Πόλεμος
Στρατής
Μυριβήλης
Ανεβάζω εδώ ένα δυσεύρετο αντιπολεμικό ποίημα του Στρατή
Μυριβήλη, με τίτλο «Πόλεμος».
Είναι το πρώτο και εκτενέστερο διήγημα της
συλλογής «Διηγήματα» που κυκλοφόρησε στη Μυτιλήνη το 1928, δηλαδή μετά την
πρώτη έκδοση της Ζωής εν τάφω (1924), τη λεγόμενη «μικρή», αλλά πριν από τη
δεύτερη έκδοση της Μυτιλήνης (1930), την επεκτεταμένη, και τις μετέπειτα
ξαναδουλεμένες (και λιγάκι λογοκριμένες) αθηναϊκές εκδόσεις.
Ο Πόλεμος
παρουσιάστηκε, με τον τίτλο «Λουλούδι της φωτιάς» πολύ αργότερα, στο «Κόκκινο
βιβλίο» του Μυριβήλη. Το μεταγενέστερο διήγημα είναι πολύ εκτενέστερο από το
παλιό, ξαναδουλεμένο, και με κάποιες ουσιαστικές διαφορές στην πλοκή. Μέχρι να
γράψω μια μικρή μελέτη για το θέμα, ο αναγνώστης μπορεί να διαβάσει το Λουλούδι
της φωτιάς και να κρίνει μόνος του.
Παρ’ όλ’
αυτά, η αξία του διηγήματος είχε αναγνωριστεί από τους κριτικούς της Αθήνας (ο
Φώτος Πολίτης και ο Βασίλης Ρώτας έγραψαν πολύ θετικές κριτικές), όπως διαβάζω
στο βιβλίο του Κώστα Μίσσιου Ένας Μυριβήλης αλλιώτικος, αλλά και από τον Γιώργο
Κοτζιούλα, ο οποίος μάλιστα είχε γράψει και μονογραφία για την πολεμική
πεζογραφία του Μυριβήλη.
Χάρη στον
φίλο Θωμά που άρχισε την πληκτρολόγηση και στην φίλη Μ.Μ. που τη συνέχισε,
παρουσιάζω εδώ το διήγημα.
Νίκος Σαραντάκος
ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ
ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Με πόση χάρη, λέω, απλώνουν το πόδι
προς το βάραθρο τα πρώτα νιάτα!
Όταν είναι κανένας δεκαεννιά χρονώ,
τα νιάτα κυκλοφορούν μέσα στις φλέβες του, μπρούσκο κρασί. Ένα αβάσταχτο
πουλάρι κλωτσάει μέσα του, δαγκάνει να σπάσει τα χαλινάρια, να χιμήξει. Για
πού; Θεός το ξέρει. Φτάνει να ’ναι ψηλά τα εμπόδια, μεγάλη η Ιδέα που τα
σπιρουνίζει καβάλα, κι όπου βγάλει η άκρια. Προς το θάνατο; Προς το θάνατο.
Κάποιος βωμός να ’ναι, φτάνει να ’ναι ένας ψηλός βωμός. Ο μεγάλος – ο Μεγάλος –
έρωτας, η Πατρίδα, η Λευτεριά, η Δικαιοσύνη, η Θρησκεία. Και τότες τα νιάτα
ορμούν κατακέφαλα.
Δεκαεννιά χρονώ ήμασταν, πρωτοετείς
φοιτητές, σκλαβωμένη η πατρίδα μας, όταν τα τύμπανα βούιξαν σαν ορυμαγδός από
αλλεπάλληλες βροντές που ολοένα πλησιάζουν, όταν οι σάλπιγγες σπάραξαν τον αέρα
της Αττικής με χαλκένιες κραυγές και οι γαλάζιες σημαίες φούσκωναν και
πλατάγιζαν, με κρόσσια που έτρεμαν στον ήλιο σαν χρυσή βροχή. Ήταν μια διέξοδο
για τα νιάτα μας τούτος ο πόλεμος. Ο πρώτος μας πόλεμος. Ήρθε καταπάνω μας σαν
ένας ποθητός κεραυνός. «Αστροπελέκι μου καλό, φέξε μας και πάλι!» Τόνε
δεχτήκαμε με έξαλλη ευγνωμοσύνη. Τραγουδώντας και κλαίοντας ριχτήκαμε στα
ρούφουλά του.
Δεν ήτανε δυο χρόνια που είχαμε
αφήσει τα θρανία στο σκλαβωμένο μας νησί, κι ακόμα μέσα στην καρδιά μας
αντιλαλούσε η φωνή του δασκάλου μας του Αναγνώστου, που κλείδωνε την πόρτα της
παράδοσης μην πλακώσει ξαφνικά κανένας επιθεωρητής του καταχτητή. Κλείδωνε την
πόρτα κι εμείς κλείναμε τα βιβλία, ακουμπούσαμε μέσα στις παλάμες το πρόσωπο
και περιμέναμε με χτυποκάρδι το άλλο μάθημα, το μόνο που μας φλόγιζε. Να μας
μιλήσει για την Ελλάδα. Μέσα στο πλατύ νόημά της χωρούσαν όλα τα μεγάλα
ιδανικά. Τότες ο Αναγνώστου ξεχνούσε την καθαρεύουσα και το συνταχτικό και
άρχιζε να μας μιλά με τη ζεστή γλώσσα της καρδιάς. Πως είμαστε από μεγάλο
Γένος, το Γένος το βασιλικό. Πως καρτερούμε τετρακόσια χρόνια τη μέρα της
«Μεγάλης Ιδέας». Αυτή θα ’ταν κάτι τρομαχτικό και μεγαλόπρεπο σαν τη μέρα της
Δεύτερης Παρουσίας. Θα ’δραχνε τα όπλα το Έθνος, θα τσάκιζε τον Τούρκο και θα
’μαστε πάλι, όλοι οι Έλληνες, ελεύτεροι και δοξασμένοι σαν τους προγόνους μας.
Όλοι. Κείνη τη μέρα θα σήμαιναν οι καμπάνες του τραγουδιού, όλα τα σήμαντρα της
Αγιά Σοφιάς, την Ανάσταση της Φυλής. Ακούγαμε τη ζεστή φωνή του να μας ξετυλίγει
αυτό το θάμα, και τα λόγια του τα ρουφούσε η ψυχή μας, όπως τη δροσερή
νεροποντή η διψασμένη γης. Δεν ερχότανε πια από την έδρα τούτη η φωνή. Από πολύ
μακριά ερχόταν και σφίγγαμε τα χείλη να μην τρέμουν από λαχτάρα. «Ίτε, παίδες
Ελλήνων!» «Την δε Πόλιν ου σοι δίδομεν!», «Πάλι με χρόνια με καιρούς…»,
«Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή», «Χαίρε, ω χαίρε, λευτεριά!» Και στο τέλος
ένας σίφουνας μας περιάρπαζε, σηκωνόμασταν όρθιοι μέσα στα θρανία και
τραγουδούσαμε το τραγούδι του Σολωμού με λυγμούς.
- Σιγότερα, έλεγε ο Δάσκαλος του
Γένους και κοίταζε έξω από το τζάμι. Κι εμείς πασχίζαμε να χαμηλώσουμε τις
φωνές. Τραγουδούσαμε κι έτρεχαν τα μάτια μας, κι απόμακρα, από την τουρκεμένη
Πόλη, ακούγαμε να ’ρχουνται οι ανατριχιαστικοί ήχοι από τις καμπάνες του τραγουδιού.
Χιλιάδες καμπάνες και σήμαντρα, χιλιάδες τύμπανα που βογκούσαν και έκαναν τον
αέρα ν’ αναστενάζει και να τρέμει.
- Θα ’ρθει η μέρα της Ανάστασης,
έλεγε ο Αναγνώστου και κοίταζε μακριά το Αιγαίο κατά την Ανατολή. Εμείς μπορεί
να μην προφτάσουμε να ψάλουμε το «Χριστός Ανέστη». Εσείς όμως θα τη ζήσετε και
θα τη χαρείτε. Για σας την ετοιμάζουμε όλοι εμείς οι γέροι, ετούτα τα
τετρακόσια χρόνια!
Έτσι θέριευε μέσα μας η Ιδέα της
Ελλάδας και της λευτεριάς. Τώρα δεν είμαι πια είκοσι χρονώ. Ο Θεός μου ’δωσε
αγόρια και κοπέλες σ’ αυτή την ηλικία. Όμως η φωνή του Αναγνώστου δεν έσβησε
μέσα στο ηχείο της ψυχής μου. Ολοένα την ακούγω να ’ρχεται από τους τάφους του
μικρού θαλασσινού νεκροταφείου του χωριού μας, όπου κοιμάται ο Αναγνώστου.
Σιγανή, επίμονη, μεθυστική. Και μαζί της σμίγει πάντα ο απόηχος από τις
καμπάνες του Γένους, πότε χαρμόσυνα, πότε παραπονετικά. Από τις χιλιάδες
καμπάνες και τα σήμαντρα. Τότες μια χαρούμενη απορία γεμίζει το νου μου: Μήπως
αυτό σημαίνει πως δεν πέθανε ακόμα μέσα μου κείνο το παιδί;
Σαν λευτερώθηκε το νησί μας, έγινε
μια δοξολογία κάτω από τους αρχαίους πρίνους που ισκιώνουν το νεκροταφείο του
χωριού. Ο Αναγνώστου, ο πατέρας μου και όλοι οι γέροι της γενιάς τους, μαζί με
τις γυναίκες και τα παιδιά, συνάχτηκαν πάνω στους τάφους και έξω από το
Κοιμητήρι όπου ζαχαρωμένα χωνεύουν από αιώνες τα κόκαλα των παππούδων. Ήρθαν με
τα χρυσά λάβαρα της εκκλησίας και με τα ξαφτέρουγα, ήρθαν με τις σημαίες.
Έψαλαν το Χριστός ανέστη, χαιρετιόνταν με το Χριστός ανέστη. Κατόπι γονάτισαν,
χτύπησαν με την παλάμη το χορταριασμένο χώμα των τάφων, φώναξαν τρεις φορές:
- Ακούστε οι πεθαμένοι! Ήρθε η
Ελλάδα στο νησί!
- Ήρθε η Ελλάδα στο νησί!
- Ήρθε η Ελλάδα στο νησί!
Έκλαιγαν και το φώναζαν, και το
καμπανάκι του νεκροταφείου, κρεμασμένο από τον πιο αντρειωμένο πρίνο, φώναζε κι
αυτό με την ψιλή φωνίτσα του:
- Ήρθε η Ελλάδα στο νησί!
Έτριξαν τα παλιά κόκαλα των
παππούδων μέσα στο Κοιμητήρι που χώνευαν.
Έτσι, μέσα στα δεκαεννιά μας χρόνια
ήρθε ο Πόλεμος. Ένα βασιλόπουλο καβάλα στο άτι μπροστάρης. Και ο αρχηγός της Φυλής
μάς κοίταζε με τα γαλάζια μαγικά του μάτια, που άστραφταν με τη φλόγα του
προφήτη, και μας καλούσε με την προσταγή των προγόνων:
- Ίτε, παίδες Ελλήνων!
Έτσι ξεκινήσαμε ένα πρωί
χινοπωριάτικο να συναντήσουμε τον Πόλεμο. Άρχισαν κοπιαστικές πορείες, ταξίδια
μέσα στη νύχτα με καράβια που είχανε σβησμένα όλα τους τα φώτα, ύστερα πάλι
πορείες μέσα στη λάσπη. Περάσαμε τα ποτάμια της Μακεδονίας με το νερό ως τη
μέση και κάθε φορά που βρίσκαμε στο δρόμο σκοτωμένους στρατιώτες σταματούσαμε
και κοιτάζαμε με απορία τα μελανιασμένα κουφάρια. Περισσότερο απ’ όλα μας έκαμε
εντύπωση που ένας που κειτόταν ανάσκελος μέσα σε μια ρεματιά. Ήταν λασπωμένη η
στολή του, έτσι δεν ξέραμε δικός μας ήταν ή από τους άλλους. Είχε ανοιχτό το
στόμα του και μέσα έτρεχε το νερό τραγουδώντας. Το πρόσωπό του ήταν μαύρο, το
στόμα του μαύρο, η δίψα του αχόρταγη. Εκεί μέσα στο νερό έτρεχε, έτρεχε και δεν
έλεγε να σβήσει η δίψα του νεκρού. Ώσπου μια μέρα φτάσαμε στο Μέτωπο και πήραμε
μέρος στην προέλαση του Στρατού μας. Είδες τι απλή, ήρεμη λέξη. Έτσι σαν τη
διαβάζει κανείς, ανήξερος από πόλεμο, μπορεί να φαντάζεται την προέλαση σαν ένα
είδος παρέλαση. Είναι και οι λέξεις που μοιάζουν σαν δίδυμες. Μουσικές μπροστά,
ανοιχτές οι σημαίες, κατόπι οι φαντάροι, γεροί, ροδοκόκκινοι, με καινούργιες στολές
και γυαλισμένα όπλα, να βαδίζουν πάνω στο ρυθμό των σαλπίγγων χτυπώντας δυνατά
το βήμα πάνω στο στέρνο της γης, και από τα προτεταμένα στήθια τους να βγαίνουν
θριαμβευτικά τραγούδια. Οι αξιωματικοί, ωραίοι πάνω στ’ άτια τους, που
χλιμιντρούν ανυπομόνευτα, σκάβουν το χώμα με τα πέταλα και κουδουνίζουν τα
γυαλιστερά τους φάλαρα. Και δεξιά, ζερβά πια ο λαός, ξεφρενιασμένος από τη
χαρά, να κλαίει και να γελά, να πετούν λουλούδια οι κοπέλες μπροστά στους
νικητές, να τους στέλνουν φιλιά και χαμόγελα, κι οι στρατιώτες, εμείς, σοβαροί
μέσα στις τετράδες, ψηλά το κεφάλι, έξω το στήθος…
Όμως να που τα πράματα γίνουνται
κάπως αλλιώτικα.
Η προέλαση της V Μεραρχίας.
Ήτανε μια νύχτα μαύρη από σκοτάδι
πηχτό και γλιστερό, να το αλειφτείς σαν κατράμι με τη σπάτουλα. Κολνούσε στο
πρόσωπο, μέσα στις φούχτες, έσταζε από το όπλο. Ο στρατός κοιμήθηκε μέσα σ’
έναν κάμπο βαθιά λασπωμένον. Μια ολάκερη Μεραρχία να πέσει έτσι δα μεμιάς μέσα
στη λάσπη να κοιμηθεί του θανατά, ύστερα από δυο μερόνυχτα πορεία και μάχη! Ο
ύπνος την κουκούλωσε, μαλακός και παχύς σαν λάσπη, ακατανίκητος οχτρός, γλυκός
και θανάσιμος. Όποιος δε δοκίμασε το μαρτύριο του απαγορεμένου ύπνου και της
απαγορεμένης ξεκούρασης δεν ξέρει την καταλυτική δύναμή τους. Θυμάμαι καλά πως
περπάτησα κείνη τη νύχτα κοιμισμένος μέσα στην τετράδα μου, ολότελα, βαριά
κοιμισμένος, τρία τέταρτα της ώρας. Είναι ένα πράμα απάνθρωπο αφύσικο να
κοιμάσαι βαθιά και όμως να περπατάς φορτωμένος με ντουφέκι, το σκαπανικό, τις
γεμάτες μπαλάσκες γύρω στη μέση και ένα ασήκωτο γομάρι βρεγμένες κουβέρτες στη
ράχη, που σε τραβούνε με πείσμα πίσω, και καλά να σε γονατίσουν. Όταν οι
διμοιρίτες διατάξανε «αλτ», χτύπησα το πρόσωπο στην καραβάνα του μπροστινού μου
και ξύπνησα από τον πόνο. Το τοπίο γύρω ήταν άγνωστο. Έσταζε η μύτη μου αίμα,
και νόμιζα πως ήταν συνάχι. Μα στον πόλεμο όλες οι αρρώστιες υπάρχουν εκτός από
το συνάχι. Κατόπι μας είπανε: «Κοιμηθείτε τώρα!»
Ήταν μια ξαφνική και αναπάντεχη,
ήταν μια χτηνώδικη ευτυχία που πλημμύρισε και μούδιασε μεμιάς όλα τα μέλη, το
μυαλό και την ψυχή. Δηλαδή αυτό το απομεινάρι της ψυχής που είχε βουλιάξει στο
βυθό της ύπαρξης, ελάχιστο, όσο μια καταχωνιασμένη σπίθα κάτω από σωρό στάχτη.
Μα δεν πρόφτασε τούτη η αίσθηση της χαράς να φτάσει στη συνείδηση. Μεμιάς ήρθε
και τη σκέπασε ένα μαλλιαρό και παχύ στρώμα από ύπνο. Πέσαμε ξαφνικά,
σωριαστήκαμε σαν αστραποκαμένοι στον τόπο που βρεθήκαμε, εκεί που ακούστηκε η
διαταγή. Γκρεμιστήκαμε μεσοστρατίς μέσα στη λάσπη, με τα λουριά σφιγμένα στη
μασκάλη και στη φλογισμένη μέση. Και κοιμηθήκαμε. Σαν πεθαμένοι. Και πάνουθέ
μας ο χαμηλός, ο αόρατος ουρανός έβρεχε άναντρα και αλύπητα. Έβρεχε μια ψιλή,
ασταμάτητη, αθόρυβη βροχή, πότιζε τα ρούχα κατάσαρκα. Έβρεχε πάνω στον
αναίσθητο στρατό που είχε νικηθεί από τον ύπνο, του ήταν παραδομένος δίχως
αντίσταση.
Λένε πως κείνη τη νύχτα κοιμηθήκαν
κι οι προφυλακές μας, κι οι διπλοσκοποί… Όταν ξαφνικά μέσα στον ύπνο μας,
χίμηξαν οι νικημένοι μας οι οχτροί και μας σφάζανε. Οι πιο πολλοί βρέθηκαν
μεμιάς από τον ύπνο στο θάνατο, δίχως να προφτάσουν να ξυπνήσουν. Από παντού
φωνάζανε "στα όπλα!" Στην αρχή τ’ ακούγαμε σαν μέσα σε όνειρο, ύστερα
ανοίγαμε με κόπο και με προσπάθεια τα μάτια, που ήταν γεμάτα ύπνο και σκοτάδι.
Κατόπι αρχίσαμε σαν τρελοί να γεμίζουμε και να ρίχνουμε, να ρίχνουμε και να
σκοτωνόμαστε μεταξύ μας, κι όλοι τρέχαμε αλαφιασμένοι.
Τότες έγινε κάτι φοβερό. Ήταν ο
πανικός. Κείνος ο αρχαίος πανικός με το ανατριχιαστικό του σκούξιμο, που
χούγιαξε πάνω από το στρατό μας με τη βραχνή φωνή του. Είναι μια στριγκιά, ένα
μακρόσυρτο ουρλιαχτό ξερασμένο από τα τεντωμένα λαρύγγια χιλιάδων τρελών που
ξεχύθηκαν από τα κελιά τους, παραλοϊσμένοι από την ίδια τους την τρομάρα. Αυτό
το σκούξιμο ξεχύνεται, απλώνεται, κυματίζει, συνεπαίρνει στο σίφουνα της μανίας
του κορμιά και ψυχές. Ο πανικός φρουμάζει από μέσα σου κι απ’ έξω, από ψηλά, από
χάμου, δεξά, ζερβά. Τότες το μυαλό παγώνει μέσα στ’ αυλάκια των κοκάλων, οι
αίστησες ξεκόβουν από το χαλινάρι του αφέντη εγκέφαλου, και όλα τα μέλη
επαναστατημένα, απειθάρχητα, ενεργούν παρζαβλά, δίχως σκοπό. Ο πανικός φυσάει
την κραυγή του μέσα στις ψυχές, θεόσταλτη αρρώστια, κυνηγάει τους ανθρώπους με
τη βουκέντρα του σαν ένα κοπάδι άγρια ζα. Τον είδα και τον άκουσα εγώ κείνη τη
νύχτα να μας προγκάει μέσα στους πλατιούς, λασπωμένους κάμπους, που κρεμιούνται
με όλο το μουσκεμένο χώμα τους στα άρβυλα να σε κρατήσουν. Άκουσα τη φωνή του
να ξεχειλίζει, ν’ αντιλαλεί από ρεματιά σε ρεματιά, ν’ αντιχτυπιέται στους
βράχους μέσα στις βουερές λαγκαδιές που αφήναμε πίσω στ’ αλαφιασμένο μας
φευγιό. Μας πρόφταινε ολούθε. Φώναζε μέσ’ από τα νερά, μέσα από τα δέντρα, μέσ’
από τη λάσπη, από τις κουφάλες και τις σπηλιές. Η μούρη του είναι πλατιά, χλωμή
σαν το θειάφι, με τρίχες όρθιες, με μάτια αλλήθωρα, διάπλατα τεντωμένα. Μέσα
απ’ εκεί σε κοιτάζει επίμονα η τρέλα. Κι αυτό το φριχτό πράμα, που έχει χίλιες
φωνές, χίλια χέρια από μαλακόν ίσκιο, τρέχει καταπόδι σου, πίσω από το
τρέκλισμά σου να σε πιάσει. Οι βράχοι μορφάζουν, παραμορφώνουν τα σχήματά τους
σπασμωδικά, κουνούν τερατώδικα τα μέλη καταπάνω σου. Τα χαμόδεντρα ψιθυρίζουν
συνωμοτικά ενάντιά σου, στριμώχνουνται στις περασιές σου, λουφάζουν και
παραμονεύουν καταλαγιασμένα μπρούμυτα, με τα μαλλιαρά τους κεφάλια σμιχτά.
Έχουν ευκίνητα χέρια λυγερά, μακριά, με νύχια γαμψά και παραφυλάνε να περάσεις.
Τότες τινάζουν ξαφνικά τα νευρωμένα τους πλοκάμια και σε αγκιστρώνουν από το
πόδι, από την άκρη της μαντύας. Πέφτεις χάμου και χτυπάς και ματώνεσαι δίχως να
μιλήσεις. Ξανασηκώνεσαι πάλι και τρέχεις ολοένα με την ψυχή στο στόμα, και όλο
βρίσκεσαι στο ίδιο μέρος, στο χώρο του πανικού. Σκοντάφτεις σε μια σειρά
μισοκαμένα βαγόνια και αλλάζεις δρόμο να τους ξεφύγεις, γιατί σου φτύνουνε
σκοτάδι γεμάτο υπονοούμενα φοβερά. Βουίζουν μέσα στη νύχτα με τ’ ανοιχτά τους
στόματα, βρικολακιάζουν και σέρνουν τους στρεβλωμένους, τους σκουριασμένους
σκελετούς των πίσω σου, σαν τερατώδικα προκατακλυσμικά λείψανα. Δώδεκα χιλιάδες
ξετρελαμένοι φυγάδες χιμήξαμε έτσι μέσα στη φαρδιά στράτα του λυτρωμού που δεν
είχε σύνορα, να γλιτώσουμε. Περνούσαμε ανάμεσα από τα Σταροχώρια. Και οι
χωριάτες, μόλο που δεν είχαμε αγγίξει τρίχα σαν πήραμε τα χωριά τους, παραφύλαγαν
το πέρασμά μας. Βγήκανε μέσ’ από το σκοτάδι, κι από τις δυο μεριές, και μας
ντουφεκάγανε, κόβανε με τσεκούρια τα πόδια των φαντάρων, ξεριζώνανε με τανάλιες
τις γλώσσες τους. Σιδερένια φκυάρια και αξίνες σκίζανε τα παιδιάτικα πρόσωπα
των φαντάρων δυο στη μέση.
Και ο πανικός ούρλιαζε απ’ όλες τις
μεριές, έκανε τις τρίχες να σαλεύουν σαν τα κεντίδια τ’ αχινού και σε κοίταζε
από πολύ κοντά με τ’ αλλήθωρα μάτια της τρέλας.
Κάποτε έφεξε η μέρα, σταμάτησε η
βροχή, κάποτε σταθήκαμε. Και έγινε η ανασύνταξη. Βιαστικά, με πείσμα, με μανία
κινήθηκαν όλα. Ζωντανά, κάρα, ανθρώποι. Ξεκουραστήκαμε, φάγαμε ψωμί, συνήρθαμε.
Πήραμε ενισχύσεις και κάναμε τη μάχη του Κ* βουτηγμένοι ως το λαιμό μέσα στη
νερουλή λάσπη. Έτσι μεμιάς ξαναπήραμε τα μπρος. Τα Σταροχώρια ήτανε πάλι στα
χέρια μας. Όμως ετούτη τη φορά ήμασταν αλλιώτικοι. Μια μανία μας είχε συνεπάρει
για το γδικιωμό. Ο αρχιστράτηγος που ήταν το βασιλόπαιδο, διάταξε: «Όλα τα
Σταροχώρια να καγούν συθέμελα. Να μην πειραχτεί καμιά γυναίκα, κανένα παιδί.
Όμως όσους χωριάτες βρείτε μέσα, από δεκάξι χρονώ κι απάνω, να ντουφεκιστούν».
Αυτό στον πόλεμο το λένε με μια λέξη που μοσκοβολά από δικαιοσύνη: «αντίποινα».
Απομείναμε οπισθοφυλακή, να κάνουμε αυτό το ξεκαθάρισμα στ’ ανταρτοχώρια.
Χυθήκαμε σαν ένα μεγάλο κοπάδι λυσσασμένα
ζα, που τ’ αδύνατα, τα λερά τους μέλη τρέμαν από το σουβλερό κρύο, τα γόνατα
λυγούσαν από την κούραση και τα δόντια σφίγγονταν από την πείνα του γδικιωμού.
Ήταν αναριοχτισμένα χωριά, όλο ξωχόσπιτα τριγυρισμένα με ψηλόν αυλότοιχο, που
είχε μόνο μια μεγάλη πόρτα να μπαίνουν τα κάρα, τα ζωντανά κι οι ανθρώποι.
Εσωτερικά, ένα γύρω στον αυλότοιχο ήταν οι αποθήκες για τα γεννήματα, οι
στάβλοι για τα ζα. Και στη μέση το σπίτι. Στέριο, τετράγωνο, με λίγα μικρά
παράθυρα. Οι πιότεροι χωριάτες, ξέροντας τι τους περίμενε ύστερ’ από το κάμωμά
τους, είχαν αδειάσει τα χωριά και φύγανε όπως όπως, ακλουθώντας το νικημένο
στρατό που κυνηγούσαμε. Φόρτωσαν στους βαριούς αραμπάδες τα γυναικόπαιδα και
φύγανε. Μα απόμειναν και καμπόσοι. Αυτοί που δεν πρόφτασαν, και οι λίγοι, οι
φανατικοί. Πατούσαμε τα σπίτια και τους πιάναμε. Τις γυναίκες και τα παιδιά τις
χωρίζαμε και τις κλείναμε στο τζαμί του χωριού, βάζοντάς τους δυνατή φρουρά, να
τις γλιτώσουμε από τα ξαναμμένα ένστιχτα των φαντάρων. Τους άντρες, που ήτανε
φόβος να μας ξαναχτυπήσουν πισώπλατα, τους ντουφεκάγαμε. Κατόπιν ανοίγαμε το
τζαμί, ξαπολνούσαμε τα μαντρισμένα γυναικόπαιδα, βάζαμε φωτιά στο χωριό και
φεύγαμε σε άλλο για να κάνουμε τα ίδια.
Σε τούτη την περιπλάνησή μας μέσα
στα Σταροχώρια, κάθε τόσο βρίσκαμε τα κουφάρια των δικώνε μας σκοτωμένων. Οι
φαρδιές πληγές τους με τα ανοιχτά μελανιασμένα χείλια, φώναζαν φοβερές εντολές.
Παρακαλούσαν και πρόσταζαν.
Τούτη τη βουβή παρακάλεση που
έβγαινε από τα μακελεμένα κουφάρια, τη νιώθαμε να μπαίνει σαν μαχαιριά μέσα
στην καρδιά μας. Ήταν η λυπητερή φωνή των πεθαμένων και μας ξεφρένιαζε. Είχα
στη διμοιρία μου έναν έφεδρο Μανιάτη. Αυτός βρήκε κάτω από τα βρεγμένα άχερα το
κουφάρι του μικρού αδερφού του – ένα αμούστακο εθελοντάκι ήταν, σχολειόπαιδο –
σε αφάνταστη κατάσταση. Το παιδί το ’χαν γδύσει τσίτσιδο και το γλέντησαν
πολλοί σαν γυναίκα. Κατόπι βάρεσαν μπηχτές στα ψαχνά του και ασέλγησαν ακόμα
και μέσα σ’ αυτές τις αιματηρές τρύπες. Στο τέλος κόψανε τη φύση του και την
μπήξανε στο στόμα του. Κρεμόταν εκεί ανάμεσα στα άσπρα δόντια του σαν μια μαύρη
γλώσσα. Ο Μανιάτης έπιασε κι έσφαξε έξι γερούς και μεστωμένους αντάρτες στα
πόδια του μαρτυρεμένου παιδιού. Είχε ακουμπήσει το κουφάρι του αδερφού του σ’
ένα κοτρόνι, έβαλε μπροστά στο νεκρό ένα χοντρό κούτσουρο και πάνω σ’ αυτό έσφαξε
με ένα σατίρι του κρέατος έναν έναν τους αντάρτες. Τους έπιανε από τα μαλλιά,
πατούσε το λαιμό πάνω στο κούτσουρο και τους έκοβε το κεφάλι με φοβερή ηρεμία,
αμίλητος. Το αίμα τους τιναζότανε, τον πιτσιλούσε ως το πρόσωπο, γιόμιζε
γλιστερό κι αχνιστό τον τόπο. Μαύριζε χάμου η λάσπη και η δυνατή ζεστή μυρουδιά
μάς έφερνε αναγούλα. Αυτοί μούγκριζαν χάμου και σπάραζαν, κλώτσαγαν με κομμένο
κεφάλι τη γης, σαν τα δαμάλια στο σφαγείο. Και το κουφάρι του παιδιού ήταν
ακουμπισμένο καθιστά εκεί μπροστά, με τα σκέλια ανοιχτά, σαν το είδωλο ενός
αιματοπότη θεού που δεχόταν τη θυσία. Το ξανθό κεφάλι του ήταν γερμένο δεξιά,
και ανάμεσα στ’ άσπρα δόντια κρατούσε πάντα κείνη την αφύσικη γλώσσα
κρεμασμένη. Βρήκαμε καψαλισμένα κορμιά φαντάρων μας, δεματιασμένα με τηλεγραφικό
σύρμα ράχη με ράχη. Τους είχανε ψήσει ζωντανούς στο φούρνο. Ήτανε μαύροι σαν
αραπάδες, οι κοιλιές τους φούσκωναν τουμπανιασμένες σαν ασκιά και σ’ όλο το
κορμί είχανε σηκωθεί μεγάλες νεροσταλιασμένες φούσκες. Σ’ ένα πλατάνι ήταν
σταυρωμένο ένα γυμνό κορμί. Κρεμόταν μόνο από τα καρφιά των χεριών. Τα
ματόφυλλα τα ’χανε κόψει ένα γύρω με ξουράφι. Έτσι, οι βολβοί, άσπροι,
τρομαχτικά μεγάλοι, κοίταζαν με παράξενη έκπληξη κάτω. Στο στήθος του ήταν
δουλεμένο υπομονετικά με μαχαίρι ένα σατανικό καλλιτέχνημα, το μισοφέγγαρο με
το άστρο. Στο κεφάλι φορούσε πηλήκιο ανθυπολοχαγού. Πήγαμε να το βγάλουμε και
είδαμε πως ήταν καρφωμένο στο κρανίο με πελώριο καρφί, περασμένο από το
εθνόσημο πέρα για πέρα. Πολλά τέτοια.
Σαν άρχισε να νυχτώνει, ο λοχαγός
έδειξε ένα σπίτι με το καμουτσί του. Γύρισε προς το διμοιρίτη αξιωματικό.
- Εκεί θα μείνει απόψε η πρώτη
ενωμοτία της δεύτερης διμοιρίας, είπε. Το πρωί θα το κάψετε.
Ήταν η δική μου ενωμοτία.
Κοίταζα το σπίτι που θα περνούσαμε
κείνη τη νύχτα. Μέσα στο βρεγμένο μισοσκόταδο στεκόταν γεμάτο σιωπή, σαν κάστρο
που το σκέπαζε το μυστήριο, γεμάτο φοβερά αινίγματα. Μόλις συνάχτηκε εκεί
μπροστά του η ενωμοτία μου άρχισε να δυναμώνει η βροχή. Σιμώσαμε, τραντάξαμε
την αυλόπορτα ν’ ανοίξει. Στάθηκε αδύνατο. Ήταν γερή σαν καστρόπορτα, στέρεα
μανταλωμένη από μέσα. Με το θόρυβο που κάναμε να την ανοίξουμε μίλησε το
σκοτεινό σπίτι. Ήταν οι θυμωμένες φωνές από τρία άγρια τσομπανόσκυλα, που
πετάχτηκαν από την πίσω μεριά του αυλότοιχου και χίμηξαν καταπάνω μας
μουγκρίζοντας. Χίμηξαν με σηκωμένη τρίχα, χοντρά σαν αρκούδες, να μας φάνε.
- Σκοτώστε τα με τη λόγχη, είπε ο
δεκανέας. Να μην ακούσω ντουφεκιά.
Α, είναι πολύ άγριο πράμα να
λογχίζεις μέσα στο στόμα τρία μεγαλόσωμα, γενναία σκυλιά, που δεν κάνουν τίποτ’
άλλο μόνο φυλάγουν πιστά ένα μανταλωμένο σπίτι, ένα σιωπηλό κλειστό σπίτι, που
στέκεται φαντασματένιο, τυλιγμένο στο σκοτάδι και το δέρνει η βροχή. Μας
παίδεψαν πολλήν ώρα. Τρυπημένα, με ανοιχτά πλευρά, πηδούσαν δάγκαναν το κρύο
σίδερο που τους ξέσκιζε το στόμα κι έκλαιγαν θυμωμένα. Όμως κανένα τους δε
λάκισε. Και τα τρία πέσανε χαμοσέρνοντας με βογκητά μέσα στις λάσπες τα χυμένα
τους άντερα, εκεί μπροστά στη μοιραία πόρτα.
Σαν γλιτώσαμε από δαύτα κάναμε ράχη
και σαλτάρανε δυο συνάδελφοι. Καβάλησαν τον αυλότοιχο, πήδηξαν μέσα και μας
άνοιξαν τη μεγάλη πόρτα. Βάλαμε έναν φρουρό να φυλάει και προχωρέσαμε
ξετάζοντας την αυλή με χίλιες προφυλάξεις. Ανάψαμε στη μέση μια μεγάλη φωτιά να
φωτίσει και ψάχναμε τις αποθήκες, λογχίζοντας μέσα στα γεννήματα. Οι φλόγες
έκαναν τους ίσκιους να χορεύουν ένα φανταστικό χορό. Εκεί μέσα, κουκουλωμένους
κάτω από τα σιτάρια, βρήκαμε δυο άντρες, μια νέα γυναίκα και δυο παιδάκια.
Γονάτισαν, σέρνονταν στα πόδια μας. Φιλούσαν τ’ άρβυλα και παρακαλούσαν
κλαίγοντας. Στείλαμε τη γυναίκα και τα παιδιά στο τζαμί, δέσαμε τους άντρες με
τους σκοινοκαθαρτήρες των ντουφεκιών και τους σύραμε κοντά μας. Βάλαμε
σκοπευτές να σημαδεύουν τα κλειστά παράθυρα και πλευρίσαμε την πόρτα του
σπιτιού. Χτυπήσαμε με τον υποκόπανο. Ο χτύπος αντηχούσε μέσα κι έξω στους
αυλότοιχους, όμως το σκοτεινό σπίτι δεν απαντούσε. Ξαναχτυπήσαμε. Τίποτα. Ο
τεράστιος κύβος του στεκότανε πάντα κλειστός μέσα στη νύχτα, γεμάτος σιωπή και
σκοτάδι. Μονάχα ένας ξηλωμένος ντενεκές που ήτανε κάπου καρφωμένος, έτριζε από
τον αγέρα ξύνοντας εκνευριστικά τον τοίχο. Αυτό έκαμε πιο φοβερή την ύπουλη
σιωπή του σπιτιού.
- Κανένας δεν είναι μέσα, μας
βεβαίωναν οι δυο αιχμάλωτοι, και ορκίζονταν.
Ένας φαντάρος από την Πόλη, αδύνατος
και ζουριάρης, με χαρακτηριστικά γάτας, μίλησε προς το κλειστό σπίτι, φώναξε
στη γλώσσα τους:
- Ε! εσείς που είστε μέσα! Αν δεν
μας ανοίξετε αμέσως, θα σφάξουμε πάνω στο κατώφλι αυτούς που πιάσαμε στην
αποθήκη και θα βάλουμε φωτιά να σας κάψουμε ζωντανούς!
Η φωνή του, ψιλή και κακιά, τρύπησε
τη νύχτα και μπήκε στο αγροτικό σπίτι σαν μολύβι ντουφεκιάς.
- Ανοίχτε! Παππού, άνοιξε! φώναξαν
καταπόδι του παρακαλεστικά οι δυο αιχμάλωτοι, απλώνοντας τα δεμένα χέρια τους
προς τα κλειστά παράθυρα.
Περιμέναμε.
Έγινε πάλι σιωπή. Ξαφνικά έφεξε ένα
φως στο απάνω πάτωμα. Ένα φως που κινιότανε και περπατούσε, δίχως ήχο. Οι
χαραμίδες φωτίστηκαν από μέσα. Η καρδιά μας χτύπησε. Ακούσαμε μια σανιδένια
σκάλα να τρίζει, κάτω από αργά, αθόρυβα βήματα. Ύστερα το φως κινήθηκε στο
ισόγειο, φώτισε τις χαραμίδες της πόρτας. Κολλημένοι σύρριζα στους τοίχους
περιμέναμε με αγωνία. Είχαμε τις κάνες γυρισμένες κατά την πόρτα, το χέρι στον
υποφυλαχτήρα, έτοιμοι να ρίξουμε. Οι σύρτες τραβήχτηκαν με θόρυβο και η πόρτα
άνοιξε αργά αργά, σκληρίζοντας πάνω στους ρεζέδες της.
- Περάστε, αφεντάδες!
Ένας ψηλός γέρος φάνηκε μέσα στο
φωτισμένο τετράγωνο. Κρατούσε αναμμένη μια μεγάλη ντενεκεδένια λάμπα, προφύλαγε
τη φλόγα της με τη μια παλάμη από τον αγέρα και έκανε υποκλίσεις. Το φως έπεφτε
από κάτου προς τ’ απάνου, φώτιζε την άσπρη γενειάδα του. Σούρωνε τα φρύδια, τα
μάτια του προσπαθούσαν να διακρίνουν μέσα στο σκοτάδι. Μπήκαμε με κάθε
προφύλαξη. Ήταν ένας ωραίος γέρος, με μακρύ καφτάνι ως τα πόδια μεγαλόπρεπος
σαν αρχαίος προφήτης. Η γενειάδα χυνόταν ως το στήθος του, το πρόσωπό του ήταν
ρόδινο με καθάρια γαλάζια μάτια. Τα ματόκλαδα πετάριζαν ανήσυχα, πρόδιναν την
τρομάρα που πάσχιζε να κρύψει. Τον ανεβάσαμε απάνω μαζί με τους άλλους δυο αφού
ψάξαμε το ισόγειο, που ήταν από πατημένο χώμα. Ανάψαμε όλες τις λάμπες που
βρήκαμε και όλα τα λυχνάρια. Ήτανε καμιά δεκαριά. Το μεγάλο σπίτι φωτίστηκε σαν
να ’χε γιορτή. Ο γέρος μάς οδήγησε σε μια μεγάλη σάλα στρωμένη με παχιά
κιλίμια. Ήταν εκεί ένα πελώριο τζάκι μέσα στον τοίχο. Απόμεινα εγώ και ο
Μύρωνας, ένα παιδί από την Κρήτη, να τους φυλάμε. Ένα ψηλό, χεροδύναμο και
ντροπαλό παλικάρι. Μονάχα η Κρήτη μπορεί να βγάζει τέτοια σεμνά και αντρειωμένα
αγόρια. Ρίξαμε τους δυο αιχμαλώτους σε μια γωνιά αφού τους δέσαμε και τα πόδια.
Το γέρο τον βάλαμε και άναψε μια ωραία φωτιά με τα κούτσουρα που ήτανε
σωριασμένα στο φαρδύ παραγώνι. Οι άλλοι πήρανε σβάρνα το απέραντο σπίτι,
ψάχνοντας για κρυμμένους αντάρτες, για φαΐ και τίποτε πλιάτσικο.
Κοίταζα το γέρο με θαυμασμό. Οι
αναλαμπές της μεγάλης φλόγας που χόρευε στο τζάκι έριχναν χρυσορόδινες
αντιφεγγιές στα χιονάτα γένια του, που κατέβαιναν, αφρισμένος καταρράχτης, στο
φαρδύ στέρνο. Μ’ όλη την τρομάρα που τον κάτεχε κι έκανε τα χέρια του να
τρέμουν, μπορούσε και κρατούσε μιαν αξιόπρεπη γαλήνη σ’ όλα τα μισίδια του
προσώπου. Μονάχα τα άσπρα φρύδια του σάλευαν σαν φτερούγες κάθε φορά που έκανε
να μιλήσει. Ωστόσο η φωνή του ήταν ήρεμη.
- Μη με σκοτώσετε, γύρισε και μας
είπε. Είμαι γέρος. Δεν έχω τακάτι να κάνω κανενούς κακό. Δεν πείραξα κανέναν.
Γι’ αυτό και απόμεινα πίσω να σας περιμένω. Ξέρω πως δεν έχω να φοβηθώ τίποτα
από τους Έλληνες. Ξέρω κιόλας από στρατό. Έκανα, βλέπεις, και γω ασκέρι
στα ζαμάνια μου…
- Υπηρέτησες στο ταχτικό;
- Μάλιστα· λοχίας ήμουνα. Τσαούσης·
τότες που πολεμούσαμε τους Μοσκόβηδες…
Άνοιξε το καφτάνι στο στήθος και μας
έδειξε μια πλατιά ουλή που ανέβαινε ως τον ώμο.
- Δε θα σας πειράξουμε, του είπα.
Εμείς δε σκοτώνουμε γέρους. Είναι κανένας άλλος κρυμμένος στο σπίτι;
- Όχι, κύριε, Κανένας. Μόνο εγώ κι ο
δυστυχισμένος ο σακάτης. Κανένας άλλος δεν απόμεινε εδώ μέσα.
- Ποιος είναι πάλι αυτός ο σακάτης;
- Ο αδερφός μου, αφέντη μου.
- Γιατί δεν παρουσιάστηκε;
- Δεν μπορεί, παιδί μου, να
μετατοπιστεί. Άρρωστος ο φτωχός.
- Μπρος! Πάμε να μας τον δείξεις.
Βάλαμε μπρος το γέρο με τη λάμπα στο
χέρι κι εμείς καταπόδι με το όπλο γεμάτο. Μας πέρασε από ένα μακρύ χαγιάτι και
στάθηκε μπροστά σε μια χαμηλή κλειστή πόρτα. Στάθηκε.
- Εδώ μέσα είναι.
- Άνοιξε και προχώρα. Κοίτα μη μας
κρύβεις καμιά μπαμπεσιά, θα το μετανιώσεις άσχημα.
Ο γέρος πάτησε μια τσάγρα, η πόρτα
άνοιξε. Ήταν χαμηλή, σκύψαμε να μπούμε.
Ήταν ένα μικρό δωμάτιο,
χαμηλοτάβανο, μ’ ένα μοναδικό παράθυρο, στην πίσω μεριά του σπιτιού. Ο γέρος
στάθηκε στη μέση. Έδειξε με τη λάμπα.
Το θέαμα που παρουσιάστηκε μπροστά
μας ήταν παράξενο, σχεδόν φανταστικό. Πλάι στο παράθυρο και στο ύψος που άρχιζε
το τζαμωτό του περβάζι ήταν στημένο ένα ψηλό ντιβάνι με πολλά μαξιλάρια. Εκεί
πάνω καθόταν, μισοξαπλωμένος μισοκαθιστός, ένας ηλικιωμένος άνθρωπος. Ήταν
σκεπασμένος ως τις μασκάλες με μια φλοκωτή κουβέρτα από πρόβειο μαλλί, τα χέρια
του ήταν απ’ έξω, ακουμπισμένα στο σκέπασμα. Το πρόσωπό του φαινόταν ήρεμο, με
μια παράξενη ηρεμία, που την τάραζαν μόνο τα μάτια του. Δυο μαύρα, λαμπερά
μάτια, που κοίταζαν μόνο μπροστά τους. Δε γύρισε το κεφάλι να μας δει. Το
πήραμε για πρόκληση.
- Σήκω πάνω! τόνε πρόσταξε ένας και
πρότεινε τη λόγχη. Ο άνθρωπος δεν απάντησε, μήτε γύρισε το κεφάλι.
- Άδικα του μιλάτε, λέει ο γέρος.
Αυτός μήτε μιλά, μήτε μπορεί να σαλέψει. Είναι σ’ αυτή την κατάσταση ένα χρόνο
τώρα. Εμείς τον ταΐζουμε, να μην πεθάνει από την πείνα, εμείς τον καθαρίζουμε
να μη βρομίσει. Είναι παράλυτος, ο άμοιρος, ολότελα παράλυτος.
Δεν έλεγε ψέματα ο γέρος. Ο άνθρωπος
αυτός, που δε θα ’ταν ακόμα εξήντα χρονώ, ήταν ένα ζωντανό κουφάρι. Πάνω στο
νεκρωμένο του κορμί μόνο τα μάτια του είχαν απομείνει ζωντανά. Μέσα σε κείνα τα
μαύρα μάτια είχε συμμαζευτεί όλη η ζωή, όλη η φλόγα της ζωής. Πήρα τη λάμπα από
τα χέρια του γέρου και φώτισα το πρόσωπο του παράλυτου από κοντά. Ένα
σκελετωμένο πρόσωπο πλαισιωμένο από ψαρά γένια, ένα ανατριχιαστικό πρόσωπο
νεκρού με ζωντανά, φλογερά μάτια. Αυτά μπορούσαν και κινούσαν τις κόρες τους ζερβά
δεξιά, δίχως να μετακινιέται το πρόσωπο, ο λαιμός. Δοκιμάσαμε να κινήσουμε τα
μέλη του. Σηκώσαμε τα πόδια, τα χέρια του. Έπεφταν άψυχα όπως τα μέλη ενός
νεκρού. Μόνο οι κόρες των ματιών του παρακολουθούσαν τις χειρονομίες μας. Εκεί
μέσα υπήρχε τρομάρα και σ’ όλο το πρόσωπο μια νεκρική ηρεμία.
Μια παράλογη σκέψη πέρασε από το
μυαλό μου. Πώς τάχα κάπου το είχα ξαναϊδεί τούτο το πεθαμένο πρόσωπο με τις
ζωντανές κόρες των ματιών που στριφογύριζαν. Είναι μια τρελή ιδέα, είπα μες στο
νου μου κείνη την ώρα. Όμως αργότερα, πολύ αργότερα, μέσ’ από το υποσυνείδητο
ανέβηκε στην επιφάνεια η εξήγηση από τούτη την εντύπωση. Ήταν μια θύμηση από τα
παιδιάτικά μου χρόνια, όταν σ’ ένα σπίτι μου έδειξαν για καλλιτεχνικό
αριστούργημα ένα ξύλο που παρίστανε έναν σκελετωμένον γέρο καθιστόν. Κρατούσε
ανάμεσα στα γόνατα μια κλεψύδρα και ήθελε να παραστήσει το Χρόνο. Τις ώρες τις
έδειχνε στα μάτια του. Το δεξί τις ώρες, το ζερβί τα λεφτά. Αυτό γινόταν με
τους βολβούς που γύριζαν μ’ ένα μηχανισμό πάνω στο ακίνητο πρόσωπο και αδιάκοπα
αλληθώριζαν.
- Ακούει; ρωτήσαμε το γέρο.
- Ακούει, αφέντη μου. Τα κορίτσια
του κρατάνε συντροφιά και του διαβάζουν το ιερό βιβλίο τις ώρες της προσευχής.
Μόνο «ναι» ξέρει να μας πει και τότες κλείνει τα ματόφυλλά του. Όταν θέλει να
πει «όχι», τα κρατά ανοιχτά.
Γύρισε προς τον παραλυτικό.
- Φοβάσαι, αδερφέ μου; τον ρώτησε.
Ο παράλυτος έκλεισε τα μάτια και
πάλι τ’ άνοιξε.
- Να μη φοβάσαι, αδερφέ μου. Οι
στρατιώτες είναι τίμια παιδιά, δε θα πειράξουν κανέναν.
Τα ματόφυλλα ξανάπαιξαν «ναι»,
ύστερα οι μαύρες κόρες του λόξεψαν ως τη γωνιά του ματιού, να μας κοιτάξουν.
Είδα την τρομαγμένη ψυχή να φτεροκοπά φυλακισμένη μέσα στο νεκρό σώμα, να μας
στέλνει την παρακάλεσή της, όπως ένας κατάδικος κοιτάζει έξω από τους φεγγίτες
του κελιού του.
- Θέλεις τίποτα, αδερφέ; ρώτησε ο
γέρος.
- Ναι, είπαν τα ματόφυλλα.
- Σαν τι; Πεινάς; Θέλεις να πιεις;
Θέλεις προς νερού σου;
- Όχι, έλεγαν τα μάτια, και
προσηλώθηκαν στη λάμπα που κρατούσα.
- Ναι! ναι! είπαν τα ματόφυλλα.
Ο γέρος κατάλαβε.
- Είναι που τον αφήσαμε στα σκοτεινά
τον άμοιρο. Η μοναδική παρηγοριά του είναι να κάθεται έτσι πίσω από το τζάμι
και να βλέπει όλη μέρα έξω. Τους κάμπους, τα ζωντανά, τους θεριστάδες, τον ήλιο
που βγαίνει, τον ήλιο που βασιλεύει, τη βροχή και το χιόνι. Δε θέλει να του
κλείσουμε ποτέ τα παραθυρόφυλλα. Ούτε τη νύχτα. Μόνο τρομάζει με τις αστραπές.
Όταν όμως έχει φως στο δωμάτιο, κι αυτές δεν το πειράζουν.
Αφήσαμε τη λάμπα στο δωμάτιο του
αρρώστου και γυρίσαμε με το γέρο στη σάλα.
- Μήπως είναι ακόμα κανένας άλλος
κρυμμένος στο σπίτι σου; τόνε ρωτήσαμε σαν ξανακάθισε στη γωνιά του. Την
αλήθεια.
- Όχι, βάλλαχι μπίλλαχι, κανένας
άλλος. Όλοι οι άλλοι, πήρανε τα μάτια τους και φύγαν ακολουθώντας τ’ ασκέρι.
Καταριότανε τους αίτιους της
συφοράς.
- Ο Θεός να τους παιδέψει, τους
άτιμους, που μας πήρανε στο λαιμό τους. Αυτοί κάψανε το κεφάλι του κόσμου. Εγώ
τους το ’λεγα. Να, εδώ μέσα είναι γραμμένο. Το λένε τα χαρτιά μας. Πως θα
ξανάρθει ο Γιουνάνης στα χώματά του. Ο Θεός να τους παιδέψει κατά τα έργα τους,
ίνσαλλάχ!
- Ο πόλεμος, παππού! έκανα εγώ, και συλλογιόμουν
τούτο: Γιατί μαθές η λευτεριά, η πιο αγνή ιδέα, είναι γραμμένο να βγαίνει από
το κακούργημα;
- Ο πόλεμος! ξανάπε κι ο γέρος.
Μιλούσε αργά αργά με μια παράξενη επισημότητα, σα να ’χε μαντέψει τη σκέψη μου.
Ο πόλεμος! Μα γιατί, παιδί μου; Ένας είναι ο Θεός, ο πατέρας μας, κι εμείς όλοι
παιδιά του. Και ο ντουνιάς είναι τόσο φαρδύς, που έχει τόπο για όλους…
Έκανα να του πως πω αυτή τη σκέψη
την κάνουμε πάντα σαν είμαστε οι νικημένοι, μα κατάπια την κακιά κουβέντα.
Ξαφνικά τιναχτήκαμε ολόρθοι, σφίξαμε
τα όπλα. Από το ισόγειο ακούστηκαν φωνές, γέλια, χλαπαταγή. Κατόπι ξεχωρίσαμε
γυναίκεια ξεφωνητά. Οι συντρόφοι προγκάγανε σαν δαιμονισμένοι. Το σπίτι γιόμισε
θόρυβο, βήματα βιαστικά και φώτα που κινιότανε. Γύρισα και κοίταξα το γέρο.
Κέρωσε το λευκό του πρόσωπο, τα φρύδια του παίζανε νευρικά από την ταραχή.
- Ψέματα μας γιόμισες λοιπόν,
μπαρμπα-τσαούση! Κι άλλους έχεις κρυμμένους εδώ μέσα!
Έπεσε χάμου, σύρθηκε και φιλούσε τα
ξεσκισμένα μας άρβυλα που ξερνούσαν λάσπη.
- Αμάν, οι κόρες μου είναι, αφέντη!
Είναι τα δυο μικρότερα κορίτσια μου, που δεν πρόφτασαν να φύγουν. Λυπηθείτε
μας, παιδιά μου, κι ο Θεός θα σας το πλερώσει!
Τα γένια του σάρωναν το χαλί. Οι
συντρόφοι μπήκανε ουρλιάζοντας στη σάλα. Σπρώχνανε μπροστά τους δυο κοπέλες
δεκαοχτώ ή είκοσι χρονώ, τυλιγμένες σε χοντρά πανωφόρια. Μέσα στα ακαλαίσθητα
ρούχα τους η ομορφιά τους αστραποβόλησε μπροστά μας και γιόμισε με τριανταφυλλί
φως τον τόπο. Τα γυμνά τους μαλλιά ήταν δεμένα χοντρές καστανόξανθες πλεξούδες
γύρω στο κεφάλι, σαν βαριά στέμματα. Από τα ρούχα τους, από τον κόρφο τους
έπεφταν κουκούτσια στάρι. Τα λεπτά χαρακτηριστικά του προσώπου τους είχαν
φανερό μοιασίδι με την ομορφιά του γέρου. Στάθηκαν τρέμοντας χεροπόδαρα στη
μέση της σάλας, κατατρομαγμένες. Δάγκαναν τα χείλη, τα φουσκωτά στήθια τους
ανεβοκατέβαιναν ανταριασμένα. Ξαφνικά χίμηξαν και στριμώχτηκαν στην αγκαλιά του
γέρου και τα γαλάζια τους μάτια τρέχανε με αγωνία στα χέρια μας. Ο πατέρας τους
προσπαθούσε να τους δώσει θάρρος. Να μη φοβούνται. Να μην κάνουν έτσι. Δεν ήταν
τίποτα. Οι στρατιώτες ήταν καλά παιδιά, μερικοί μάλιστα μιλούσαν τη γλώσσα
τους. Δεν είχανε φόβο να τις πειράξει κανένας τους.
- Άφησέ τες γέρο, έκανε ο δεκανέας.
Θα τις στείλουμε στο τζαμί μαζί με τις άλλες γυναίκες. Εκεί δεν έχουν να πάθουν
τίποτα.
Γονάτισε ο γέρος.
- Αμάν! Όχι. Ας μένουν εκεί κοντά
του! Ας μένανε με τον πατέρα τους. Ας μην τους χωρίζαμε!
Μαζί τους παρακαλούσαν κι οι
κοπέλες. Κλαίγαν και τρέμανε τα κόκκινα χείλη τους, κι όλο έπεφταν
σταροκούκουτσα από τα μαλλιά τους.
Πασχίσαμε να τους δώσουμε να
καταλάβουν πως μόνο εκεί, μέσα στο τζαμί θα ήταν ολότελα ασφαλισμένες.
Τίποτα.
- Θα σας υπηρετήσουμε, είπε μέσα στ’
αναφιλητά της η πιο μεγάλη. Σκλάβες σας θα γίνουμε. Σκόνη να μας πατήσετε.
Μόνο, μη μας χωρίσετε. Θα σας ψήσουμε φαΐ να φάτε, που είστε νηστικοί. Θα
πλύνουμε τα ρούχα σας που ’ναι λασπωμένα. Αφήστε μας με το γέρο πατέρα. Ο Θεός
θα σας το πλερώσει αυτό το καλό.
Ο δεκανέας, ένα αγαθό παλικάρι δίχως
πρωτοβουλία, μας ρώτησε με το ένα μάτι. Τι λέτε; Να τις αφήσουμε;
- Ας τις αφήσουμε, είπαν οι
πιότεροι. Τις πάμε το πρωί.
Ευκές. Ευχαριστίες. Φιλιά στα χέρια
και στα πόδια. Πώς δεν άρχισα να κλαίγω! Τα μάτια τους φεγγοβολούσαν. Έκαμαν
σαν τρελές, γελούσαν κι έκλαιγαν υστερικά Η αλήθεια είναι πως όλοι λίγο πολύ
θέλαμε να μείνουν. Έτσι, μονάχα για να τις βλέπουμε. Μήνες είχαμε να
ξεκουράσουμε τα μάτια πάνω στη γλυκιά, την τρυφερή, την ήμερη γυναικεία
ομορφιά. Μου φαινόταν κάτι σαν εξαγνισμός για την τόση φρίκη που είχε χορτάσει
η όρασή μας τόσον καιρό. Όμως μέσα μου αγρυπνούσε μια μυστική ανησυχία.
- Άιντε! Βάλτε μας τίποτα να
μασήσουμε το λοιπόν!
Πετάχτηκαν με μιαν υστερική
προθυμία, συδαύλισαν τη φωτιά, βάλανε δυο πυροστιές και δυο μεγάλους χάλκινους
τσεντζερέδες. Και κουβάλησαν του θεού τ’ αγαθά. Φέρανε βούτυρο, αυγά, μανέστρα
σπιτίσια. Φέρανε τυρί του λαδιού και ρετσέλια. Είχαμε να φάμε τρεις μέρες και
τρώγαμε ώρες. Τρώγαμε ανάκατα απ’ όλα. Πίναμε ζαχαρωμένο πετιμέζι με το ποτήρι.
Αυτό μεθάει σαν το κρασί, καίγει και φέρνει δίψα. Ήτανε μια τρομερή ευτυχία
ύστερα από μια τέτοια πείνα. Τώρα μόλις νιώθαμε πόσο πολύ πεινούσαμε. Ο γέρος
γύρεψε την άδεια και πήρε πάνω από το σανιδένιο ράφι ένα χοντρό, πολυκαιρίτικο
βιβλίο. Ήταν ένα Κοράνι πολυμεταχειρισμένο, με χρυσά πλουμιά στις πετσένιες
τάβλες. Τραβήχτηκε σταυροπόδι σε μια γωνιά του ντιβανιού και άρχισε να διαβάζει
μες στο νου του. Μου ’καμε την εντύπωση πως μάλλον προσευχότανε. Σάλευαν ελαφρά
τα χείλη του και το κεφάλι κουνιόταν μ’ έναν αδιόρατο ρυθμό. Μόνο σαν σάλιωνε
το δάχτυλο να γυρίσει σελίδα, και ήταν η μοναδική κίνησή του που γινόταν
ακουστή, έπαιζαν οι άσπρες φτερούγες των φρυδιών του, σαν να ζύγιαζαν τη
μυστική αγωνία του. Το φαγοπότι ωστόσο δεν έλεγε να τελειώσει. Δεν είχαμε
χόρταση. Κι οι κοπέλες όλο και μαγείρευαν. Χίλια κομμάτια γινόταν να μάς
προφτάσουν όλους.
Είπα θαρρώ για έναν αντιπαθητικόν
τύπο από την Πόλη. Ένας ζουριάρης σπανός ήταν, που κανείς δεν μπορούσε να
καταλάβει την ηλικία του. Είχε κιτρινωπό μούτρο με το μέτωπο τραβηγμένο προς τα
πίσω σαν της γάτας, και το δέρμα του γυάλιζε πάντα, θαρρείς λαδωμένο. Ο
στρατιώτης αυτός ήταν, από τα παραπήγματα ακόμα, ο πιο αχόρταγος του λόχου.
Έτρεχε να κάνει όλες τις αγγαρείες στο μαγειρείο, μόνο και μόνο για να μαζέψει
τα περισσέματα από το καζάνι του συσσιτίου. Τα κατέβαζε όλα και ποτές δεν
χόρταινε μηδέ κι έβαζε ένα δράμι κρέας απάνω του. Απορούσε κανείς που πήγαινε
τόσο φαΐ. Μπασματζής ήταν τ’ όνομά του. Αυτός λοιπόν μια στιγμή πήγε να
κατεβάσει από την πυροστιά ένα τηγάνι με αυγά κι έκαψε τα δάχτυλά του.
- Βάι! φώναξε και τα σάλιωσε στο
στόμα. Εδώ, μάτια μου, χρειάζονται πιασίδια!
Κοίταξε ζερβά - δεξά και τα
μικρούτσικα μάτια του έπεσαν στο βιβλίο του γέρου. Έκαμε ένα σάλτο, έσκισε μια
φούχτα φύλλα και μ’ αυτά έπιασε και κατέβασε το πυρωμένα χάλκωμα.
- Ας δώσει ένα χέρι κι ο Μουχαμέτης
να κατεβάσουμε το φαΐ.
Ο γέρος έκαμε ένα ένστιχτο κίνημα να
προστατέψει το ιερό βιβλίο και πάλι μεμιάς συμμαζεύτηκε δειλιασμένος. Χάιδεψε
με το χέρι το ξεσκισμένο μέρος σα να ’θελε να πραΰνει τον πόνο σε μια λαβωματιά
και χαμογέλασε προσπαθημένα. Ένα χαμόγελο γεμάτο καρτερία, ταπεινοσύνη και
υποταγή. Αναστέναξε και συνέχισε το διάβασμα στο υβρισμένο βιβλίο του Προφήτη.
Οι πιότεροι δεν πήραν είδηση από το
κίνημα του Μπασματζή, όμως εγώ παρακολούθησα τη σκηνή με ανησυχία. Κείνη τη
στιγμή ένας φαντάρος μπήκε στη μέση, κυλώντας μπροστά του θριαμβευτικά ένα
θεόρατον μπόγο ραμμένον γερά.
- Δείτ’ εδώ! φώναξε.
Τον άνοιξε με τη λόγχη του και ένας
παραμυθένιος πλούτος ξεχύθηκε, όλο γυναίκεια ρούχα αμεταχείριστα. Πουκαμίσες με
χάντρες γαλάζιες και χρυσές πούλιες στα λαιμά και στα μανίκια. Σαλβάρια
χανουμίστικα φαρδιά, σουρωτά, με χρυσοκέντητες βρακοζώνες και μπιμπίλες στα
καλαμοβράκια. Τσεβρέδες, πέπλα ανάλαφρα, προσόψια. Όλα κεντημένα όλα από
μετάξι, της κρεβατής. Κατόπι ξεχύθηκαν βελουδένια καφτάνια με ανεβαστά
τριαντάφυλλα από χρυσό και ρόδινο σύρμα. Βαριά, κατιφεδένια πράματα. Ταπέτα της
προσευχής ξομπλιασμένα με συμπλέγματα περίτεχνα από λουλούδια, αραβικά γράμματα
και αγιοκάντηλα. Τσουράπια λεπτότατα, μάλλινα, άσπρα, με κόκκινα γαρουφαλλάκια.
Μαντίλια φανταχτερά, γιασμάκια, τσεβρέδες αιθέρινοι γαλάζιοι, κόκκινοι,
πορτοκαλιοί, πράσινοι. Ήταν όλα τα προικιά των κοριτσιών.
Όλοι αφήκαν το φαΐ, βάλθηκαν να τα
σκαλίζουν και τα θαμάζονταν. Κοίταξα τις κοπέλες. Έκαμαν πως δεν έδιναν
προσοχή, σκυμμένες στη δουλειά τους.
- Βρε, δεν αλλάζουμε τα ψείρικα;
πρότεινε ο δεκανέας. Όλοι βρήκανε την ιδέα πρώτης τάξεως. Διάλεξε καθένας ό,τι
ήθελε απ’ τα λάφυρα, πήγαμε στο διπλανό δωμάτιο κι εκεί έγινε η μεταμόρφωση.
Πετάξαμε από πάνω μας τα βρώμικα εσώρουχα που είχανε κολλήσει στο πετσί από τη
λίγδα και τη βροχή και ντυθήκαμε απ’ την κορφή ως τα νύχια τα χανουμίστικα. Σε
λίγο γύρισαν όλοι στη σάλα αγνώριστοι. Ήταν σαν μια παράξενη αποκριά. Μερικοί
φόρεσαν πάνω από τα σαλβάρια και κείνα τα μακριά, χρυσοβέλουδα καφτάνια και
στέγνωναν στη φωτιά τη λασπωμένη στολή τους. Ο εθελοντής απ’ την Πόλη
ντύθηκε σαν πασάς. Στα πόδια φορούσε τρία ζευγάρια κεντημένα τσουράπια το ’να
πάνω στ’ άλλο και παντούφλες βυσσινιές από βελούδο. Στο κεφάλι τύλιξε σαρίκι
έναν ωραίο πράσινον τσεβρέ από λεπτό μετάξι. Έμοιαζε πίθηκο μασκαρεμένον μέσα
σε πολύχρωμα υφάσματα. Είχε ζαλιστεί απ’ τη ζεστασιά της φωτιάς κι από το
πετιμέζι και πήρε δρόμο η γλώσσα του. Άρχισε να κάνει βαθιούς παλιάτσικους
τεμενάδες στο γέρο και αράδιαζε στη γλώσσα του ένα σωρό πολίτικες τσιριμόνιες.
Οι κοπέλες είχαν κουρνιάσει πλάι στον πατέρα τους. Πάσχιζαν να πιάσουν όσο
γίνεται πιο λίγον τόπο. Όλοι γελούσαν με τα καραγκιόζικα καμώματα του
Μπασματζή. Χειροκροτούσανε σαν παιδιά, γελούσαν καλόκαρδα κοιτάζοντας ο ένας
τον άλλον. Ήταν αλήθεια πως νιώθαμε όλοι μας μια γλυκιά μακαριότητα μέσα στα
καθάρια στεγνά μας ρούχα, μπροστά σε κείνο το φαρδύ παραγώνι, που χόρευαν και
λαμπάδιαζαν μέσα μεγάλες, ένα μπόι ψηλά, χρυσές φλόγες. Η χαρούμενη κίνησή τους
καθρεφτιζότανε στα νεανικά μάτια των συντρόφων. Η αντιλαμπή τους χόρευε
πρόσχαρα και κει μέσα. Ήταν ακόμα η ευτυχία της καλοχορτασμένης κοιλιάς, που
βδομάδες τώρα την ονειροπολούσαμε σα μιαν άπιαστη φαντασιοπληξία. Μα πάνω απ’
όλα ήταν θαρρώ το ευχάριστο συναίσθημα του σπιτιού. Του καλού, του γερού, του
προστατευτικού σπιτιού με τους στέρεους τοίχους και την κεραμιδωτή στέγη, που
απλώνει τις φαρδιές φτερούγες φιλόστοργα από πάνω μας όταν βρέχει παγωμένο νερό
έξω και μπουμπουνίζει οργισμένος ένας ουρανός δίχως άστρα. Γίνεται πολύ βολικός
κανόνας σαν είν’ έτσι χορτάτος, ζεστός, χουζουρεμένος κάτου από στέγη. Τίποτα
δεν το ’χει κιόλας να ’ναι ολότελα ενάρετος. Μόνο που αυτό το πετιμέζι που
ήπιαμε έκαιγε στο στομάχι και γύρευε ολοένα νερό. Κοίταξα τις δυο κοπέλες. Ήταν
τριανταφυλλένια τα πρόσωπά τους από τη ζέστη και την τρομάρα, που γύρευαν να
την κρύψουν όπως και τα πρόσωπά τους. Ήταν τόσο ρόδινες που έλεγες και μέσα
στις φλέβες τους έτρεχε τριανταφυλλί σιρόπι από κάντιο αντίς για αίμα.
Χαιρόμουνα ωστόσο να βλέπω τη σεμνότητα που κρατούσαν αντίκρυ τους οι συντρόφοι
μου. Σ’ ολονών τα πρόσωπα ήταν χυμένη μια καλοσυνάτη παιδικότητα, που όσο τη
μελετούσα μου φαινόταν παράξενη, σχεδόν αξήγητη, ύστερα από την τόση
κακοπάθεια, την τόση φρίκη και την τόση ασκήμια που μέσα της είχαμε βουλιάξει
τόσες μέρες τώρα. Ήταν τη παρουσία αυτών των δυο παρθενικών πλασμάτων που έκαμε
αυτό το θάμα ανάμεσα σε τόσους εξαγριωμένους άντρες; Μόνο κείνος ο Μπασματζής
άρχισε να με νευριάζει. Ενθουσιασμένος από τα γέλια και τα παλαμάκια της
συντροφιάς, άρχισε να αραδιάζει κάθε σαχλαμάρα που έφτανε στη γλώσσα του. Μια
στιγμή κιόλας που η μια η κοπέλα έσκυψε με το ταψί να μας μοιράσει ζεστόν
χαλβά, ο καραγκιόζης αυτός έκαμε, στ’ αστεία τάχα, ν’ απλώσει χέρι στον κόρφο
της. Ήταν αυτό που φοβόμουνα πως θα ’ρθει.
Πετάχτηκα όρθιος.
- Όλα κι όλα, φώναξα. Μόνο να
λείπουν οι βρομιές!
Ο Μύρωνας, ο Κρητικός φίλος μου,
είδε πόσο ταραγμένος και πόσο ασθενικός από την κακοπάθεια ήμουνα, σηκώθηκε κι
αυτός πλάι μου. Στάθηκε στη μέση της σάλας, έτσι ψηλός και δυνατός που ήταν,
και είπε:
- Μα την πίστη μου, θα ’χει να κάνει
μαζί μου όποιος κοτήσει να ντροπιάσει την ενωμοτία. Όποιος μαγαρίσει με ατιμία
τον πόλεμο κακό βόλι τον έφαε. Έτσι λέμε εμείς οι Κρητικοί.
Η φωνή του ήταν ήρεμη σαν τη δύναμή
του. Και πάλι έτσι ήρεμο ήταν το όμορφο πρόσωπό του με το μαύρο γενάκι, όταν σήκωσε
πάνω από τον Κωνσταντινοπολίτη τη γροθιά του, στρογγυλή ίσαμε κεφάλι παιδιού.
- Άκουσες;
Κείνος συμμαζεύτηκε φρόνιμα σαν τη
χελώνα που αποτραβιέται στο καύκαλό της.
- Χωράτεψα, αδερφέ! έκανε, πιο
κίτρινος ακόμα. Ύστερα πάσχισε να το γυρίσει στο αστείο. Χι χι! Μου φάνηκε πως
ήταν χαλβάς, είπε.
Κανένας δεν γέλασε. Ο γέρος που
παρακολουθούσε με αγωνία το επεισόδιο με τεντωμένο λαιμό, έσκυψε πάλι στο
βιβλίο του και προσευχόταν. Ο δεκανέας μας μπήκε στη μέση σαν τέλειωσε πια η
ιστορία.
-Ελάτε, παιδιά, ’συχάστε τώρα! Είναι
αλήθεια πως αυτό φέρνει γρουσουζιά στον πόλεμο.
Όλοι μιλούσαν με οργή για το
αδιάντροπο κίνημα. Ω, ήταν καλά παιδιά όλοι τους! Οι κοπέλες στύλωσαν απάνω μας
τα γαλάζια τους μάτια, δυο ζευγάρια αγγελικά μάτια βουρκωμένα. ’Σύχασαν πια τα
πνέματα και ο Μπασματζής εξακολουθούσε να δικαιολογιέται με την κοροϊδευτική
φωνή του:
- Έτσι στα χωρατά το ’καμα, μα το
Θεό! Μηγάρ δεν το ξέρω πως εμείς οι Έλληνες είμαστε ευγενήδες αναντάν -
μπαμπαντάν; Εμείς ξέρουμε να φερνούμαστε πολιτισμένα ακόμα και μέσα στα
Σταροχώρια, που οι δρόμοι τους είναι στολισμένοι με παλουκωμένους φαντάρους. Τι
μ’ αυτό, μαθές; Εμείς «ξέρουμε τρόπο». Σαν εκείνο το μοσκοαναθρεμένο το
αρχοντόπουλο... Ξέρετε την ιστορία;
- Να μας την πεις! γέλασαν οι άλλοι
και περίμεναν.
Ο Μπασματζής ξαναβρήκε το θάρρος
του.
- Να σας την πω, είπε κι έγλειψε τα
στενά χείλη του. Γιατί να μη σας την πω; Λοιπόν, που λέτε, ο πατέρας του ήταν
αρχοντοχωριάτης. Κοίτα, του κράζει, εγώ δεν είχα πλούσιον γονιό σαν κι ελόγου
σου. Παράδες έκαμα, όμως χωριάτης απελέκητος απόμεινα. Εσύ όμως πρέπει να
«μάθεις τρόπο και ευγένεια». Και τον έστειλε το μοναχογιό στην πολιτεία κοντά
σ’ ένα φημισμένον δάσκαλο, να τονε διδάξει «τρόπο κι ευγένεια». Τέλειωσε κάποτε
τις σπουδές το παιδί, καβαλίκεψε το μουλάρι και γύριζε στο χωριό χαρά -
χαρούμενο. Όπου, περνώντας από ένα δάσος, να και πετάγεται μπροστά του ένας
μαγκλαράς ως εκεί πάνω! Κατέβασε το παιδί από το μουλάρι και, να μην τα πολυλογούμε,
του ’πε νέτα - σκέτα να ετοιμαστεί... πώς το λένε. Το αγόρι, που είχε πια μάθει
«τρόπο κι ευγένεια », έβγαλε το σκούφο του, χαιρέτησε και είπε: «Μάλιστα, αγά
μου, πολύ ευχαρίστως». Ετοιμάστηκε λοιπόν και παίρνοντας την πιο βολική στάση,
γύρισε το κεφάλι και είπε σε κείνον το ληστή: «Με συγχωρείτε πολύ! » Αυτός, σαν
τέλειωσε τη δουλειά του, τον ρώτησε: «Γιατί, ορέ, είπες να σε συχωρέσω;» Και το
παιδί εξήγησε: «Γιατί ο δάσκαλός μου, που μ’ έμαθε τρόπο κι ευγένεια, μου είπε
πως δεν είναι σωστό να γυρίζω τη ράχη στους μεγαλύτερούς μου !»
Κανένας δεν μπόρεσε να κρατήσει τα
γέλια με τούτη την ιστορία, έτσι κιόλας που την παράσταινε με καμώματα κείνος ο
καραγκιόζης. Γελούσε σαν παιδί κι ο Μύρωνας, που σπάνια και κάπου να χαράξει τ’
αχείλι του.
Τα κούτσουρα έτριζαν και σφύριζαν
στο τζάκι. Ο αέρας μύριζε καμένο βούτυρο. Έξω ακούστηκε η βροχή να δέρνει
δυνατά τα παράθυρα και τους τσίγκους. Σχεδόν χαρούμενα. Ξαφνικά, μέσ’ από το
πηχτό σκοτάδι ανέβηκε η κραξιά του σκοπού της οξώπορτας και ο κρότος από το
κινητό ουραίο:
- Αλτ! Τις ει;
Όλοι σωπάσαμε και στήσαμε αυτί Ένα
άλογο σταμάτησε, χτυπούσε το πέταλο στις πέτρες.
- Φίλος! απάντησε μια σουβλερή φωνή.
Είμαι ο ανθυπασπιστής Τζουμέρκας. Μήπως ξέρεις πού είναι καταυλισμένος ο
τέταρτος του 16ου; Έχω χάσει το μπούσουλα, βρε παιδί μου!
- Εσείς είστε, κ. Ανθυπασπιστά.; Μα
κι εμείς εδώ του τέταρτου είμαστε. Θέλετε να περάσετε;
- Έτσι; Τόσο το καλύτερο! Τόσο το
καλύτερο!
Κοιταχτήκαμε κατσουφιασμένοι.
- Ντυθείτε! Κουμπωθείτε! φώναξε
τρομαγμένος ο δεκανέας, και κείνοι που στέγνωσαν ακόμα στη φωτιά τα ρούχα τους
βιάστηκαν να τα φορέσουν όπως - όπως πάνω από τα σαλβάρια.
Τ’ άλογο προχώρησε, μπήκε μέσα στην
αυλή κι ο ανθυπασπιστής ξεπέζεψε και βόλεψε το ζο σ’ ένα υπόστεγο. Ύστερα
ακούσαμε τα σπιρούνια και τη σακαράκα του ν’ ανεβαίνουν και να βροντολογούνε
στα σκαλοπάτια σαν τα συμπράγκαλα των φαναράδων. Ο ανθυπασπιστής πρόβαλε στο
σκοτεινό άνοιγμα της πόρτας, φωτισμένος από τις λάμπες και τις φλόγες του
τζακιού. Μ’ έναν άσκημο μορφασμό μισόκλεινε στο φως τα μικρούτσικα μάτια του
που είχαν το ξεπλυμένο χρώμα του νερωμένου ούζου. Από τ’ αδιάβροχό του
κουρνέλιζαν νερά. Η ασήμαντη μύτη του έσταζε, κόκκινη και ογρή. Έτριψε τις
παλάμες, κοίταξε παντού μέσα στη σάλα κι έκανε γελαστός:
- Μπα; Μπα; Αμ’ εσείς εδώ είστε
περίφημα, μωρέ λεβέντες! Περίφημα!
Ο δεκανέας πήρε με ευλάβεια και
κρέμασε σ’ ένα καρφί το βρεγμένο αδιάβροχο. Ο ανθυπασπιστής ξεζώστηκε το σπαθί,
πλησίασε στη φωτιά, ζεστοκοπήθηκε κι ολοένα έτριβε τα χέρια.
- Καθίστε, είπε. Μη στενοχωριόσαστε
μπροστά μου. Έτσι, σαν στο σπίτι σας!
Οι φαντάροι γέλασαν, ευχαριστημένοι,
του ’καμαν τόπο να τον περιποιηθούν.
Η μια η κοπέλα σηκώθηκε και του
έφερε στο δίσκο ένα ποτήρι σερμπέτι και ένα μεγάλο κομμάτι χαλβά. Ο Τζουμέρκας
την κοίταξε από πάνω ως κάτω. Μέσα στα ματάκια του σπίθισε κακή φωτιά.
- Μπράβο! Μπράβο! Έτσι μάλιστα!
Σωστός κήπος του Αλλάχ. Και τα δυο αυτά ουρί, που σερβίρουν τους νικητάς, ε;
Περίφημα! Πε-ρί-φη-μα!
Χαμογελάσαμε «πειθαρχικά», ο
Μπασματζής πια ξεκαρδίστηκε. Το γέλιο του ήταν προσποιημένο, κάτι σαν κακάρισμα
της κότας που γεννάει τ’ αυγό της. Ο ανθυπασπιστής συνέχισε μασουλώντας:
- Αν ήτανε μάλιστα στο χέρι τους να
μας χύνανε στον αφαλό ετούτο το ζεματιστό βούτυρο που τσιγαρίζουν το χαλβά, θα
μας περιποιόντανε ακόμα πιο πρόθυμα. Πώς;
- Κα-κα-κα-κα, έκανε ο Μπασματζής
και έριξε μια θριαμβευτική ματιά στους συντρόφους. Και αν μπορούσαν να μας
βγάλουνε τα μάτια με το πιρούνι, θα μας τα τηγάνιζαν «αυγά - μάτια», κύριε
ανθυπασπιστά!
Κανένας δε γέλασε. Ο ανθυπασπιστής
έτρωγε με τα μάτια τις κοπέλες. Η ματιά του τρύπωνε παντού, σταματούσε παντού,
γεμάτη αδιαντροπιά και κακία.
Θα ήταν καμιά πενηνταριά χρονώ
άνθρωπος. Μόνιμος, αμόρφωτος, τελματωμένος εδώ και πολλά χρόνια σε τούτον τον
αμφίβιο βαθμό, που δεν είναι πια υπαξιωματικού και δεν είναι ακόμα αξιωματικού.
Παλιά καραβάνα της ειρηνικής στρατώνας, που δεν είχε ελπίδα ν’ ανέβει ούτε ως
το πρώτο αστέρι της επωμίδας του. Ζαρωμένο το σκαρί του, σκεβρωμένη ράχη, ψαρά,
ανάρια μαλλιά. Τα μάτια του πασπάτευαν τις κοπέλες επιδειχτικά. Είναι ματιές
χειρότερες από τις πιο βρόμικες αισχρολογίες. Ματιές, χειρονομίες.
Έβγαλε από τη χλαίνη ένα πακέτο
τσιγάρα. Όλοι γουρλώσαμε τα μάτια. Ήτανε πολλές μέρες που με τη γρήγορη
προέλαση αφήσαμε χιλιόμετρα πίσω τα κάρα του εφοδιασμού κολλημένα στη λάσπη. Ο
ανθυπασπιστής άναψε από το καρβουνιασμένο κουτσουράκι που του άπλωσε ο
δεκανέας. Φύσηξε μια μπουκιά καπνό, έκανε να ξαναβάλει το πακέτο στην τσέπη,
κατόπι μετάνιωσε και μας πρόσφερε από ένα τσιγάρο. Ήταν μεγάλος ο καημός μας
από την ατσιγαρία και το πήραμε με αληθινή ευγνωμοσύνη. Ήταν αυτό που έλειπε
για να συμπληρωθεί η ευτυχία μας. Ο Τζουμέρκας δεν σήκωνε τα μάτια από τις
κοπέλες.
- Κοίτα, μωρές παιδί μου, κομμάτια
και τα δυο τους! είπε σαν να μονολογούσε. Στράβωνε τα χείλη ξεφυσώντας τον
καπνό, δάγκωνε το ανάριο του μουστάκι. Κοίτα, μωρές παιδί μου!
Γύρισε ξαφνικά κατά μας. Είπε ζωηρά:
- Δεν τις βάζετε, μωρέ, να μας
χορέψουν και μια σταλιά να τις δούμε; Εγώ ακόμα ποτές μου δεν είδα αυτό που
λένε «χορό της κοιλιάς». Ε, δεν τις βάζετε να μας τον χορέψουν;
- Καλά λέει ο κ. ανθυπασπιστής,
φώναξε ο Μπασματζής. Να χορέψουν τα πουλάκια μου. Γιατί να μη χορέψουν;
- Να χορέψουν, είπαν και μερικοί από
τους συντρόφους δίχως να συλλογιστούν τι λένε.
Κοίταξα απελπισμένα τον Μύρωνα. Με
κοίταξε κι αυτός σφίγγοντας τις γροθιές μ’ αδύναμη λύσσα.
- Τα πεθαμένα του! μουρμούριξε μες
στα κλειδωμένα του δόντια.
Σηκώθηκα πάνω.
- Επιτρέψετε μου... τόλμησα να πω
παρακαλεστικά. Σας παρακαλώ πολύ, κ. ανθυπασπιστά. Μου φαίνεται πως δεν είναι
σωστά αυτά τα πράματα... Μου φαίνεται...
- Δε σου φαίνεται τίποτα, μικρούλη
μου, και κάτσε χάμου, μ’ έκοψε ο Τζουμέρκας. Μόνο ξέρεις τι λέω γω; Πως θα
’τανε καλύτερα να πας να γραφτείς αδελφή του ελέους και όχι εθελοντής!
Κάμποσοι γέλασαν εις βάρος μου
επιδειχτικά. Ο Μύρωνας μου ’σφιξε το χέρι. Ο Μπασματζής θριάμβευε. Πετάχτηκε
στη μέση με το ιδρωμένο του μουτράκι γεμάτος αδιαντροπιά.
- Εγώ να τις τραγουδήσω κ.
ανθυπασπιστά. Ξέρω γω το σκοπό για το χορό της κοιλιάς. Και θα τις βάλω να κάνουν
όλα τα τσαλίμια. Θα δείτε! Θα δείτε!
- Εμπρός λοιπόν, τι κάθεσαι; Ξήγα
τις, λεβέντη μου! Ο δεκανέας γελούσε υποχρεωτικά με κείνο το εξευτελιστικό ύφος
που παίρνει στο στρατό ο κατώτερος βαθμοφόρος σαν καταδεχτεί να κάνει χωρατάδες
μαζί του ένας ανώτερος. Ο Κωνσταντινοπολίτης είπε κι άνοιξαν τόπο στη μέση της
σάλας. Όλοι κάθισαν ένα γύρω, σκουντιότανε με τον αγκώνα και περίμεναν. Ο
Μπασματζής φόρεσε πάλι το σαρίκι του στο κεφάλι, πήρε στο χέρι ένα δίσκο για
ντέφι και τονε βάρεσε ρυθμικά με τα δάχτυλα. Τεμ τεπετέμ, τεμ - τεπετέμ. Κατόπι
πλησίασε τις κοπέλες, χτύπησε χαϊδευτικά με την απαλάμη στον ώμο τους και τις
είπε στη γλώσσα τους κοιτάζοντάς τις επίμονα στα μάτια:
- Χάιντε, γιαβρούμ, μπουγιούρουνουζ!
Θα σας τραγουδήσω ένα «τσιφτέ τελί» μερακλαντάν, να χορέψετε. Ακούτε; Θα
χο-ρέ-ψε-τε. Ο ζαμπίτης προστάζει. Χάιντε, κουζούμ.
Ο γέρος άφησε το βιβλίο να πέσει από
τα χέρια. Σηκώθηκε πάνω χλωμός, σαστισμένος, με τα μπράτσα ανοιχτά. Τα κορίτσια
στριμώχτηκαν το ένα μέσα στην αγκαλιά τ’ αλλουνού. Σπαρταρούσαν σαν τα ψάρια κι
έτρεμε το σαγόνι τους. Ο γέρος μπήκε μπροστά τους.
- Αμάν, ζαμπίτ’ εφέντη! Έλεος! Κάντε
έλεος για τα παιδιά μου!
- Δέστε τον αυτόν τον τράγο, τι τον
φυλάτε; διάταξε άγρια ο ανθυπασπιστής. Δεν αφήνουν ποτέ λυτούς αυτούς τους
λύκους!
Τράβηξε ένα χαστούκι στ’ άσπρα γένια
του γέρου.
- Καλά λέει ο κ. ανθυπασπιστής,
είπαν μερικοί. Σαν ν’ απορούσανε πώς έγινε και δεν το σκέφτηκαν ως τώρα.
Τον έδεσαν και τον έσπρωξαν σε μια
γωνιά. Ζάρωσε τρέμοντας κι έπνιγε τ’ αναφιλητά σ’ ένα προσκεφάλι. Ο εθελοντής
απ’ την Πόλη πήγε από πάνω κι ακούμπησε τη μύτη της ξιφολόγχης στη μέση της
ράχης του. Τα κορίτσια πάτησαν μια φωνή κι έκρυψαν το πρόσωπο στα χέρια.
- Λυπηθείτε μας! παρακάλεσαν
κλαίγοντας.
Ο Μπασματζής χαμογέλασε.
- Μη φοβάστε πουλάκια μου, τους
είπε. Ο γέρος δε θα πάθει τίποτα, φτάνει εσείς να μας χορέψετε καλά το χαβά που
θα σας τραγουδήσω. Θα τον χορέψετε όμως σωστά. Μερακλίδικα. Με ούλα του τα
τσαλίμια. Τον ξέρω καλά εγώ αυτόν το χορό. Αν δω και τον μασκαρεύετε, ε, όλο
τούτο το σίδερο που βλέπετε θα το χώσω στη ραχοκοκαλιά το γέρου. Όμως ξέρω πως
είστε καλά κοριτσάκια και τον αγαπάτε το γέρο πατέρα σας. Έτσι; Άιντε
μπακαλούμ!
- Αμάν, εφέντη! Θα χορέψουμε. Αφήστε
τον πατέρα...
- Έτσι μπράβο. Βγάλτε τώρα αυτές τις
χοντρές μπαμπακωτές, που σας κάνουν σαν αρκούδες. Άιντε, πουλάκια μου!
Τα χοντρά πανωφόρια πετάχτηκαν και
τα κορίτσια απόμειναν μόνο με μια λεπτή μπλούζα και τα μακριά σαλβάρια τους από
κόκκινο μεταξωτό. Οι φαντάροι άφησαν ένα ψιθύρισμα απ’ τη θάμαξη που τους
έκαμε η φρέσκη ομορφιά της νιότης τους.
Ο Μπασματζής ικανοποιημένος, έκατσε
διπλοπόδι, άφησε το όπλο χάμω και ξαναπήρε το δίσκο. Άρχισε τότε να τραγουδά με
ψιλή, λυγερή φωνή, μια πραγματικά ωραία φωνή, Έναν παράξενον ανατολίτικο σκοπό,
χτυπώντας με τα δάχτυλα ρυθμικά στο χάλκωμα.
Ο ρυθμός κυλούσε πότε γοργός,
βιαστικός, με μικρές συγκοπές, πότε πάλι σερνόταν μαλακός, λαγγεμένος. Και ο
χορός άρχισε. Ήταν όλο μικρά - μικρά βήματα. Οι γυμνές φτέρνες λες δεν ξεκολνούσαν
από το χαλί. Τα πόδια σιγογλιστρούσαν ενωμένα, κολλητά το ’να με τ’ άλλο. Μα
κυρίως δεν χόρευαν με τα πόδια. Το κορμί τους χόρευε. Με όλα του τα μέλη, με
όλους τους μυώνες, με κάθε στρογγυλάδα και με κάθε άρθρωση. Χόρευαν με το
κεφάλι, με το λαιμό, με τα γόνατα, με τα μεριά. Χόρευαν, κι αν χόρευαν, με
κείνα τα στήθη τους τ’ αμάλαγα. Έτρεμαν σαν τα ρόδια στη ροδιά, σάλευαν σαν
φυλακισμένα περιστέρια που τσιμπολογούν ν’ ανοίξουνε τόπο να φτερουγίσουν. Οι
μυώνες της κοιλιάς, οι μυώνες των χυτών μεριών σάλευαν με κυματιστή
περιστροφική κίνηση που τα έκαμε να ταράζονται από μια ρυθμική τρικυμία, και
πάλι να γαληνεύει το πάθος τους. Προκαλούσαν και λαχάνιαζαν, σφίγγονταν και
πάλι χαλάρωναν ράθυμα. Ένιωθες κάτω από το κόκκινο σαλβάρι τη νεανική κοιλιά
ζωντανή, εκφραστική σαν ένα πρόσωπο. Η σάρκα μόρφαζε με το σπασμό της ηδονής.
Προσφερόταν και πάλι αποτραβιόταν, ανακυκλωνόταν και σπαρταρούσε με γοητευτικά
καμπυλώματα και διψασμένες κοιλότητες. Χόρευαν τα μπράτσα. Τα φαρδιά μανίκια
πέσαν ως τον ώμο, γδύσανε τα ισκιωμένα λακκούδια της μασκάλης όπου ίδρωνε το
χρυσό χνούδι. Ήταν τέσσερις ολόλευκοι κύκνοι, λύγιζαν αβρά τους χιονάτους
λαιμούς μέσα στον αέρα, ψάχνοντας να συλλάβουν τον ηδονικό ρυθμό, τόνε
τσιμπούσαν με τα ράμφη τους, βαμμένα κόκκινα με κινά. Κατόπι οι αγκώνες
στρογγύλευαν λίγο λίγο, ώσπου τα δάχτυλα ανταμώνονταν πάνω από το κεφάλι,
έσμιγαν ανάλαφρα και κροτάλιζαν σαν καστανιέτες. Έμοιαζαν τότες οι κοπέλες σαν
να περνούσαν κάτω από τοξωτές γιρλάντες από γιασεμιά. Και χαμηλά οι γοφοί
εκολπώνονταν μ’ ένα ράθυμον κυματισμό, σαν τη θάλασσα που βαθιανασαίνει ύστερα
από την κούραση μεγάλης τρικυμίας.
Ο εθελοντής από την Πόλη γλίστρησε
τότες ανεπαίσθητα σ’ έναν τεμπέλικο μουσικόν καημό, σ’ έναν ατέλειωτο, ξεσυρτόν
ερωτικό λυγμό. Η φωνή του, γλυκιά, χαδιάρα, έτρεμε σαν το γαλάζιο νήμα του
καπνού, που λυγιέται και χαϊδολογιέται λιανοτρέμουλο μέσα στον ακίνητον αέρα.
Μια πιπεράτη λιγωμάρα απλωνόταν, αψιά σαν την καραμέλα της κανέλλας πάνω στη
γλώσσα. Άρχιζε έτσι μια καινούργια φάση, ένα τσαλίμι του χορού. Μαζί με το
τραγούδι του Μπασματζή, γλυκά σαν κι αυτό, απαλά σαν κι αυτό, άρχισαν να λυγάνε
προς τα πίσω τα δυο ωραία κεφάλια, κατόπι ο αβρός λαιμός, κατόπι τα ζωντανά
στήθια, κατόπι τη λιγνή μέση που καμπύλωνε ολοένα το ελαστικό τόξο του κορμιού.
Κι αυτό, ενώ όλα τα μέλη δεν έπαυαν να λαγγεύουνται, να πάλλουνται, να τρέμουν
και να καλούν, γεμάτα θηλυκάδα το καθένα ξεχωριστά και όλα μαζί. Ώσπου στο
τέλος τα βαμμένα με κινά ακροδάχτυλα ακούμπησαν κάποτες ανάλαφρα πάνω στα
μελίγγια, κρατώντας σαν εξαίσιες υδρίες τα ξανθά κεφάλια που πισώγερναν. Ήτανε
δυο τεράστια κρίνα, που λύγιζαν κουρασμένα από τη δόξα τους πάνω στα ψηλά
κοτσάνια, με τους κάλυκες ανοιχτούς. Τότες, σαν να περίμεναν αυτό το μήνυμα,
ενώ τα κορμιά έμειναν ακίνητα, οι όρθιοι κόρφοι τους άρχισαν να τρεμουλιάζουν,
και να τρεμουλιάζουν, μόνο αυτοί πάνω σ’ όλο το σώμα, παραδομένοι σ’ ένα
αδάμαστο ρίγος ερωτικού πυρετού. Ξαφνικά λύθηκαν από το βάρος τους τα μαλλιά
της μιας κοπέλας, χύθηκαν ως κάτου στο χαλί, καταρράχτης πηχτό μέλι. Κατόπι
λύθηκαν και της αλληνής. Μαζί έπεφταν ακόμα χρυσά κουκουτσάκια από το σιτάρι
που είχανε τρυπώσει εκεί όσο ήταν χωμένες στην αποθήκη. Ήταν ολόγυμνα,
ολοζώντανα μαλλιά, απαλά και άφθονα, χρυσοκόκκινα από τις ανταύγειες της
φωτιάς.
Γύρισα και κοίταξα τους συντρόφους.
Σαν κι εμένα ήταν κι αυτοί παραδομένοι στο καταπληχτικό θέαμα. Κοίταζαν
αλαλιασμένοι, με το στόμα μισάνοιχτο. Τ’ αντρίκια στήθια ανεβοκατέβαιναν
λαχανιασμένα, οι ράχες καμπούριαζαν, τεντωμένα τόξα. Τα φτερούγια της μύτης
έπαιζαν βιαστικά, σαν του πεινασμένου αγριμιού που οσμίζεται το κυνήγι. Ένας
τραγικός σπασμός τεζάριζε, κρατούσε μισάνοιχτα, στεγνά τα χείλη, και στα μέτωπα
άνθιζε σε κόμπους ο ιδρώτας.
Τρόμαξα με τις παραμορφωμένες
φυσιογνωμίες, που είχαν κάνει αγνώριστα τα νεανικά πρόσωπά τους. Ήταν σαν να
αντίκριζα τους συντρόφους μου για πρώτη φορά. Έφριξα σαν συλλογίστηκα πως κι
εγώ θα ’χα τόσην ώρα αυτή την κολασμένη μάσκα στο πρόσωπο. Άπλωσα να πιάσω το
χέρι του Μύρωνα, να τον ρωτήσω τι πρέπει να κάνουμε. Να με στηρίξει όπως πάντα
και να μ’ εγκαρδιώσει με την καθαρή και δυνατή παρουσία του. Ένιωθα χαμένη την
αγνότητά μου, εξουθενωμένα τα ιδανικά μου. Ήθελα να χτυπήσω ή να δραπετεύσω,
ήθελα να κλάψω. Αλίμονο. Ο Κρητικός φίλος μου δεν ήτανε πια κοντά μου. Μια
βαθιά λύπη μου κέντησε ως την καρδιά, ένα πείσμα ενάντια στον Μύρωνα που μ’
εγκατέλειψε, λιποτάχτησε έτσι άναντρα σ’ αυτή την κρισίμη, τη δύσκολη ώρα.
Ο ανθυπασπιστής Τζουμέρκας έσφιγγε
νευρικά τα γόνατα το ’να με τ’ άλλο, καμπούριαζε ολοένα πιο πολύ. Τα μικρά του
μάτια ήταν θολά σαν του μεθυσμένου. Έβλεπα το ξεπεταγμένο καρύδι στον ζαρωμένο
λαιμό του ν’ ανεβοκατεβαίνει κάτω από το σαγόνι, μια απάνω, μια κάτω, σαν
μπουκιά που όλο ξεροκατάπινε να την κατεβάσει και όλο ανέβαινε να την ξεράσει,
χωρίς να μπορεί ούτε το ένα ούτε τ’ άλλο. Οι παλάμες του, χωμένες στις τσέπες
της κιλότας, ανοιγόκλειναν νευρικά. Ξαφνικά πετάχτηκε ολόρθος. Τ’ αδύνατα μεριά
του τρέμανε λαφριά. Είχε στο μούτρο του έναν άσκημο μορφασμό που πάσχιζε να
γίνει χαμόγελο. Χύθηκε κι άρπαξε τη μια κοπέλα από τη μέση.
- Χε - χε - χε, έλα δω εσύ, κουζούμ!
Την άλλη σας την αφήνω εσάς, λεβέντες μου, είπε χειρονομώντας κατά τη μεριά μας
με τ’ άλλο χέρι. Γλεντήστε τις, μωρέ, τις σκύλες! Αυτοί ατίμασαν τ’ αγόρια μας
πριν τα ξεκοιλιάσουν κι εμείς δα θ’ αφήσουμε τέτοια τυχερά; Βουτάτε την, μωρέ,
που στέκεστε και χάσκετε!
Έσερνε την κοπέλα που τσίριζε,
χτυπιόταν και πολεμούσε να τρέξει κοντά στην άλλη που σπάραζε στα χέρια του
Μπασματζή.
Ο γέρος χτυπούσε το κεφάλι στον
τοίχο. Βογκούσε σιγά σιγά.
- Σκοτώστε με... Σκοτώστε με...
Σκοτώστε με.
Οι άλλοι δυο αιχμάλωτοι κάνανε μια
στιγμή σαν να σάλεψαν, κει που κείτονταν δεμένοι. Ο φαντάρος που φύλαγε το
νούμερό του στη φρούρησή τους, τους κέντρισε λίγο στο μερί με τη μύτη της
ξιφολόγχης και λούφαξαν. Για μια στιγμή πέρασε από το νου μου σ’ ένα αστραπιαίο
ξετύλιγμα μια σειρά από εικόνες. Ν’ αρπάξω το ντουφέκι να τ’ αδειάσω πάνω στον
ανθυπασπιστή. Ύστερα η καταδίκη. Εγώ μπροστά στο εχτελιστικό απόσπασμα. Και
μακριά, στο νησί, τη μητέρα που παίρνει την είδηση. Ένιωθα άναντρος...
άναντρος... Και μέσα στην ίδια στιγμή του ιλίγγου μου μια κραυγή. Ανέβηκε
ξαφνικά από κάτω, από το φρουρό της πόρτας.
- Προοοσχή ! Ο κ. λοχαγός!
Όλοι κοκάλωσαν στη θέση τους όρθιοι.
Πολλά βήματα μαζεμένα βιαστικά στη σκάλα. Και ύστερα ο λοχαγός μας, ένας
Ρουμελιώτης ψηλός μέσα στο αδιάβροχό του, με την κουκούλα πάνω στο πηλήκιο. Το
ασκητικό πρόσωπο, όλο γωνιές. Οι ξανθές μουστάκες του, κίτρινες από το πολύ
κάπνισμα, που τις αγαπούσαμε όταν τις έστριβε με ολόκληρη τη φούχτα, το
ασημένιο καμουτσί του που βίτσιζε τις μπότες. Η βαριά, αγαθή φωνή του.
- Τι κάνετε, ουρέ, ιδώ;
Ο ανθυπασπιστής Τζουμέρκας, κλαρίνο,
έδινε αναφορά. Πως «επιάσαμε » αυτούς τους αιχμαλώτους κρυμμένους στα σιτάρια.
Ο λοχαγός διάταξε « ανάπαυσις»,
Χτυπούσε ολοένα το καμουτσί στις μπότες. Είχε γίνει απόλυτη σιωπή.
- Γιατί, ανθυπασπιστά, δε στείλατε
τις κοπέλες στο τζαμί;
- Λέγαμε... λέγαμε, κ. λοχαγέ, να
τις πάμε το πρωί...
Ο λοχαγός τον κοίταζε στηλά.
- Καλά. Αύριο στην αναφορά γι’ αυτό.
Γύρισε κατόπι στους άντρες της
περιπόλου που περίμεναν έξω στο διάδρομο.
- Πάρτε τα κουρίτσια απού δω κι
δρόμου! Εσείς, ανθυπασπιστά, να με ακολουθήσετε.
Ο Τζουμέρκας – χραπ - τα
τακούνια και το χέρι στο πηλήκιο.
- Αμέσως, κ. λοχαγέ. Στας διαταγάς
σας!
Ξηγήσαμε στις κοπέλες πως θα
περάσουν τη νύχτα με τις άλλες γυναίκες στο τζαμί, και το πρωί θα ’ναι
ελεύθερες. Ντύθηκαν και έφυγαν με τους άντρες της περιπόλου. Ακούσαμε τα βήματά
τους να κατεβαίνουν, να ξεμακραίνουν, να σβήνουν.
Τότε μονάχα πήρε το μάτι μου τον
Μύρωνα, που είχε έρθει μαζί με την περίπολο και μόλις τώρα έμπαινε στη σάλα. Το
γιγάντιο κορμί του γιόμισε το πλαίσιο της πόρτας. Κατάλαβα. Έσφιξα τη χερούκλα
του στις δυο μου παλάμες, δίχως να μπορώ να του μιλήσω. Σαν να μη με πρόσεξε,
είχε τα μάτια στον εθελοντή από την Πόλη. Σίμωσε προς το μέρος του, στάθηκε
μπροστά του και τον κοίταζε. Κατόπι ξαφνικά τον έσφιξε από το γιακά με το ’να,
τον ανεσήκωσε σχεδόν μετέωρο, και με το άλλο του άστραψε δυο χαστούκια που
στράβωσε τη μούρη του. Μια δεξιά, μια ζερβά.
- Ρουφιάνε!
Πολύ πρωί, πάνω στα γλυκοχαράματα,
βάρεσε συναγερμό από τον λασπερό χαμόλοφο του χωριού. Εκεί πλάι ήταν ένα χωράφι
γεμάτο κοντοκομμένα καλάμια από καλαμποκιές που σάπιζαν. Πάνω σε κείνον το λόφο
έγινε η σύναξη του Λόχου. Μέσα στο χωράφι φέρανε τους χωριάτες που βρέθηκαν
κρυμμένοι. Ο καιρός ήταν ο ίδιος. Μια μέρα ακόμα ξημέρωνε πολύ αργά, μια μέρα
μουχλιασμένη με ουρανόν μολυβή που ολοένα έσταζε. Χώρισαν τις ενωμοτίες και σε
κάθε μια παράδωσαν πέντ’ έξι για ντουφέκισμα. Αντίκρυ στη δικιά μας, ανάμεσα
στους άλλους ξεχώρισα το ψηλό σουλούπι του γέρου. Σαν παραταχτήκαμε αντίκρυ
στην ομάδα του τον είδα από κοντά. Είχε χαμηλωμένα τα μάτια, τα χείλη του
ολοένα ψιθύριζαν προσευχές. Τα μεταξωτά του γένια ανέμιζαν ανάλαφρα από τον
αέρα, σκόρπια στο στήθος του. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, δε φανταζόμουν πως
θα τον είχαν κι αυτόν για εχτέλεση. Δοκίμασα να παρακαλέσω το διμοιρίτη μου να
με στείλει σε άλλο απόσπασμα. «Στη θέση σου!» μου έκοψε τη φράση πριν τελειώσω.
Μπήκα στη θέση μου και παρακαλούσα το Θεό να μη σηκώσει τα μάτια του από χάμου
ο γέρος. Σκέφτηκα ξαφνικά πως το πιο μεγάλο καλό που θα μπορούσα να του κάνω
ήταν να του δώσω έναν θάνατο στιγμιαίο, να μην τόνε δω να τυραγνιέται, σαν
μερικούς που σπάραζαν χάμου σαν τα βουβάλια και χτυπούσαν τις παλάμες στη λάσπη
ώσπου να παραδώσουν. Είχαμε κάτι θαυμάσια όπλα τότες, Μάνλιχερ - Σενάουερ η
μάρκα τους, αυστριακής κατασκευής. Ήταν κομψά ντουφέκια, ανάλαφρα και ευθύβολα.
Τόνε σημάδεψα στο κούτελο, ανάμεσα στα ολόασπρα φρύδια. «Θε μου, ας μη σηκώσει
τα μάτια του απάνω μου!» παρακαλιόμουνα και χτυπούσε η καρδιά μου, να τελειώσει
τούτο το μαρτύριο. Όμως μια στιγμή πριν δώσει το παράγγελμα ο αξιωματικός, ο
γέρος σήκωσε σιγά - σιγά το σαγόνι και άνοιξε ίσια καταπάνω μου τα γαλάζια
μάτια του. Με κοίταξε στηλά, δίχως να σταματήσει να προσεύχεται. Ένιωσε θαρρείς
την οπτική σκοπευτική μου γραμμή ν’ ακουμπάει σαν κάτι στέρεο στο μέτωπό του
και να τον αγγίζει. «Πυρ!» διάταξε ο διμοιρίτης. Τράβηξα τη σκανδάλη και
σωριάστηκε σαν αστραποκαμένος στη λάσπη. Μια ψιλή κόκκινη κορδέλα κίνησε από το
μέτωπο, κατέβηκε μέσ’ από το μάτι στο μάγουλο και έσταξε στα χιόνια της
γενειάδας.
Σαν τέλειωσαν οι εχτελέσεις
ανοίχτηκε το Τζαμί να βγουν τα μαντρισμένα γυναικόπαιδα. Σ’ αυτό το αναμεταξύ
μια ομάδα από την πρώτη διμοιρία βάλθηκε να καίγει το καταραμένο χωριό. Οι
φαντάροι τρέχανε με γκαζοτενεκέδες, περεχούσαν πετρέλαιο τα σπίτια και τις
αποθήκες. Ο ουρανός, αντίς να φωτίσει περισσότερο όσο προχωρούσε η μέρα,
χαμήλωνε ολοένα πιο λερός, γκαστρωμένος βροχή. Ο αγέρας έμπαινε στα φλεμόνια,
πηχτός από την αντάρα που σερνότανε στο λόφο και βόσκιζε τα σκοτεινά κοπάδια
της στο βρεγμένο έδαφος. Μαζί με την αντάρα έσμιξε τη θολούρα του και ο καπνός
από τα σπίτια που καίγουνταν. Μαυροκόκκινες φωτιές τινάζαν ορμητικά τις
ευκίνητες γλώσσες τους από τα παράθυρα και τα ξυλένια σαχνισίνια, και πάλι
τραβιούντανε μέσα. Κατόπι κυρίευαν ολόκληρο το σπίτι, πηδούσανε στη στέγη με
μεγάλες δρασκελιές, ανέμιζαν τις ξεσχισμένες νικήτριες παντιέρες τους στα
καφασωτά, στις καμινάδες. Κάτι πελώρια βουβάλια ξεφρένιασαν από την τρομάρα της
φωτιάς, χίμηξαν σαν τρελά με άγριο ποδοκόπι και πήραν τ’ ανάπλαγα. Σάλπισε
συσσίτιο. Μας μοίραζαν στις καραβάνες βραστό τσάι, όταν ακούστηκε μια σύμμιχτη
βουή από γυναίκειες τσιριξιές που ολοένα ανέβαιναν από το χωριό. Ήταν οι
γυναίκες και τα παιδιά που ξεχύθηκαν από το τζαμί μόλις τις ξαπολύκανε, έτρεχαν
να γνωρίσουν τους νεκρούς των. Ούρλιαζαν όλες μαζί σαν πληγωμένα ζα και
πιλαλούσαν προς τα πτώματα, ξεστηθωμένες, ξέσκεπες, με τα μαλλιά να δέρνονται
στον αέρα, άγριες μαινάδες. Το πρωινό ρόφημα δεν κατέβαινε στο λαρύγγι μου.
Ξαφνικά μια ιδέα με χτύπησε σαν καμουτσί. Άδειασα την καραβάνα χάμου, άρπαξα το
χέρι του Μύρωνα.
- Τον παραλυτικό! φώναξα. Ξεχάσαμε
κείνον τον παραλυτικό!
Πετάχτηκε κι ο Μύρωνας και βαλθήκαμε
να τρέχουμε πίσω προς το σπίτι που ξενυχτερέψαμε. Η φωτιά το είχε τυλίξει, το
μασούσε, κι ακούγαμε τον ξερόν τριγμό από το μάσημά της. Πηδήξαμε από το πίσω
μέρος της αυλής, εκεί που ήταν το μικρό δωμάτιο το άρρωστου. Από την είσοδο
ήταν αδύνατο να περάσει κανείς μέσα. Ένα παραπέτασμα από φωτιά έκλεινε την
πόρτα, ακούγαμε τα δοκάρια που έτριζαν, κατόπι υποχωρούσαν, γκρεμίζονταν με
χλαπαταγή, συνεπαίρνοντας και το πάτωμα. Σταθήκαμε κάτω από το παράθυρο του
παράλυτου. Ο άρρωστος ήταν πάντα εκεί, πίσω από το τζάμι του. Ο διακαμός του
ξεχώριζε ακίνητος μέσα στην κόκκινην αντιφεγγιά. Η φωτιά είχε προχωρέσει μέσα
στο δωμάτιο, βλέπαμε πια τις φλόγες που άπλωναν την πύρινη αυλαία τους στο
βάθος. Ο παραλυτικός ήταν εκεί ασάλευτος, μαρμαρωμένος μέσα στο ζωντανό σαρκίο
του, δίχως να μπορεί να γυρίσει το κεφάλι προς τις φλόγες που τονε σίμωναν από
πίσω, τον έζωναν. Το πρόσωπό του θα είχε πάντα κείνη τη φοβερή ακινησία του
κερένιου αγάλματος και ήξερα πως μέσα σ’ αυτό το νεκρό πρόσωπο ζούσαν και
στριφογύριζαν οι βολβοί, όπως σε κείνο το ρολόι του Χρόνου. Όλη η ψυχή του ήταν
μέσα στις μαύρες κόρες που έπαιζαν εναγώνια. Τράβηξα το φίλο μου από το χέρι.
- Πάμε, είπα, δε βαστώ να ιδώ ακόμα
κι αυτό.
Ο αέρας, πηχτός, βρόμαγε καμένο
σανίδι, πανί και καπνό από βρεγμένο άχερο. Δυσκόλευε την ανάσα.
Η σάλπιγγα ξαναβαρούσε από το λόφο.
Τρέχαμε, και πίσω μας έτρεχαν οι φλόγες από ταβάνι σε ταβάνι, από παράθυρο σε
παράθυρο, ξετρελαμένες χορεύτριες. Σφύριζαν μέσ’ από τις καμινάδες και
πηδούσαν, φτερωτά δαιμόνια. Τα αγροτικά αρχοντόσπιτα γκρεμιζόντανε σαν μεγάλα
ειρηνικά ζα, που σωριάζουνται χτυπημένα στα γόνατα. Ο λόχος μπήκε σε πορεία.
Αφήναμε πίσω το καταραμένο χωριό, το εφιαλτικό σπίτι, τα πτώματα και το σύθρηνο
των γυναικών. Μέσ’ από ’να μαύρο σύννεφο, που δεν ξεχώριζες αν ήταν αντάρα ή
καπνός, άνθισε, άνοιξε ξαφνικά τα ζωντανά πέταλά του, ψηλά, μέσα στον ουρανό,
ένα τεράστιο κόκκινο τριαντάφυλλο. Ήταν ένας μιναρές, που άναβε από μέσα ο
στρογγυλός πύργος του δίχως να φαίνεται, και σαν ανέβηκε η φλόγα στην κορυφή,
εκεί στον περιφερικόν εξώστη που βγαίνει ο μουεζίνης, βρήκε τα πολλά
παραθυράκια και τίναξε από εκεί τις κόκκινες γλώσσες της. Ήταν ένας γιγάντιος
πυρσός που τον κρατούσε μεσούρανα ο Άγγελος του πολέμου. Η φάλαγγα προχωρούσε
κι εγώ γύριζα κάθε τόσο το κεφάλι πίσω, γοητευμένος από το ακατανόητο σύμβολό
του, να ξαναϊδώ αυτό το τρομερό λουλούδι της φωτιάς, που κοκκίνιζε μετέωρο,
κρεμασμένο ανάμεσα γης και ουρανό, και σάλευε τα ζωντανά, τερατώδικα πέταλά
του.
Διάβηκαν από τότες πολλά
χρόνια. Και διαβαίνουν ολοένα. Ξανάειδα πολλές φορές τον πόλεμο στις πιο
θαυμαστές και τις πιο άσκημες μορφές του. Μέσα στη μνήμη μου ζουν, κινιούνται,
μιλούν και τραγουδούν ένα πλήθος πρόσωπα, ζωντανοί και νεκροί, που υφάνθηκαν
μέσα στο μακρύ πανί της ζωής μου, στημόνι με υφάδι. Είναι δικοί και ξένοι,
φίλοι κι οχτροί, καλοί και κακοί, όμορφοι και άσκημοι, μικροί και μεγάλοι.
Είναι αδιάσπαστα μπλεγμένη η ύπαρξή μου μαζί τους, και πολλές φορές έχω την
αίσθηση πως όλη η δικαίωσή τους είναι αυτό: που συνεχίζουν τη μυστική ζωή τους
γαντζωμένοι στα παραθυράκια της μνήμης μου. Μόνο μαζί μου θα πεθάνουν
τελειωτικά. Τι πολύς κόσμος που θα πεθάνει μαζί μου! Και σαν θα λείψω κι εγώ με
τη σειρά μου από τη ζωή, ξέρω πως δε θα παραδώσω στη μνήμη κείνων που μ’
αγαπούν και κείνων που με μισούν παρά μονάχα τη δική μου προσωπικότητα,
ξεγυμνωμένη απ’ όλον αυτόν τον θαυμάσιο και πολύχρωμο λαό που την κατοικεί.
Αυτός είναι ο λόγος που με κάνει να
σκεδιάζω κάπου κάπου με τον έντεχνο λόγο μερικές απ’ αυτές τις μορφές που
έχω θησαυρισμένες μέσα μου. Πολλές απ’ αυτές έρχουνται και με ξαναβρίσκουν
καμιά φορά στα όνειρά μου. Περιδιαβάζω μαζί τους με ευχαρίστηση ή με θλίψη σε
άγνωστα τοπία, τους αναγνωρίζω ακόμα και όσες φορές μου παρουσιάζονται με
αλλαγμένο πρόσωπο, πιο νέοι, πιο απίθανοι, πιο αινιγματικοί, σαν να βλέπω τις
φυσιογνωμίες τους καθρεφτισμένες μέσα σε ταραγμένο νερό. Το πρωί λιώνουν με το
ξύπνημά μου οι σκιές τους, γυρίζουν πίσω και βυθίζουνται πάλι στα νερά της
μνήμης μου. Μερικοί μου αφήνουν τα περιστατικά της ονειρικής συντυχιάς μας και
σαν ξυπνήσω. Ξαναπλάθω με ανοιχτά μάτια τα όνειρα προσεχτικά, λεπτομερειακά,
και τα χαίρουμαι σαν ένα πολλαπλασίασμα της ζωής μου. Γιατί την αγαπώ με πάθος
τη ζωή, την εχτιμώ όλες τις ώρες και μ’ όλες τις μορφές της και ξέρω πόσο
ανεχτίμητο χάρισμα είναι τούτο που μου δόθηκε από το χέρι του Θεού. Άλλοι πάλι
φεύγουν και μ’ αφήνουν μόλις ξυπνήσω. Όσο και να τους καλώ δε μου ξαναγυρίζουν.
Τότες μου μένει μόνο η αίσθηση από το πέρασμα του ονείρου. Πότε ένα υπόλοιπο
χαράς, θλίψης ή ανησυχίας, πότε ακόμα κάτι πιο λίγο. Πιο λίγο από τον ίσκιο του
γλάρου που περνά μια στιγμή πάνω από το ρευστό πρόσωπο της θάλασσας, χωρίς να
προφτάσουμε να δούμε το πουλί.
Όμως ανάμεσα σε όλα τα θησαυρίσματα
της ζωής μου, υπάρχει ένα που δεν το χλόμιασε ο καιρός. Όχι μονάχα αυτό, μα και
όσο μου το ξεμακραίνουν τα χρόνια τόσο πιο έντονο το νιώθω μέσα μου. Είναι μια
ήρεμη γαλάζια ματιά από έναν γέρο, ωραίο σαν τους προφήτες της Γραφής, που ήρθε
και θρονιάστηκε μέσα στην ψυχή μου μια στιγμή πριν τόνε ντουφεκίσω. Μια
ειρηνική γαλάζια ματιά που την κρατώ αθάνατη. Ζει και υπάρχει μέσα μου, στο
αίμα μου. Κυκλοφορεί με το αίμα μου. Πότε σαν ευλογία και πότε σαν μόλεμα, σαν
αρρώστια που με μπόλιασε. Ξέρω πως μόνο μαζί με την ψυχή μου θα χαθεί αυτή η
ματιά. Γι’ αυτό θέλω να την περισώσω όσο είναι καιρός.
|
ΠΗΓΗ: Νίκος Σαραντάκος
Στράτη
Μυριβήλη, Το κόκκινο βιβλίο
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου