Χριστουγεννιάτικο δώρο 250 εκατομμυρίων για τους ενεργειακούς και βιομηχανικούς ομίλους. Τα βάρη στους καταναλωτές.


Χριστουγεννιάτικο δώρο 250 εκατομμυρίων για τους ενεργειακούς και βιομηχανικούς ομίλους. Τα βάρη στους καταναλωτές.

Το νομοσχέδιο - «σκούπα», που προωθήθηκε με τη διαδικασία του «κατεπείγοντος», προβλέπει ανάμεσα σε άλλα την κατάργηση της «χρέωσης προμηθευτή» (ΠΧΕΦΕΛ - Πρόσθετη Χρέωση Εκπροσώπων Φορτίου Ειδικού Λογαριασμού ΑΠΕ και ΣΗΘΥΑ) και του ειδικού τέλους λιγνιτικής παραγωγής,
το οποίο επιβαρύνει ειδικά τους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας που χρησιμοποιούν ως καύσιμο τον λιγνίτη, προς διευκόλυνση της ιδιωτικοποίησης των εργοστασίων που «τρέχει» αυτήν την περίοδο η κυβέρνηση.
Παράλληλα, με το ίδιο νομοσχέδιο προωθούνται οι μειωμένες χρεώσεις του τέλος ΕΤΜΕΑΡ (πρώην τέλος ΑΠΕ) κυρίως στους μεγάλους καταναλωτές της Μέσης και Υψηλής Τάσης, δηλαδή τη μεγάλη ενεργοβόρο βιομηχανία, ώστε να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα των βιομηχανικών ομίλων.
Επίσης, προωθείται η εφαρμογή από την 1η Γενάρη των μειωμένων χρεώσεων του ΕΤΜΕΑΡ σύμφωνα με τις σχετικές «Κατευθυντήριες γραμμές» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις κρατικές ενισχύσεις στους μονοπωλιακούς ομίλους. Όπως σημειώνεται συγκεκριμένα στο ενημερωτικό σημείωμα του υπουργείου Περιβάλλοντος, με την εν λόγω νομοθετική ρύθμιση θα μειωθεί η χρέωση ΕΤΜΕΑΡ και στους εμπορικούς καταναλωτές χαμηλής τάσης, κατά βάση σε καταστήματα και μικρές επιχειρήσεις, ωστόσο «το πιο σημαντικό όμως είναι ότι με το νέο σχήμα θα ενισχυθεί η ενεργοβόρος βιομηχανία, ώστε να μειώσει το κόστος ρεύματος και να μπορέσει να ανταγωνιστεί τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες. Συγκεκριμένα, θα προβλεφθεί η επιβολή της ελάχιστης δυνατής χρέωσης στις μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις της χώρας, με παράλληλη εφαρμογή εξατομικευμένου μέγιστου ορίου ετήσιας χρέωσης για κάθε επιχείρηση».
Με πιο απλά λόγια, οι μεγάλες βιομηχανίες θα έχουν τη μικρότερη δυνατή χρέωση ΕΤΜΕΑΡ και ταυτόχρονα θα επιβληθεί ένα ανώτατο όριο σε κάθε επιχείρηση ξεχωριστά, πάνω από το οποίο δεν θα μπορεί το τέλος αυτό να αυξηθεί ακόμη κι αν υπάρξουν εξελίξεις τέτοιες στην αγορά που να επιβάλλουν μια αύξηση.
«Δωράκι»... 250 εκατομμυρίων

Με τη συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση εάν ο ειδικός λογαριασμός ενίσχυσης των ΑΠΕ εμφανίσει έλλειμμα - πράγμα πολύ πιθανό αφού άλλωστε ο λογαριασμός αυτός υπήρξε ελλειμματικός για πολλά συνεχόμενα χρόνια - το τέλος ΕΤΜΕΑΡ δεν πρόκειται να αυξηθεί πάνω από το δοσμένο «ταβάνι» για τις μεγάλες βιομηχανίες, που σημαίνει ότι τη διαφορά θα την καλύψουν οι υπόλοιποι καταναλωτές, δηλαδή και πάλι τα λαϊκά νοικοκυριά.
Εμφανίζεται ξεκάθαρα, για μια ακόμη φορά, ταξική μεροληψία που φυσικά δεν είναι υπέρ των εργαζόμενων λαϊκών στρωμάτων, όπως με στόμφο ισχυρίζεται συχνά - πυκνά η προπαγάνδα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, αλλά υπέρ των ομίλων της Ενέργειας και της ενεργοβόρου βιομηχανίας, οι οποίοι τώρα θα δουν σημαντική οικονομική ενίσχυση μέσω αυτής της νομοθετικής παρέμβασης. Φυσικά, ούτε λόγος να γίνεται για μια αντίστοιχου μεγέθους ελάφρυνση των τιμολογίων ηλεκτρικού ρεύματος για τα λαϊκά νοικοκυριά, δίχως να αποκλείεται το επόμενο διάστημα να υπάρξουν πομπώδεις ανακοινώσεις του αρμόδιου υπουργείου για μειώσεις του ΕΤΜΕΑΡ στη χαμηλή τάση, ύψους μερικών ευρώ την τετραμηνία.
Ωστόσο, για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος του «μποναμά» για τους ομίλους, μόνο από την κατάργηση του «τέλους προμηθευτή» και για τη ΔΕΗ το όφελος θα φτάσει περί τα 250 εκατ. ευρώ στην επόμενη διετία, σύμφωνα με όσα δημόσια έχει αναφέρει ο υπουργός Περιβάλλοντος, Γ. Σταθάκης. Δίχως να υπολογίζονται τα ποσά τα οποία θα κερδίσουν οι υπόλοιποι ενεργειακοί όμιλοι, ούτε επίσης η άμεση μείωση του κόστους Ενέργειας που θα απολαύσουν οι βιομήχανοι.
Λίγες μόλις μέρες νωρίτερα από την κατάθεση του νομοσχεδίου, το ΙΟΒΕ είχε δώσει στη δημοσιότητα μελέτη που συνέταξε για λογαριασμό της «Ελληνικής Παραγωγής - Συμβούλιο Βιομηχανιών για την Ανάπτυξη», το σχήμα που έχουν συστήσει οι μεταποιητικές βιομηχανίες της χώρας μέλη του ΣΕΒ, με σκοπό να προωθήσουν τα ειδικά συμφέροντα του χώρου τους. Μεταξύ των βασικών ζητημάτων με την «υψηλότερη βαρύτητα» για την εγχώρια μεταποίηση που θέτει η μελέτη του ΙΟΒΕ είναι φυσικά το «υψηλό κόστος Ενέργειας». Ως απαραίτητο βήμα για τη μείωση του ενεργειακού κόστους της βιομηχανίας θεωρείται η εφαρμογή του «μοντέλου στόχου» της ΕΕ στην εγχώρια αγορά Ενέργειας, δηλαδή η έναρξη λειτουργίας του ενεργειακού χρηματιστηρίου, αλλά και η ηλεκτρική σύνδεση με γειτονικές χώρες στο πλαίσιο της διαμόρφωσης της ενιαίας αγοράς Ενέργειας.
Παράλληλα, στη μελέτη προβάλλονται και οι πάγιες απαιτήσεις του χώρου όπως η μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης για την υψηλή τάση, η «διακοψιμότητα», η μείωση των τελών υπέρ ΑΠΕ «ώστε η εγχώρια βιομηχανία να παραμείνει ανταγωνιστική και να αμβλυνθούν οι κίνδυνοι από την αβεβαιότητα των τιμών σε κλάδους έντασης ενεργείας...». Τα μέτρα, δηλαδή, που σε μεγάλο βαθμό προώθησε η κυβέρνηση με το προαναφερθέν νομοσχέδιο, ενώ και οι υπόλοιπες αξιώσεις είναι ζήτημα χρόνου να ικανοποιηθούν στο όνομα «ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας» της βιομηχανίας.
Θα πρέπει, τέλος, να σημειωθεί ότι εκτός από τη μείωση των τελών που προώθησε η κυβέρνηση, σε εξέλιξη βρίσκεται η διαπραγμάτευση των ενεργοβόρων βιομηχανιών με τη ΔΕΗ για το ζήτημα της παράτασης των τρεχόντων βιομηχανικών τιμολογίων, τα οποία έχουν κριθεί «ικανοποιητικότατα» από τους βιομηχάνους, μέχρι το 2020.
Επιμέλεια: Ν. Π.

Σχόλια