Αφιέρωμα στην Οκτωβριανή Επανάσταση: Οι Έλληνες



Οι Έλληνες στην Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση

(Α' μέρος: Προεπαναστατική περίοδος)

Κατά κανόνα, όταν συναντάμε αναφορές για τους Έλληνες της προεπαναστατικής Ρωσίας στην αστική ιστοριογραφία, αυτές περιορίζονται σε μια μειοψηφία εμπόρων, εφοπλιστών, βιομηχάνων και τραπεζιτών, που ανέπτυξαν ιδιαίτερη δυναμική, πλούτο και επιρροή έως και τις αρχές του 20ού αιώνα. Στις παραπάνω - ως επί το πλείστον ωραιοποιημένες - αναφορές, βεβαίως, δεν χωρούν οι «αφανείς» άνθρωποι του μόχθου ή οι σκληρές συνθήκες εκμετάλλευσής τους. Οι βαθύτατες ταξικές αντιθέσεις μεταξύ αστών και προλετάριων χαρακτήρισαν τις ελληνικές κοινότητες της ρωσικής αυτοκρατορίας. Καθώς δε τα γεγονότα εξελίσσονταν προς την Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση, οι αντιθέσεις αυτές θα έπαιζαν καθοριστικό ρόλο ως προς τη στάση των μεν και των δε απέναντι στην Επανάσταση.

Αστοί και προλετάριοι
«Οι Έλληνες», αναφέρει ο Ε. Παυλίδης (μέλος ενός εκ των μεγαλύτερων εμπορικών οίκων και αντιπρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας της Οδησσού το 1917), «υπήρξαν μεταξύ των πρώτων βιομηχάνων εν Ρωσία (...) Έλληνες ευρίσκοντο εις την πρώτην γραμμήν της Αρχηγίας του Ρωσικού Στρατού και των Οικονομικών Υπηρεσιών. Έλληνες κατείχον το προνόμιον της εκμεταλλεύσεως των περιωνύμων μεταλλείων αργύρου του Καυκάσου μέχρι και της εποχής του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Εις δε την περιφέρειαν Τσιατούρας - Πότι Έλληνες ως επί το πλείον κατείχον και εξεμεταλλεύοντο τα μεταλλεία μαγγανίου (...) Μέχρι των αρχών του παρελθόντος αιώνος κανείς δεν ετόλμα να διαμφισβητήση από τους Έλληνας της Νοτίου ιδία Ρωσίας τα πρωτεία εις το εμπόριον και την οικονομικήν κίνησιν».

Αυτοί όμως δεν αποτελούσαν παρά μια χούφτα μεταξύ των Ελλήνων της Ρωσίας. Σύμφωνα με τις επίσημες απογραφές του τσαρικού κράτους, οι ελληνικοί πληθυσμοί στα τέλη του 19ου αιώνα ανέρχονταν σε 207.536 (αριθμός που αυξήθηκε την περίοδο του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, κυρίως λόγω των προσφυγικών ροών από τον Πόντο). Οι περισσότεροι εξ αυτών ήταν άνθρωποι του μόχθου, που κατέφυγαν εκεί από ανάγκη, είτε ως πρόσφυγες εθνικών διώξεων και πολέμων είτε ως οικονομικοί μετανάστες («με τις αποσκευές τους στη ράχη»).


Ρωσία - Οδησσός: Απεργία φορτοεκφορτωτών, Μάρτης 1905

Οι Έλληνες πύκνωσαν τις γραμμές της νεαρής - αλλά γοργά αναπτυσσόμενης - εργατικής τάξης της ρωσικής αυτοκρατορίας, εργαζόμενοι ως χτίστες, λιμενεργάτες, εργάτες στην κατασκευή δρόμων και σιδηροδρομικών γραμμών, στα μεταλλεία της Νότιας Ρωσίας και του Καυκάσου, στα ανθρακωρυχεία της Ουκρανίας, στον επισιτισμό, κ.λπ. Το παλαίμαχο στέλεχος του Κόμματος των Μπολσεβίκων Α. Μικογιάν θα γράψει για την «ανεξάλειπτη εντύπωση» που του έκαναν οι άθλιοι όροι εργασίας και ζωής των εργατών στο χημικό εργοστάσιο χαλκού Αλαβέρντ (Αρμενία), όπου «εργάτες ορυχείου ήταν κατά κανόνα Έλληνες».

Η κατάσταση δεν ήταν καλύτερη μεταξύ των αγροτών και εργατών γης (που αποτελούσαν και την πλειοψηφία των Ελλήνων της Ρωσίας). Εργαζόμενοι συχνά «σε συνθήκες δουλοπαροικίας» από την ανατολή έως τη δύση του ήλιου, από παιδιά ακόμη (7 - 8 χρόνων ή και μικρότερα), οι Έλληνες αγρότες και εργάτες γης υπόκειντο στην πιο άγρια εκμετάλλευση των Ρώσων - αλλά και ομοεθνών τους - μεγάλων γαιοκτημόνων.

«Πριν από την Επανάσταση», έγραφαν οι Έλληνες αγρότες του χωριού Δροσιά, «δεν είχαμε δική μας γη. Την περισσότερη γη του χωριού μας, 500 εκτάρια (5.000 στρέμματα), την είχε ο τσιφλικάς Μπαγαρτσούκωφ. Σ' αυτόν πληρώναμε για νοίκι της γης 25 ρούβλια το εκτάριο, δηλαδή τα 50% σχεδόν του εισοδήματός μας. Η ζωή μας ήταν άθλια». «Τα σπίτια μας», έγραφαν οι Έλληνες αγρότες του χωριού Μερτσάν, «ήταν φτιαγμένα από καλάμια. Αντί παπούτσια, φορούσαμε γουρουνοτσάρουχα. Τρεφόμασταν με ψωμί και νερό».

Ο «ελληνισμός της Ρωσίας», λοιπόν, δεν υπήρξε καθόλου ένα ενιαίο και ομοιογενές σύνολο, μια «εθνική κοινότητα» με «κοινά συμφέροντα» στη βάση του τόπου καταγωγής. Τουναντίον, χαρακτηριζόταν από έντονες και ασυμφιλίωτες ταξικές διαφορές και αντιθέσεις, από σχέσεις εκμεταλλευτή και εκμεταλλευόμενου. «Ο "ελληνισμός της Ρωσίας", σαν αναπόσπαστο κομμάτι μέσα στο καθεστώς των Ρώσων γαιοκτημόνων και καπιταλιστών, ζούσε τη ζωή του καθεστώτος αυτουνού, ακολουθούσε τις βαθιές ταξικές διαφορές και έλαβε μέρος τόσο στην προεπαναστατική ταξική πάλη, όσο και στην Επανάσταση την ίδια και στον μετεπαναστατικό αδιάκοπο ταξικό αγώνα. Μέσα στην αυλή ακόμα του τσάρου υπήρχαν ελληνικά φεουδαρχικά στοιχεία, στο τσαρικό στρατό Έλληνες αξιωματικοί και στρατηγοί και μέσα στην καπιταλιστική τάξη σημαντικοί Έλληνες κεφαλαιοκράτες (...) που έφταναν να παίζουν σοβαρό ρόλο. Τα στοιχεία αυτά εκμεταλλεύονταν φυσικά όλους τους εργαζόμενους που έπεφταν στα χέρια τους, χωρίς να ενδιαφέρονται για την εθνικότητά τους, αλλά με ιδιαίτερη προτίμηση τους ίδιους τους Έλληνες εργάτες και υπαλλήλους».

Και βεβαίως είχαν ιδιαίτερη προτίμηση στους ομοεθνείς τους εργαζόμενους γιατί κατάφερναν καλύτερα να «μεταμφιέζουν» την ταξική τους εκμετάλλευση πίσω από την «κοινότητα του έθνους» (που δήθεν συνεπαγόταν «κοινά συμφέροντα» και «κοινό πεπρωμένο»). «Μέσω των διαφόρων "παροικιών" και των "ορθόδοξων ελληνικών κοινοτήτων", που κρατούσαν πάντα τα κεφαλαιοκρατικά στοιχεία στα χέρια τους (...) μέσω των ελληνικών εκκλησιών, που υπήρχαν παντού, των πατριωτικών βιβλιοθηκών, σχολείων και θεατρικών παραστάσεων, κατόρθωναν να κρατούν κάτω από την ιδεολογική τους επιρροή την πλειοψηφία των εργαζομένων». Έτσι, προσπαθούσαν να μετατρέψουν τη φτωχολογιά σε «ένα υποτακτικό κοπάδι για άρμεγμα, κατά πρώτο λόγο» από τους ίδιους, δηλαδή «από τους "ομογενείς"» αστούς.

«Πολλοί», μάλιστα, «απ' αυτούς τους "ομογενείς" βιομήχανους, εμπόρους, ναυτικούς, πράκτορες και ειδών ειδών επιχειρηματίες έφερναν από την Ελλάδα ή την Τουρκία δικούς τους "πατριώτες" (μέσα στους οποίους ήταν σκορπισμένοι επίτηδες και δικοί τους συγγενείς), αγράμματους και χαμένους μέσα στην ξένη χώρα, αν άφηναν τον "ευεργέτη" τους. Έτσι, οι "πατριωτικές" αυτές επιχειρήσεις, στηριζόμενες στην πιο άγρια εκμετάλλευση, εξελίσσονταν στους μεγάλους καπιταλιστικούς οργανισμούς των Ελλήνων της Ρωσίας».

Το «εθνικό», ως μέσο «θόλωσης» των διαμετρικά αντίθετων ταξικών συμφερόντων και επιδιώξεων των Ελλήνων εκμεταλλευτών και εκμεταλλευομένων, επιστρατεύτηκε με ιδιαίτερη ένταση σε περιόδους όξυνσης της ταξικής πάλης ως «αντίδοτο» στον μπολσεβικισμό - ειδικά την περίοδο της Επανάστασης και του ταξικού εμφύλιου πολέμου.

Οι Έλληνες στους ταξικούς αγώνες πριν από την Επανάσταση

Όπως, όμως, «οι Έλληνες εκμεταλλευτές στρογγυλοκαθισμένοι μέσα στο τσαρικό κράτος, που ήταν και κράτος τους, έκαναν τη δουλειά τους», έτσι «και οι Έλληνες εργαζόμενοι έκαναν τη δική τους. Οι εργάτες, αρκετά χρόνια ακόμα πριν από την Επανάσταση, πήραν δραστήριο μέρος σε απεργίες και σε μαζικές εκδηλώσεις στο πλευρό των Ρώσων συντρόφων τους».

Ο Ιωάννης Χιώτης (εργάτης από το Νοβοροσίσκ) ήρθε σε επαφή με την παράνομη οργάνωση του Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος της Ρωσίας στο Βατούμ το 1903 και το επόμενο έτος εντάχθηκε στις γραμμές του. Κατόπιν εστάλη με κομματική αποστολή στο Σοχούμ προκειμένου να συνδράμει την ανάπτυξη εκεί του επαναστατικού κινήματος της εργατικής τάξης.

Λίγο αργότερα εντάχθηκε στο επαναστατικό κίνημα και ο Ηρακλής Μεταξάς (από το Βατούμ). Η συμμετοχή του στις μαθητικές κινητοποιήσεις την περίοδο της Επανάστασης του 1905 - 1907 τον έβαλε στο στόχαστρο της αστυνομίας, αναγκάζοντάς τον να διαφύγει στην Οδησσό. Το 1908 έγινε μέλος του Κόμματος των Μπολσεβίκων, αναλαμβάνοντας μια σειρά από αποστολές, «οργώνοντας» την αχανή χώρα για την υπόθεση του σοσιαλισμού: Από τη Γεωργία, το Αζερμπαϊτζάν έως τα Ουράλια (Τιφλίδα, Γιαντζέ, Νοβοροσίσκ, Αντλερ, Τουαψέ, Πιατιγόρσκ, Εσεντουκί, Ούφα, κ.ά.). Αρχές του 1913, ο Η. Μεταξάς μετέβη στο Μπακού και εντάχθηκε στην τοπική οργάνωση του Κόμματος των Μπολσεβίκων, αναπτύσσοντας δράση σε όλη την περιοχή του Καυκάσου.

Ο Ωρίων Αλεξάκης (από την Μπαλακλάβα της Σεβαστούπολης) ήρθε σε επαφή με τη μαρξιστική φιλολογία σε ηλικία 14 ετών μετέχοντας σε κύκλους μαθητών, εργατών και ναυτών. Στις αρχές του 1917 πρωτοστάτησε στην οργάνωση των μαθητών σε επαναστατική κατεύθυνση, ενώ αμέσως μετά τη δημοσίευση των «Θέσεων του Απρίλη» του Λένιν έγινε μέλος του Κόμματος των Μπολσεβίκων, δίνοντας αγώνα για τη σύνδεση της πάλης της νεολαίας με τον επαναστατικό αγώνα της εργατιάς. «Απευθυνόμαστε σε σένα, εργατική νεολαία», έγραφε μέσα από τις στήλες της «Ιζβέστια» του Σοβιέτ της Σεβαστούπολης, «και σε καλούμε να ενωθείς. Εσένα καλούμε πρώτα πρώτα να προσχωρήσεις στη σοσιαλιστική ένωση της νεολαίας. Χρέος σου είναι να την υποστηρίξεις, γιατί σκοπός της είναι η ανάπτυξη της ταξικής αυτοσυνείδησης και της προλεταριακής αλληλεγγύης, των απαραίτητων αυτών όρων για την επιτυχή πάλη του προλεταριάτου κατά της αστικής τάξης, για την πραγμάτωση των ιδεών του σοσιαλισμού...». Η επαναστατική οργάνωση της νεολαίας (που ιδρύθηκε τον Ιούλη του 1917) ξεπέρασε γρήγορα τα 300 μέλη.

Και άλλοι Έλληνες διέγραψαν τα πρώτα τους βήματα στην επαναστατική πάλη μέσα από τις γραμμές του μαθητικού κινήματος. Όπως ο Κωνσταντίνος Σεμερτζίεφ (από το Βατούμ), που εντάχθηκε στην παράνομη κομμουνιστική δουλειά ως μαθητής (έγινε μέλος του Κόμματος των Μπολσεβίκων λίγο πριν από τον πόλεμο). `Η ο Ανδρέας Φιοντόροφ (από τη Μαριούπολη), ο οποίος αποβλήθηκε από το Γυμνάσιο για συμμετοχή σε απεργία των μαθητών κατά την Επανάσταση του 1905 - 1907 (έγινε μέλος του Κόμματος των Μπολσεβίκων το 1920).

Άλλοι, όπως ο Παρασκευάς Αϊντίνοφ (εργάτης γης από τα 12 του χρόνια στην Τσάλκα της Γεωργίας), ήρθαν σε επαφή με τις επαναστατικές ιδέες και το πρόγραμμα των Μπολσεβίκων όντας στρατιώτες στα χαρακώματα του Α' Παγκοσμίου ιμπεριαλιστικού Πολέμου.

Πρωτοπόροι στην ανάπτυξη της επαναστατικής πάλης, βεβαίως, υπήρξαν οι Έλληνες εργάτες. Από Έλληνες κομμουνιστές συγκροτήθηκε π.χ., το Μάη του 1917, στο Βατούμ, το Τμήμα Ελλήνων Εργατών και Υπαλλήλων, με Γραμματέα τον Νίκο Αναστασιάδη (από την Τραπεζούντα, κατόπιν Γραμματέα του τοπικού Ελληνικού Τμήματος του Κομμουνιστικού Κόμματος) και όργανο τη «Χαραυγή», την πρώτη ελληνόγλωσση κομμουνιστική εφημερίδα της Ρωσίας. Στο Σοβιέτ των Εργατών Αντιπροσώπων της Οδησσού εκλέχθηκαν παραμονές της Επανάστασης (Σεπτέμβρης 1917) 5 Έλληνες.

Μεταξύ των Ελλήνων κομμουνιστών εργατών που διώχθηκαν για τη δράση τους ήταν και ο Βλαδίμηρος Παπαδόπουλος, που φυλακίστηκε 3 χρόνια για τη συνδικαλιστική του δράση (1914 - 1917).

Στις σκληρές ταξικές μάχες που προηγήθηκαν της Οκτωβριανής Επανάστασης μετείχαν, τέλος, και πολλές Ελληνίδες, όπως η Παρασκευή Γεωργάζη (που έλαβε ενεργό μέρος στην Επανάσταση του 1905) και η δασκάλα Μαρία Βαλλιανού (μέλος του Κόμματος των Μπολσεβίκων από το 1914).

Όλοι αυτοί - και άλλοι πολλοί - αποτέλεσαν μέρος της επαναστατικής μαγιάς, που τον Οκτώβρη του 1917 έκανε πράξη την «έφοδο στον ουρανό», διεκδικώντας - και κατακτώντας - μαζί με τους Ρώσους εργάτες και αγρότες τη δική τους εξουσία.






Στη σφοδρή ταξική πάλη οι Έλληνες πήραν μέρος ανάλογα με την τάξη που ανήκαν (Φωτ. από κοκκινοφρουρούς σε εργοστάσιο της Μόσχας)

(Β' μέρος: Οι δυνάμεις της αντεπανάστασης)
Στις 25 Οκτώβρη (7 Νοέμβρη με το νέο ημερολόγιο) τα κανόνια του καταδρομικού «Αβρόρα» σάλπισαν την έγερση του επαναστατημένου λαού και στρατού, σηματοδοτώντας την έναρξη της Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης. Ακολούθησε ένας σφοδρότατος εμφύλιος ταξικός πόλεμος μεταξύ των εκμεταλλευομένων και των εκμεταλλευτών, μεταξύ του νέου κόσμου που γεννιόταν και του παλιού που προσπαθούσε με λύσσα να τον καταπνίξει εν τη γενέσει του. Σε αυτόν τον ταξικό πόλεμο, που διήρκεσε κοντά 5 χρόνια, έλαβαν μέρος όλες οι εθνότητες που συναπάρτιζαν το πολυεθνικό μωσαϊκό της πρώην ρωσικής αυτοκρατορίας. Ακολούθως, «στις διαφορετικές φάσεις που πήρε ο εμφύλιος πόλεμος στη νότια Ρωσία... [και] οι Έλληνες πήραν ενεργό μέρος κατά την τάξη που ανήκαν».1

Η ελληνική αστική τάξη απέναντι στην Επανάσταση

Η ελληνική αστική τάξη της ρωσικής αυτοκρατορίας (όπως και οι Ρώσοι, Ουκρανοί κ.ο.κ. ομόλογοί τους) αντιμετώπισε την Επανάσταση με απέχθεια και τρόμο. Χαρακτηριστικά είναι τα όσα έγραψε ένας αστός - αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων - ο Ε. Παυλίδης σχετικά με τον «επαναστατημένο όχλο»: «Κατέλαβαν τα κυβερνητικά ιδρύματα, τα ανάκτορα, όλα τα μέγαρα και τας οικίας των πλουσίων. Υπό τας οδηγίας των κομμουνιστών εσχημάτισαν διαφόρους διοικητικούς συνδέσμους, τοπικούς, επαρχιακούς και ευρύτερους, εις την εξουσίαν των οποίων περιελαμβάνοντο πολλαί ιδιοικητικαί περιφέριαι. Ιδρύθησαν πανταχού έκτακτα Επαναστατικά Δικαστήρια, εις τα οποία προήδρευαν ως επί τω πλείστον αγράμματοι και άξεστοι χωρικοί, στρατιώται, ναύται ή εργάται».2

Άλλοι απλά δεν μπορούσαν να κατανοήσουν πως οι ομοεθνείς τους μπορούσαν «να λάβωσιν ανά χείρας την ερυθράν σημαίαν» και να στρέψουν τα όπλα - με ταξικά κριτήρια - εναντίον των «συμπατριωτών» εκμεταλλευτών τους, αποδίδοντας ακολούθως τα κίνητρά τους σε «τυχαίους λόγους και ελατήρια» ή σε «κακή πίστη» και ανηθικότητα.3

Η στάση των Ελλήνων αστών απέναντι στην Επανάσταση ήταν βεβαίως απολύτως δικαιολογημένη. Το ισχυρό ελληνικό κεφάλαιο της Ρωσίας είχε πολλά να χάσει με την ανατροπή της αστικής εξουσίας από τους εξεγερμένους εργάτες και αγρότες: για την ακρίβεια κινδύνευε να χάσει τα πάντα.

Ωστόσο, ακόμα και στο πλαίσιο του εμφύλιου ταξικού πολέμου, της ιμπεριαλιστικής επέμβασης και των εθνικών αστικών συγκρούσεων - ακόμα και σε αυτές τις συνθήκες - μερίδα της ελληνικής αστικής τάξης βρήκε τον τρόπο να βγει κερδισμένη. Έτσι, σύμφωνα με τον συνταγματάρχη Ι. Σταυριδάκη (που τότε βρισκόταν στη Σεβαστούπολη), η γενικότερη «οικονομική κατάπτωσις της Ρωσίας» μπορεί μεν να «επηρέασε κατά πολύ» και «την περιουσιακήν κατάστασιν των Ελλήνων» αστών, «ηυνόησεν όμως και τινάς εξ αυτών εις το να εξασκήσωσι μονοπωλιακόν εμπόριον, καθ' ήν στιγμήν άπαντες οι άλλης εθνικότητος έμποροι κατεδιώκοντο, να κερδίσωσι δ' ούτω σημαντικά ποσά».4


Σε κάθε περίπτωση, η ελληνική αστική τάξη της Ρωσίας πολέμησε λυσσασμένα και με όλα τα μέσα την Επανάσταση. Το αντεπαναστατικό στρατόπεδο δεν υπήρξε ομοιογενές: Εκτείνονταν από τους οπαδούς του τσαρικού καθεστώτος, τους βασιλόφρονες κωνσταντινικούς έως τους φιλελεύθερους βενιζελικούς και τους μενσεβίκους σοσιαλδημοκράτες. Από την παπαδοκρατία έως τους αναρχικούς του Ν. Μαχνό. Από τους αστούς εθνικιστές όλων των εθνοτήτων έως τους ξένους ιμπεριαλιστές. Παρά τη μεγάλη του ανομοιογένεια, όμως, συνέκλινε ως προς τον «κοινό εχθρό»: τους Μπολσεβίκους.

Η συνδρομή της αστικής τάξης της Ελλάδας στην αντεπανάσταση υπήρξε ποικιλόμορφη. Επενέβη στρατιωτικά, μετέχοντας στην επέμβαση 14 συνολικά καπιταλιστικών κρατών κατά των επαναστατημένων λαών της Ρωσίας. Επενέβη επίσης μέσω των κατά τόπους προξενικών αρχών της, αλλά και μέσω «ειδικών» της «απεσταλμένων» (χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις του Ν. Καζαντζάκη και του συνταγματάρχη Η. Πολεμαρχάκη, που το 1919-1920 στάλθηκαν μαζί με άλλους στον Καύκασο «με εντολή ν' αποτραβήξουν τους Έλληνες της Γεωργίας από το σοσιαλισμό»5). Επενέβη τέλος ιδεολογικοπολιτικά, υποδαυλίζοντας, καλλιεργώντας και εξάπτοντας όσο το δυνατόν περισσότερο (σε συνεργασία πάντοτε και με τις κατά τόπους δομές - διαύλους της αστικής ιδεολογίας, σχολεία, εκκλησίες κ.λπ.) τον αστικό εθνικισμό. Όπως χαρακτηριστικά τονιζόταν σε έκθεση του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών «για την κατάσταση στην Ρωσία» (30 Νοέμβρη 1918), «το μόνο αντίδοτο στον μπολσεβικισμό είναι ο εθνικισμός».6

«Η σοσιαλιστική σοβιετική κυβέρνησις της Ουκρανίας», ανέφερε ο πρόεδρός της Κ. Ρακόφσκι σε τηλεγράφημά του προς το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών (26 Φλεβάρη 1919), «τυγχάνει ενήμερος της εθνικιστικής και θρησκευτικής εκστρατείας, ην διεξάγει η ελληνική κυβέρνησις χάριν της δυσφημήσεως της σοβιετικής εξουσίας, ως δήθεν καταδιωκούσης της θρησκείας και το ελληνικόν στοιχείον εν τη νοτίω Ουκρανία. Εάν εννοεί τους Έλληνας κερδοσκόπους και τους τραπεζίτας του χρηματιστηρίου, των οποίων η συστηματική εκμετάλλευσις και κερδοσκοπία περιλαμβάνει την παραλίαν της Μαύρης Θάλασσας... ο πόλεμος εναντίον αυτών καθώς και εναντίον παντός άλλου αισχροκερδούς επιχειρηματίου της Ουκρανίας άνευ διακρίσεως εθνικότητος αποτελεί εκ των πρωτίστων, κεφαλαίων και τον κυριότερον σκοπόν πάσης σοσιαλιστικής κυβερνήσεως... Αι ελληνικαί λαϊκαί τάξεις των παραλίων της Κριμαίας και Ουκρανίας ως και οι 150.000 φτωχοί Έλληνες της Υπερκαυκασίας δεν έχουν κανένα παράπονον κατά της σοβιετικής εξουσίας και οσοδήποτε και αν δράσει η προπαγάνδα δεν θα δυνηθεί να εξεγείρει τους πληθυσμούς τούτους εναντίον των σοβιετικών αρχών και να αποσπάσει την προσοχήν αυτών από την πάλη των τάξεων».7

Οι Ελληνες και οι «λευκοί»

Όσον αφορά τη συμμετοχή Ελλήνων στους «λευκούς» αντεπαναστατικούς στρατούς (των Ντενίκιν, Βράγκελ, Κολτσάκ κ.λπ.), δεν υπάρχουν σχετικές αναφορές, παρότι δεν αποκλείονται μεμονωμένα περιστατικά μεταξύ των όσων είχαν διατελέσει στελέχη του τσαρικού στρατού. Άλλωστε, οι «λευκοί» αποτελούνταν «μόνον από αξιωματικούς, από του στρατηγού μέχρι του ανθυπολοχαγού», που ο απλός λαός κατανοούσε ότι, αν νικούσαν, «ο στρατός ούτος θα γινόταν... όργανον τυραννίας και εκδικήσεως κατά των εργατών».8 Από την άλλη μεριά, υπάρχουν καταγεγραμμένα περιστατικά άρνησης των Ελλήνων στη «βίαιη στρατολογία» τους από τις αντεπαναστατικές δυνάμεις του Ντενίκιν στην Ουκρανία, η οποία μάλιστα επέφερε αντίποινα, μέχρι και σφαγές.9

Ούτε όμως οι προσπάθειες των Ελλήνων αστών της Ρωσίας να συγκροτήσουν «εθνικά» ένοπλα σώματα είχαν ιδιαίτερη απήχηση στους ελληνικούς εργατοαγροτικούς πληθυσμούς. Η δημιουργία «ελληνικής μεραρχίας» στον Καύκασο, π.χ., ελάχιστα προχώρησε ελλείψει προθύμων να στρατευτούν σε αυτή. Κάποιες ελάχιστες ένοπλες ομάδες που εμφανίστηκαν, περιορίστηκαν κυρίως στην προστασία των χωριών τους από τις ενδοαστικές εθνικιστικές συγκρούσεις.

Η «σημαντικότερη» αστική «ένοπλη ομάδα» που έδρασε στην περιοχή του Σοχούμ (στην Αμπχαζία της Γεωργίας) ήταν εκείνη του Χαράλαμπου Παπαδόπουλου, που αριθμούσε περίπου 200 άνδρες. Ο Χ. Παπαδόπουλος, «που διακρίνονταν για τον εθνικισμό του... συνεργάστηκε με τους μενσεβίκους και ενισχύθηκε από τους εύπορους Έλληνες του Σοχούμ. Οι πλούσιοι Έλληνες καπνέμποροι της πόλης (Λαζαρίδης, Στεφανίδης, Μοσκώφ, Χατζηγιάννης) και οι πλοιοκτήτες (Αδαμίδης, Χειμλιάδης) ενίσχυσαν με κάθε τρόπο τον Χάμπο. Ο εξοπλισμός του από τους μενσεβίκους οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην πολιτική διαμεσολάβηση του Γιάννη Πασαλίδη» (βλ. παρακάτω). Το ένοπλο σώμα του Χ. Παπαδόπουλου «αξιοποιήθηκε», μεταξύ άλλων, και στην καταστολή της επανάστασης που ξέσπασε στο Σοχούμ (8 Απρίλη - 17 Μάη 1918) και στην οποία «συμμετείχαν μπολσεβίκοι απ' όλες τις εθνότητες: Αμπχάζιοι, Αρμένιοι, Έλληνες και Μιγγρέλοι».10

Ανάλογες προσπάθειες των αστών σε άλλες περιοχές δεν τελεσφόρησαν. Όταν οι Έλληνες «κουλάκοι και τσιφλικάδες π.χ. της Μαριούπολης πήραν τα όπλα κατά των κόκκινων» και επιχείρησαν «να οργανώνουν ένα μυστικό "ελληνικό εθνικό τάγμα" για να χτυπήσουν τους μπολσεβίκους... τους πρόδωσαν και τους ξεπάστρεψαν οι ίδιοι οι Γραικοί χωριάτες της περιοχής τους».11

Το αντεπαναστατικό «προπύργιο» της Γεωργίας

Η Γεωργία αποτέλεσε το τελευταίο «προπύργιο» των αστών στον Καύκασο, όπου οι μενσεβίκοι (με τη στήριξη της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας και των κανονιών των Βρετανών ιμπεριαλιστών) κατάφεραν προσωρινά να επικρατήσουν.

Στους μενσεβίκους της Γεωργίας υπήρχε οργανωμένη ελληνική παρουσία, το Ελληνικό Τμήμα του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γεωργίας, με όργανο τη «Νέα Ζωή» και βασικότερο εκπρόσωπο τον Γιάννη Πασαλίδη, ο οποίος μάλιστα διετέλεσε και υφυπουργός Εξωτερικών της μενσεβικικής γεωργιανής κυβέρνησης. Από άλλη ιδεολογική αφετηρία ανέπτυξε πολιτική δράση «ο επίσης γιατρός Κοσμάς Σπυράντης, επίλεκτος εκπρόσωπος της ελληνικής κοινότητας, υποπρόξενος της Ελλάδας στο Σοχούμ και ένθερμος θιασώτης της ελληνικής εθνικής πολιτικής της εποχής... Παρά τις ιδεολογικές τους διαφορές, οι δύο γιατροί [Πασαλίδης και Σπυράντης] (...) συνέκλιναν στην κοινή αντιπαλότητά τους προς τους μπολσεβίκους».12

Ωστόσο, παρά τη γενική συστράτευση όλων των αστικών αντεπαναστατικών δυνάμεων, ντόπιων και ξένων, η Επανάσταση νίκησε σε όλο τον Καύκασο. Στις 25 Φλεβάρη 1921 η κόκκινη σημαία κυμάτισε και στην Τιφλίδα, πρωτεύουσα της Γεωργίας. «Δύει και το άστρο της μπουρζουαζίας της Γρουζίας [Γεωργίας], των μενσεβίκων, των σοσιαλ-ιδιοκτητών και του ελεύθερου εμπορίου του συναγωνισμού», έγραφε πανηγυρικά η εφημερίδα των Ελλήνων κομμουνιστών «Σπάρτακος». «Τα επαναστατικά κομιτάτα προσκαλούν τους εργατοχωρικούς, οι οποίοι κατατάσσονται ομαδικώς και επιτιθέμενοι νικούν, προχωρούν και σοβιετοποιούν. Οι καπιταλισταί αποστέλλουν στρατεύματα, αλλά δυστυχώς γι' αυτούς κι αυτά είναι από εργάτας»!13

Αναφερόμενος ειδικά στην Αμπχαζία, ο Ν. Α. Λακόμπα, στέλεχος των Μπολσεβίκων, που είχε μετάσχει και ο ίδιος στα επαναστατικά γεγονότα της περιοχής, έγραψε σχετικά: «Για να συντρίψουμε την τυχοδιωκτική περιπέτεια των μενσεβίκων, για να υπερασπίσουμε την σοβιετική εξουσία, όλος ο πληθυσμός της Αμπχαζίας, κυριολεκτικά όλος, σηκώθηκε στο πόδι χωρίς διάκριση εθνότητας. Εδώ ήλθε και ο Αμπχάζιος, εδώ και ο Έλληνας και ο Αρμένιος, εδώ και ο Ρώσος, εδώ και ο Εσθονός, και ούτω καθεξής».14

* Το πρώτο μέρος είχε δημοσιευτεί στον «Κυριακάτικο Ριζοσπάστη» στις 3/9/2017

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

*Τα περισσότερα στοιχεία έχουν αντληθεί από το βιβλίο «Οι Ελληνες στη διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 2007.

1. «Ριζοσπάστης», 10/7/1935.

2. Ελευθέριος Παυλίδης, Ο Ελληνισμός της Ρωσίας, εκδ. Σωματείο των εκ Ρωσίας Ελλήνων, Αθήνα, 1953, σελ. 49-50.

3. Εκθεση του Ι. Σταυριδάκη προς τον υπουργό των Εξωτερικών, Ν. Πολίτη, σχετικά με την κατάσταση στη Ρωσία (7 Μάρτη - 15 Μάη 1919), σελ. 29-30, Αρχείο Ε. Βενιζέλου, Φάκελος 09/82

4. Εκθεση του Ι. Σταυριδάκη προς τον υπουργό των Εξωτερικών, Ν. Πολίτη, σχετικά με την κατάσταση στη Ρωσία (7 Μάρτη - 15 Μάη 1919), σελ. 29-30, Αρχείο Ε. Βενιζέλου, Φάκελος 09/82

5. Εκθεση του Ι. Σταυριδάκη προς τον υπουργό των Εξωτερικών, Ν. Πολίτη, σχετικά με την κατάσταση στη Ρωσία (7 Μάρτη - 15 Μάη 1919), σελ. 29-30, Αρχείο Ε. Βενιζέλου, Φάκελος 09/82

6. Note sur la situation en Russie, 30/11/1918, Αρχείο Βενιζέλου, Φάκελος 173/15 (Μουσείο Μπενάκη).

7. «Ριζοσπάστης», 2/2/1920.

8. Εκθεση του Ι. Σταυριδάκη, ό.π., σελ. 10.

9. «Ριζοσπάστης», 3/1/1920

10. Βλάσης Αγτζίδης, «Παρευξείνιος Διασπορά», εκδ. «Αφοί Κυριακίδη», Θεσσαλονίκη, 2001, σελ. 133-134.

11. «Ριζοσπάστης», 10/7/1935.

12. Ιωάννης Χασιώτης, «Οι Ελληνες της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ενωσης», εκδ. University Studio Press, 1997, σελ. 240-241.

13. Βλάσης Αγτζίδης, ό.π., σελ. 199.

14. Ινστιτούτο Ιστορίας της ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γεωργίας, Ν. Α. Λακόμπα, Ομιλίες και άρθρα, εκδ. Αλασάρα, Σοχούμ, 1987, σελ. 145-147.


Γ' μέρος: Οι δυνάμεις της επανάστασης
Με την έκρηξη της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης οι Ελληνες εργάτες και αγρότες πήραν θέση δίπλα στα ταξικά τους αδέρφια.

«Οι διακηρύξεις» των Μπολσεβίκων «για διανομή της γης», αναφέρει ο Ι. Χασιώτης, βρήκαν «ανταπόκριση μεταξύ των χιλιάδων Ελλήνων ακτημόνων του Βορείου Καυκάσου και της Υπερκαυκασίας, ιδιαίτερα εκείνων που ως την Επανάσταση εργάζονταν σε κτήματα ντόπιων (ή ακόμα και ομοεθνών τους) γαιοκτημόνων...Ο μπολσεβικικός πυρήνας π.χ. της Τσάλκας (τότε Barmaksiz), που σχηματίστηκε στα 1918, αποτελούνταν από Έλληνες κυρίως αγρότες... τους Κ. Εφραίμωφ, Σ. Ποζώφ, Ζ. Αϊντίνωφ, Μ. Κοτάνωφ, Ν. Λάζωφ κ.ά. Ο γραμματέας της τοπικής εκείνης επιτροπής ήταν αρχικά ο Παρασκευάς Ν. Αϊντίνωφ (και αργότερα ο Γ. Φ. Σαρικιάνωφ), που είχε ενταχθεί στο κίνημα από την εποχή της στρατιωτικής του υπηρεσίας στο μέτωπο του Καυκάσου. Μετά την κατάρρευση, ο Αϊντίνωφ οργανώθηκε στην κομματική οργάνωση των μπολσεβίκων της επαρχίας Μπορτσαλίνσκι. Ο Αϊντίνωφ από μικρός εργαζόταν - όπως και η οικογένειά του - στο αγρόκτημα του Έλληνα γαιοκτήμονα Μαγκλή»1

«Το παράδειγμα της Ευπατόριας», αναφέρει ο Δ. Καταϊφτσής, είναι επίσης «αρκετά χαρακτηριστικό»: «Οι φτωχοί, αλλά καλά οργανωμένοι συνδικαλιστικά, Έλληνες ψαράδες είχαν ταχθεί με τους "Κόκκινους", την ίδια στιγμή που η αστική τάξη της πόλης ήταν "ελληνική"».2

Ο «Ριζοσπάστης», έγραφε σχετικά: «Στην Ευπατόρια (Κριμαία) όπου οι βαρκάρηδες και ψαράδες, σχεδόν όλοι, ήταν Έλληνες και οργανωμένοι σε σωματείο, η επαναστατική επιτροπή τούς όπλισε και αυτοί κράτησαν την τάξη μόλις κηρύχθηκε η επανάσταση. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι οι κυριότεροι πλούσιοι της Ευπατόριας ήταν Ρωμιοί, όπως οι μεγαλέμποροι Νταβίντωφ, Παναγιώτου, κ.λπ. Ένας από τους βαρκάρηδες αυτούς στον εμφύλιο πόλεμο εξελίχθηκε σαν κόκκινος παρτιζάνος (αντάρτης) σε σωστό "κόκκινο ναύαρχο", που έδρασε κατά των άσπρων [αντεπαναστατών] στην Οντέσσα, Ψωμιάδη τονέ λένε».3

Οι Έλληνες στον Κόκκινο Στρατό


Ο Καφηνίδης ήταν μέραρχος του Κόκκινου Ιππικού. Έγινε στρατηγός από απλός στρατιώτης στα πεδία των μαχών. Μιλώντας ο ίδιος για τον Κόκκινο Στρατό, τόνισε μεταξύ άλλων: «Ημείς δεν είμεθα όπως οι στρατοί των κεφαλαιοκρατικών χωρών. Απλούστατα είμεθα μια ένοπλος οργάνωσις Μαρξιστών...» (στο σκίτσο στρατιώτης του Κόκκινου Στρατού, έργο του E. Einman)

Τα παραδείγματα μεταξύ των Ελλήνων που πήραν τα όπλα υπέρ της Επανάστασης είναι πράγματι πολλά:

Όταν π.χ. ο γερμανικός στρατός εισέβαλε στην Κριμαία τον Απρίλη του 1918, οι Έλληνες της περιοχής πολέμησαν με τους Μπολσεβίκους. Ως αντίποινα μάλιστα «εφονεύθησαν αρκετοί Ελληνες...οι δε εναπομείναντες εξεδιώχθηκαν υπό των Γερμανών».4

Σύμφωνα με τον στρατηγό του Κόκκινου Στρατού, Π. Ντιμπένκο οι Έλληνες της Μαριούπολης «αποτελούσι...την καλυτέραν μονάδα του στρατού του».5 Η μονάδα αυτή συγκροτήθηκε αποκλειστικά από Έλληνες εθελοντές της περιοχής και διακρίθηκε στις μάχες του μετώπου της Μαριούπολης το Μάρτη του 1919. Η οργάνωση των Ελλήνων μιας σειράς χωριών (όπως το Μάγγους, η Γιάλτα, το Στάριι Κριμ, το Κερμεντζούκ, το Χαράχλα, το Τσαρταχλί, κ.ά.) στο πλευρό των μπολσεβίκων θα συνδράμει στην τελική νίκη της επανάστασης στη Μαριούπολη.

Ο Γεώργιος Μαυροκορδάτος υπήρξε διοικητής μονάδας του Κόκκινου Στρατού στο Νικολάγιεφ. Ο Σεργκέι Κνόρους διετέλεσε ανθυπασπιστής του Στόλου της Μαύρης Θάλασσας, του οποίου μάλιστα οι ναύτες τον εξέλεξαν πρόεδρο της Κεντρικής Επιτροπής (Φλεβάρης 1918). Ο Ανδρέας Φιοντόροφ υπηρέτησε στην «Τσεκά» (την «Εκτακτη Επιτροπή» για την πάλη εναντίον των δυνάμεων της αντεπανάστασης), αρχικά στην Υπερκαυκασία και από το 1920 στη Μόσχα (πλάι στον επικεφαλής της, Φ. Τζερζίνσκι). Ο Ιβάν Σελεσκερίδης διετέλεσε από το 1919 αρχίατρος μεραρχίας του Κόκκινου Στρατού. Ο Νίκος Ξανθόπουλος πρωτοστάτησε στο Κουμπάν στη συγκρότηση ελληνικής εργατικής επιτροπής βοήθειας προς τον Κόκκινο Στρατό.

Ο Καφηνίδης ήταν «μέραρχος του [κόκκινου] ιππικού. Έγινε στρατηγός από απλός στρατιώτης εις τα πεδία των μαχών, όπου διεκρίθη. Μέλος του κόμματος. Άλλοτε τραπεζικός υπάλληλος και από τους πρώτους επαναστάτας κατά του τσαρισμού». Μιλώντας ο ίδιος για τον Κόκκινο Στρατό, τόνισε μεταξύ άλλων: «Από τον Μπολσεβικικό στρατό λείπει εντελώς το πνεύμα της στρατοκρατίας. Υπάρχει μόνον η πειθαρχία την οποίαν επιβάλλουν οι ίδιοι οι στρατιώται διά των συμβουλίων των, ακόμη και εις τους ανωτέρους των. Αξιωματικοί, στρατηγοί και στρατιώται τρώγουν το ίδιο φαγητό... Μετά το τέλος της υπηρεσίας αξιωματικοί και στρατιώται εξισούνται, γίνονται απλοί σύντροφοι. Και όμως ο στρατός αυτός ενίκησεν όλους τους στρατούς του κόσμου... Πώς εξηγείται αυτό το θαύμα; Ο στρατηγός Καφηνίδης μου απαντά. Ημείς δεν είμεθα όπως οι στρατοί των κεφαλαιοκρατικών χωρών. Απλούστατα είμεθα μια ένοπλος οργάνωσις Μαρξιστών...».6

Ισαάκ Μπρόντσκι: Η εκτέλεση των 26 επιτρόπων της «Κομμούνας του Μπακού»

Ο Βλαδίμηρος Τριανταφύλλοφ ήταν στρατιωτικός, μέλος του κόμματος των Επαναστατών Σοσιαλιστών. Όταν όμως οι τελευταίοι τάχθηκαν κατά της σοβιετικής εξουσίας πέρασε με το μέρος των Μπολσεβίκων (1919). Έχοντας διακριθεί για τις ικανότητές του στη στρατιωτική διοίκηση μέσα από τις γραμμές του Κόκκινου Στρατού έγινε δεκτός στην Ακαδημία του Γενικού Επιτελείου, όπου σπούδαζε και πολεμούσε ταυτόχρονα. Ακολούθως, υπήρξε επικεφαλής συντάγματος και κατόπιν ταξιαρχίας του Κόκκινου Στρατού στο Ανατολικό, Νότιο και Νοτιοδυτικό Μέτωπο. Για τον ηρωισμό του τιμήθηκε με το παράσημο της Κόκκινης Σημαίας.

Έλληνες βρέθηκαν ακόμα και στις πιο απομακρυσμένες επιχειρήσεις του Κόκκινου Στρατού, όπως οι Κ. Ζαχαρίδης και Σ. Παπαδόπουλος (στην Τασκένδη το 1918), ο Μοραντής (επικεφαλής του Χαρτογραφικού Τμήματος του Γενικού Επιτελείου του Κόκκινου Στρατού στο Τουρκεστάν), κ.ά.

Ο επαναστατημένος στρατός ενώνεται με τον επαναστατημένο λαό

Πολλοί από τους Έλληνες που εντάχθηκαν στις επαναστατικές διαδικασίες ήταν στρατευμένα εργατόπαιδα και αγροτόπαιδα, που ήρθαν σε επαφή και σφυρηλατήθηκαν με τις μπολσεβικικές ιδέες, την οργάνωση και πάλη στη φωτιά του ιμπεριαλιστικού πολέμου. Με την επιστροφή τους στους τόπους καταγωγής τους, οι στρατιώτες αυτοί ενώνονταν με τους εξεγερμένους εργάτες και αγρότες, συγκροτώντας επαναστατικές ένοπλες οργανώσεις, όπως συνέβη π.χ. στο ελληνικό χωριό Μερτσάν (Κουμπάν), όπου «αφού βοήθησαν τους μπολσεβίκους να επικρατήσουν στην περιοχή τους, πήραν μέρος, από κοινού με άλλες τοπικές επίσης δυνάμεις (από το Κριμσκ, την Ανάπα, το Αμπίνσκ κ.λπ.), στην πολιορκία και την τελική κατάληψη του Αικατερινοντάρ (Ιανουάριος - Μάρτιος 1918)».7 Πρόεδρος της Επαναστατικής Επιτροπής του Μερστάν εκλέχθηκε ο δάσκαλος του χωριού Καρασάβοφ, ενώ διοικητής της ένοπλης ομάδας - που αριθμούσε 85 μαχητές - ο Στυλιανός Καραγιώρ(γης). Σημαντικό ρόλο στη συγκρότηση αυτής της πρώτης ένοπλης ομάδας έπαιξε επίσης ο Αγγελής Μυρόνοφ, από την Επαναστατική Επιτροπή του Αμπίνσκ.

«Οι Έλληνες στην πάλη των τάξεων και στην Οκτωβριανή Επανάσταση», ανταπόκριση του «Ριζοσπάστη» στις 10/7/1935.

Οι Έλληνες της περιοχής - αναφέρουν ντοκουμέντα του μουσείου του Μερτσάν - εντάχθηκαν «στην ομάδα...γιατί πίστεψαν στο δίκιο των μπολσεβίκων. Φόρεσαν το καπέλο με την κόκκινη λωρίδα, το κόκκινο σήμα στο στήθος. Πήραν την καραμπίνα και πήγαν να πολεμήσουν για τα Σοβιέτ, για την καλύτερη και ευτυχισμένη ζωή». Αναχωρώντας από το χωριό για να ενωθούν με τις υπόλοιπες δυνάμεις του Κόκκινου Στρατού, με λάβαρο μια κόκκινη σημαία που ανέγραφε το σύνθημα «Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ», οι μαχητές του Μερτσάν φώναζαν «Εμπρός, μπολσεβίκοι του Μερτσάν, εμπρός για τη σοβιετική εξουσία» και τραγουδούσαν «Άφοβα θα πάμε εμείς στη μάχη / για την εξουσία των Σοβιέτ. / Και όλοι θα πεθάνουμε / για τον αγώνα αυτό. / Σκάζουν τα πολεμοφόδια / κροταλίζουν τα πολυβόλα / αλλά αυτά δεν τα φοβούνται / οι κόκκινοι λόχοι». Μετά την κατάληψη του Αικατερινοντάρ, οι «κόκκινοι μαχητές» του Μερτσάν πολέμησαν επίσης κατά των «λευκών» στον Ντον και το Τερέκ, ενώ στη συνέχεια ενώθηκαν με την 11η Στρατιά του Κόκκινου Στρατού γράφοντας τις τελευταίες σελίδες της νίκης επί των δυνάμεων της αντεπανάστασης στη νότια Ρωσία.8

Οι Έλληνες κομμουνιστές στην πρώτη γραμμή του αγώνα

Ψυχή, πρωτοπόρα δύναμη, οργανωτής και καθοδηγητής της Επανάστασης ήταν βεβαίως το κόμμα των Μπολσεβίκων, το Κομμουνιστικό Κόμμα.

Σχεδόν σε όλες τις περιοχές με συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς έδρασαν Ελληνικά Τμήματα των τοπικών Οργανώσεων του Κομμουνιστικού Κόμματος, όπως στο Κίεβο, στο Χάρκοβο, στο Νοβοροσίσκ, στην Οδησσό, στη Σεβαστούπολη, στο Βατούμ, κ.α.

Πολλοί ακόμη, βεβαίως, εντάχθηκαν στις κατά τόπους - πολυεθνικές - μπολσεβίκικες Οργανώσεις. Όπως π.χ. ο Ιωάννης Χιώτης, ο οποίος υπήρξε Γραμματέας της Περιφερειακής Επιτροπής του Σοχούμ του Κομμουνιστικού Κόμματος, ή ο Ωρίων Αλεξάκης και ο Ηρακλής Μεταξάς, που ανέπτυξαν πράγματι πλούσια επαναστατική δράση.

Ωρίων Αλεξάκης


Όταν ξέσπασε η Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση στην Πετρούπολη (Λένινγκραντ), ο Ω. Αλεξάκης βρισκόταν στο Κίεβο. Εκεί ήταν που δέχτηκε και το «βάφτισμα του πυρός» ως μέλος της Κόκκινης Φρουράς που έσπευσε να συνδράμει τους εξεγερμένους εργάτες του «Αρσεναλ», του μεγαλύτερου εργοστασίου της πόλης. Ο Αλεξάκης τραυματίστηκε στη μάχη, αλλά δεν «αποστρατεύτηκε»: Αρχικά εκλέχθηκε μέλος της Κομμουνιστικής Επιτροπής του Κιέβου, ενώ στα τέλη του 1917 στάλθηκε στην επαναστατημένη Σεβαστούπολη, όπου ανέλαβε Γραμματέας της Επαναστατικής Επιτροπής. Όταν στις 14 Μάρτη 1918 συνήλθε στη Μόσχα το 4ο Εκτακτο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ, ο Αλεξάκης ήταν ο νεότερος αντιπρόσωπος. Κατόπιν διετέλεσε αντιπρόσωπος της ΚΕ του Ρωσικού ΚΚ(μπ) στη Βιάτκα, μέλος της Κομματικής Επιτροπής του Χαρκόβου, της Κριμαίας, του Βλαντιμίρ καθώς και Πολιτικός Επίτροπος της 1ης Μεραρχίας Ζαντνεπρόβσκ (στην οποία είχαν ενταχθεί πρόσκαιρα και οι δυνάμεις του αναρχικού Ν. Μαχνό, που ωστόσο δεν άργησαν να στραφούν εναντίον της Επανάστασης). Υπήρξε επίσης συγχρόνως σπουδαστής, καθηγητής και μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου του Κομμουνιστικού Πανεπιστημίου «Γ. Μ. Σβερντλόφ». Λίγο πριν το θάνατό του είχε μετάσχει στο 9ο Συνέδριο του Ρωσικού ΚΚ(μπ) ως αντιπρόσωπος των κομμουνιστών της Κριμαίας (29 Μάρτη - 5 Απρίλη 1920).

Άλλοτε ανάμεσα στους εργάτες, άλλοτε στους ναύτες, από πόλη σε πόλη, από τη μια κομματική αποστολή στην άλλη, από το ένα μέτωπο του πολέμου στο άλλο, μαθητής και δάσκαλος, ο Ω. Αλεξάκης υπήρξε ένας πραγματικός στρατιώτης της Επανάστασης, ένας πραγματικός μπολσεβίκος που δεν σταμάτησε ποτέ να εργάζεται ακούραστα για την υπόθεση της εργατικής τάξης. Δολοφονήθηκε στη Μαύρη Θάλασσα τον Οκτώβρη του 1920, μαζί με το νεαρό στέλεχος του ΣΕΚΕ Δημοσθένη Λιγδόπουλο, όντας σε αποστολή της Κομμουνιστικής Διεθνούς.9

Ηρακλής Μεταξάς

Η σοβιετική εξουσία εγκαθιδρύθηκε στο βιομηχανικό προλεταριακό κέντρο του Μπακού (Αζερμπαϊτζάν) μόλις 6 μέρες μετά την έκρηξη της Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης (31 Οκτώβρη 1917), «εγκαινιάζοντας» την περίοδο της «Κομμούνας του Μπακού». Ακολούθως, ο Ηρ. Μεταξάς, στέλεχος του Κόμματος των Μπολσεβίκων, θα έχει ενεργό - πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαδικασία κοινωνικοποίησης και εργατικού ελέγχου των τραπεζών, της εμπορικής ναυτιλίας, κ.λπ.

Εξαρχής, ωστόσο, η νεαρή «Κομμούνα του Μπακού» βρέθηκε περικυκλωμένη με τις ποικιλώνυμες και αριθμητικά υπέρτερες δυνάμεις της αντεπανάστασης: Τους αστούς εθνικιστές του Αζερμπαϊτζάν και της Αρμενίας («Ντασνάκους»), τους Γεωργιανούς μενσεβίκους, καθώς και τους στρατούς της Βρετανίας και της οθωμανικής αυτοκρατορίας (που ανήκαν μεν σε αντίπαλα ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα, αντιμάχονταν ωστόσο εξίσου την Επανάσταση). Ο Ηρ. Μεταξάς έλαβε μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις του Κόκκινου Στρατού, που, παρότι δεν αριθμούσε παρά λίγες χιλιάδες, κατάφερε να αποκρούσει με επιτυχία τις αλλεπάλληλες επιθέσεις του πολλαπλάσιου οθωμανικού στρατού τον Ιούνη του 1918.

Η «Κομμούνα του Μπακού» όμως δεν μπόρεσε να αντέξει. Η πόλη καταλήφθηκε στις 4 Αυγούστου 1918 από στρατεύματα που μετέφεραν οι Βρετανοί από την Περσία (Ιράν). Ο Ηρ. Μεταξάς συνελήφθη μαζί με τους 26 Επιτρόπους του Μπακού (όργανο της επαναστατικής εξουσίας, του οποίου τα μέλη προέρχονταν από 7 εθνότητες), κ.ά. στελέχη του κόμματος. Οι Έλληνες ομοεθνείς του κινητοποιήθηκαν για την απελευθέρωσή του. Εκείνος όμως αρνήθηκε οποιαδήποτε «ειδική μεταχείριση» που θα τον διαχώριζε από τις τύχες των συντρόφων του. «Δεν είμαι Έλληνας», τόνισε. «Είμαι διεθνιστής... Πρέπει να συνεχίσω τον αγώνα μου. Κανείς, και ποτέ δεν μπορεί να με χωρίσει από τον αγώνα της νίκης της σοσιαλιστικής επανάστασης».10 Στις 19 - 20 Σεπτέμβρη, 3 μέρες μετά τη σύλληψή τους, οι Επίτροποι του Μπακού (μεταξύ των οποίων και ο ίδιος) θα οδηγηθούν νύχτα σε μια ερημική τοποθεσία μεταξύ των σταθμών Περεβάλ και Ακσα-Κούιμα του τρανσκαυκασιανού σιδηροδρόμου και θα εκτελεστούν.

Η θυσία τους, ωστόσο, δεν πήγε χαμένη. Δύο χρόνια αργότερα η σοβιετική εξουσία θα νικούσε ολοκληρωτικά στην Υπερκαυκασία και οι σύντροφοί τους θα ξεκινούσαν πια το τιτάνιο έργο της οικοδόμησης του πρώτου εργατικού κράτους στην Ιστορία της ανθρωπότητας.

Διαφώτιση

Πολλοί Ελληνες κομμουνιστές υπηρέτησαν την υπόθεση της Επανάστασης μέσα από τους τομείς της διαφώτισης, της προάσπισης και μεταλαμπάδευσης των επαναστατικών ιδεών. Η Μαρία Βαλλιανού π.χ. ήταν αντιπρόεδρος της Διεύθυνσης του Πολιτικού Τμήματος του Ανατολικού Μετώπου (κατόπιν τέθηκε επικεφαλής του Τμήματος Λαϊκής Παιδείας της Σταυρούπολης). Ο Κωνσταντίνος Σεμερτζίεφ υπήρξε από το 1917 υπεύθυνος Διαφώτισης της Επαναστατικής Επιτροπής της πόλης Γάγκρα της Γεωργίας, ενώ το 1920 έγινε πρόεδρος της Περιφερειακής Επιτροπής του Σοχούμ της Κομμουνιστικής Νεολαίας (Κοσμομόλ).

Ο δραματουργός, σκηνοθέτης και ηθοποιός Θεόδωρος Κανονίδης μετείχε στο ελληνικό περιοδεύον θέατρο, που συγκροτήθηκε το 1920 από το Τμήμα Πολιτικής Διαφώτισης της Επαναστατικής Επιτροπής του Νοβοροσίσκ.

Άλλοι συνέδραμαν επίσης μέσα από την τύπωση και διάδοση του επαναστατικού Τύπου, ρωσόφωνου και ελληνόφωνου. Όπως ο Πόντιος κομμουνιστής Δ. Τριανταφυλλίδης, που υπήρξε μέλος της συντακτικής επιτροπής της τοπικής εφημερίδας της Ευπατόριας.

Η πρώτη ελληνόφωνη κομμουνιστική εφημερίδα, όπως είδαμε ήδη (στο Α' μέρος), ήταν η «Χαραυγή», που εκδόθηκε στο Βατούμ το 1917. Το 1920 στο Νοβοροσίσκ άρχισε να βγαίνει ο «Σπάρτακος», όργανο του Ελληνικού Τμήματος της τοπικής Περιφερειακής Οργάνωσης του ΚΚ (διευθυντής της εφημερίδας διετέλεσε ο Δημήτρης Σακαρέλος, κατόπιν στέλεχος του ΚΚΕ και μαχητής των Διεθνών Ταξιαρχιών της Ισπανίας). Το 1921 εκδόθηκε η εφημερίδα «Κομμουνιστής», όργανο του Ελληνικού Τμήματος της Περιφερειακής Επιτροπής του Βατούμ - και κατόπιν Αντζαρίας - του ΚΚ. Με τον ίδιο τίτλο («Κομμουνιστής») κυκλοφόρησε επίσης την ίδια χρονιά άλλη μια ελληνόφωνη εφημερίδα στο Ροστόβ επί του Ντον, όργανο της Περιφερειακής Επιτροπής της Αζοφικής και Μαύρης Θάλασσας του ΚΚ (με αρχισυντάκτη τον δάσκαλο Π. Πιαστόπουλο). Το τιράζ της αρχικά ξεπερνούσε τα 3.500 φύλλα, ενώ σύντομα αναδείχθηκε στην πιο ευρέως διαδεδομένη ελληνόφωνη εφημερίδα της Σοβιετικής Ένωσης. Στο μακρινό Βλαδιβοστόκ, τέλος, εμφανίστηκε το 1921 μια ακόμη εφημερίδα, η «Ανατολή», της οποίας ωστόσο η ύπαρξη υπήρξε εξαιρετικά βραχύβια.11

Στα όργανα της σοβιετικής εξουσίας

Οι Έλληνες έλαβαν δραστήρια μέρος στις κοινωνικοπολιτικές ζυμώσεις που αναπτύχθηκαν μεταξύ των εργατοαγροτικών μαζών στις περιοχές τους, αναδείχθηκαν στα τοπικά Σοβιέτ καθώς και σε άλλα όργανα της επαναστατικής / σοβιετικής εξουσίας.

Στο Σοβιέτ Εργατών Αντιπροσώπων της Οδησσού, για παράδειγμα, υπήρχαν το 1917 πέντε Έλληνες αντιπρόσωποι (το Γενάρη του 1918, ένας ακόμη Έλληνας, ο Πινέλης, αναδείχθηκε στην Εκτελεστική Επιτροπή του Σοβιέτ). Στο Σοβιέτ της πόλης του Νικολάγιεφ το 1919 υπήρχαν επίσης 3 Έλληνες αντιπρόσωποι. Το ίδιο συνέβη στο Σοχούμ, στο Βατούμ, στη Σεβαστούπολη και όπου αλλού υπήρχαν ελληνικοί πληθυσμοί. Ο Βασίλειος Καργαλάσεβ υπήρξε πρόεδρος της Επαναστατικής Επιτροπής του χωριού Βαραντσόβκα της Αρμενίας, ο Νίκος Ξανθόπουλος γραμματέας της Περιφερειακής Επαναστατικής Επιτροπής του Γκουμιστίνσκ, κ.ο.κ.

Ο Φέντια Αλούρδος (εργάτης, δραστήριος συνδικαλιστής και μέλος του Κόμματος των Μπολσεβίκων από πριν τον πόλεμο) διετέλεσε στέλεχος του υπουργείου Εμπορίου, ο Τρυγώνης υπουργός των μειοψηφιών στην Ουκρανία, ο Μπασιάς «Διευθυντής των Οικονομικών της Μόσχας».12

Ο Σαμσόν Καντελάκη υπήρξε ένας από τους ηγέτες της βραχύβιας Σοβιετικής Δημοκρατίας του Μουγκάν (νοτιοανατολικό Αζερμπαϊτζάν), που ανακηρύχτηκε το Μάη του 1919 από τους εξεγερμένους εργάτες και αγρότες της περιοχής, αλλά άντεξε μόλις ένα μήνα, περικυκλωμένη από τις εξαιρετικά υπέρτερες δυνάμεις των ρωσικών και μουσουλμανικών αντεπαναστατικών στρατευμάτων. Ακολούθως, ο Σ. Καντελάκη έπεσε ηρωικά στη μάχη, υπερασπιζόμενος τη σοβιετική εξουσία.

Τις εργασίες του Συνεδρίου των Σοβιέτ Αγροτών Αντιπροσώπων της Χερσώνας που διεξήχθη τον Φλεβάρη του 1918 χαιρέτισε εκ μέρους της εργατικής τάξης ένας Πόντιος εργάτης, ο Στεπανίδης, ο οποίος και μετέφερε την ευγνωμοσύνη της «εργατικής τάξης στους αγρότες συνέδρους για την υποστήριξή» τους «με είδη τροφίμων».13

Στην πρώτη Συνδιάσκεψη των εργατριών και αγροτισσών του Κυβερνείου της Οδησσού (τον Οκτώβρη του 1920) συμμετείχαν ως αντιπρόσωποι η Παρασκευή Γεωργάζη και η Ευδοκία Παπαδοπούλου.

Στις 10 - 15 Μάη 1921 οργανώθηκε από «το Ελληνικό Τμήμα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ρωσίας στο Νοβοροσίσκ, το 1ο Συνέδριο των Ελλήνων Εργατών της Ρωσίας, το οποίο έλαβε χώρα στη μεγάλη αίθουσα της Γ' Διεθνούς με τη συμμετοχή 236 αντιπροσώπων 57.600 Ελλήνων εργαζομένων του Κουμπάν και της Μαύρης Θάλασσας.

Μεταξύ άλλων, το Συνέδριο, κατέληξε σε «ένα σφοδρό κατηγορητήριο κατά του πολέμου, που διεξάγεται μεταξύ των δύο μπουρζουαδικών κρατών Ελλάδας και Τουρκίας εις τον οποίον θυσιάζονται χιλιάδες εργατών και αγροτών», ενώ διατράνωσε «την πίστη των Ελλήνων εργατών της Ρωσίας στην κοινωνική επανάσταση...και προσκαλεί τους εργάτες και χωρικούς της Ελλάδας ν' αποτινάξουν τον πλουτοκρατικό ζυγό που τους πιέζει και τους υποχρεώνει να σφάζονται». Καταλήγοντας, η Διακήρυξη του Συνεδρίου τόνιζε: «Μόνον η Σοβιετική εξουσία που ενώνει τους εργάτες με τους χωρικούς, δύναται να δώση ειρήνη στον κόσμον. Αποτινόμεθα σε όλον τον κόσμον και προτείνουμε στους αδερφούς μας εργάτες και χωρικούς της Ελλάδας να σηκωθούν και να αποτινάξουν το ζυγό των δημίων τους και να δημιουργήσουν τη δική τους Εργατοχωρική Δημοκρατία. Κάτω η μπουρζουαζία! Κάτω το φάσμα της αιματοχυσίας! Ζήτω η εργατοχωρική Ελλάς! Ζήτω η Κομμουνιστική Διεθνής!...Ζήτω η Ενωση των εργατών Ρωσίας, Ελλάδας, Τουρκίας και όλου του κόσμου14

Ειδική απόφαση εξέδωσε, τέλος, το Συνέδριο για «την από αιώνων καταδικασμένην ελληνίδα εργάτρια», που για πρώτη φορά «σύμφωνα με τους νόμους της Ρωσικής Σοβιετικής Δημοκρατίας έχει το δικαίωμα να συμμετέχη εις τον σχηματισμό του κράτους, εις την πολιτικήν και μορφωτικήν εργασίαν», κ.λπ.15



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1. Τα περισσότερα στοιχεία έχουν αντληθεί από το βιβλίο «Οι Ελληνες στη διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 2007. Ιωάννης Χασιώτης, «Οι Ελληνες της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ενωσης», εκδ. «University Studio Press», 1997, σελ. 234.

2. Δημήτρης Καταϊφτσής, «Ελληνες στην Κριμαία του ρωσικού εμφυλίου πολέμου (1918 - 1921)», στα Ιστορικά Θέματα, τ. 119, σελ. 73.

3. «Ριζοσπάστης», 10/7/1935.

4. «Ριζοσπάστης», 19/1/1919.

5. Εκθεση του Ι. Σταυριδάκη προς τον Υπουργό των Εξωτερικών Ν. Πολίτη σχετικά με την κατάσταση στη Ρωσία (7 Μάρτη - 15 Μάη 1919), σελ. 30, Αρχείο Ε. Βενιζέλου, Φάκελος 09/82.

6. «Ριζοσπάστης», 20/9/1921.

7. Ιωάννης Χασιώτης, ό.π., σελ. 234.

8. Βλάσης Αγτζίδης, «Παρευξείνιος Διασπορά», εκδ. Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 2001, σελ. 166 - 167.

9. Τα βιογραφικά στοιχεία του Ω. Αλεξάκη περιέχονται στο Λεβ Γκούρβιτς, «Ωρίων Αλεξάκης», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1979.

10. Σωκράτης Αγγελίδης, «Οι Ελληνες του Αζερμπαϊτζάν», χ.ε., Θεσσαλονίκη, 2006, σελ. 54.

11. Σωτήρης Δημόπουλος, «Το εθνικό ζήτημα στην ΕΣΣΔ την περίοδο του Μεσοπολέμου. Το παράδειγμα των ελληνικών κοινοτήτων της Αζοφικής», Διδακτορική Διατριβή, Πάντειο Πανεπιστήμιο, 2007, σελ. 7 - 8.

12. «Ριζοσπάστης», 29/9/1921.

13. Δοκίμιο Ιστορίας της Κομματικής Οργάνωσης Περιοχής Χερσώνας, σελ. 81, στο Κώστας Αυγητίδης, «Οι Ελληνοπόντιοι και η νεαρή σοβιετική εξουσία», στην ΚΟΜΕΠ, τ.4, 2007, σελ. 146.

14. «Ριζοσπάστης», 2/8/1921.

15. «Ριζοσπάστης», 3/8/1921.

                                                                             Α. Γκ.



ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ ΣΕ ΤΡΕΙΣ ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ



Υπογραμμίσεις και κάποιες διορθώσεις της ΕΥΦΟΡΗΣ ΠΕΔΙΑΔΑΣ

Σχόλια