Ο Άλκης Αλκαίος, ένας ποιητής μεταμφιεσμένος σε στιχουργό Του Μίλτου Πασχαλίδη


Ο Άλκης Αλκαίος, ένας ποιητής μεταμφιεσμένος σε στιχουργό

Του Μίλτου Πασχαλίδη
Ζώσα μνήμη
                                       (Αντί για πρόλογο)
Ο Αλκής Αλκαίος ήταν ένας αόρατος στιχουργός.

Και δεν το λέω ως σχήμα λόγου.
Ήταν κυριολεκτικά αόρατος.
Θα πείτε, πόσοι στιχουργοί είναι ορατοί ή αναγνωρίσιμοι στον πολύ κόσμο;
Δυστυχώς λίγοι.
Ελάχιστοι.
Αλλά αυτούς, τους ελάχιστους, τους ξέρει τουλάχιστον το σινάφι μας.
Τον Άλκη δεν τον ήξερε διά ζώσης ούτε η πιάτσα.
Για περισσότερα από είκοσι χρόνια δεν έβγαινε απ' το σπίτι για κοινωνικές εκδηλώσεις, δεν πήγαινε σε συναυλίες και μουσικές σκηνές, στον Τύπο δεν έχουν δημοσιευτεί πάνω από τρεις ή τέσσερις φωτογραφίες του, και υπάρχει μία και μοναδική τηλεοπτική συνέντευξη: αυτή που έδωσε στον Θάνο Μικρούτσικο.
Ελάχιστοι τον είχαν δει από κοντά.
Αυτό δημιουργούσε περίεργους μύθους γύρω απ' το όνομα του: από το ότι είναι ερημίτης, ότι είναι δύστροπος και ακατάδεχτος, ότι είναι κατάκοιτος, μέχρι ότι... δεν υπάρχει!
Κάποτε, γνωστός συνθέτης μού μετέφερε εμπιστευτικά τη -δήθεν έγκυρη- πληροφορία ότι οι στίχοι από τα τραγούδια της Νεφέλης ήταν στην πραγματικότητα δικοί του!
«Και δεν σκέφτηκε να βρει πιο πρωτότυπο ψευδώνυμο, έπρεπε να τα υπογράψει ως Χάρις Αλεξίου;» τον ρώτησα τσατισμένα.
Όταν αργότερα, σε ανύποπτο χρόνο, το μετέφερα στον Άλκη, εκείνος γέλασε.
«Μακάρι να ήταν δικά μου» είπε. «Είναι σπουδαίος δίσκος, αριστούργημα, η Χαρούλα στην καλύτερη στιγμή της».
Με τον Άλκη είχαμε αναπτύξει από την πρώτη κιόλας στιγμή έναν δικό μας κώδικα. Κατά τη διάρκεια της δεκαεξάχρονης φιλίας μας υπήρξαν θέματα που -καλώς ή κακώς- δεν με απασχόλησαν ποτέ.
Λ.χ., το πώς και το γιατί διάλεξε το όνομα Άλκης Αλκαίος.
Το Αλκαίος εικάζω ότι το πήρε από τον ομώνυμο ποιητή που έζησε στη Μυτιλήνη τον 6ο αιώνα π.Χ., αν και ο ίδιος δεν θεωρούσε τον εαυτό του ποιητή.
(Ο Θάνος το χει πει καλύτερα: ήταν ποιητής μεταμφιεσμένος σε στιχουργό.)
Για το Άλκης δεν έχω ιδέα. Πιθανόν γιατί μαζί με το Αλκαίος έκαναν ωραία παρήχηση.
Στ' αλήθεια δεν ξέρω.
θα μπορούσα να τον έχω ρωτήσει.
Κι αυτό και άλλα, ίσως πιο σημαντικά.
Δεν τον ρώτησα.
Δεν μετανιώνω.
Ο Άλκης είχε μια καταφανή απροθυμία να μιλάει για το δικό του παρελθόν.
Μιλούσε μόνο για το κοινό παρελθόν του με πρόσωπα που τον σημάδεψαν.

«Τον λένε Βαγγέλη...»
Ρόδος, χειμώνας 1996
Το προηγούμενο καλοκαίρι είχε εκδοθεί ο πρώτος μου δίσκος, το Παραμύθι με λυπημένο τέλος, και ξεκινούσα δειλά δειλά τις εξορμήσεις στην επαρχία για μικρές συναυλίες.
Στη Ρόδο πήγαινα για δεύτερη φορά και δεν την είχα χορτάσει ακόμα. Δεν είχα ακόμα χορτάσει καμία πόλη, κανένα ταξίδι, κανένα τραγούδι.
Ζήτησα από τον Δημήτρη Μίχαλο, το διοργανωτή της συναυλίας, αν μπορεί να με φιλοξενήσει και την προηγούμενη μέρα, να δω λίγο καλύτερα το νησί. Δέχτηκε μετά χαράς.
Το βράδυ, μετά από μια περιήγηση στην Παλιά Πόλη, καταλήγουμε στον Ηριδανό, το ιστορικό πλέον μαγαζί του Στάθη, στην αυλή του οποίου τραγουδούσαμε τα καλοκαίρια.
Τους χειμώνες η αυλή ήταν κλειστή, αλλά το μαγαζί παρέμενε το στέκι των «έντεχνων».
Ετούτη τη φορά δεν έχει πολύ κόσμο, πεντ' έξι νοματαίοι όλοι κι όλοι. Αράζουμε στο μπαρ, ο Ζαχάρης ζαχαρώνει μια μικρή στη μια άκρη, ο Μίχαλος τα λέει με τον Στάθη κι εγώ πίνω ακόμα ουίσκι -Haig με έναν πάγο-, λίγους μήνες πριν το κόψω και το γυρίσω οριστικά στη βότκα πορτοκάλι.
Παίζει Μάλαμα και Μελίνα Κανά και Χαΐνηδες, και στον τοίχο μια τηλεόραση ανοιχτή, χωρίς ήχο, δείχνει τον Νίκο Χατζηνικολάου.
Είμαι έτοιμος να διαμαρτυρηθώ για την αισθητική παραφωνία, μέχρι που η κάμερα στρέφεται και βλέπω τον Θάνο Μικρούτσικο και τον Μητροπάνο.
Προφανώς πρόκειται για συνέντευξη για το δίσκο αιώνα την παράγκα που μόλις έχει κυκλοφορήσει.
«Λείπει ο ισάξιος τρίτος», πετάω στον αέρα, σχεδόν μονολογώντας.
«Για ποιον λες,» με ρωτάει ο Μίχαλος.
«Για τον Άλκη Αλκαίο», του λέω. «Τον θεωρώ τον σπουδαιότερο στιχουργό και ποιητή των τελευταίων είκοσι πέντε χρόνων, τον μόνο στο επίπεδο του Μάνου Ελευθερίου».
Κι αρχίζω να του μιλάω για ένα γελοίο τρακάρισμα που προκάλεσα πριν από μερικούς μήνες στο κέντρο της Αθήνας όταν, ακούγοντας ένα στίχο του Αλκαίου στο ραδιόφωνο, από την έκπληξή μου αφαιρέθηκα, δεν πάτησα φρένο κι έπεσα πάνω στον μπροστινό μου.
Όσο διαρκεί η αφήγηση, ο Στάθης έχει πλησιάσει και -όπως κάθε μπάρμαν που σέβεται τον εαυτό του- στήνει διακριτικά αφτί.
Χωρίς να πει κουβέντα, πάει στην κονσόλα και βάζει Τα πλοία των ερώτων. Η φωνή του Μητροπάνου με αποσυντονίζει κάπως, ειδικά όταν φτάνει στο στίχο:
Έτσι στα καθημερινά
αμήχανοι γυρνάμε,
παιδιά που παίζουν στη βροχή
με τρυπημένη μπάλα.
Μα κάποιος γέρος ναυτικός
μάς είχε πει. θυμάμαι,
πως πάντα μέσα μας θα ζουν
τα μπάρκα τα μεγάλα.
Τελειώνω την ιστορία μου και σωπαίνω.
Ο Στάθης έρχεται μ' ένα δίσκο και κερνάει κάτι πράσινα σφηνάκια.
Δεν πίνω σχεδόν ποτέ έγχρωμα σφηνάκια, αλλά γι' αυτό έγιναν οι κανόνες: για να έχουν και εξαιρέσεις.
Υψώνω το ποτηράκι και κάνω μια πρόποση στην υγειά του Άλκη Αλκαίου.
Πίνουμε όλοι.
Ύστερα ακούω μια αντρική φωνή δίπλα μου.
«Τόσο πολύ σ' αρέσει ο Αλκαίος, που πίνεις στην υγειά του και τρακάρεις με τους στίχους του;»
Στρέφω το βλέμμα και αντικρίζω έναν Βίκινγκ και δίπλα του μια κοπέλα.
Απορροφημένος από τη διήγηση, δεν τους είχα προσέξει.
Εκείνος βραχύσωμος, γεροδεμένος, με μακριά ξανθά μαλλιά και παχύ χαμογελαστό μουστάκι.
Εκείνη είναι όμορφη.
Απλά όμορφη.
Αντί για άλλη απάντηση, τους χαμογελάω κι αρχίζω να τραγουδώ χαμηλόφωνα από το Εμπάργκο·.
Στήνει στην πόλη ο άνεμος παγίδα,
σκόρπιός που με δαγκώνει η αγωνία,
πέντε χειμώνες και καλό δεν είδα
και λέω ν' αλλάξω οπτική γωνία.
Η όμορφη, τελείως απροειδοποίητα, σκάει στα γέλια.
Το ίδιο κι ο Στάθης, πίσω από την μπάρα.
Προσπαθώ να αντιληφθώ τι τους προκαλεί τη θυμηδία - αν είπα κάναν λάθος στίχο ή αν φαλτσάρω απροκάλυπτα.
0 Βίκινγκ εξακολουθεί να χαμογελάει.
«Ξέρεις, τον λένε Βαγγέλη...» μου λέει, σαν να απαντά σε μια ερώτηση που δεν τέθηκε ποτέ.
Πρόκειται για μια από τις λιγότερο πιθανές ατάκες που θα περίμενα να ακούσω τη συγκεκριμένη στιγμή.
Μέχρι την επόμενη.
Τη λέει η όμορφη.
«Και ο Γρηγόρης είναι ο αδερφός του».
Πίνω μια γενναία γουλιά Haig για να βεβαιωθώ ότι καταλαβαίνω τι μου λένε.
Ή ότι το πράσινο σφηνάκι δεν ήταν παραισθησιογόνο...
Συνήθως είμαι λαλίστατος, τώρα έχω καταπιεί τη γλώσσα μου.
Κάνω μόνο μια γκριμάτσα απορίας, εννοώντας κάτι σαν «πλάκα μού κάνετε;».
Τώρα γελάνε και οι δύο.
0 Βίκινγκ μού τείνει το χέρι: «Είμαι ο Γρηγόρης Λιάρος, ο αδερφός του Βαγγέλη που εσείς ξέρετε ως Άλκη Αλκαίο. Από δω η γυναίκα μου, η 'Ελλη. Είναι γυμνάστρια, διορισμένη σε σχολείο στη Ρόδο, και ήρθα λίγες μέρες να τη δω».
Του σφίγγω το χέρι σαστισμένος. Ύστερα η 'Έλλη με αγκαλιάζει.
«Πόσο χαίρομαι ν' ακούω καλά λόγια για τον Βαγγέλη από αγνώστους, σε ανύποπτο τόπο και χρόνο, δεν φαντάζεσαι. ..» μου λέει εγκάρδια.
Έχουν περάσει δεκαέξι χρόνια κι ακόμα μου φαίνεται απίστευτο.
Ανακεφαλαιώνω:
Είμαι χειμώνα σ' ένα μπαρ στη Ρόδο παρέα με φίλους, πίνω ήσυχα το ποτό μου ακούγοντας μουσικές που αγαπώ, υπάρχει μια τηλεόραση ανοιχτή χωρίς ήχο, ο Χατζηνικολάου παίρνει συνέντευξη από Μικρούτσικο και Μητροπάνο, μου 'ρχεται αυθόρμητα να πλέξω το εγκώμιο του Άλκη Αλκαίου, και το ζευγάρι που πίνει δίπλα μου είναι ο αδερφός του και η νύφη του!
Πόσες συμπτώσεις μπορούν να συμβούν ταυτόχρονα;
Κι αν αυτό δεν είναι κάρμα, δεν ξέρω τι είναι κάρμα...
Η υπόλοιπη βραδιά είχε πολύ Άλκη και πολύ αλκοόλ.
Πρόσφατα, μιλώντας με την Έλλη, μου είπε ότι θυμάται μια λίγο διαφορετική εκδοχή εκείνης της συνάντησης, αλλά δε βαριέσαι... το επαναλαμβάνω διαρκώς με κίνδυνο να γίνω γραφικός: Ποτέ δεν πρέπει ν' αφήνεις την αλήθεια να σου χαλάει μια καλή ιστορία.
Αυτό που θυμόμαστε και οι δύο με απόλυτη βεβαιότητα είναι ότι, πριν αποχαιρετιστούμε κι αφού είχα εκφράσει την τρελή επιθυμία να συναντήσω κάποτε τον ποιητή του Εμπάργκο, ο Γρηγόρης μού έδωσε ένα χαρτάκι με το τηλέφωνο του Άλκη.
«Νομίζω ότι θα χαρεί να σε γνωρίσει», μου είπε.
Για μήνες ντρεπόμουν να τηλεφωνήσω.
Ένα απόγευμα, την άνοιξη του '96, μετά από κάτι ύπουλες μεσημεριανές ρακές, βρήκα το θάρρος -ή το θράσος- και σήκωσα το ακουστικό.
Απάντησε σχεδόν αμέσως.
Αιφνιδιάστηκα, δεν είχα καν σκεφτεί τι θα πω.
Κόμπιασα.
Ύστερα το πήρα απόφαση και είπα:
«Γεια σας, ο κύριος Αλκαίος; Συγγνώμη για την ενόχληση, ξέρετε... το τηλέφωνο μου το έδωσε ο αδερφός σας στη Ρόδο...»
«Έλα, ρε Μίλτο», με κόβει πρόσχαρα, «γιατί άργησες τόσο να φανείς;»

Από το βιβλίο του Μ. Πασχαλίδη "αγύριστο κεφάλι", ο Άλκης Αλκαίος που γνώρισα



Σχόλια