ίδια, ο νέος αυξημένος κατώτατος μισθός θα τεθεί πλέον σε εφαρμογή.
Παρότι "βγήκαμε από τα μνημόνια" οι απώλειες εισοδήματος συνεχίζουν να είναι βαριές και να συντρίβουν τη ζωή του κόσμου της εργασίας. Ειδικά οι ρυθμίσεις αυτές μαζί με τα εργασιακά έχουν μετατρέψει την αγορά εργασίας σε ζούγκλα και τους εργαζόμενους βαριά εκμεταλλευόμενους και ανυπεράσπιστους από τη βαρβαρότητα της εργοδοσίας, τις αυθαιρεσίες της όπως και την αδηφάγα τάση της να μεγιστοποιήσει τα κέρδη της. Οι εργαζόμενοι με εν πολλοίς εργοδοτικά και κυβερνητικά συνδικάτα να τους "εκπροσωπούν" ανίσχυροι παραδέρνουν ανάμεσα στην απελπισία και την αποδοχή της ήττας. Η εποχή για την άνθηση ενός νέου εργατικού κινήματος πρέπει να αρχίσει. Αλλιώς η βαρβαρότητα δεν θα έχει τέλος.
Επιμέλεια-σχολιασμός: Α.Κ.
Πηγή: Ιωάννα Καρδάρα ΑΠΕ-ΜΠΕ


Σχόλια