Καραϊσκάκης
του Δημήτρη Φωτιάδη
Απόσπασμα που αφορά την παιδική ηλικία του Καραϊσκάκη στον Ελληνόπυργο (Γράλιστα). Η πρώτη έκδοση του βιβλίου το 1956
Ο ΓΙΟΣ ΤΗΣ ΚΑΛΟΓΡΙΑΣ
Σαν
τα παραμύθια αρχίζει τούτη η ιστορία. Στο κεφαλοχώρι του Ροδοβιτσιού
της Άρτας , Σκουληκαριά ,ζούσε πριν από εκατόν ογδόντα πάνω- κάτω χρόνια
μια θεληματικιά κοπέλα, η ζωή Ντιμισκή, αδελφή του κλέφτη Κώστα
Ντιμισκή και ξαδέλφη του καπετάν Γώγου Μπακόλα. Παντρεύτηκε ένα
ξενοτοπίτη, τον Γιαννάκη από το Μαυρομάτι Καρδίτσας. Την πήρε νύφη, με
τα λαγούτα και τις πίπιζες , και την πήγε στο δικό του χωριό. Μα τούτο
το στεφάνωμα στάθηκε άτυχο. Έπειτα από λίγο πέθανε ο άντρας της και την
άφησε χήρα, νέα και άτεκνη.
Θες τα λόγια του κόσμου, θες η φτώχεια, θες η συνήθεια, την έκαναν να καλογερέψει και να μπει καντηλανάφτισσα στο μοναστήρι του Αη-Γιώργη, που γνώριμος ή συγγενής της ήταν ο γέρος ηγούμενος.
Κάτω όμως από το ράσο έβραζε το αίμα της. Η ζωή της γύρευε τα δικαιώματά της που μάταια προσπάθαγε να πνίξει.
Εκεί γύρω στα 1780, κονάκιασε, ως φαίνεται στο μοναστήρι, ο φοβερός Δημήτρης Καραϊσκος, αρματολός του Βάλτου. Λιμπίστικε την ομορφιά της νιας καλογριάς, την έμπλεξε στα δίχτυα του και πλάγιασε μαζί της. Ευλογημένη ώρα! Η Ελλάδα της χρωστάει έναν από τους πιο λαμπρούς ήρωες του εικοσιένα.
Οι μήνες περνούσαν και το γκάστρι πια δεν κρυβόταν. Να γεννήσει στο μοναστήρι ήταν σκάνδαλο και αμαρτία Την πήγανε σε μια σπηλιά, που τώρα τηνε δείχνουν με περηφάνια οι Μαυρωματιώτες, και σ΄ αυτή, όπως τα’ αρκούδια έφερε στον κόσμο το παιδί της. Τα’ αφαλόκοψε μοναχή της, συγυρίστηκε η ίδια και το φάσκιωσε με κάτι παλιοκούρελα που μπόρεσε να οικονομήσει! Άνοιξε τον κόρφο της κι έφερε τα χείλια του μωρού στη ρόγα του βυζιού της. Του χαμογέλασε. Ήτανε Μάης κι ολούθε γύρω στη σπηλιά ανθοβολούσε ο βράχος.
Μα γρήγορα συννέφιασε το πρόσωπό της, όταν λογάριασε το τιθ’ απογίνουν εκείνο κι αυτή. Η πόρτα του μοναστηριού βρισκόταν πια κλειστή για την αμαρτωλή και το μπάσταρδο. Να πάει στους συγγενείς του αντρός της ; Αμ ποιος θα τη δεχόταν, αφού απίστησε στη μνήμη του μακαρίτη; Να γυρίσει πίσω στο χωριό της; Δε θα συναντούσε άλλο τίποτα εξόν από την καταφρόνια των δικών της. Δεν της απόμενε παρά να τα βγάλει πέρα μοναχή της.
Αφού κάθισε η λεχώνα λίγο καιρό στη σπηλιά, όπου της έφερνε τροφή οι γέρος ηγούμενος, παράδωσε το παιδί στη γυναίκα κάποιου Σαρακατσάνη τσέλιγκα, Πουλιάνα τηνε λέγανε, να το βυζάξει κι αυτή πήρε των αμαρτιών της κι έφυγε. Ντυμένη πάντα τα καλογερίστικα, γύριζε από χωριό σε χωριό πουλώντας κεριά, μοσχολίβανο, σταυρούς και θαυματουργό από τα καντήλια της εκκλησίας λάδι, μοναδικό για τον πονόματο.
Ο τόπος όμως μικρός και σιγά- σιγά το μυστικό της γίνηκε βούκινο. Και καθώς ήτανε ναι κι όμορφη, άκουγε λόγια φαρμακωμένα. Μα η Ζωή δεν το ‘βαζε κάτω’ αποκρινόταν στα πρώτα με μια πιο βαριά ακόμα βρισιά και στ΄ άλλα μ΄ έναν πιο τσουχτερό λόγο. Απ’ αυτήνανε λένε πως πήρε ο ΚαραΪσκάκης την άτσαλη γλώσσα που είχε ως το τέλος της ζωής του.
Κι όταν τ΄ ανίδεο παιδί άρχισε να μπουσουλάει κι ύστερα να τραυλίζει, ρώταγαν τους Σαρακατσαναίους τσελιγκάδες που το είχαν;
– Ποιανού είναι τούτο το μούλικο;
Κι έπαιρναν την απόκριση:
– Ο γιος της καλογριάς.
Αυτό στάθηκε το πρώτο όνομά του. Και Δε λησμονήθηκε ποτέ. Τον ακολούθησε ίσαμε το θάνατο. Κι έπειτα πέρασε στην ιστορία.
Θες τα λόγια του κόσμου, θες η φτώχεια, θες η συνήθεια, την έκαναν να καλογερέψει και να μπει καντηλανάφτισσα στο μοναστήρι του Αη-Γιώργη, που γνώριμος ή συγγενής της ήταν ο γέρος ηγούμενος.
Κάτω όμως από το ράσο έβραζε το αίμα της. Η ζωή της γύρευε τα δικαιώματά της που μάταια προσπάθαγε να πνίξει.
Εκεί γύρω στα 1780, κονάκιασε, ως φαίνεται στο μοναστήρι, ο φοβερός Δημήτρης Καραϊσκος, αρματολός του Βάλτου. Λιμπίστικε την ομορφιά της νιας καλογριάς, την έμπλεξε στα δίχτυα του και πλάγιασε μαζί της. Ευλογημένη ώρα! Η Ελλάδα της χρωστάει έναν από τους πιο λαμπρούς ήρωες του εικοσιένα.
Οι μήνες περνούσαν και το γκάστρι πια δεν κρυβόταν. Να γεννήσει στο μοναστήρι ήταν σκάνδαλο και αμαρτία Την πήγανε σε μια σπηλιά, που τώρα τηνε δείχνουν με περηφάνια οι Μαυρωματιώτες, και σ΄ αυτή, όπως τα’ αρκούδια έφερε στον κόσμο το παιδί της. Τα’ αφαλόκοψε μοναχή της, συγυρίστηκε η ίδια και το φάσκιωσε με κάτι παλιοκούρελα που μπόρεσε να οικονομήσει! Άνοιξε τον κόρφο της κι έφερε τα χείλια του μωρού στη ρόγα του βυζιού της. Του χαμογέλασε. Ήτανε Μάης κι ολούθε γύρω στη σπηλιά ανθοβολούσε ο βράχος.
Μα γρήγορα συννέφιασε το πρόσωπό της, όταν λογάριασε το τιθ’ απογίνουν εκείνο κι αυτή. Η πόρτα του μοναστηριού βρισκόταν πια κλειστή για την αμαρτωλή και το μπάσταρδο. Να πάει στους συγγενείς του αντρός της ; Αμ ποιος θα τη δεχόταν, αφού απίστησε στη μνήμη του μακαρίτη; Να γυρίσει πίσω στο χωριό της; Δε θα συναντούσε άλλο τίποτα εξόν από την καταφρόνια των δικών της. Δεν της απόμενε παρά να τα βγάλει πέρα μοναχή της.
Αφού κάθισε η λεχώνα λίγο καιρό στη σπηλιά, όπου της έφερνε τροφή οι γέρος ηγούμενος, παράδωσε το παιδί στη γυναίκα κάποιου Σαρακατσάνη τσέλιγκα, Πουλιάνα τηνε λέγανε, να το βυζάξει κι αυτή πήρε των αμαρτιών της κι έφυγε. Ντυμένη πάντα τα καλογερίστικα, γύριζε από χωριό σε χωριό πουλώντας κεριά, μοσχολίβανο, σταυρούς και θαυματουργό από τα καντήλια της εκκλησίας λάδι, μοναδικό για τον πονόματο.
Ο τόπος όμως μικρός και σιγά- σιγά το μυστικό της γίνηκε βούκινο. Και καθώς ήτανε ναι κι όμορφη, άκουγε λόγια φαρμακωμένα. Μα η Ζωή δεν το ‘βαζε κάτω’ αποκρινόταν στα πρώτα με μια πιο βαριά ακόμα βρισιά και στ΄ άλλα μ΄ έναν πιο τσουχτερό λόγο. Απ’ αυτήνανε λένε πως πήρε ο ΚαραΪσκάκης την άτσαλη γλώσσα που είχε ως το τέλος της ζωής του.
Κι όταν τ΄ ανίδεο παιδί άρχισε να μπουσουλάει κι ύστερα να τραυλίζει, ρώταγαν τους Σαρακατσαναίους τσελιγκάδες που το είχαν;
– Ποιανού είναι τούτο το μούλικο;
Κι έπαιρναν την απόκριση:
– Ο γιος της καλογριάς.
Αυτό στάθηκε το πρώτο όνομά του. Και Δε λησμονήθηκε ποτέ. Τον ακολούθησε ίσαμε το θάνατο. Κι έπειτα πέρασε στην ιστορία.
ΣΑΝ ΤΟΝ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ ΚΑΤΑΝΤΗΣΑΤΕ, ΒΡΕ!
ΜΕΓΑΛΩΝΕ το παιδί ανάμεσα στους ξένους, τρώγοντας ξύλο και μπομπότα. Ένα κουρέλι σκέπαζε το κορμί του ό,τι καιρό κι αν έκανε. Τα γυμνά πόδια του συνήθισαν ν΄ αντέχουν στις κοφτερές πέτρες, στις τσουκνίδες την άνοιξη στα ξεράγκαθα το καλοκαίρι, στα χιόνια το χειμώνα. Έμαθε να κάνει βαριά θελήματα πιο πάνω από την ηλικία του. Άμα του δίνανε να βοσκάει τα γίδια, ήταν η χαρά του σκαρφάλωνε στις κακοτοπιές καλύτερα απ’ αυτά.
ΜΕΓΑΛΩΝΕ το παιδί ανάμεσα στους ξένους, τρώγοντας ξύλο και μπομπότα. Ένα κουρέλι σκέπαζε το κορμί του ό,τι καιρό κι αν έκανε. Τα γυμνά πόδια του συνήθισαν ν΄ αντέχουν στις κοφτερές πέτρες, στις τσουκνίδες την άνοιξη στα ξεράγκαθα το καλοκαίρι, στα χιόνια το χειμώνα. Έμαθε να κάνει βαριά θελήματα πιο πάνω από την ηλικία του. Άμα του δίνανε να βοσκάει τα γίδια, ήταν η χαρά του σκαρφάλωνε στις κακοτοπιές καλύτερα απ’ αυτά.
Φτώχια όλα, τα πάντα, και μιζέρια γύρω
του, μα η δική του ζωή ήταν πιο άχαρη απ’ όλες. Και τούτη τη σκοτεινή
εικόνα δεν τη λησμόνησε ποτέ. Γι αυτό συμπονούσε τον αδύνατο και
κατηγόραγε όσους του φέρνονταν άδικα. Συχνά, όταν πια τράνεψε έλεγε:
-Όποιος γίνεται αφέντης χωρίς να γίνει δούλος, είναι μπάσταρδος αφέντης κι αλίμονο στο δούλο.
Η σκληρή αυτή ζωή τον έκανε πρόωρα να μεστώσει . Αν τσακωνόταν μ’ άλλα παιδιά και τους άνοιγε με καμιά πέτρα το κεφάλι, έτρωγε της χρονιάς του κι από πάνω άκου8γε αδιάκοπα, σαν μια κατάρα που Δε μπόραγε να την κρίνει, να τον φωνάζουν μούλο και μπάσταρδο. Αν πάλι τον εχτύπαγαν τα’ άλλα παιδιά, ήξερε πως δεν είχε να παραπονεθεί σε κανέναν, γιατί σ’ αυτόν θα ‘ριχναν το φταίξιμο.
Μα η ζωή Δε μοιάζει με τα όνειρα. Η μάνα του , ως φαίνεται , πέθανε άμα ήταν οχτώ χρονών. Όλα γύρω του γίνηκαν κόλαση. Οι ξένοι καταφρόνεσαν το παιδί πιότερο από ποτέ και γύρευαν μ’ αδιάκοπη δούλεψη να τους πλερώνει το ξεροκόμματο που του δίναν να φάγει. Και τότε παίρνει τη μεγάλη απόφαση. Παρατάει τους Σαρακατσαναίους, φεύγει από το Μαυρομάτι και τραβάει για τη Γράλιστα (Ελληνόπυργο), που βρίσκεται ίσαμε πέντε ώρες δρόμο από τη σημερινή Καρδίτσα. Κι εκεί λίγο πιο κάτω απ’ το χωριό, στη σπηλιά του Λώλου, στήνει το πρώτο λημέρι του. Είχε τη γη για στρώμα, προσκέφαλο την πέτρα. Τα μόνα άρματά του για να μη πεθάνει από την πείνα, ήταν η σβελτάδα του κι η καπατσοσύνη του. Έκλεβε φρούτα κι άλλοτε άρπαζε καμιά κότα. Τέτοια κακή φήμη απόχτησε τότες, που οι μάνες, σ’ αυτά τα μέρη, ακόμα ως χτές λέγανε στους κανακάρηδές τους, άμα τους βλέπανε να αλητεύουν:
-Σαν τον Καραϊσκάκη καταντήσατε, βρέ!
-Όποιος γίνεται αφέντης χωρίς να γίνει δούλος, είναι μπάσταρδος αφέντης κι αλίμονο στο δούλο.
Η σκληρή αυτή ζωή τον έκανε πρόωρα να μεστώσει . Αν τσακωνόταν μ’ άλλα παιδιά και τους άνοιγε με καμιά πέτρα το κεφάλι, έτρωγε της χρονιάς του κι από πάνω άκου8γε αδιάκοπα, σαν μια κατάρα που Δε μπόραγε να την κρίνει, να τον φωνάζουν μούλο και μπάσταρδο. Αν πάλι τον εχτύπαγαν τα’ άλλα παιδιά, ήξερε πως δεν είχε να παραπονεθεί σε κανέναν, γιατί σ’ αυτόν θα ‘ριχναν το φταίξιμο.
Μα η ζωή Δε μοιάζει με τα όνειρα. Η μάνα του , ως φαίνεται , πέθανε άμα ήταν οχτώ χρονών. Όλα γύρω του γίνηκαν κόλαση. Οι ξένοι καταφρόνεσαν το παιδί πιότερο από ποτέ και γύρευαν μ’ αδιάκοπη δούλεψη να τους πλερώνει το ξεροκόμματο που του δίναν να φάγει. Και τότε παίρνει τη μεγάλη απόφαση. Παρατάει τους Σαρακατσαναίους, φεύγει από το Μαυρομάτι και τραβάει για τη Γράλιστα (Ελληνόπυργο), που βρίσκεται ίσαμε πέντε ώρες δρόμο από τη σημερινή Καρδίτσα. Κι εκεί λίγο πιο κάτω απ’ το χωριό, στη σπηλιά του Λώλου, στήνει το πρώτο λημέρι του. Είχε τη γη για στρώμα, προσκέφαλο την πέτρα. Τα μόνα άρματά του για να μη πεθάνει από την πείνα, ήταν η σβελτάδα του κι η καπατσοσύνη του. Έκλεβε φρούτα κι άλλοτε άρπαζε καμιά κότα. Τέτοια κακή φήμη απόχτησε τότες, που οι μάνες, σ’ αυτά τα μέρη, ακόμα ως χτές λέγανε στους κανακάρηδές τους, άμα τους βλέπανε να αλητεύουν:
-Σαν τον Καραϊσκάκη καταντήσατε, βρέ!
ΣΤΟ ΚΛΑΡΙ
ΑΣ ΞΑΝΑΓΥΡΙΣΟΥΜΕ στ’ ορφανό που αφήσαμε στη σπηλιά του Λώλου στη Γράλιστα (Ελληνόπυργο) να παλεύει με τους ανθρώπους και τη φύση, για να μην πεθάνει από την πείνα και το κρύο…
Όλες οι μαρτυρίες που έχουμε βεβαιώνουν πως δεν πρέπει να ‘ταν πιότερο από δεκαπέντε χρονών παιδί όταν πρωτογίνηκε κλέφτης. Μα την απόφαση να βγει στο κλαρί δεν την πείρε έτσι ξαφνικά…
Τα χωριατόπουλα, που όταν πρωτόφτασε στη Γράλιστα (Ελληνόπυργο) άγρια τον κυνήγησαν, άρχισαν σιγά-σιγά να κάνουν παρέα μαζί του. Δεν άργησε τούτο τουτο το δοκιμασμένο κιόλας από τη ζωή τολμηρό και πανέξυπνο παιδί να ξεσηκώσει τα μυαλά των συνομηλίκων του. Φτιάσανε μια ψευτοσυμμορία. Άλλοτε έπιαναν τον πετροπόλεμο μ’ άλλα χωριατόπουλα κι άλλοτε αράζανε γίδια, τα σούβλιζαν, τα ‘ ψηναν κι έπειτα το ‘ριχναν στο τραγούδι και το χορό, λογαριάζοντας τους εαυτούς τους τρανούς κιόλας κλέφτες. Τούτα όμως τα κατορθώματά τους παράγιναν και τότες άρχισε ο κατατρεγμός. Δεν τους απόμεινε άλλο τίποτα, παρά να οικονομήσουν κανένα παλιοντούφεκο και να βγουν ζορμπάδες. Και σε λίγο τριγύρναγαν αρματωμένοι πια στα βουνά. Μ’ αρχηγό τον πιο άξιό τους, τον Καραϊσκάκη, που μόλις χνούδιζε το μάγουλό του, σβάρνιζαν τα Άγραφα με τα θεόρατα βουνά την Καράβα, την Τσουρνάτα, τον Αη-Λιά, με τα νερά, τα έλατα, τα πλατάνια και τους δέντρους που ολονών οι κορυφές σχίζουνε τον ουρανό πάνω από τα δύο χιλιάδες μέτρα. Κι ήτα, όπως είπαμε, τα πιο δύσκολα χρόνια για την κλεφτουριά. Άλλοι κι άλλοι τρανοί αρματολοί και κλέφτες είτε ξεπατώνονταν είτε προσκύναγαν τον Αλή Πασά κι αυτά τα παλιόπαιδα τότες σηκώσανε μπαϊράκι.
ΑΣ ΞΑΝΑΓΥΡΙΣΟΥΜΕ στ’ ορφανό που αφήσαμε στη σπηλιά του Λώλου στη Γράλιστα (Ελληνόπυργο) να παλεύει με τους ανθρώπους και τη φύση, για να μην πεθάνει από την πείνα και το κρύο…
Όλες οι μαρτυρίες που έχουμε βεβαιώνουν πως δεν πρέπει να ‘ταν πιότερο από δεκαπέντε χρονών παιδί όταν πρωτογίνηκε κλέφτης. Μα την απόφαση να βγει στο κλαρί δεν την πείρε έτσι ξαφνικά…
Τα χωριατόπουλα, που όταν πρωτόφτασε στη Γράλιστα (Ελληνόπυργο) άγρια τον κυνήγησαν, άρχισαν σιγά-σιγά να κάνουν παρέα μαζί του. Δεν άργησε τούτο τουτο το δοκιμασμένο κιόλας από τη ζωή τολμηρό και πανέξυπνο παιδί να ξεσηκώσει τα μυαλά των συνομηλίκων του. Φτιάσανε μια ψευτοσυμμορία. Άλλοτε έπιαναν τον πετροπόλεμο μ’ άλλα χωριατόπουλα κι άλλοτε αράζανε γίδια, τα σούβλιζαν, τα ‘ ψηναν κι έπειτα το ‘ριχναν στο τραγούδι και το χορό, λογαριάζοντας τους εαυτούς τους τρανούς κιόλας κλέφτες. Τούτα όμως τα κατορθώματά τους παράγιναν και τότες άρχισε ο κατατρεγμός. Δεν τους απόμεινε άλλο τίποτα, παρά να οικονομήσουν κανένα παλιοντούφεκο και να βγουν ζορμπάδες. Και σε λίγο τριγύρναγαν αρματωμένοι πια στα βουνά. Μ’ αρχηγό τον πιο άξιό τους, τον Καραϊσκάκη, που μόλις χνούδιζε το μάγουλό του, σβάρνιζαν τα Άγραφα με τα θεόρατα βουνά την Καράβα, την Τσουρνάτα, τον Αη-Λιά, με τα νερά, τα έλατα, τα πλατάνια και τους δέντρους που ολονών οι κορυφές σχίζουνε τον ουρανό πάνω από τα δύο χιλιάδες μέτρα. Κι ήτα, όπως είπαμε, τα πιο δύσκολα χρόνια για την κλεφτουριά. Άλλοι κι άλλοι τρανοί αρματολοί και κλέφτες είτε ξεπατώνονταν είτε προσκύναγαν τον Αλή Πασά κι αυτά τα παλιόπαιδα τότες σηκώσανε μπαϊράκι.
Οι κλέφτες επροσκύνησαν και γίνηκαν ραγιάδες,
κι ένα μικρό κλεφτόπουλο Δε θέλ’ να προσκυνήσει
ψηλά στην πέτρα κάθονταν, τον ταμπουρά λαλούσε
«εγώ ραγιάς Δε γίνομαι, χαράτσι δεν πληρώνω»
κι ένα μικρό κλεφτόπουλο Δε θέλ’ να προσκυνήσει
ψηλά στην πέτρα κάθονταν, τον ταμπουρά λαλούσε
«εγώ ραγιάς Δε γίνομαι, χαράτσι δεν πληρώνω»
Σαν έμαθε ο μπουλούκμπασης (αρχηγός
μικρού στρατιωτικού σώματος) πως κάτι καινούργια αγκάθια φυτρώσανε στα
βουνά, πήρε κάμποσους τσοανταραίους (επίλεκτους σωματοφύλακες) και
τράβηξε κατά τη Γράλιστα (Ελληνόπυργο), περνώντας απ’ την Αγια- Μαρίνα
και τον Αη- Θανάση, να ζώσει τα κλεφτόπουλα από παντού, να τα πιάσει
ζωντανά και τότες θα βλέπανε πόσες ουρές είχε ο βούρδουλάς του. Τα’
αμούστακα παλικάρια, άμα τους είδανε να ροβολάνε κατά κει, πιάνουν
μετερίζια στον Αη Θανάση (θέση ταμπούρια), Τους αφήνουν να σιμώσουν
ίσαμε λίγες δρασκελιές κι ο Καραϊσκάκης δίνει το πρώτο πολεμικό
πρόσταγμα:
– Βαράτε παλικάρια!
– Βαράτε παλικάρια!
Και τότες τι να δεις ; Οι φοβεροί
τζοανταράιοι, που περπατάγανε κι έτρεμε η γης, κατρακυλούσανε τα βράχια
μαζί με τις χαντζάρες τους και τα καφτάνια τους. Τρεις απόμειναν
σκοτωμένοι κι οι άλλοι το βάλανε στα πόδια να γλιτώσουν. Από κείνη τη
μέρα τράνεψαν τα παιδαρέλια. Πήρανε όνομα σ’ όλα τα γύρω μέρη και
στόλισαν τα σελάχια τους με τα’ ασημοδουλεμένα άρματα των τούρκων που
ξεπάστρεψαν.
Το δεύτερο κατόρθωμά του γίνηκε σε κάτι βαφτίσια (δέυτερη μέρα του Πάσχα) στη Γράλιστα (Ελληνόπυργο), όπου πήγανε να γλεντήσουν και να δειχτούν. Άμυαλα ακόμα καθώς ήτανε, καταφόνησαν τον κλέφτικο νόμο πως ποτέ δεν πρέπει να κονακιάζουν το βράδυ εκεί όπου περάσανε τη μέρα τους. Δώσανε οι τσασίδες (κατάσκοποι) είδηση στο ντερβέναγα και σε λίγο πλάκωσε η Τουρκιά και μπλοκάρισε το σπίτι ( του Αηδόνη) όπου μένανε. Τότες για πρώτη φορά άστραψε το πολεμικό δαιμόνιο του Καραϊσκάκη.
Το δεύτερο κατόρθωμά του γίνηκε σε κάτι βαφτίσια (δέυτερη μέρα του Πάσχα) στη Γράλιστα (Ελληνόπυργο), όπου πήγανε να γλεντήσουν και να δειχτούν. Άμυαλα ακόμα καθώς ήτανε, καταφόνησαν τον κλέφτικο νόμο πως ποτέ δεν πρέπει να κονακιάζουν το βράδυ εκεί όπου περάσανε τη μέρα τους. Δώσανε οι τσασίδες (κατάσκοποι) είδηση στο ντερβέναγα και σε λίγο πλάκωσε η Τουρκιά και μπλοκάρισε το σπίτι ( του Αηδόνη) όπου μένανε. Τότες για πρώτη φορά άστραψε το πολεμικό δαιμόνιο του Καραϊσκάκη.
-Πάρτε, λεει στ’ άλλα κλεφτόπουλα, ό,τι κάπες είναι κι’ άμα ανοίξω την πόρτα να τις πετάξετε όξω όλοι με μιας.
Όπως το ‘πε γίνηκε. Ακούνε οι Τούρκοι ν’
ανοίγει η πόρτα και μισοξεχωρίζουν μέσα στο σκοτάδι τις κάπες κι
αδειάζουν πάνω τους με μιας όλα τους τα ντουφέκια. ΄Ωσπου να τα
ξαναγεμίσουν, χυμάν όξω τα κλεφτόπουλα, ζαρκάδια στα ποδάρια, ροβολάνε
τον κατήφορο και γίνουνται άφαντα. Μα στον Καραϊσκάκη δεν έφτασε πως
γλίτωσε. Ήθελε κιόλας να ξευτελίσει τον ντερβέναγα. Οδηγάει λοιπόν απ’
άλλονε δρόμο τα παλλικάρόπουλά του, πιάνει ένα ψήλωμα στις πλάτες των
Τούρκων και τους ρίχνει από κει δυο-τρεις κοροϊδευτικές μπαταριές…
***
Σημείωση: Το κείμενο μεταφέρθηκε αυτούσιο από το βιβλίο Ελληνόπυργος
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου